Σάββατο 24 Απριλίου 2021

"Απρόσωπη ταυτότητα" (της Μαρίας Δημοτακη)

 


Επέμενα  να βρω αυτό το λίγο
σε τόπο αλύτρωτα ανώνυμο.
Επέμενα να βρω το ελάχιστό μου
σ' ένα αφηρημένο λεξιλόγιο 
μιας  ανεπίγραφης αλληλογραφίας.


Στις χιλιοπατημένες γόπες μ' έψαχνα.
Σ'αυτές που σβήνει ο κόσμος
στα κόκκινα φανάρια.
Και στεκόμουν και γω εκεί.
Μήπως μαζί με τις βέβηλες σκέψεις μου,
τα ψαθυρά ονειρά μου
βρισκόμουν στον καπνό
του τελευταίου τσιγάρου.


Στης απομόνωσης το αίσθημα μ' έβρισκα.
Τ'άφηνα να μιλήσει μ'αδύναμο σφυγμό 
λες και ο "εν δυνάμει ασθενής", εγώ, 
μπορούσα να αγαπήσω την απρόσωπη  ταυτότητά μου.


Στον ίσκιο του ξυπνητηριού ξαπόστασα,
μα αρχαγγελικός ασπασμός χτύπησε  στο τελευταίο λεπτό.


Εκεί στο τέλος πρόλαβα να με βρω...
Μέσα στους στίχους της δικής μου ζωής.
Και ήταν μια ποίηση ο δρόμος όλος.
Μια θλίψη ασαφής να ψάχνει ενα ξέφωτο ν'αφεθεί.


Και νιώθω ότι πρόλαβα να το βρω.
Πρόλαβα να με δω να ταξιδεύω
σε πόλεις πρωτοτάξιδες
κρατώντας στα γραπτά μου
ασυνόδευτες αποσκευές.
Και σκέφτομαι πως είχα  χρέος
να βρω τον παραλήπτη 
να  παραδώσω ακέραιες τις ελπίδες
στα λιμάνια που μου χαρίζονταν. 


Πρόλαβα να με δω
μέσα σε κόλλες λευκές 
σ' ένα φως αστείρευτο,
σ'ένα λίγο που μοίραζε αφθονία,
σ'ένα τόπο  μακραίωνα λυτρωτικό.
Πρόλαβα να με δω
μέσα από τα δικά σου  μάτια.
Ψυχή μου!


Μαρία Δημοτακη

 "Για κάθε ξέφωτο"


                       

ΖΩ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ (της Φιλαρετης Βυζαντίου)

 


Τραυλίζει το μεσημέρι μου
Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει
Σε σκέφτομαι σε μια ερημιά
Με το δενδρολίβανο στο πέτο σου
και το χρώμα του κορακιού στα χείλη
Είσαι άνυδρος και μόνος
Δεν έχεις δρόμο να διαλέξεις
Σε διάλεξε αυτός χρόνια πριν
Τον ακολουθείς τυφλά
Ζεις με την έκπληξη του τέλους
Στέκομαι στη μέση του πουθενά
Είναι ωραία
Είναι ήσυχα
Είναι σχεδόν δημιουργικά
Αν αδειάσω και το μυαλό μου από σένα
θαρρώ πως
θε να έρθει και το ποίημα
Μην το εμποδίζεις ,λοιπόν
με τους αναστεναγμούς της απουσίας σου
Μην το ενοχλείς
Μην το εκδιώκεις
Με χρειάζεται
Κι εγώ εκείνο
Εσένα όχι
Κι ας λέω άλλα τα βράδια στο παραμιλητό μου
Και να που διψώ
Ο ήλιος  με στριμώχνει ανελέητα 
στα πύρινα χαλάσματα του
Γη μου και αέρα μου και χόρτο μου ευωδιάζον
σώστε με 
Τούτος ο επιπόλαιος Φαέθων με τρομάζει
Αν του ξεφύγω 
ίσως σώσω το ποίημα 
ίσως κι εσένα
ίσως και εκείνο το πουθενά μου
που θεωρεί πως με λυτρώνει από την άγρια ανάμνησή σου
Πού να ξέρει πως ο έρωτας και το υπερφίαλο φως του
δεν έχουν ανάγκη από λύτρωση...


Φιλαρέτη Βυζαντίου

 ''ΑΞΟΔΕΥΤΟ ΦΩΣ''