Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Χαρούλας Βασιλάκη)


Και γιατί να με κρίνεις;
Δε σε έβαλα καν στο χωλ του μυαλού μου....
Εδώ που τα λέμε ούτε στην αυλή μου σ' έβαλα.....
Σ' έχω να περιμένεις στην πόρτα!
Εσύ τι νόμιζες;
Ότι επειδή πίνουμε καφέ σ' έβαλα στου μυαλού μου το σαλόνι να κοιτάς τριγύρω; Στο παλάτι μου βάζω όποιον θέλω.....
Όσο για τα μισό γκρεμισμένα δωμάτια τ' αφήνω να υπάρχουν για να θυμάμαι.....
 Ένα τέτοιο...... είναι δικό μας κατόρθωμα..... Δε λέω δικό σου, έφταιξα κι εγώ......
Τωρα δε σε θέλω μέσα στο μυαλό μου.....
Το έχω φτιάξει όπως το θέλω το σπίτι μου..... Έναν καφέ για τις ωραίες στιγμές κι έφυγες!

Χαρούλα Βασιλάκη


ΤΟ ΑΥΓΙΝΟ Τ´ΑΣΤΕΡΙ (της Κατερίνας Μπαχαρη Κουτσουνά)



Με τ´αυγινό τ´αστέρι θα σου στείλω τ´άπλαστο της νύχτας όνειρο...
Κι όταν ζυμώσει η χάρη σου την ομορφιά του,
αντίκρυ εκεί αχάραγα θα το ματαφυλάξω στον ουρανό σου,
να θωρεί και ν´αστραποβολάει....
ανέγγιχτο από άλλονε θεό......
Θα σου μιλήσω της νύχτας τα καμώματα
που πέρασα να ´ρθω να σ´ανταμώσω ως την αυγή...
Κι αν μ´αρνηθείς δικό σου θάν´το λάθος.....
Ξεψυχισμένη αγάπη βάλσαμο στο νου....,
η αναπνοή του τέλους για η αρχή;
Αστέρι μου αυγινό , φυλλορροείς στην αυγινή δροσούλα
μ´ατάραχο κρατείς του ύπνου τον ανθό...
Μες της Αυγούλας το πουρνό αντιφέγγισμα
θα ρίξω δίχτυα μάλαμα, θα ρίξω δαχτυλίδι
να ζώσω σου τον έρωτα , να φρίξω απ´ τον καημό.....
Κρατώ στο χέρι τ´αυγινό το σκήπτρο .
Νεράιδας όνειρο κρατώ κι αλαφροΐσκιωτα κεντώ
πάνω στο άπλαστο όνειρο κόσμους ,να σε θαμπώσω....
Κι αν τύχει τα κεντίδια μας να ´χουνε θέμα ταιριαστό,
τι πιότερο να ζήσω; Στο αυγινό τ´αστέρι θα το πω !

Κατερίνα Μπαχαρη Κουτσουνά


Η φωτό από του σπιτιού μου τη θέα !

Ξέρω έναν Οδυσσέα (της Έλενας Κορινιωτη)


Ξέρω έναν Οδυσσέα
που δεν έφτασε ποτέ.
Ξέρω και το γιατί.
Γιατί δε το ήθελε πραγματικά.
Γιατί την έβρισκε με το να γυρεύει,
όχι με το να έχει.
Γιατί ήταν ευθυνόφοβος
κι αν κάτι ήξερε να πράττει καλά,
ήταν να ανάβει φωτιές
και σαν κατατρεγμένος
να το βάζει στα πόδια.
Γιατί δεν ήξερε τι του γινόταν,
σκαλωμένη η ανικανοποίητη
διάθεση επάνω του.
Γιατί ευκολα βολευόταν
και ξεχνιόταν με την Κίρκη
και την Καλυψώ,
για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Γιατί μετά απ' όλες αυτές
τις περιγραφές, σου βγαίνει
αβίαστα να πεις πως
κυρ Οδυσσέα μου,
ήσουν κομματάκι μαλ@κας.
Όχι, μη βιαστείς να το ξεστομίσεις,
υπάρχει και χειρότερο.

Μαλ@κας ήταν η Πηνελόπη.
Αυτή η κακομοίρα,
που πρόσμενε καρτερικά
ένα ψίχουλο του, μια μεταμέλεια του,
μια αλλαγή του.
Αυτή που παρίστανε τη χαζή,
τάχα πως δεν έβλεπε,
τάχα πως δεν άκουγε,
τάχα πως δεν καταλάβαινε.
Αυτή που δικαιολογούσε
κάθε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του.
Αυτή που την ερωτεύονταν,
την ορέγονταν, την ποθούσαν,
την κοιτούσαν, μα δεν την άγγιζαν.
Κρατούσε ανέγγιχτη
την ωραιότερη εκδοχή της,
για τη μεγαλύτερη καψούρα της,
κανείς τους να μη τη μαγαρίσει.
Δεν χαράμιζε ρανίδα συναισθήματος,
για άλλον εραστή.
Το 'θελε πολύ να το ζήσει
μωρέ η δόλια, αλλά ο πρωταγωνιστής
ήταν ελλιπής κι ελαττωματικός
για μεγάλους έρωτες.

Ξέρω έναν Οδυσσέα
που δε γύρισε ποτέ.
Μα καλύτερα γνωρίζω
μια Πηνελόπη
που σκυλοβαρέθηκε να περιμένει.
Που μπούχτησε να του δίνει
οδηγίες χρήσης για το πώς πρέπει
να της συμπεριφερθεί.
Που αγανάκτησε
να του ξεδιπλώνει χάρτες,
για να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Που ένιωσε αυτολύπηση
με την πάρτη της.
Που έκοψε μαζί με τις κλωστές
του υφαντού της, όλες τις
προσδοκίες της για εκείνον.
Που χειραφετηθηκε την ώρα
που έριξε μαύρη πέτρα στην Ιθάκη.
Που γύρεψε κι εν τέλει βρήκε
έναν έρωτα που δεν προϋπόθετε
εικοσαετή αναμονή για να τον ζήσεις.

Ξέρω μια Πηνελόπη
που έκανε το ωραιότερο plot twist
στην ιστορία των μυθιστορημάτων.
Σηκώθηκε κι έφυγε.
Γυρίσει δε γυρίσει ο Οδυσσέας,
καρφάκι δεν της καίγεται πια.

Έλενα Κορινιωτη