Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Οι παρενθέσεις (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)



 Η ζωή είναι γεμάτη παρενθέσεις.

Ανοίγει μια, για να μπουν τα ωραία 

και την κλείνει, μόλις βαρύνει ο καιρός.  

Τέλος εποχής και μάζεψα παρενθέσεις. 

Που άνοιξαν, αλλά δεν έκλεισαν. 

Σαν τα τσουβάλια ρίχτηκαν σε μια γωνιά 

οι όμορφες στιγμές μας 

και ψάχνω στα χαμένα τα όσα άφησες. 

Μα τώρα μόλις έκλεισα μια μεγάλη παρένθεση. 

Με τύφλωσε το χρώμα και το φως. 

Με κούρασε το ξεκίνημα και το σταμάτημα.  

Τραβώ μια γραμμή κι αλλάζω σελίδα.

Παίζει ακόμα μάμπο το ραδιόφωνο.

Έλα να κλείσουμε μαζί την παρένθεση αυτή.

Σύρε το σύρτη και δες την άλλη μέρα. 

Η καρδιά μου ανοίγει να σε δεχτεί 

σαν την παρένθεση.

Κάνε κουπί και φτάσε με. 

Μη χάνεις τη ρότα σου. 

Ο άνεμος θα σ΄οδηγήσει. 

Δύσκολοι καιροί για ν΄αλλάξουμε ρυθμούς. 

Μα πιο δυσάρεστες οι παρενθέσεις, 

όταν κλείνουν αναγκαστικά.  

Νομίζω βρήκα τα χαμένα σου. 

Κλείσε γρήγορα την παρένθεση,

να μη χαθούν και πάλι. 

Όλη η ζωή μας στιγμές μικρές, 

που ταξιδεύουν σε μιαν άγνωστη διαδρομή. 

Στο τέλος θα μετρήσουμε την αξία τους. 

Προς το παρόν, σαν ανθρωπάκια παρατάσσονται 

οι παρενθέσεις και δε μπαίνει κανένα άλλο σημείο στίξης, 

Εσένα σου άρεσαν πάντα τα αποσιωπητικά, 

ενώ εγώ σου έλεγα να βάζεις που και που μια άνω τελεία.

Μα της ζωής αρέσουν οι παρενθέσεις 

και μεις περιμένουμε στην άκρη της στροφής, 

μήπως εξηγήσουμε το νόημά τους. 

Σαν τα κουτάκια του κρυμμένου θησαυρού 

οι παρενθέσεις. 

Στοιβάζονται να βρουν τον άνθρωπό τους. 

Κι εγώ δε προσδοκώ να γίνω ο ερμηνευτής τους, 

μα ν΄αποκτήσω το τέλος της αρχής του.


Ειρήνη Σκευοφύλαξ


Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)

 


Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός

και κάνει τις καμπάνες να ραγίζουν,

τα μάτια σου ως θάλασσα μαυρίζουν

ναυάγιο σκορπώντας τον καιρό.


Το όμορφο παλάτι των ονείρων

μια κάμαρα γυμνή και θλιβερή,

γεμάτα τα συρτάρια υποχρεώσεις

δεν σού’ μεινε γωνία να σταθείς.


Περνάν και φεύγουν οι ανθρώποι

μαζί τους όλο έφευγες και συ,

απόμεινε μονάχα μια καρέκλα

κι ολόγυρα παρέα η σιωπή.


Θυμάσαι; Όχι, αρνείσαι να θυμάσαι,

τον δρόμο από την πόρτα σου κοιτάς,

το φως που όλο έρχεται και φεύγει,

χωρίς ένα χέρι την πόρτα να χτυπά.


Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός

θυμάσαι κι ας αρνείσαι να θυμάσαι.

Δάκρυ κυλάς βουβά ως τον βυθό,

νεκρή με τους νεκρούς σου αντάμα.


Νικόλας Παπανικολόπουλος


(Πίνακας της ζωγράφου Υulja Βlucher )