Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Στιγμές (της Ελένης Ταϊφυριανού)

Στιγμές,
με σκουριασμένα όνειρα σκαλωμένα
στο φεγγίτη της ψυχής μου. Στιγμές,
σε παρελθόντα χρόνο με μαύρο νυφικό ντυμένη
και γύρω να στενάζουνε τ' αγέννητα παιδιά μου. Στιγμές,
που μοίρασα ψυχούλα
και ζητιάνεψα ψίχουλα από μουχλιασμένες υποσχέσεις. Στιγμές,
που θυμήθηκα πόσο ωραία ήταν τα μάτια μας
σε 'κεινα τα χρόνια της αθωότητας. Στιγμές,
αιχμάλωτες πάνω σε χαρτιά πότε χρωματιστά πότε ασπρόμαυρα. Στιγμές,
που πήραν το χαμόγελο της νιότης κι απομακρύνθηκαν με γοργό βήμα. Στιγμές,
που θέλω να κλάψω πολύ και να στάξω πηχτό μαύρο δάκρυ στης μοίρας τη σελίδα. Στιγμές, που θέλω να φύγω μακριά να με χάσω να μη με βρίσκω πουθενά. Στιγμές,
που με πήραν οι άλλοι από το χέρι και πάνω στα βήματά τους με έβαλαν κι έγινα κάποια στιγμή... άλλη, έτσι που αναρωτήθηκα ποια είμαι εγώ...και ποιοι οι άλλοι. Στιγμές... στιγμές... Και 'συ με ρωτάς αν γίνονται θαύματα κι αν αντέχει η καρδιά σ' άλλα τραύματα... Μέσα απ'τα λόγια τα κρυμμένα μόλις μου άνοιξες κι εσύ... ακόμα ένα.... Ελένη Ταϊφυριανού



Καμπυλότητα Χρόνου (της Χρύσας Νικολάκη)


Εκεί στην καμπυλότητα του χρόνου αγκαλιάζω την αγάπη
μικρός Χριστός με Δάφνης στεφάνι
δάκρυα μαυροφορούσας
ωδές περιστεριών
χέρια με αγγελικό πλέγμα,
ο πόνος να σμικρυνει να ντυθεί ο άνθρωπος.
Ίσως μια μέρα που η Κτίση
φιλήσει το Αιώνιο χαθεί το πάθος
Ίσως ο πόλεμος ρίξει τα δρεπάνια
το Λευκό προσκυνώντας
Ίσως οι θάλασσες των ανθρωπίνων δακρύων
γίνουν ένα ποτάμι αγάπης που θα γεμίσει την κολυμβήθρα του μέλλοντος
Τότε μύρο ειρήνης θα αναβλυθεί
απο σταυρωμένα χέρια
Ίσως ξανά ο άνθρωπος δοξαστεί
φορώντας  μέσα του την κλεψύδρα της ιστορίας και το ζύγι του αίματος.
Ίσως ξαναγίνουμε Άνθρωποι
ξεκινώντας από το Μηδέν.


Χρύσα Νικολάκη





Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Δύο ψυχές (της Λένας Σαρή)

Ούρλιαζε απόψε η ψυχή μου.
Πράξεις ανύπαρκτες
μου καταλόγισες.
Πέταξε η σκέψη μου
στο παρελθόν
Έζησα και δεν έζησα
μαζί σου
Δεν κρατώ τίποτα από
εσένα στη θύμιση μου.
Για να μπορώ να επιβιώσω
θα ξεχάσω...
Μόνο δύο ψυχές που ανάστησα κρατώ....
αυτές μου ανήκουν.


Λένα Σαρή



Ο τοίχος (της Κικής Κωνσταντίνου)

Από εκείνο το σημείο, μέχρι εκείνο το σημείο,
υπάρχει μια μεγάλη
διαφορά
Χάσμα το λένε, χάσμα
Απόκρυφος και ειρωνικός,
ο κόσμος που διαλύθηκε εχθές.
Με δίχασαν, οι στέψεις και οι δολιοφθορές
Δολοπλόκος έγινα,
πρώτος οργάνωσα την διαφωνία.
Μέσα σε επουράνιους σκοπούς, έχτισα ένα τοίχος.
Το τοίχος το ακυβέρνητοΝ.
Η Ελευθερία σθεναρά αντιστέκεται, μα εγώ πρώτος, μακρυγορω και επιμένω.
Έλα μαζί μου,
σκότωσε την κοπέλα με τα υγρά μάτια.
Γίνε πόλεμος
και χτίσε τον τοίχο, ξανά.
Μη μαρτυράς τον κόσμο,
ανώφελο είναι
Θαμπός, τριγύρω ο νους.
Έγινα ζώνη
Ανώφελη ζώνη, περιοδεύον μάχης, εχθρικής.
Σώσε με.

Κική Κωνσταντίνου





Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Mε ξέχασες (της Ιωάννας Πιτσιλλη)



Με έχωσες μέσα στης λήθης το βελούδινο κουτί.

Με έριξες με δύναμη στον πάτο μιας θάλασσας θυμωμένης. Μια νύχτα με φεγγάρι ολόκληρο που μύριζε έντονα πληγωμένα «γιατί».

Εγώ όμως εξακολουθώ να έρχομαι που και που στον ύπνο σου ακάλεστη

και να σου θυμίζω στιγμές.

Και ύστερα να χάνομαι, σαν δραπέτης με το πρώτο φως της μέρας.

Αφήνοντας στο μαξιλάρι σου απαλά μια μαργαρίτα από του παραδείσου τον κήπο.

Ιωάννα Πιτσιλλη

 Από την Ποιητική Συλλογή «Ράβδοι πλαστελίνης».


Άτιτλο (της Μαρίας Νάντη)

Μα Τον Θεό,
αν ήμουν Τυφλή,
θα ορκιζόμουν ότι είστε
λυσσασμένα σκυλιά

έτσι όπως σας ακούω
να τρώγεστε μεταξύ σας ...

Όμως τώρα που βλέπω,

μετά λύπης μου γνωρίζω
πως είσαστε άνθρωποι ...


Μαρία Νάντη



Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Η ζωγραφιά της λίμνης (της Σοφίας Τριανταφυλλίδου)



Πήγαμε στην λίμνη.
Η μαμά επέμενε. Ήμασταν τέσσερις.
Εγώ, η μαμά, ο missa το αγαπημένο μου αρκουδάκι και εκείνος που στο σπίτι
τον φώναζα ''πατέρα".
Ο missa δεν συμφώνησε ποτέ μ' αυτό το όνομα, ήθελε να  τον φωνάζουμε
"τρόμο", ίσως επειδή εκείνος τον κλώτσαγε και τον έβριζε κάθε φορά, που τον συναντούσε μες στο σπίτι.
Εμένα δεν μ' ακούμπησε ποτέ, η μάνα φρόντιζε να με κρύβει πολύ καλά...
Οταν εκείνος γύρναγε στο σπίτι και μύριζε ποτό, εκείνη κατέληγε πάντα με μεγάλες μελανιές στο σώμα της και σημάδια από τις παλάμες του στο πρόσωπό της.
Όταν εκείνος κοιμόταν εκείνη έκλαιγε ασταμάτητα και όταν την ρωτούσα;
_ "Γιατί κλαις; Γιατί έχεις σημάδια;"
Εκείνη  μου έλεγε ότι ο μπαμπάς είναι μεγάλος ζωγράφος και την ζωγραφίζει, τίποτα δεν είναι αληθινό από όλα αυτά, σκιές και χρώματα είναι, ακόμη και τα δάκρυα ψεύτικα είναι.
Εκείνη την μέρα στην λίμνη, ο πατέρας κωπηλατούσε κατσουφιασμένος,
εκείνη δεν έβγαζε άχνα και εγώ κρατούσα το αρκουδάκι μου σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος, εκείνος πέφτει στην λίμνη και βυθίζεται.
Η μητέρα πετά με δύναμη στην λίμνη το βαρύ αντικείμενο που  κρατούσε, από αυτό  είχε ακουστεί ο κρότος.
Αρπάζει τα κουπιά και αρχίζει να κωπηλατεί ασταμάτητα, κοιτώντας μόνο μπροστά.
Εγώ κοιτώ κάτω από την βάρκα. 
Η σκιά του πατέρα που κωπηλατεί θυμωμένα είναι ακόμα εκεί.
Σήμερα ζωγράφισε η μαμά!

Σοφία Τριανταφυλλίδου






                             

Πλάνο ζωής (του Αποστόλου Α Φεκατη)


Και τότε έσκυψε και είδε
πως καθυστέρησε να ζήσει
πως καθυστέρησε να ονειρευτεί
πόση αργή πορεία είχε ο έρωτας
πως ένα μπλέ κορμί αρνήθηκε την βροχή
πως ο ουρανός στα στήθια της
ποτάμι μυρίζει.

Και τότε έσκυψε και είδε
πως καθυστέρησε η θάλασσα χρώμα ' αλλάξει
πως καθυστέρησε η ζωή νόημα στις ψυχές
να δώσει
πόση αργή πορεία είχαν τα μάτια της στο φως
πως ο ήλιος της πληγώθηκε στα συρματοπλέγματα του

Και τότε έσκυψε και είδε
πως καθυστέρησαν να συναντηθούν οι μοίρες
πόση αργή πορεία είχε η γεύση της Άνοιξης .
Πως το πλάνο της ζωής δεν ήταν έτοιμο..


Απόστολος Α. Φεκατης






Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (της Αντριανας Περικλέους Ονουφρίου)

Μήν ψάχνεις την αλήθεια.
Έχει χαθεί στις παρυφές
του σκότους της προσποίησης
και της ανειλικρίνειας!!!
Κι εσύ ταξιδευτής του ονείρου,
κείτεσαι σε τσουρουφλισμένο
πέπλο αγάπης με χέρια
υψωμένα στο άπειρο κυνηγώντας
χείμερες ελπίδας.
Μια κραυγή βγαίνει απ την γη.
Κόσμος ξένος, αέναος, μικρός.
Άνθρωποι σκόρπια κουφάρια, ψυχή
χλωμή, πνοή λευκή,
χείλη ερμητικά κλειστά.
Λέξεις ανείπωτες, ξεφτισμένα  φτερά,
Πώς να πετάξεις;; Πώς;;;;


Αντριάνα Περικλέους Ονουφρίου





ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (της Τζένης Τσιουγκου)



Ένα μυστήριο διαπέρασε τον απαλό άνεμο,
σαν μια χαραυγή να φώτισε το σκοτάδι της νύχτας…
Μυστικές λέξεις ήχησαν στην απέριττη σιωπή,
μια αναταραχή άγγιξε τ’ αλμυρό νερό
και μια γλυκιά ανατριχίλα αγκάλιασε το κορμί.

Μια γοργόνα χόρεψε στον βυθό της θάλασσας,
στις σπηλιές των νησιών η ηχώ του έρωτα χάιδεψε τα κοχύλια
και οι γλάροι φτερούγησαν ξένοιαστοι στους αιθέρες.

Αναπνοές ζωής τραγούδησαν για την άνοιξη
κι ένα αηδόνι κελάηδησε στης νύχτας τ’ αστέρια.
Ένα αστέρι έπεσε
και φώτισε βιαστικά την απεραντοσύνη του κόσμου.
Μια αναπόφευκτη επιθυμία αναστάτωσε το κορμί
κι ένας πόθος χρωμάτισε κόκκινη την σελήνη.

Μια στιγμή μονάχα και η γη ξεκίνησε να γυρνά απ’ την αρχή,
ένα φως και οι γαλαξίες αναστήθηκαν,
μια γλυκιά μελωδία
και οι εποχές πλημμύρισαν αρώματα απόκοσμα…
Κι όλα άλλαξαν σε μια στιγμή…
Μια στιγμή αλησμόνητη στου χρόνου το χάος,
μια στιγμή δημιουργημένη απ’ τα μάτια σου.
Μια λάμψη ξαφνική και μια έκρηξη πάθους
που μ’ έντυσε με του έρωτα τα φιλιά….
Ένα βλέμμα από σένα και μια άνοιξη ανθισμένη στα μάτια σου…
Όλα φερμένα απ’ τα μάτια σου, όλα για τα μάτια σου…
Τα εξαίσια μάτια σου…


Τζένη Τσιουγκου






Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Το άλμπουμ (του Βασίλη Τσερέλη)

Το άλμπουμ
Στις ζόρικες στιγμές
έχω -όπως όλοι φαντάζομαι-
κρυψώνα μου
τα εφηβικά μου χρόνια
τότε που το δωμάτιό μου
πλημμύριζε από όνειρα
(μάλλον κάποιος άνοιξε το παράθυρο).

Τώρα αγρίεψε ο καιρός
θέριεψαν τα κύματα
όμως τα όνειρά μου
στάσιμα νερά.

Τρέχω
εξωτερικά ιατρεία
στα επείγοντα περιστατικά
με σπασμένη φτερούγα.
Η ζωή μου μπαλαντζάρει
σαν το παιδικό δόντι που κουνιέται.

Και οι έρωτες;
Δύσκολος ο δρόμος
πώς να πας
απ’ τον ένα έρωτα στον άλλο;
Βαρύ το χαράτσι στα διόδια
ακόμα πληρώνω!

Α! Ναι! Το άλμπουμ!
Κάνω συλλογή από απογοητεύσεις!
Γέμισε
πρέπει να προσθέσω σελίδες….


Βασίλης Τσερέλης




Έκατσα μέχρι τέλος (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)

Έκατσα μέχρι τέλος.
Γιατί η αγάπη θέλει τη σκιά της.
Γιατί ο έρωτας θέλει το σύντροφό του.
Γιατί η φωνή μου σε φώναζε
κι η ψυχή μου σ΄έψαχνε.
Έκατσα μέχρι τέλος.
Κι όταν έφυγες αθόρυβα,
έσπασε η αγάπη κομματάκια.
Κύλησε το δάκρυ από τα μάτια του έρωτα
κι η ψυχή μου ράγισε.
Η φωνή μου έκανε μια προσπάθεια ακόμα.
Μα έσβησε τ΄όνομά σου στα χείλη.
Έκατσα μέχρι τέλος.
Μέχρι που άναψαν τα φώτα στον ουρανό.
Μέχρι που ταξίδεψαν τα όνειρά μου.
Μέχρι που άδειασε το δωμάτιο
κι οι λυγμοί ξεθάρρεψαν.
Κάθομαι εδώ, περιμένοντας το πρωί.
Με άδεια ψυχή σ΄αποχαιρετώ.
Κρατώ αγκαλιά τη θύμησή σου.
Όνειρο κι αυτό,
σε λίγο θα ταξιδέψει σε άλλες θάλασσες,
Αλήθεια ότι ο έρωτας είναι μόνο της στιγμής.
Η αγάπη όμως;
Ταξιδεύει σε μια εθνική οδό.
Ανηφόρες, κατηφόρες.
Ίσως με ξαναβρείς.
Γιατί η αγάπη θέλει την αγάπη της.
Έκατσα μέχρι τέλος.
Μέχρι που μοίρασα τα κομμάτια της.
Μέχρι που ξημέρωσε.
Μέχρι που αιμορράγησα.


Ειρήνη Σκευοφύλαξ





Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Αναμνήσεις των Χριστουγέννων (της Σοφίας Τανακίδου


Χριστούγεννα κατηφορίζω τους άδειους δρόμους έχει παγωνιά, κουμπώνω καλά το μπουφάν μου και αμέσως αναρίθμητες ερωτήσεις πλημμυρίζουν μέσα μου.
 Άραγε πόσοι να ‘ναι αυτοί που παγώνουν δίχως να έχουν τίποτα να φορέσουν;
 Κοιτώ στα φωτισμένα μαγαζιά και αναρωτιέμαι, πόσα παιδιά δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους παιχνίδι;
Παρακαλώ τότε στο όνομα του νεογέννητου να με αφήσει να κουβαλήσω εγώ τη δυστυχία του κόσμου για να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, τουλάχιστον για αυτή μόνο τη νύχτα.
 Ξαφνικά στην ερημιά του δρόμου ακούω βήματα, είναι κάποιος γνωστός μου που κάνει όμως πως δεν με προσέχει, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε;
 Τον χαιρετώ.
  Εδώ και 17 χρόνια έμαθα πως εγώ θα πρέπει πρώτα να πλησιάζω τους ανθρώπους, εγώ πρώτη να δίνω, ακόμα και αν ξέρω πως ποτέ δεν θα πάρω, ακόμη και αν ξέρω πως θα μου κλέψουν και αυτό που δεν πρόλαβα να δώσω.
 Εκείνος μου χαμογελά νιώθει νικητής γιατί με τον τρόπο μου του απόδειξα πως δεν είναι ασήμαντος, πως είναι κάτι, δεν με γνωρίζει καλά όμως, όσο κι αν τον ξέρω εγώ, δεν ξέρει πως εγώ μπορώ να χαιρετήσω ακόμα και μία πέτρα αν μου φανεί γνωστή.
Είναι και αυτός κάποιος από τους πολλούς που μου ανακοίνωνε πριν λίγο καιρό πως ήξερε να δίνει, να δίνει τρυφερότητα, να δίνει αγάπη, του χαμογέλασα δίχως καμία πρόφαση να του υπενθυμίσω τη μικρότητα του, γιατί αλίμονο το μόνο που δεν ήξερε ήταν αυτό ακριβώς να δίνει.
Όμως είναι Χριστούγεννα και όταν τα παιδιά του τρίτου κόσμου που καθημερινά πεθαίνουν, με συγχωρούν που ακόμα ζω, θα ήταν ανοησία να κρατήσω κακία σε έναν άνθρωπο που δεν έμαθε ποτέ να δίνει.
Ποιος να του μάθει εξάλλου;
Έχουμε όμως και άλλα κοινά, προχωράμε και έχουμε τα χέρια μας στις τσέπες μας.
 Μιλάμε.
Μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε και φοβόμαστε μη σωπάσουμε.
Γιατί αν σωπάσουμε κάτι θα πρέπει να βρούμε να πούμε.
Έχουμε και τον ίδιο προορισμό, τους ίδιους φίλους, το ίδιο στέκι, μόνο που αυτός χρειάζεται τους φίλους του για να διασκεδάσει, εγώ τους χρειάζομαι για να τους ρωτήσω γιατί διασκεδάζουν.
Κάποια στιγμή χωρίζουμε, δεν λέμε αντίο, δεν λένε ποτέ αντίο, γιατί ποτέ δεν είμαστε χώρια.
 Πως μπορούν δύο ξένοι να είναι χώρια, δύο άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Οι φίλοι μου διασκεδάζουν όπως το περίμενα.
 Άραγε σκέφτηκαν ποτέ πως υπάρχει κάπου ένα παιδί που δεν διασκέδασε ποτέ που δεν χαμογέλασε ποτέ που δεν είδε τίποτα το αστείο, ούτε πρόλαβε καν να γελάσει.
Εγκατέλειψα τους φίλους μου γρήγορα χωρίς να τους ρωτήσω τίποτα θα ήταν μάταιο.
 Το παιδί που συνάντησα στο δρόμο με κοίταξε θλιμμένα, είχα μέσα μου μία ακαθόριστη ελπίδα πως θα με ακολουθούσε και θα δεχόμουν για δεύτερη φορά εγώ να του μιλήσω πρώτη, εγώ να του χαμογελάσω, ακόμα και να απλώσω το χέρι μου στο δικό του και ας ήξερα πως ακόμα και αν μου το άπλωνε και εκείνος δεν θα έχει τίποτα να μου δώσει.
Εγώ θα έκανα μία προσπάθεια να του μάθω να δίνει.
 Μα δεν με ακολούθησε κι ένιωσα οίκτο για κείνον και πίκρα για μένα γιατί ακόμα και τη νύχτα των Χριστουγέννων θα ήμουνα μόνη, τουλάχιστον όμως εγώ το ήξερα υπήρχαν άνθρωποι που δεν κατάλαβαν πόσο μόνοι ήταν τυλιγμένοι στη μάσκα της ευδιαθεσίας τους.
 Πριν κοιμηθώ στάθηκα να κοιτώ από το παράθυρο έψαχνα να βρω το άστρο των Χριστουγέννων μάταια όμως δεν υπήρχε.
 Μόνο ένα μικρό άστρο φώτιζε αδύναμα, ένα μικρό άστρο, η ψυχή μου γέμισε αναμνήσεις.
   Κάποτε μου το είχαν χαρίσει ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια 17 χρονών που κάποιος προσφέρθηκε να μου χαρίσει ένα αστέρι ήταν όμως μοιραίο να μου το χαρίσει ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να δίνει πραγματικά και έτσι το πήρε πίσω το δώρο του χωρίς καμία προειδοποίηση.
Με έπιασαν ξαφνικά τα κλάματα είναι γελοίο δεν είχα λόγο να κλάψω για αυτό έκλαψα όμως, είναι κουραστικό μία ολόκληρη ζωή να μην έχεις προβλήματα και να ασχολείσαι με τα προβλήματα των άλλων.
 Έμεινα αρκετή ώρα στο παράθυρο μπορεί ο θάνατος που τόσο λάτρευα να αντιλαμβανόταν την παρουσία μου και να έκλεινε τέλος πάντων αυτά τα απροβλημάτιστα μάτια για να μην έχουν άλλο φως μέσα τους να κοιτάζουν και να ψάχνουν για λίγη πρόσκαιρη ευτυχία.
Μα ούτε ο θάνατος με πρόσεξε, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε; Κάποιο πουλί μόνο πέταξε έξω από το παράθυρό μου προφασίστηκε πώς ήταν η ευτυχία και με κορόιδεψε φεύγοντας βιαστικά μακριά μου.
Το ρολόι χτύπησε κάποια στιγμή μεσάνυχτα ήμουν ακόμα ξύπνια με την καρδιά γεμάτη από αναρίθμητα τίποτα και τότε σαν κάτι να αναζωογονήθηκε  μέσα μου και άξαφνα ένιωσα  σαν να κουβαλώ μες στο ασθενικό κορμί μου όλο τον πόνο, όλη τη δυστυχία, όλη τη μοναξιά του κόσμου.
Άνοιξα το παράθυρο  και ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω πως το θαύμα είχε γίνει και πως εγώ ένα ξύλινο τίποτα ήμουν ο μόνος δυστυχισμένος άνθρωπος των Χριστουγέννων και τότε τον είδα ήταν εκείνο το παιδί διαγραφόταν μέσα στο μαύρο της νύχτας δεν είχε πια τα χέρια στις τσέπες.
 Θυμήθηκα τα λόγια του και του ψιθύρισα, «Είμαι περήφανη για σένα» τότε το μικρό άστρο που μου είχε κάποτε χαρίσει φώτισε το όμορφο νεανικό πρόσωπο του και μόνο τότε ανακάλυψα πως ήταν το ίδιο άστρο ήταν το άστρο των Χριστουγέννων το άστρο μου.
 Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα για πρώτη φορά ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια
επιτέλους ευτυχισμένη.
Μα ήρθε το ξημέρωμα, ξύπνησα και είδα το μικρό αστεράκι μου ματωμένο σε μία άκρη του χριστουγεννιάτικου δέντρου που άρχιζε να μαραίνεται και σαν αστραπή έφτασε η είδηση για εκείνα τα παιδιά που μέσα στα μάτια τους που είχαν σβήσει, δεν ήταν δυνατό να δεις τίποτα άλλο από δάκρυα και εκείνο το παιδί καλύτερα να μην είχα μάτια να δω πως τα χέρια του ήταν ακόμα φυλακισμένα σε δύο τσέπες ενός εφιαλτικά μαύρου μπουφάν, ανίκανα να απλωθούν, ανίκανα να ζεστάνουν, ανίκανα να δώσουν.
 Αναμνήσεις των Χριστουγέννων.
Παρόλα αυτά εγώ θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί εγώ μπορώ να κάνω όνειρα και αν μου τα συντρίψουν θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί όλα αυτά μπορώ να τα πλάσω με τη φαντασία μου, γιατί εγώ έχω χέρια να της γράψω.
 Τι αναμνήσεις όμως να έχει ένα παιδί που όχι μόνο δεν βρήκε χέρι για να γράψει όχι μόνο δεν αγαπήθηκε ποτέ, αλλά ακόμα δεν βρήκε αιτία να χαμογελάσει δεν βρήκε ποτέ ένα παιχνίδι να παίξει δεν πρόλαβε να κοιμηθεί μία νύχτα ευτυχισμένο.
 Κάποια παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει όνειρο.
 Κάποια παιδιά δεν έχουν ακούσει τη λέξη ευτυχία, δεν άκουσαν να μιλούν για αγάπη κάποια παιδιά δεν κατάλαβαν ακόμα τι σημαίνει έχω αναμνήσεις, κοιτούν τα άστρα τα κοιτούν μα δεν τα βλέπουν, γιατί τα μάτια τους είναι θολά.
 Γιατί σε αυτά τα παιδιά κανείς δεν βρέθηκε να χαρίσει άστρα ούτε καν για να τους τα πάρει πίσω;
Ίσως γιατί ακόμα κανείς δεν τα πρόσεξε.
 Είναι τόσο ασήμαντα σαν και μένα άραγε;
 Σε ευχαριστώ λοιπόν άνθρωπε για το άστρο που μου χάρισες έστω και για λίγο μου έδωσες την προσοχή σου, ας μπορούσα να χαρίσω και εγώ ένα άστρο σε εκείνα τα παιδιά ας μπορούσα.
 Μα δεν βρίσκω άστρα τα μάτια μου είναι θολά..


Σοφία Τανακίδου




Χριστούγεννα (της Αγγέλας Καραγκούνη)

Και στολίζοντας,
το χριστουγεννιάτικο
έλαμψε δένδρο.

Με αγγέλων ωσαννά
καρδιές παιδιών φτερούγισαν.

Την ενσάρκωση
αγάπης γιορτάζουμε
Με κατάνυξη.

Χαρμόσυνο γεγονός
Ας χτυπήσουν καμπάνες


Αγγέλα Καραγκούνη




Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Στοιχειό θα γίνω και θα 'ρθω (της Κατερίνας Πανταλέων)



Απόψε το πήρα απόφαση.
Θα πλύνω καλά
τα σκονισμένα όνειρα μου,
που τόσα χρόνια
παραπονεμένα περιμένουν.
Κι ύστερα
θα τα απλώσω να στεγνώσουν,
θυσία στον ουρανό.
Ένα σε κάθε αστέρι
που θα βλέπω,
να καεί στη φωτιά του.

Μα το όνειρο μου για σένα,
μόνο σε σένα θυσία θα το κάνω.

Απόψε λοιπόν
θα γίνω στοιχειό.
Σκάλα με τις ελπίδες μου θα πλέξω,
θα αλαφροπατήσω
και στο μπαλκόνι σου
κρυφά θα ανεβώ.

Στοιχειό θα γίνω και θα 'ρθω.

Σιγανά την πόρτα σου θα ανοίξω,
για να ανασάνω
το οξυγόνο που κι εσύ ανασαίνεις,
ξυπόλητη να περπατήσω
πάνω στις δικές σου πατημασιές,
ευλαβικά να αγγίξω ό,τι αγγίζεις,
να πιω μία γουλιά αγίασμα
από το νεροπότηρο σου
δίπλα στο κομοδίνο,
να τραγουδήσω ψιθυριστά
γλυκές μελωδίες αγάπης –
που κάθε που θα πονάς
δασκαλεμένες θα τις έχω
να διαχέονται παντού
και να σου γαληνεύουν την ψυχή.

Κι ύστερα να χορέψω
με τα μάτια κλειστά
γύρω από το κρεβάτι σου,
μεθυσμένη από έρωτα,
αποκαμωμένη από απελπισία.
Να ζαλιστώ
και να ζαλίσω και τα σκοτάδια σου.
Να τα τρομάξω!
Να μη σε σκιάξουνε ποτέ ξανά.

Κι όταν δίπλα σου
θα σωριαστώ εξαντλημένη
κι όταν το χέρι σου φιλήσω στοργικά
μόνο δυο λέξεις
απ’ τα χείλη μου θα καταφέρουνε να βγούνε.

Η μία θα ‘ναι
το όνομα σου.
Κι η άλλη θα ‘ναι
το πιο γλυκό του κόσμου "σ' αγαπώ".

Θαύμα της ζωής μου,
μοναδικό και αδικοχαμένο.


Κατερίνα Πανταλέων



Αχ βρε Μιχάλη (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)

 Αχ βρε Μιχάλη!!!
Ο φόβος ήταν συνώνυμος με το όνομά σου.
Μικρά παιδιά 10 χρονών θυμάμαι, πηγαίναμε στις νεόκτιστες οικοδομές της γειτονιάς και ανεβαίναμε στο δεύτερο ακόμη και στο τρίτο πάτωμα και πηδούσαμε στην άμμο.
Εσύ φοβόσουν να πηδήξεις ακόμη και από ισόγειο.
Ύστερα πηγαίναμε για αυτό που λέγαμε "περιπέτεια"  στο ποταμάκι με τα βρώμικα νερά του βυρσοδεψείου και περνούσαμε από τη μία πλευρά στην άλλη ισορροπώντας ή καβαλώντας ένα σωλήνα με κίνδυνο να πέσουμε στα βρομόνερα και εσύ από φόβο ποτέ δεν ακολούθησες.
 Αχ βρε Μιχάλη!!!
Που παίζαμε ποδόσφαιρο και εσύ πάντα γύρναγες την πλάτη σου για να μη σε χτυπήσει η μπάλα στο πρόσωπο όπως έλεγες και από το φόβο σου συνεχώς δεχόμασταν γκολ και χάναμε.
Αχ βρε Μιχάλη
 Που όταν έπεφτε η μπάλα στον κήπο του κυρ - Λευτέρη και μας κυνηγούσε να μας την πάρει για να τη σκίσει, εσύ όχι μόνο φοβόσουνα να πας να την πάρεις πίσω αλλά κρυβόσουν και μόνο που τον έβλεπες.
Και που όταν πέθανε ο κυρ - Λευτέρης, όταν τον βγάζανε από το σπίτι για να τον βάλουν στην νεκροφόρα εσύ φοβήθηκες και κρύφτηκες.
Θυμάμαι επίσης ότι σε κοροϊδεύαμε λέγοντας σου ότι όποιος πάει το βράδυ στον τάφο του κυρ - Λευτέρη αυτός θα σηκωθεί και θα τον πιάσει από όπου βρει.
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Θυμάμαι παραμονή των Χριστουγέννων που σου είπαμε να πάμε να πούμε τα κάλαντα μέσα στο λεωφορείο και εσύ φοβόσουν να έρθεις μαζί μας.
Και το απόγευμα σου είχαμε πει ότι θα σταματήσουμε να σου κάνουνε παρέα γιατί φοβάσαι τα πάντα!
Και εσύ για να μη χάσεις την παρέα μας είπες ότι θα έκανες ότι σου ζητήσουμε για να παραμείνεις φίλος μας.
Και εμείς αυτό που σου ζητήσαμε ήταν πολύ παράτολμο.
Κανείς άλλος από εμάς δε θα το τολμούσε.
 Να πας σου είπαμε μόλις βραδιάσει στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα και να καρφώσεις ένα μαχαίρι στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και τότε μόνο θα ξαναγινόσουν φίλος μας γιατί θα μας αποδείκνυες ότι δεν φοβάσαι πια.
Και σε θυμάμαι με εκείνο το καφέ παλτό που ξεκίνησες να πας για το κατόρθωμα σου...


Μέρα Χριστουγέννων και το πρωί σε βρήκε ο φύλακας ξαπλωμένο δίπλα στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και το μαχαίρι καρφωμένο στον τάφο μαζί με το παλτό σου.
Ο γιατρός είπε ανακοπή.
Την μέρα που γεννιόταν ο Χριστός μας εμείς χάσαμε τον πιο γενναίο φίλο μας.
Αχ βρε Μιχάλη!


Χρήστος Παπαχρυσάφης



Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (του Τάκη Πάνου)

Σαν κείνα τα παιδιά, καθώς σέρνοντας το θλιβερό βήμα
 μες τη σκόνη, δίχως τ' αύριο
 σκονισμένα υγρά μάτια,
διψασμένα που ρωτούν
με ματωμένα χείλη
- Γιατί πατέρα..
 γιατί ..? τι κάναμε μάνα, τι φταίξαμε και μας σκοτώνουν?
 κι εμείς τι να πούμε
τι να απαντήσουμε ..τι να ψελλίσουμε

μένουμε σιωπηλοί
κάτω απ' το γαλήνιο θόλο του θεού
κοιτώντας τις σβησμένες αγιογραφίες του
προσευχόμαστε
σαν κάτι να ράγισε μέσα μας βαθιά κει
που 'σβησε το παιδί κι έφυγε  πέρα
απ' την αγκαλιά της Παναγιάς έξω από το εικονοστάσι
παίρνοντας το μονοπάτι ανάμεσα σε πέτρες
 το δρόμο με τους ασπαλάθους και τους μαρτυρικούς άπλεκτους ζιζίφους 
βηματίζοντας ανυπόδητο
να ανέβει να υψωθεί στο Σταυρό
τούτη τη νύκτα καθώς μαίνεται η Σταύρωση.

Ο αγέρας ξάφνου σώπασε
κι η θάλασσα κόπασε
Γιατί μας σκοτώνουν.. μάνα?

Στα πέρατα του κόσμου σε κάθε γωνιά του σύμπαντος
απέραντη σιωπή
καθώς κει κάθε παιδί που χάνεται ένα ξέφτι του ήλιου
καθώς κείνοι αγάπησαν ένα σύμπαν άλλο δισδιάστατο
κι οι ψυχές πιά δεν έχουν βαρύτητα
και σκιές απροσδιόριστες κραυγάζουν μες τις
κηλίδες αίματος
 σε ένα αχαρτογράφητο ευχολόγιο.

-Σώπα! ακούμπησε στο στήθος μου!
ο θεός είναι μεγάλος!


Τάκης Πάνος

Ο πίνακας ανήκει στην εικαστικό Νίνα Μπεβούδα

Επιβίωση (της Μάρθας Καναρη)

… και πέρασε καιρός για να καταλάβω ,
πως θαύμα δεν είναι να περπατάς πάνω στο νερό...
Έπρεπε να μεστώσω για να αντιληφθώ,
πως θαύμα είναι να βαδίζεις πάνω στα χώματα τούτης της γης!
Να κόβεις κεφάλια και να ξεπετάγονται Ύδρες Λερναίες μπρος σου!
Στοιχειά ανήμερα, αταίριαστα, αιμοδιψή και κίβδηλα,
κάθε σταγόνα σου να πιουν, με σε να ξεδιψάσουν.
Ναι…. είμαι πια σίγουρη…
Θαύμα δεν είναι να περπατάς πάνω στο νερό.
Θαύμα είναι να βαδίζεις πάνω στα χώματα τούτης της γης...
...με το κεφάλι πάνω!


Μάρθα Καναρη






Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Το νησί του ονείρου (της Κατερίνας Σολωμού)

Ναυάγησα στης ελπίδας το νησί
Αδύνατη η φυγή μου
ξονειρεύτηκε το όνειρο.
Σαν αλλος Οδυσσέας στο νησί των Σειρήνων.
Ανελέητος ο ήχος των παφλασμών της θάλασσας
τα μανιασμένα κύματα
θρυμματίζουν στα τυφλά τη σιωπή μου
Μια ώριμη υπομονή
συντροφεύει τη μοναξιά μου.
Ο υγρός παράδεισος γυρω μου
σβήνει τα ονειρα που έπεσαν μέσα του
σαν τους φλεγόμενους κομήτες
και ο απέραντος ορίζοντας με το λιανό φεγγάρι
κάνει το κορμί μου να λυπάται.
Αμίλητη η ζωή μου κάθεται
μέσ΄στη συνήχηση του απείρου
και ο νους με την αθωότητα μικρού παιδιού
ζωγραφίζει με την οξύνουσα ομορφια της χαραυγής
μια ζωή που φοράει γαλάζια όνειρα
και τρεχει με τον αγέρα!!

Κατερίνα Σολωμού


Λευτεριά (της Ιωάννας Καράμπελα)



Μα τι θαρρείς?
Έχει ένα τίμημα η άβυσσος δεν στο 'πανε?
Μια μακριά χαράδρα που ανθρωποι σα τη διαβούν ευθύς κατακρημνίζονται

Θαρρείς Χριστούγεννα θα φορεθείς;
Με τις εκπτώσεις των τιμών
πως το κουρέλιασμα θα ντύσεις;
Πώς θα νικήσεις για θα νικηθείς
μ' ένα Μολών Λαβέ βγαλμένο απ' τις ειδήσεις?

Μα τι θαρρείς?
Πως λευτεριά είναι μιας ζήσης πρωινό
σαν δένει η γραβάτα τη θηλιά της?
Πως είναι έρωτας με αφρόγαλο ωμό
όταν μια βέρα θα περνά στα δάχτυλα της?

Είν' το γραμμόφωνο που ψάλλει το ταγκό,
ο ίσκιος ο αχνός,
το άρωμα της.
Είν' ο αγέρας που τραβά για ουρανό
μια κουρασμένη αγκαλιά,
το κάλεσμα της.

Είν' η συνήθεια που έμπασε νερά,
είν' το κουτάλι που σερβίρισε στο πιάτο
Μία κυρία που τολμά να τραγουδά,
Το δάκρυ στο χαρτί που 'πιασε πάτο.

Ένα κουβάρι είναι για πλεχτό,
ένα αυγοτάραχο στη χύτρας το φεγγάρι,
ένα ρημάδι ξεχασμένο σ' αγαπώ,
ενός βιολιού ο ήχος στο δοξάρι.

Μία Γκουέρνικα στου Πικάσο τη νιοστή,
μια κουπαστή που χάθηκε στο κύμα,
το παραμύθι που θυμίζει εορτή,
Μια Ελληνίδα τού Δρυμού,
κι ένα ποιήμα....


Ιωάννα Καράμπελα




Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Νύχτα πονετική (της Παρασκευής Κηπουριδου)



Πονετική απόψε η νύχτα.
Τα λιγνά μας όνειρα,
σε ασημένια σπάργανα τυλίγει.
Το σβησμένο μας βλέμμα,
με ασημένιες ανταύγειες ντύνει.
Των άστρων την ευλογία,
στον ταλανισμένο τόπο απλώνει,
ασημοκέντητο προσδοκίας σεντόνι.
Τον σπόρο της ελπίδας βλασταίνει,
στους χέρσους αγρούς της ψυχής.
Όλους εμάς, που ηττημένοι ζούμε,
που τραγικά κωφεύουμε,
εμάς που εθελοτυφλούμε,
εμάς τους διχασμένους,
κι απίστευτα προδομένους,
να κάνουμε όνειρα μας ωθεί.
Παλεύοντας, στο σκοτάδι
σθεναρά,να ανοίξουμε ρωγμή.
Να στοχεύσουμε του ήλιου το φως.
Αξίες να ανασύρουμε κι αρχές,
απ’ το πηγάδι της λήθης που τις τρώει.
Τούτη η χώρα, ετούτος ο λαός,
σκοταδισμό για πολύ δεν αντέχει.
Ώρα να πετάξουμε την ήττα,
περήφανα, να σηκωθούμε ορθοί.


Παρασκευή Κηπουριδου






ΣΚΑΡΙΑ (της Αρετής Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ)



Κείτονται!
Στην στεριά αφημένα,  συνέρημα κι αφρόντιστα,
τα δυό σκαριά.
Η μάννα τους η θάλασσα τα νανουρίζει,
σε ιαματικές θύμησες πηγαίνοντάς τα.
Όταν βασταγερά κι ολόλαμπρα και ποντοπόρα
ένα ήντουσαν με την λαφράδα τ' αγεριού
και του Αίολου το μάνιασμα.
Ακμής και νιότης αντικαθρέφτισμα στου γιαλού το κάτοπτρο!
Ορθόπλωρα μιλήματα με τον πέρφανο κυματισμό.
Κι οι κύρηδες κι αφέντες  πάνω τους  αποθεμένη
του επιούσιου ελπίδα.

 Τώρα, κουφάρια κατά γης πεταμένα!
Σκουριά αγκαλιάζει τα πλάγια τους
και τα ονόματα σβησμένα κι αυτά.
Αλήθεια, ποιά  ήταν;
Μυρσίνη, Αλέξανδρος, Νικόλας, Νεφέλη;

Σκαριά και μεις οι άνθρωποι από τον Χρόνο λαβωμένα,
παραδομένοι σε ονειροαρμενίσματα ανέφικτα πια.!
Αλήθεια, ποιό το όνομά μας;

Αρετή Γουργιώτου  ΦΥΚΟΕΣΣΑ


Β' ποιητική συλλογή, υπό έκδοσιν




Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Ένα ταξίδι μιας σύντομης διαδρομής (της Μαρίας Ιωάννου - Φίλη)



Χάραξε και εγώ στον σταθμό
του προαστιακού Κιάτου- Αθήνας.
Έφτασε!!
Άνοίγει η πόρτα και μηχανικά
βρίσκομαι στην θέση μου.

Μόνη μου στις σκέψεις μου
για το λόγο αυτού του ξαφνικού
ταξιδιού.
Η ζωή, αχ τι είναι αυτή η ζωή.
Όλα ανατρέπονται σε μια στιγμή.

Νοιώθω ότι ο χρόνος πάγωσε
για μένα.
Πόσο γρήγορα τρέχουμε
να προλάβουμε το ταξίδι της
ζωής  όμως αυτό πάντα μας
προσπερνάει αναρωτιέμαι.

Χάνουμε τις στιγμές ψάχνοντας
τα πρέπει και τα γιατί.
Στιγμές  και ώρες αφοσίωσης, αγάπης και αγωνίας  που χάθηκαν
σέ ανθρώπους που τους έδωσες την
ευκαιρία να είναι στην ζωή σου
αλλά αυτοί μόνο σε εκμεταλεύτηκαν.

Απόδειξη ούτε μια καλημέρα .!!

Τελικά τι απομένει από αυτό το ταξίδι
και ένα δάκρυ μου θόλωσε τα μάτια.

Γύρισα το θολωμένο βλέμμα μου
στο τζάμι.
Άκουγα τους συρμούς στις ράγες
σαν να 'ναι καλπασμός από κοπάδι αλόγων
που τρέχουν να ξεφύγουν από τον γητευτή
τους.
Αδάμαστα, ελεύθερα εκεί που θέλει
η ψυχή τους!

Βλέπω μαζί τους  να τρέχουν τα αμπέλια ο ουρανός,η θάλασσα, τα βουνά.
Ένοιωσα πως ήταν οι συνεπιβάτες μου
και ας ήταν έξω από το τζάμι.

Ένα σφίξιμο ξανά και τότε τον είδα εκεί
ψηλά να ανοίγει περήφανος τα φτερά του.
Ένας αετός.
Δεν μπορεί να τον ακουμπήσει κανείς
δεν ζητάει τίποτα από κανένα.

Απολαμβάνει την μαγεία του ταξιδιού
δεν έχει σχέδια και δεν τον νοιάζει που
θα φτάσει μόνο τις στιγμές του δικού του
ταξιδιού.

Και εγώ ξύπνησα λες ξαφνικά.
 Απολαμβάνω και εγώ τις δικές μου
στιγμές μου από ένα τζαμι του
προαστιακού!

Μπορεί μόλις φτάσω στον προορισμό μου
να μην είναι όλα πια ίδια για μένα να μην τις
ζήσω ξανά αυτές τις στιγμές  για αυτό χαίρομαι που μου τις χάρισε αυτό το ταξίδι.

Δεν με νοιάζει τι θα ακούσω τι θα γίνει για την ζωή μου.
Μόνο που απόλαυσα αυτή την υπέροχη εικόνα
ενός αετού με απλωμένα φτερά στον ουρανό
αυτό μου δίνει την δύναμη να αγωνιστώ όσο γίνεται για την ζωή μου !!!


Μαρία Ιωάννου - Φιλη






Βροχή (της Σμαραγδής Μητροπούλου)


Δεν με τρομάζει  το σκοτάδι
εδώ και καιρό έχω κάνει φορεσιά μου τη νύχτα.
Δεν με φοβίζει η βροχή
φίλη μου γκαρδιακή και με λυτρώνει
απ’ ό,τι ακόμα με πονάει.
Μη με ρωτάς γιατί αγαπώ τη βροχή
 άσε με μόνο μ’ ένα φιλί τις σταγόνες της
να μαζέψω
φυλαχτό στο λαιμό να τις κρεμάσω
για να θυμάμαι….
Ένα ουράνιο τόξο να φανεί περιμένω….
τα μάτια σου….
Είμαι εδώ
κι ας περνούν  στη σφαίρα της αιωνιότητας οι ώρες
στιγμές χαμένες….
Άμα το μονοπάτι της βροχής ακολουθήσεις
πάλι θα με βρεις
μα βιάσου
πριν να’ ναι αργά κι ο χρόνος σταματήσει.


Σμαραγδή Μητροπούλου



Απο το βιβλιο Barsaat, ο χορός της βροχής, εκδοσεις 24 γραμματα


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Παρουσίαση βιβλίου (της Ειρήνης Γερονταρα)

Πρόσκληση παρουσίασης βιβλίου
της ποιήτριας Ειρήνης Γερονταρα


Εγώ είμαι νυχτολούλουδο (της Ειρήνης Ανδρέου)


Με την σκιά μου εγώ μιλώ,
την έχω κολλητάκι
και κάθε βράδυ κλείνουμε
τα δυο ραντεβουδάκι.
Εγώ ειμαι νυχτολούλουδο,
την νύχτα μόνο ανθίζω,
της μέρας τα παράπονα
σ' αυτήν τα ψιθυρίζω.

Τ' ακούνε γύρω νεραντζιές,
λουλούδια στα παρτέρια
τ' ακούν και κάποια αδέσποτα,
τ' ακούνε και τ' αστέρια.
Ποτέ τους δεν με πρόδωσαν
μα ούτε και με κρίναν
 και αν το δάκρυ μου έτρεξε
δακρύσανε και κείνα.

 Με την σκιά μου σαν μιλώ
φίλους πιστούς τους έχω
δέντρα και ζώα με ακούν
μα άνθρωπον ουκ έχω".....
Εγώ είμαι νυχτολούλουδο,
τη μέρα την φοβάμαι
ω μοναξιά μου αγάπη μου
πόσο  καλά τα πάμε !!!


Ειρήνη Ανδρέου





Λυπάμαι ειλικρινά; (της Τριάδας Ζερβού)




Ποιος φόβος στην  ψυχούλα σου
 μικρουλη μου φωλιάζει;
Τι βλέπεις και η σκέψη σου  αδειάζει;
Αυτό το βλέμμα!!
Την καρδιά μου καθηλώνει,
με τρώνε οι τύψεις
 και το αίμα μου παγώνει..

Γιατί ενώ καλοπερνω,
δεν ξέρω τι μου φταίει,
κι όλο γκρινιάζω κι απαιτώ,
η λόξα μου με καίει!
Δεν έχω φέτος χρήματα
 και σκι και διακοπές,
οι μνήμες από το πέρυσι
 ακόμα είναι νωπές..

Πάχυνα και μου στενεψε
 το περσινό φουστάνι,
μα φέτος για πανάκριβο
 που θέλω δεν μου φτάνει,
το χρήμα γιατί ξόδεψα
 πολλά στα καταστήματα,
να αγοράζω άχρηστα
 παπούτσια και κοσμήματα..

Έχω και σένα κι ας μη θέλω
 καρφωμένο στη συνείδηση..
Σε γραψαν στα ψιλά
 σαν τελευταία είδηση..
Πεινάς; Τι να σου κάνω;
Σε λυπάμαι κι υποφέρω,
να ξέρεις πως το θέμα σου
 κι εγώ βαριά το φέρω.

Μακάρι να μπορούσα
 έστω λίγο να βοηθήσω!
Μα τρέχουν έξοδα
 που είναι αδύνατον ν' αφήσω.
Ακόμα δεν εστόλισα
 το δέντρο μη σου πω...
Επίσης κατά βάθος
 μόνο εμένα αγαπώ..


Τριάδα Ζερβού



Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Αντιστέκομαι (του Μιχάλη Ευαγγελινου)

Περπατώ
λέξη και βήμα,
προς μιας αμνηστίας σου το σχήμα,
στα λόγια που είπες...
Θωρώ
μιας ανατολής το σθένος,
υποτάσσομαι στης ψυχής σου το δέος,
σ' όλα όσα είχες...
Τόσα πια βήματα,
στης ερωτικής ματιάς σου τα κύματα.
Αφουγκράζομαι
της καρδιάς σου τον χτύπο,
δίνω ρυθμό σε τούτον το στίχο...
Ορίσματα κανόνων,
των πιο υψηλών σου θρόνων.
Αντιστέκομαι,
όπου μέσα σου δεν περιέχομαι...


Μιχάλης Ευαγγελινός




ΔΙΑΥΓΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ (του Λάμπρου Βασιλειαδη)




Τάση φυγής διακρίνω.

Νάναι ένα σύνδρομο;
Μοίρας απόδειπνο;
Στίγμα γενεάς;
Ρήξη;
Φιλότιμο;
Η θυμηδία;
Κατεστημένο;
Η γλώσσα η ξύλινη;
Λόγος υπόλογος;
Πολιτική;

Δεν αποδέχομαι.
Δεν υποβάλλομαι.
Εσύ  πώς  νοιώθεις;
Σαν καλαμιά;
Αναρριχώμενος;
Ή μήπως κάκτος;
Σα νυχτολούλουδο;
Κρίνο;
Αμόλυντος
βασιλικός;
Ένα  ξερόχορτο;
Μιμόζα;
Δάφνη;
Μαύρος υάκινθος;
Μωβ ανεμώνη;

Ψυχή μου μόνη.

Πάθος ασίγαστο,
φώς ανερμήνευτο,
να οραματίζεσαι :

Πόλη ανθρώπινη
 - βλέμμα παρήγορο,
ένα χαμόγελο
 - φιλί στο όνειρο,
ένα ειδύλλιο
 - χάδι στον ήλιο.

Δε φεύγεις, έρχεσαι,
να διεκδικήσεις
ό,τι δικό σου '
την ειλικρίνεια,
νιότη περήφανη,
το ιδανικό σου!


Λάμπρος Βασιλειαδης


 "Διαυγής Αντίδραση" Εκδόσεις  ΣΑΒΒΑΛΑΣ 2000



Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Αγάπησα φως (του Θωμά Θύμιου)



Θεέ μου,
Εκτυφλωτικά φεγγοβολή.
Μαγική, θαμπώνει
το μισάνοιχτο μπουμπούκι!

Της αύρας η αναπνοή
περνά πίσω από το δικό της αυχένα,
της υψώνει τα σταρένια μαλλιά
στον ήλιο. Το κορίτσι με ντύνει
με του Μάη χαμογέλα.

Τι λίκνισμα! Τι κομψότητα! Τι γοητεία!
Να, η νέα Αφροδίτη
της καρδιάς μου Παρθενώνα.

Τα μαλλιά,
σαν της Έδεσσα καταρράκτη.
Ανοιχτή βεντάλια
αγγίζουν βελούδινα την σαγήνη λεκάνη.

Είναι δάκρυ,
από την αυγή ζυμωμένη.
Γονατίζουν οι κρίνοι, κατακόκκινοι.

Τώρα μαζί της
από το γνωστό στο άγνωστο,
χάνετε στου ουρανού το βυθό,
ερωτευμένη με τον ήλιο!

Φως ερωτεύτηκα,
υπάρχει τίποτα καλλίτερο;
Είμαι ξύπνιος μέσα σε όνειρο,
ονειρωττοντας το όνειρο.


Θωμάς Θύμιος




Νεποτισμός (της Στέλλας Λουίζα Κατσαμπη)



Για να θυμάσαι τη μανούλα
πάρε αυτή την αλυσίδα,
την αρθρίτιδα,
τον χαλασμένο θυρεοειδή,
τα στραβά πόδια,
το σιωπηλό βλεμμα συναίνεσης
για τον αλκοολικό σύζυγο,
που ήταν ο πατέρας,
και τώρα,
ο όμορφος νέος
που τα Σάββατα πληρώνω.

Τις Κυριακές
να χορεύεις πάνω στο πίκαπ
πριμοδοτημένη μου απομίμηση,
τη θέση μου να πάρεις,
κι η κόρη σου μετά,
από την αυτολύπηση
να  μην ξεμακρύνει

γιατι,
η γνώση
-από τις σοβαρές κληρονομιες-
του να δέχεσαι
και να υπομένεις τα ανθρώπινα,
τα αδύναμα της θνητης φύσης
τεκταινόμενα,

είναι η μόνη εξουσία,
που 'χω να σου δώσω.


Στέλλα Λουίζα Κατσαμπη





Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (της Χριστινης Σκουλούδη)

....στη πεζή πιάτσα
σκαλώνει ο λυγμός μας ποιητή,
πεζόδρομος ανομβρίας τα σπήλαια των λειμώνων
που να' βρει χώμα η καρδιά που κράταγε τον σπόρο,
πως να σταθεί στον άνεμο ,από που φυσάει ...τώρα
σε ποιό σημείο βγαίνει η ανατολή ,πως το λένε ,...τώρα
και πες μου και το άλλο άν μπορείς ,ποιητή
τι λέμε στο μαραμένο παιδί που μας κοιτάζει στο καθρέφτη....ποιά η συνέχειά μας ...?
Ποιό το όνομα εκείνου του βουνού που ορθώθηκε στο δρόμο
θέλω να του μιλήσω τη γλώσσα κάρβουνο
...αποκαίδι ,στάχτη αυτήν που τώρα έχει
...να του μιλήσω ...να θυμηθεί
μιας χούφτας λάβα κάποτε ...γέννησε
,,δέντρα για να φυτρώνει,να του πώ ...και
όμως του κόβει τα κλαδιά κι αυγή δε ξημερώνει
και για τα ορυχεία να του μιλήσω των σπλάχνων του
των ακατέργαστων  πετραδιών του  την αστρόσκονη
τη μετουσιωμένη  πεπτουσία των αλλεπάλληλων γεννήσεων
 σ'ένα χαμόγελο του ...
μα δε χαμογελάει ...
τι να λες...τι να ...
....κι έπειτα όσο βραδιάζει χάνει κι ορίζοντας
τον προσανατολισμό του...
ανώφελα ψάχνω τόπο να βρώ
να κρεμάσω τον λυγμό της άνοιξης αχάρακτο
αλήθεια που κοιμάσαι ? ποιητή ...
που γράφεις τα στιχάκια.. γιατί? για πες
ποιές οι ανάγκες σου
γιατί δε βρέχει ?...
γιατί στεκόμαστε ?
γιατί η πλάνη ?
για τί πράγμα μιλάς ?...
τι ίπταται ?
γι αυτό σου ξαναλέω
δε ήμουν δεν θέλω να με λες ποιήτρια
μια ζαλισμένη σημαδούρα στην άκρη
μιας ωκεάνιας εθνικής ενός ξαμολυμένου
γκαζωμένου γαλαξία χωρίς όνομα ....ζω
εδώ κατά λάθος
της μηχανής μου ταίζω απλώς
το τετρακύλινδρο άλογο
για τη τελευταία μου γκαζιά
κλαυσίγελο
στη σούζα του αιώνα


Χριστίνη Σκουλούδη






Η μέρα τέλειωνε (του Αριστομένη Λαγουβάρδου)



Αργά - αργά  όλα  χαλάρωναν.
Στιβόταν  οι  φωνές  στο  σούρουπο.
Ύστερα  ήρθε,  τους  ήπιε  η  νύχτα,
σκοτάδι  χαμηλά,  σκοτείνιαζε,
θάμνοι,  νερά,  και  πέτρες  χάθηκαν.

Με  αγάπη  πολλή,  στερνά  τους  φώναξα·
έχετε  γειά  συντρόφοι,  έχετε  γειά.
Ότι  μ΄άστρα  πολλά  η  νύχτα  γίνεται  λαμπρή,
ότι  με  αίμα  πολύ  δοξάζεται  ο  μάρτυρας,
με  δάκρυα  τιμάται  ο  νεκρός

Αριστομένης Λαγουβάρδος

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Σε γυρεύω (της Ιωάννας Καβαγιαδα)

Σε γυρεύω...
μέσα στ΄ απάρυθμα χρόνια μου και
στ΄ αδιάψευστα συναισθήματα της καρδιάς μου..
Σε γυρεύω....
Μέσα σε τυπικά του κενού φιλιά
και σε ξύλινες ακατανόητες γλώσσες...
μέσα σε κούφιες επιφανειακές αγκαλιές
και τρύπια χέρια...
Σε γυρεύω.
μέσα σε άνοστες εικόνες ζωής
και στον άνευ λόγου θρίαμβο
του κόσμου πάνω στην ράχη της ..
Στις ανήλιαγες γειτονιές του μυαλού
τα δικά σου χέρια για σεργιάνι γυρεύω..
Σε γυρεύω σε ταριχευμένα φιλιά καλοκαιριού
και στις κρυφές πληγές του ηλιοβασιλέματος...
σε άδειες πόλεις της βαρυχειμωνιάς και σε όλη
την γονιμότητα του Ζευγαρώματος την Άνοιξη..
Σε γυρεύω...
πάνω στου κρίνου την αγέρωχη ομορφιά
και σε όλο το αίμα πάνω στου σταυρού μου
τα ανηλεή πάθη...
Σε γυρεύω...
σε κάθε αθώα επιθυμία παιδιού
και σε ιστορίες παραμυθιού με ευτυχές πάντα τέλος..
Σε γυρεύω...
σε κάθε αχαλίνωτο αποτύπωμα ερωτικής διάθεσης
που άφησες  σαν άγριο άτι την καρδιά μου να τρέχει...
Σε γυρεύω..
Μέσα σε κάθε ποτήρι που υψώνεται
υπέρ των ευχών της Κυριακής και μέσα σε κάθε δροσερό
σεντόνι που σκεπάζει το γυμνό κορμί μου...
Σε γυρεύω..
σαν ώριμο παλιό κρασί..
σαν τη μοναδική γεύση που είχε ποτέ
το στόμα ...
σαν το μοναδικό σώμα που άγγιξε το σώμα μου..
σαν την μοναδική ψυχή που αγάπησε η ψυχή μου..
σαν το τελευταίο ατέλειωτο ταξίδι της
ζωής που δίνει νόημα και αξία
σε κάθε θέρμη εκπνοής μου.


Ιωάννα Καβαγιαδα





Άνθρωποι μονάχοι (της Ζωής Χαλκιοπούλου)

Άνθρωποι μονάχοι.
Ξεχασμένοι απ' τη ζωή.
Πίσω από μισάνοιχτα παράθυρα.
Ο ήλιος δε φτάνει να τους ζεστάνει.
Τους ξέβρασε το κύμα σε ερημονήσι.
Άνθρωποι μονάχοι.
Έχασαν την φωνή τους.
Απόλυτη ησυχία που τρελαίνει το μυαλό.
Τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ το σώμα.
Μη τολμήσει η ψυχή και δραπετεύσει.
Το δωμάτιο υγρό.
Τα δάκρυα γράφουν στο τοίχο ιστορία.
Προσπαθούν το παρελθόν να θυμηθούν.
Μα δε το βρίσκουν πουθενά.
Μάλλον τους προσπέρασε.
Ξερά δέντρα στη μέση του πουθενά.
Όνειρα χαμένα, ιστορίες τελειωμένες.
Σώματα σε μισοσκότεινα δωμάτια.
Κι ο χτύπος της καρδιάς ξεκούρδιστο ρολόι.
Κάποιος προσπάθησε να τραγουδήσει.
Φωνή δεν είχε, το βογκητό τρόμαξε τον αέρα.
Μα όχι τους ανθρώπους.
Στην τελική όμως όλοι είμαστε.
Άνθρωποι Μονάχοι.


Ζωή Χαλκιοπούλου



Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (του Θεοφάνη. Λ. Παναγιωτόπουλου)

"Προσπάθησε να τα φυλάξεις ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται"

Έψες μεσάνυχτα
στ' ονείρου
την ανώνυμη γοητεία
την άγια στιγμή
σαν άνθιζε
το ερεβώδες νυχτολούλουδο
αιγυπτιακό καραβάνι φάνηκε
στο πέλαο
- κρεμιόντουσαν απάνω του -
φωνές αντρών κι βαριές χειρονομίες
οι γιοί του Ποσειδώνα
υποτάσσαν τ' αφρισμένα κύματα.
Ένιωσα κύμα ορφανάλμυρο
- θήραμα παγιδευμένο -
πρόωρα γεννήθηκε
ο φεγγαροθρεμμένος ηδονισμός
μόνιμο σπίτι να έχω
την θάλασσα τούτη.
Κάτω από γέρικο δέντρο ελαίας
( μ' ελεύθερους τους γιους της Αθηνάς)
το Πάνθεον
βυθίζεται στο πέλαο της συγκατάβασης.


Θεοφάνης.Λ.Παναγιωτόπουλος






Αφτέρωτοι άγγελοι (του Κώστα Ζαϊκιδη)


Σε άβρεχτα μάτια του κόσμου μια θάλασσα βαστιέται.
Ένας κατακλυσμός, αρχαίες και μέλλουσες αμαρτίες τάχα να ξεπλύνει.
Άγγελοι αφτέρωτοι χέρι με χέρι ψηλά μας χαιρετούν.
Δεν τους αξίζει στης γης τα πορφυρά σεντόνια  πια να φιλοξενηθούν.
Δεν τους αξίζει τρεμάμενο νανούρισμα με φοβισμένο βλέμμα.
Δεν τους αξίζει της μάνας γλυκοφίλημα, επιθανάτιος ρόγχος να βουβαίνει.
Δεν τους αξίζει η ασκήμια του κόσμου που μέσα τους εκρήγνυται, πριν προλάβουν βόμβες να ατιμάσουν αμόλυντα σκηνώματα.
Γι' αυτό με ανεστραμμένο βλέμμα,  σελώνοντας ένα σύννεφο και γκέμια δύο ακτίνες στον ζωοδότη ξεπεζεύουν.
Άγονται στη χορωδία αγγέλων, που ταξιθέτες μοιράζουν θέσεις αγάπης πρώτης γραμμής και αθάνατα χαμόγελα ψυχής.
Λύπη, πόνος και θλίψη, δίχως αποστολέα,
ταχυδρομούνται, για ισόβια παραλαβή,
στη γη των αφιλόξενων.
Αυτό που μας αξίζει.


                      Κώστας Ζαϊκιδης


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Μια αφιέρωση με σημασία (του Κωνσταντίνου Τσατσομοιρου)

Κι αν κάποτε εκδοθεί,
ανθολογία ποιημάτων μου,
ένα αντίτυπο μόνο θα τυπώσω!
Γνήσιο και υπογεγραμμένο θα σου δωθεί
πρόθυμα στη ματιά!
Αδιόρθωτο, σαν μια διάφανη αλήθεια!
Γιατί η ψυχή δεν επεξεργάζεται συμπεριφορές!
Και η καρδιά δεν διυλίζει συναισθήματα!
Θα απαιτήσει λοιπόν στον ορίζοντα της μοιρας,
να ταυτιστεί με τη δική σου ποίηση,
και νοερα θ' ακολουθει,
τις χαρές σου και στις λύπες!

Μόνο λίγο ξεθωριασμένη η γραφή,
απο το δάκρυ,
και ιδρωμένες οι σελίδες από τον κόπο
της εμμονικης συνυπαρξης!
Εκεί, μην το διαβάσεις!
Θα 'ναι σε γλώσσα άγνωστη!
Κοίταξε μόνο... στις αφιερώσεις!
Ισως ακόμα,  μπορείς να διακρίνεις τα χρώματα,
στον επίλογο της κομμένης σάρκας!

Το κόκκινο του πάθους - τι άλλο -?
Γαλαζιο οι στιγμες!
Στο γκρι οι εμμονές μας!
Στο κίτρινο οι πίκρες!
Στο μαύρο απουσία!
Μην ψάχνεις όμως πουθενά,
για το λευκό, της αδιαφοριιας!
Αυτό δεν βάφτηκε ποτέ!


Κωνσταντίνος Τσατσομοιρος



Όλα του γάμου δύσκολα (της Βηθλεέμ Νασλα)


Όλα ήτανε έτοιμα
ο γάμος να γενεί
κι η νύφη ετοιμάστηκε
χωρίς να χτενιστεί.
Το νυφικό το φόρεσε
όπως της είχαν πει,
χατίρι δεν εχαλασε
γιατί θα ταν βαρύ.
Της μάνας της τη θέληση
ακολούθησε πιστά,
της πεθεράς τα έθιμα
κι αυτά ήταν σεβαστά.
Εκείνη άλλα ήθελε
κι άλλα η καρδιά ζητούσε
μα ο κόσμος την εκραταγε
στο χέρι και γλεντούσε.
Εκαθισε και σκέφτηκε
πως έφτασε ως εδω
κι αντί γοβακια φορεσε
all star να σε χαρώ.
Της αρεζε πολύ το ροζ
της θύμιζε κουφέτα,
κι ήταν και άνετα πολύ
δε χώραγε κουβέντα.
Κι αν εφτανε στην ώρα της
μπροστά στην εκκλησιά,
στα πόδια θα το εβαζε
χωρίς βαριά καρδιά!




Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Ηλεκτρικά Αυτοκίνητα (του Περικλή Ρεΐζη)

Ηλεκτρικά αυτοκίνητα

Μόνο η θάλασσα μας συγχωρει ακόμα και μεγαλόθυμη

ανέχεται την ανοησία μας...θάλασσες υπομονής γίναν με τον καιρό ''μαζί μας''

Αυτοκτονούν στα δάση οι Αμαδρυάδες, θα κόψουμε κι άλλα δέντρα

και μετά θα τα στολίσουμε!!!Τον ερχομό του Σωτήρα να φέρουν...

Έχουμε ακόμα στις πολεις, αξόδευτο οξυγόνο να αναπνεύσουμε χωρίς μάσκες...

Θα βρει τρόπους και επιχειρηματα να εμπορευτεί η κακία μας...

ηλεκτρικά αυτοκίνητα, για μένα , για σένα , για όλους...καθαρή τεχνολογία

να φονέψουμε την ομορφιά με ευαισθησία, ως που η ζωή να βαρέσει σιωπητήριο!!!

Έστω με λιγότερα δάση με βρώμικα ποταμια  ή ξερά...εμείς οικόπεδα χρειαζόμαστε

έστω σαθρά και σε ρέματα...όλα τσιμέντο να γίνουν!!!Και μετά ας το κάνουμε βούκινο

καιρός να εξοντώσουμε τα πουλιά να απαλλαγούμε απ' το ενοχλητικό κελάηδημα τους!!!

Άλλη μια νίκη-τέτοιες είναι τελευταία οι νίκες μας...αυτογκόλ της ζωής μας...

Έτσι που το πήραν απόφαση τα  όνειρα...σηκωθήκαν και φύγαν μακριά μας, να γλιτώσουν...

Ήρθε ο καιρός του μισεμού των εποχών και των ανθρώπων...μα δεν ανησυχούμε

εκπαιδευτικά ντοκυμαντερ της ζωής και της Φύσης ήδη γυρίσαμε...

Ας ανησυχούν  ''οι απολίτιστοι ιθαγενείς'' στον Αμαζόνιο,,,που από ντοκυμαντέρ δεν ξέρουν!!!

Έχουμε καιρό να ασχοληθούμε μαζί τους...προχωράει έστω κι αργά η μόνη εποχή...

αυτή του ''τσιμέντου''..


Περικλής Ρεΐζης




Στην αμμουδιά (της Μαριάνθη Πλειώνη)

Μικρό καβούρι στην αμμουδιά
μες στο βυθό κοράλλι,
του γλάρου τα λευκά φτερά,
φοράει το μαϊστράλι.

Να ήμουν-λέει- πειρατής,
της θάλασσας κουρσάρος,
του φεγγαριού ταξιδευτής,
στον βράχο πάνω, φάρος.

Ο αφρός από τα κύματα
νερό να ξεδιψάω,
της βάρκας τ’ άσπρο το πανί
καπέλο να φοράω.

Καθώς τ’ αγέρι θα φυσά
το γαλανό μαντήλι,
κλέβοντας λίγο ουρανό
να μπω σ’ ένα κοχύλι!"

Μαριάνθη Πλειώνη

Εικόνα: Αθηνά Πετούλη


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Μαζί (της Αθανασίας Δαμπολια)



Αν της ζωής μας το μονοπάτι το στενό
με λίγη καλοσύνη το φαρδαίναμε ακόμα,
χέρι χέρι θα βαδίζαμε κι οι δυό
με μόνη πυξίδα, της αγάπης μας το χρώμα.

Πάρε το χέρι μου και σφίξε το γερά
να νιώθω την αγάπη σου
στην δύσκολή μου ώρα.
Κι εγώ σου δίνω την δική μου την καρδιά
για να`μαστε ενωμένοι
στην καταιγίδα και στην μπόρα.

Δώσε μου το φιλί της ζωής
και το φιλί της αγάπης,
Κι άσε τις καρδιές μας
να χτυπάνε μαζί
σαν δυό ρολόγια
σαν δυό καμπάνες.

Αθανασία Δαμπολια



ΑΠΟΥΣΙΑ (της Εύας Γεωργίου)


Φως φεγγαριού διάχυτο
το θολό τζάμι μαγνητίζει
Ανάβεις τελευταίο τσιγάρο
Χρόνο  έγραψε η απουσία
Στου τζίτζικα το τραγούδι λύγισε,
στην πρώτη βροχή αναστήθηκε,
και σε αέναη πορεία
ουράνιου τόξου τώρα πετάει
Σε γλυκά νερά ξεχειμωνιάζει
τραγουδώντας στα  διαβατάρικα πουλιά
Κήπο Εδέμ  σε άγονη γη  ζωγραφίζει,
αγναντεύοντας  ανθεκτικά λουλούδια
Μεγάλωσε η σιωπή,
καθρεφτίζεται ο πόνος
Κιτρινισμένη γραμματική ανοίγεις
Μετανάστης πια η απουσία
και τα λίγα σ' αγαπώ
στου καιρού τον όρκο αφημένα

"Πίσω απο την σιωπή"/Εκδόσεις Βεργίνα


Εύα Γεωργίου




Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (της Χρυστάλλας Κοσμά)

Δροσοσταλίδες αίματος ξεπηδούν από τη ξεσκισμένη ψυχή μου....
Μ' ακουμπούν δειλά... δίνοντας χρώμα...στη μαυρισμένη ζωή μου....
Γλυκόπικρο πιοτό το δάκρυ μου....στα ξεραμένα μου χείλη....
Βάφουνε κατακόκκινο το λευκό σου μαντήλι...
                                             
   Χρυστάλλα Κοσμά


                   

Οξυγόνο (του Νίκου Σουβατζη)



Κι εκεί που λέγαμε
ότι θα πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας
η ζωή μας έγινε ενέχυρο
και μείναμε σ’ έναν κρύο και έρημο δρόμο
να την παρακολουθούμε από μακριά
Κι έτσι ξαναγυρίσαμε ασθμαίνοντας
στα μεγάλα φωτεινά καλοκαίρια
και στα ατέλειωτα παιχνίδια στην αλάνα
και στα αμφιθέατρα που ήταν γεμάτα φίλους
και στους πύργους στην άμμο
που στεγάζαν τα παιδικά μας όνειρα

Κι αν κάθε μέρα είναι μια καινούργια πληγή
στρέφουμε πίσω το βλέμμα κι επιβιώνουμε
κι αν μας πνίγει το σκοτάδι
έχουμε φυλάξει πολύ φως μες στην ψυχή μας
κι αν το μέλλον μας είναι ναρκοθετημένο
έχουμε ζήσει πολύ
όσο χρειάζεται για να νοσταλγούμε
Όταν η ζωή γίνεται παρελθόν
η μνήμη γίνεται οξυγόνο

Αυτό είναι το ποίημα με το οποίο συμμετέχω στη δίγλωσση ποιητική ανθολογία του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ «Ξύπνησα σε μια χώρα».

Νίκος Σουβατζης



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Συμμετρία (του Νίκου Βαρδακα)



Αγαπάω τα όνειρα. Γεννιούνται την ημέρα,
και τρέχουνε
στον δρόμο σαν αυτοκίνητα.
Ανδρώνονται στο ταξίδι της
θλίψης που δεν έχει φρένο,
μα γκάζι  πατημένο.
Αγαπάω την αλήθεια.
Κάθεται σε ένα παγκάκι έρημου
πάρκου την νύχτα,
και δεν ονειρεύεται.
Γιατί αν είχε
συναίσθημα θα ήταν ψέμα.
Δεν θα  περπατούσε στην  γη.
Μα θα ήταν  σύννεφο,
που αναβλύζει  αίμα.
Και ας με μισούν
τα  αστέρια.
Δεν ήμασταν φίλοι ποτέ.
Μα γείτονες σε συμμετρία.



Νίκος Βαρδακας

Ποιητική συλλογή "Δυστοπία"



Άτιτλο (της Λιάνας Ζαχαρίου)

Μα τι τάχα να γυρευει μια πεταλούδα
στην άκρη ενός κατακοκκινου τριαντάφυλλου,
στα χείλη μιας ολανθιστης μαργαρίτας;
Και γιατί έτσι γρηγορα πεταριζει
τα πολυχρωμα φτερά της;
Θαρρώ
Φλερτάρει ασυστολα με τον ιριδισμο της ηλιαχτιδας...
Γεύεται την γύρη αχόρταγα,
ερωτοτροπεί με του αγεριου το άγγιγμα,
μεσα μόλις σ' ένα ανοιγοκλεισιμο των βλεφάρων μου...

Μα τι τάχα γυρεύει μια πεταλουδα;
Στην άκρη ενός τριαντάφυλλου
στα χείλη μιας μαργαρίτας;
Μια εδώ, μια εκεί, σαν παιχνίδι...

Πέρασα χρονια βλεποντας πεταλούδες..
Θα έλεγα γέρασα, βλέποντας τες...

Την ζωή της γυρευει και την κάνει γιορτή
στον απέραντο χρόνο μιας απλής διαδρομής.

Όταν ο χρονος της απλής
της δικής μου διαδρομής,
είναι το ανοιγοκλεισιμο των δικών σου βλεφάρων,
Θεέ μου...
Οδύνη η αλήθεια  των γιορτών που στοίχειωσαν μια ζωή...


Λιάνα Ζαχαρίου






Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο (της Δέσποινας Αυγουστινακη)

Μ’ αρέσουν τα δέντρα.
Χρόνια θα ζουν
αφότου φύγουμε
Αγέρωχα, περήφανα
θα φτιάχνουν δάση
δίχως να προσπαθούν
να ελέγξουν
τα γύρω τους.
Μήτε το ασήμαντο γρασίδι
μήτε τα έντομα
μήτε ετούτον τον αγέρα
μήτε κι εκείνον τον κισσό
που σκέπασ’ όλο τον κορμό τους.
Μ’ αρέσουν τα δέντρα.
Όλα τ’ αγκαλιάζουν
και συν-υπάρχουν
μ’ όλα.
Δέντρα αν ήμασταν
αλλιώς θε’ ν’ αγκαλιάζαμε
τον κόσμο.

Δέσποινα Αυγουστινακη