Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Το παράπονο (της Εύας Κοτσικου)



Άνθρωπος λείπει.
Όχι πράγματα, όχι χρήματα, 
όχι υλικά αγαθά, όχι έξοδοι, 
όχι καλοπέραση.
Άνθρωπος.
Χέρια να αγκαλιάσουν, να σκεπάσουν.
Μάτια να κοιτάξουν με τρυφερότητα.
Χείλη να φιλήσουν στο μέτωπο.
Αγκαλιά να ζεστάνει, να φύγει το τρέμουλο.
Στόμα να πει «εγώ είμαι εδώ».
Αυτιά να ακούσουν παράπονα.
Ψυχή να αφουγκραστεί σιωπές.
Πνοή ανθρώπινη τις νύχτες καθώς κοιμάσαι. 


Άνθρωπος λείπει.
Λίγο πιο δυνατός από σένα να γείρεις λιγάκι επάνω του.
Λίγο πιο «βράχος» από σένα να σε στηρίξει.
Να του πεις το βράδυ για το κακό όνειρο που σε τρόμαξε όπως τότε που το έλεγες κατάβραδο στην μάνα σου.
Να του πεις για το κακό όνειρο που ζεις κάθε μέρα, να σου πει κι αυτός πως θα περάσει.
Να χαϊδέψει το κορμί σου το αχάιδευτο. 
Να ξεκουράσει την ψυχή σου την κουρασμένη. 
Να διώξει το κρύο που νιώθεις από την έλλειψη ανθρώπου στο πλάι σου. 


Άνθρωπος λείπει.
Να σου ψιθυρίσει ένα τραγουδάκι λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος. 
Να σου φέρει ένα κουτί σοκολατάκια και να πει «τι έφερα εγώ στο κορίτσι μου;».
Να πιείτε μαζί τον Σαββατιάτικο καφέ. 
Να σου δώσει τον ώμο του σε έναν περίπατο. 
Ένα χαμόγελο καθώς οδηγεί δίπλα σου. 


Άνθρωπος λείπει. 
Να τσακίσει τους φόβους σου. 
Να πάρει τους εφιάλτες σου. 
Να εκμηδενίσει τους δαίμονές σου, να τους στείλει στον διάολο και στο τέλος της μέρας στον Θεό να προσεύχεται και λιγάκι για σένα. 

Άνθρωπος λείπει! 
Άνθρωπος λείπει! 
Άνθρωπος λείπει! 

Από τα άλλα χορτάσαμε.


  Εύα Κοτσικου                    


        

Επίγειοι Παράδεισοι (της Βικυς Μπαλλου)



Το υποσχεθήκαμε. 
Τη νύχτα εκείνη
που μαχαίρωναν τα αισθήματά μας, υποσχεθήκαμε
πώς δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ 
–τουλάχιστον,
όσο περνά απ’ το δικό μας χέρι.


Ορκιστήκαμε
πώς θ’ αφήσουμε πίσω
τη μοίρα που μας ένωσε
και θα προχωρήσουμε 
αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον.


Έτσι έπρεπε· 
το τρόπαιο της νίκης το κέρδισε πανηγυρικά, 
μια απάνθρωπη πραγματικότητα. 
Πού να βρεθεί χώρος
για ρομαντισμούς και αιώνιες αγάπες;
Ψιλά γράμματα.


Όμως, κανένας ρεαλισμός
δεν κατάφερε να υποτάξει τον Έρωτά μας· 
εκείνος ήταν επαναστάτης 
–και πολύ τολμηρός,
για να εξαφανιστεί αμαχητί.


Την ώρα που ανταλλάσσαμε
το ύστατο μας βλέμμα,
θέριεψε ο Ουρανός
–πώς άδικα μια τέτοια αγάπη χανόταν! 
Ολάκερη η ενέργεια της σύνδεσής μας άλλαξε μορφή 
και φώλιασε
στην ομορφιά τούτης της πλάσης. 


Μην γελιέσαι·
δεν έρχεται τυχαία, κάθε χρόνο, η Άνοιξη. Όπου ανθίζουν αμυγδαλιές, 
όπου κελαηδούν μελωδικά τ’ αηδόνια, 
όπου χαμογελούν ανέμελα παιδιά, 
όπου λαμπυρίζουν ήλιοι, 
όπου θάλασσες χαϊδεύουν ηδονικά στεριές, 
όπου γεννιούνται κόκκινα φεγγάρια, 
όπου μιλούν για αθάνατες αγάπες 
υπάρχει κάτι δικό μας.


Σε κάθε Παράδεισο επί γης
κρύβεται μετουσιωμένος 
ο δικός μας Έρωτας, 
αρνούμενος πεισματικά να σβήσει.


Δεν ήταν σαν εκείνον των μυθιστορημάτων 
–μα κρατούσε συντροφιά
στους γραφιάδες της νύχτας.
Δεν αντίκρισε ηλιοβασιλέματα
– μα είχε το ίδιο αίμα
με κάθε φως που έδυε.


Κι εμείς
πλαγιάσαμε σ’ άλλα κρεβάτια 
–μα τα σώματά μας έμειναν αιώνια σφιχταγκαλιασμένα στο σεντόνι,
που τα φιλοξένησε πρώτη φορά·


ξεδιψάσαμε μ’ άλλα φιλιά,
εξερευνήσαμε άλλα κορμιά 
–μα ποτέ δεν λησμονήσαμε
τα δικά μας βράδια.


Προχωρήσαμε· 
για πάντα βυθιστήκαμε
ο ένας μέσ’ στον άλλον.


Βίκυ Μπαλλου