Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Μεταμόρφωση (της Αθανασίας Δαμπολια)


Αναδύομαι σαν τριαντάφυλλο
μέσα στην νύχτα μας
όταν οι οσμές του έρωτα
ξεχύνονται σαν χείμμαρος.

Γλυστρούν τα κορμιά μας
χορεύοντας...
βιώνοντας τρανταχτές ηδονές,
χαρίζοντάς μας ευφορία.

Το φως της πανσελήνου
μάρτυρας της ευτυχίας μας.
Και η νύχτα μεταμορφώνετε
σε φως της χαράς.

Πόσο αδύναμη γίνομαι
στον έρωτά σου....

Αθανασία Δαμπολια


Πύλη εισόδου (του Νίκου Σουβατζη)


Εξόριστοι απ' τον αιώνα τους
σαν παραγνωρισμένοι προφήτες
διασχίζουν την κόλαση
με χιλιάδες χειμώνες
στις αποσκευές τους

Άοπλοι πολιορκούν
τα τείχη μιας άψυχης πολιτείας
αναζητώντας μια καταποντισμένη Ιθάκη

Ανώνυμοι πεσόντες
ενός ακήρυχτου πολέμου
παραδομένοι στη λήθη

Τάξη και ασφάλεια
επικρατούν στο βασίλειό σας
μα οι νεκροί
που δεν βρήκαν την Ιθάκη τους
επιστρέφουν ακολουθώντας
τα ίχνη του αίματος και της φωτιάς

Νίκος Σουβατζης


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΜΙΣΉ ΑΝΟΙΞΗ (της Εύας Γεωργίου)



 Παράθυρο ανοιχτό
ίσως κάποια  ξεχασμένη
πυγολαμπίδα
από το  κρησφύγετο της
φτερουγίσει
να φαντάξει η νύχτα
Ανύπαρκτη μυρωδιά
Το ζουμπούλι
δεν αναστήθηκε
ούτε η γαρδένια
Μισή  Άνοιξη!
Ορφάνεψε ο χρόνος..
Ξέμειναν  τα πεφταστέρια
σε άγνωστους ουρανούς
Λίγη  θάλασσα
Περίλυπα λιγοστά
χελιδόνια μόνο  στο φως της μέρας
Λειψά τα  μαγιάτικα στεφάνια
Θα πενθήσει πάλι η  Πρωτομαγιά
Κι οι  ποιητές  έγκλειστοι
στην απόγνωση  της χαμένης  άνοιξης…

Εύα Γεωργίου



Δε ντρέπεσαι; (της Χρυστάλλας Κοσμά)




Άνθρωπε δε ντρέπεσαι;
Δε ντρέπεσαι τον ουρανό που σε φυλάει, αυτή τη γη που την πατάς;
Δε ντρέπεσαι τον ήλιο, το φεγγάρι, τ' άστρα, μυριάδες μάτια να σε κοιτούν;
Δε ντρέπεσαι νερό, φυτά και ζώα, όλα που εσένα σε συντηρούν;
Δε ντρέπεσαι τα δέντρα που ρουφάνε το δηλητήριο που εσύ ξερνάς;
Δε ντρέπεσαι, τέλος, όσα συμβάλουν σ' αυτή τη γη για να πατάς;

Χρυσταλλα Κοσμά


Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ (του Χρήστου Κουκουσουρη)




Βαριά μου πέσαν στο φτερό τούτα τα νέα μέτρα

σαν ποντικός που βρέθηκα στη φάκα με τυρί,

κι όπως μπουκώνει το μυαλό γίνεται στείρα πέτρα

κι η γλώσσα μετατρέπεται σε σιδερά σφυρί.

Στη νοητή μου φυλακή δεσμώτης δίχως μπάλα

δεκάξι βήματα κι εκεί ο τοίχος μου γελά

περιδιαβαίνω ανήσυχος, δωμάτιο με σάλα

κι ούτε στο μπαλκονάκι μου μη βρω κα να μπελά.

Στενό κολάρο ο φόβος που, σαν τον οδοστρωτήρα

σαρώνει τις ελπίδες μου μαύρο πυκνό χαλί

σ’ αυτή τη ζήση πρόλαβα να δώσω μα δεν πήρα

αργά που το κατάλαβα ειμ’ εύθραυστο γυαλί.

Μικρά τα περιθώρια σε τούτη τη σκακιέρα

λίγες κινήσεις μου ‘μειναν π’ έχω κυκλωτικές

να περιζώσω τον εχθρό να ‘ρθει της νίκης μέρα

να γράψω στίχους μ’ έπαρση και νότες επικές.

Ν’ ακούσω εμβατήρια και σήμαντρα στους δρόμους

να ξεχυθούν οι άνθρωποι ποτάμι χαρωπό

να ξεχαστούνε τα δεινά που κουβαλάει στους ώμους

σαν να ‘ταν ένα διάλειμμα, ένα αναγκαίο ρεπό.

Ετούτη εδώ την άνοιξη η φύση μας χλευάζει

τόση ομορφιά ανέγγιχτη, χρώματα, μυρωδιές

τα στήθια γίναν φυλακή που η ψυχή στενάζει

και τα τραγούδια που άκουγα λυπητερές ωδές.

Χρήστος Κουκουσουρης




Τα χέρια μου (της Χρυσαυγής Τούμπα)



...και η φωνή μου έρχεται σε σένα
Ματώνει στους σπασμένους καθρέφτες
Χαρακώνει τα παραμορφωμένα πάθη.

...και το κλάμα μου ξεπλένει τα μάτια
Σκληρό σαν τα άδεια δωμάτια
Κοφτερό σαν τα σπασμένα γυαλιά.

...και τα χέρια μου... α! τα χέρια μου
πλοκάμια του φόβου
αθόρυβα σαν πόδια αράχνης
γκρι καπνό εναποθέτουν στα μαλλιά μου
σ εκείνες τις άγριες μπούκλες
που κυμάτιζαν με τον άνεμο της νεότητας

...και μένω μόνη μου
Μένω με τα πράγματα που χάθηκαν
στους χωμάτινους δρόμους
που είναι  μνήμες προσώπων

Μένω μόνη μου και έρχομαι σε σένα
από τόπους μακρινούς
μπερδεμένη ανόητη έκπληκτη.
Έκπληκτη που σε κάθε αύριο
έβλεπα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να μεγαλώνει.

Χρυσαυγή Τούμπα


Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

ΣΚΕΨΗ ΒΑΘΕΙΑ (της Μπέττυς Κουτσιου)

Είσαι η πιο βαθειά μου σκέψη.
Η βαθύτερη από όλες.
Η ανομολόγητη.
Η ευτυχισμένη νύστα του κορμιού μου.
Η αλήθεια που βρίσκεται μέσα μου.

Είσαι ο ωκεανός των ονείρων μου..
Χωρίς εσένα είμαι άκαμπτη, ακίνητη και παγωμένη στη σκιά.
Δεν έχεις παρά να σκύψεις να με βουλιάξεις μέσα σου..
Να μαζέψεις και να κρύψεις μέσα σου την λύπη μου..
Την μοναξιά μου.
Τα κατεστραμένα όνειρα μου.
Τις αλήθειες που ξεψύχησαν ένα βράδυ στον έρημο δρόμο της ζωής μου.
Θέλω μόνο να με θέλεις.
Θέλω μόνο να υπάρχεις.
Για να υπάρχω και εγώ.

Είσαι οτι πιο βαθύ έχει η ύπαρξη μου.
Είσαι η πνοή που με κάνει και ζω.
Αν αυτή την πνοή μου την έπαιρναν, θα πέθαινα.
Το ίδιο όμως θα πέθαινα ακόμα και εάν δεν είχα πάρει ποτέ αυτή την πνοή.
Υπάρχω γιατί σε ανασαίνω.

 Μπέττυ Κουτσιου

       

Να μου γελάς (της Ελένης Κιουπη)

Να μου γελάς
Κι εγώ θα μπώ στο βαθύσκιωτο δάσος άγριο μέλι να σου φέρω
Καράβια θα βγάλω στη στεριά να ξεκουραστεί η θάλασσα
Μάντρες θα ασπρίζω καταμεσήμερο και θα σπάω ακόντια που κράτησαν καρφωμένα τα φεγγάρια
Σήμαντρα θα χτυπάω κανείς να μην αρνηθεί τη νιότη της ψυχής
Υδραγωγεία θα ανοίξω να ποτιστούν οι ρίζες του κόσμου και να ζωντανέψει η ταριχευμένη αιωνιότητα Ομπρέλες  θα κρατήσω στα στάχυα να σηκώσουν κεφάλι και τα ποτήρια του κόσμου θα γεμίζω κρασί
Τα καλάμια θα φυσάω να σκύβουν να λούζονται στο ποτάμι
Σεντόνια θα στρώνω στους μαρτυρημένους πόθους και το Φώς της ζωής θα φωτίζει τα γυμνά μου γόνατα
Βουνοκορφές και φαράγγια θα κοιμίζω στην αγκαλιά μου
Γιατί ο πόθος ετοιμόρροπος
κρέμεται από τα χείλια σου
Αγάπη μου!!

Ελένη Κιουπη


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Άτακτες σκέψεις (της Εύας Μαζοκοπακη)



Ο πόνος που κρύφτηκε στη φωλιά της άλωσης
…..δεν λύνει τα καρφιά της φυλακής.

Η αλήθεια που χάθηκε στα σοκάκια της πίκρας
…..δεν βρέθηκε στο διάβα του ονείρου.

Η αγάπη που σβήστηκε στο κύμα του σκότους
…...δεν ανάβει στο τζάκι του χρόνου.

Οι πόθοι που μαράζωσαν στο βωμό του λάθους
....δεν ξύπνησαν στην αγκαλιά της αγάπης.

Η θλίψη που άπλωσε στο γκρίζο της σκέψης
…...δεν στέγνωσε στη ζεστασιά των ευχών.

Ο έρωτας που μίσεψε στη ξενιτιά της απάθειας
….δεν γύρισε στο σπίτι του γέλιου.

Ο άνθρωπος που έσκυψε στους καημούς των ονείρων
…...δεν κέρδισε πόντους στα δώρα ζωής

Κι όμως, παντού υπάρχει ένας μικρός παράδεισος
.....κρυμμένος στις σκέψεις μας!!

Εύα Μαζοκοπακη



Άτιτλο (της Δέσποινας Αυγουστινακη)

Είναι που κάποτε ξεχάσαμε
όσα μας ένωναν
και βρήκαμε
όλα όσα
μας χωρίζαν.
Εκεί ακριβώς
χωρίσαμε τα δικά σου
απ’ τα δικά μου
χορέψαμε βαμμένοι
χρώματα του πολέμου
και χάσαμε
το παιχνίδι της ζωής.

Αυγουστινακη Δέσποινα


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Ο λύκος (της Μαρίας Βούλγαρη) Maria Voulgari Singer/Songwriter

Έγινα κι εγώ κακός λύκος για χάρη σου.
Σκότωνα τον εαυτό μου κάθε βράδυ κάτω από τα σεντόνια
δηλητηριάζοντας τις ανατολές μου.

Κατάφερες να με κάνεις χιλιάδες κομμάτια
και πάνω σε ερείπια
να περπατώ σωπαίνοντας.

Σε συντρίμμια ωρίμασα
κι απ' το σκοτάδι μεγάλωσα μέσα μου
για να μπορώ να βγαίνω στο φως με το χαμόγελο της ψυχής

Ήμουν ο λύκος της αλλοφροσύνης σου
κι αν έγινα κι εγώ αυτό το άγριο θηρίο για λίγο,
του οφείλω πολλά,
γιατί έβγαλα φτερά να μπορώ να πετάω μακριά
και να στέκομαι ακέραια στο διάβα μου.

Μαρία Βούλγαρη

Από την ποιητική συλλογή
Σολ Δίεση Μινορε




Διαμάντι πορφυρόλευκο (της Μαίρης Ηλιάδη)



Μια φορά ανοίξαν οι ουρανοί
και δεν βραδιάζει το όνειρο
μέσα στο φως του μεσονυχτίου λάμπει
Διαμάντι πορφυρόλευκο
στα δυό σου χέρια που κρατάς σφικτά
μια αγκαλιά αγάπης
και σηματοδοτείς εσύ τον δρόμο
μην χαθώ μες στην ην ομίχλη
κατά καιρούς που σκιάζει το τοπίο
Κάθε πατημασιά αγγελικό σημάδι
κάθε ψεγάδι υποχωρεί
και το φως τη ψυχή
πληρώνει στο άπειρο...

Μαίρη Ηλιαδη


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΙΠΠΟΤΗΣ (της Μαίρης Σουρλή)



Ακριβοθώρητος γητευτής
άνεμος καρδιοκατακτητής,
τ’ άλογο του έρωτα σέρνει,
σε παραμυθένια μονοπάτια
υπερβαίνοντας σιωπές απόρθητες.
Σε ανοιχτό χρόνο ταξιδεύει η ψυχή
αόρατου βάθους
πυρωμένες ανάσες πάθους,
καλπασμοί στο βάθος της σκέψης
σε ηλιόλουστα λιβάδια,
πόθοι αντικριστοί φωσφορίζουν
σε μαργαριταρένιας λάμψης μάτια.
Ο ιππότης και η νεράιδα
μες από φυλλώματα και κλαδιά
κανακεύουν τ’ όνειρο
πέρα από μάχες και πύργους
τραγουδώντας την αγάπη
που θάλλει ανθισμένη,
αφυπνίζοντας αισθήσεις
σε αγνά πέπλα καρδιάς.
Τρέφει τη νύχτα ο πόθος.....
Άγνωρης νιότης ομορφάδα...
στο ανέλπιστο τής ευτυχίας σώμα...
Αντάμα σε άσπρο σύννεφο
λόγια απ’ το πεπρωμένο
έρχονται και ξεπεζεύουν
σε μια θεσπέσια ανατολή…

Ο Ιππότης και η Νεράιδα
αιώνια στεφανωμένοι
στου ονείρου το φως!

Μαίρη Σουρλή

Από το βιβλίο μου
<<Ρίγη προσμονής>>


Η ΧΑΡΑ (της Ιωάννας Αθανασιαδου)



Μια ηλιαχτίδα τρεμόπαιξε,
κάθισε στα μαλλιά των παιδιών.
Μια πεταλούδα πέταξε
κι έπειτα χάθηκε στο φως.
Το νερό κελάρυσε
και το πήρε το ρυάκι.
Χιλιάδες πουλιά στο μεγάλο δέντρο
υμνούν τον Δημιουργό.
Μια σταγόνα φωτός έσταξε στο μάτι
και το ’κανε χρυσή λίμνη.

Δυο χέρια αγκαλιάζουν το σώμα,
ένα σκυμμένο κεφάλι σηκώνεται σιγά σιγά.
Βήματα που βαδίζουν στο πουθενά,
βρίσκουν γαλήνιο μονοπάτι.
Καρδιά έρημη και κρύα,
αγγίζει τη ζεστασιά της προσευχής.

Δρόμοι γκριζωποί, γελούν στο φως του ήλιου,
κορίτσια χορεύουν στη σειρά.
Η πίκρα ξεχάστηκε μονομιάς.
Το νερό της ζωής αστείρευτο, γάργαρο.
Κυλάει στις φλέβες,
δροσίζει τα δάκρυα,
δίνει έκφραση στ’ αμήχανα δάχτυλα.
Τα σφιχτά χείλη γίνονται ροδοπέταλα.

Ανεπαίσθητοι ήχοι δοξολογούν την πλάση.
Η ύπαρξη βρήκε προορισμό.
Πουλιά σπαθίζουν την ομίχλη,
παιδιά κονταροχτυπιούνται με την ερημιά.

Άγιοι αόρατοι θυμιατίζουν τις στράτες.
Ένας φωτεινός σταυρός στη νύχτα
στέλνει τις προσευχές στα ουράνια.

Πολύχρωμος χαρταετός
σκάλωσε στα ρούχα του Θεού
και το γέλιο Του αγκάλιασε τον κόσμο.
Οι παλάμες γέμισαν δώρα ανέλπιστα.

Σώματα γονατιστά υμνούν τη νιογέννητη χαρά.
Τρέχουν τα παιδιά στο κατόπι της
σαν διαβατάρικα πουλιά.
Η ανάσα έγινε ανάλαφρη και γρήγορη.
Άνοιξε τα παραθύρια του το στήθος
και μπαινοβγαίνουν δροσεροί οι άνεμοι.
Η σκέψη μέστωσε σαν τα ώριμα στάχυα.
Ο χρόνος τρυγάει τραγούδια.

Η χαρά κυλά ευωδιαστή.
Στις άκρες των δρόμων αγριολούλουδα.
Κόβουν τα παιδιά και γεμίζουν τις ματιές τους.
Κόβουν κι οι μεγάλοι
και γαληνεύουν τις καρδιές τους.

Ψαλμοί χαρμόσυνοι τους καλούν,
τους ανοίγουν δρόμο στον ορίζοντα.
Κι αυτοί με μάτια γλυκά και γεμάτα όνειρα 
ακολουθούν την  ειρήνη που τόσο περίμεναν…

Ιωάννα Αθανασιαδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Βεργίνα


Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Υπολογιστής δεν είναι! (της Άρτεμις Κριμιτσα)


Δεν διορθώνω της ψυχής τα γραπτά
Στους παλμούς της οι λέξεις μιλούνε
Δεν είναι υπολογιστής η καρδιά
Ότι πει, όπως το πει, πρέπει και να γραφτούνε!

Εκείνη έχει μια πηγή
Αμόλυντη, γεμάτη αξίες
Που γράφει ταπεινά σ' ένα χαρτί
Για πόνους, πόθους, και θυσίες!

Δεν την στριμώχνω τη γραφή
Ελεύθερα πρέπει να αναπνέει
Τα στήθη να αγγίζει, να τολμά
Αλήθειες, όνειρα, χαρές, να λέει!

Αν την πιέσεις τη γραφή
Θα βγάλει λίγο δάκρυ
Δε θα ακουμπήσει σε καρδιά
Να νοιώσει την αγάπη.

Θα μείνει μέσα ο πόνος της
Χαρά δε θα απλώνει
Θα 'ναι σα γέρικο κλαδί
Που λιώνει μες στο χιόνι

Αστη να ανθίσει από μια αστραπή
Λιμάνι να γίνει για ταξίδια
Άνοιξε το παράθυρο,ύμνοι
Ηχούν στα ουράνια ψαλτήρια

Αφήστε τη να ομιλεί
Ξέρει να κουμαντάρει
Τον άνεμο, την αστραπή
Με του ήλιου το δοξάρι!!


Άρτεμις Κριμιτσα


ΟΠΩΣ Ο ΑΝΕΜΟΣ, ΠΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΡΗΜΙΕΣ (του Τάσου Βασιλειάδη)

Απέραντη η Διαδρομή, ο δρόμος ατέλειωτος..
Πως θα φτάσω μέχρι το φιλί σου, πες μου, πως;!...
Είσαι μια υπόσχεση, για έναν παράδεισο….
 Ποιος
μπορεί, όμως, να φτάσει, μέχρι εκεί, που βρίσκεσαι;

Είσαι πιο μακρινή από παλιά, ξεθωριασμένη ανάμνηση.
Πιο απόμακρη, από όνειρο, περιτριγυρισμένο  από εφιάλτες…
Φωτιά , καίει μέσα στα μάτια σου, αστράφτει η μορφή σου,
πέφτοντας πάνω μου, τις άδειες, σκοτεινές νύχτες, που προβάλεις
μπροστά μου, σαν φάντασμα σαν οπτασία…

Ήρθα, όμως! Παρόλα αυτά, μπόρεσα, ΜΠΟΡΕΣΑ!
Ήρθα
να σε βρω, έφτασα μέχρι εδώ, για να σε ανταμώσω!
Μέχρι την άκρη του νου μου, μέχρι τα ακατοίκητα τοπία
της Σκέψης μου, που εσύ τριγυρνάς εκεί, ΟΠΩΣ Ο ΑΝΕΜΟΣ,
ΠΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΡΗΜΙΕΣ….

Τάσος Βασιλειάδης


Άτιτλο (της Εύας Λόλιου)

Η μάνα πίστευε πως απ' τα γεννοφάσκια  ήδη  ξεχώριζα απ' τ' αδέλφια μου και με φώναζε πουλί μου..
 Πουλί μου αυτό, πουλάκι μου 'κείνο και ειλικρινά μέχρι αμούστακος που 'μουν καθόλου δε με πείραζε. Το 'νιωθα βλέπεις σαν μια ανάγκη κι ένα καλό λόγο να πέφτω συχνότερα στην αγκαλιά της και να την φιλώ. Μα κι αργότερα που παντρεύτηκα κι ήλθαν στο κόσμο τα δικά μου χελιδόνια, πουλί της ακόμη μ' αποκαλούσε.  Τόσο γλυκά και τρυφερά που ζήλευε η γυναίκα μου και δεν την ήθελε καθόλου να πατά στο σπίτι.
  Έρχονταν τότε η δόλια έξω απ' την πόρτα του φράχτη αφήνοντας στα κλαράκια της μυγδαλιάς καραμέλες, χρωματιστά λουκούμια και σοκολάτες για τα παιδιά.
 Στέκονταν για λίγο στην σκιά του δέντρου και διάβαζα απ' το παραθύρι τα τραγουδιστά της χείλη.
''Χίλιοι αγγέλοι γιόκα μου να σε φυλούν, χίλιοι και στην αυλή σου, γλυκά ν' ανθίζουν στα δενδριά που στέκει η ζωή σου''.. Έκαμα να βγω τότες έξω πέφτοντας βαθιά στον κόρφο της να κλαίω, μα το κορμί της Λενιώς μου 'κλεινε ερμητικά τον δρόμο λέγοντας μου να διαλέξω.. 
Κι όσες φορές να της εξηγούσα της άπονης, ποτέ δε μ' άκουγε, λες και μιλούσα σ' ατσαλένιο τοίχο.
 Πως  ''να  Λενιώ μου, ξέρεις μπέμπα μου, 'γω απ' τα σπάργανα μου 'κόμη αγγέλους ατένιζα στα ταβάνια.. Κι όταν πονούσαν τα ούλα μου ν' ανατείλουν τα πρώτα μου  δόντια, έρχονταν και με έπαιζαν αυτοί, μου πείραζαν τα χεράκια κι άρχιζα τ' αγκού και τα γελάκια..  Η μάνα μου γι' αυτό με λέει πουλάκι της, γιατί πιστεύει πως αλλόθροος είμαι απ' τους ανθρώπους..''
''Η εμένα ή εκείνη !'' ούρλιαξε ύστερα πιότερο θυμωμένη κι η φωνή της αντίλαλος που χτύπησε ολάκερο το χωριό.
Τρόμαξε ο τσομπάνης στην κατάφυτη πλαγιά, τα σκυλιά και τα κοκόρια  τρέχαν δεξιά κι αριστερά αλαφιασμένα κι έως στην στροφή του δρόμου έφτασε η  κραυγή της  διώχνοντας άρον άρον την μάνα  για τ' αντικρινά βουνά..
Την τελευταία αυτή φορά, σκυφτή και γριούλα πια κατηφόρισε η Χελιδόνα μου, πετώντας προς τα βαθύκρημνα του κόσμου..

Εύα Λόλιου


αλλόθροος - αυτός που μιλά ξένη γλώσσα.
Μικροδιήγημα.



Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Κοιτάζω (του Πάτροκλου Σεφεριάδη)



Κοιτάζω τα χείλη που μέσα από  σιωπή έδωσαν έρωτα,
 αναρωτιέμαι,
η πηγή του πάθους,
το σώμα βρίσκει,
αισθάνομαι  ζεστασιά,
όταν η φωνή ακουμπά στο χρόνο,
λειτουργεί σαν ζάλη,
η ηδονή λούζει τα κορμιά,
πρέπει να περιμένεις το ιδανικό,
γίνεται γιορτή,
εσύ ακούς το πόθο,
απέναντι στη χαραυγη,
κοιμάσαι δίπλα της στο ίδιο στρώμα,
 τα σεντόνια τυλιγμενα στο γυμνό κορμί, άλλοθι στη φωτιά που έκαψε τη νύχτα, έπειτα σε φιλώ στα βλέφαρα, τα δάχτυλα ακουμπούν το στήθος, δύο κύκλοι σε έντονο χρώμα, λειτουργούν σαν μαγνήτης,
 τα μάτια μου δεν μπόρεσα να πάρω.

Πάτροκλος Σεφεριάδης


Λέξεις από τη συλλογή
Τόλμα αν μπορείς

Περιμένοντας την πανσέληνο (της Αγγελικής Ντελια)


Τα βράδια που δεν κοιμάμαι σιγοτραγουδώ...
Αφήνω τις γρίλιες μου μισάνοιχτες, όπως αφήνω μισάνοιχτες και τις λιγόφωτες μνήμες της καρδιά μου...
-Μισάνοιχτες, μεσάνυχτες, μισοφανέρωτες!
Τις νύχτες αυτές, τ΄ αστέρια συχνά κουβεντιάζουν μαζί μου για τον απέραντο τόπο τους και πότε πότε δειλά με ρωτούν γιατί σιγοτραγουδώ μόνο τους πόνους, γιατί σιγοψιθυρίζω μονάχα τους καημούς;
-Τ' αστέρια όμως δεν γνωρίζουν από πολέμους, ούτε από ματωμένους έρωτες, ούτε κι απ΄της ψυχής τους ξενιτεμούς...
Κι εκεί, μέσα στο ήσυχο δωμάτιο, προσπαθώ τότε ν΄ανασάνω τους ήχους της καρδιάς μου...
Αφουγκράζομαι ακίνητη ν΄ ακούσω τους αντίλαλους να ξεθαρρεύουν πάνω στους κρύους τοίχους, να πιάσω έστω έναν πάνω στα φθαρμένα σανίδια, έναν φλεβικό χτύπο, έναν οργασμό, για να τον βαπτίσω ευλαβικά με το ομορφότερο που υπάρχει όνομα...
Καταπίνω την ανάσα μου όμως για να μην θορυβήσω...
Μην ξυπνήσω την κοιμισμένη καρδιά μου, μην την ξυπνήσω!
Τα βράδια που δεν κοιμάμαι ονειρεύομαι το όνειρο...
Φαντάζομαι τον ουρανό χωρίς αστέρια, μόνο με μια τεράστια ολόφωτη πανσέληνο...
Μια τέτοια πανσέληνος θα μπορούσε να με κάνει να με αγαπήσω...
Θα μπορούσε να με κάνει ν΄ ανοίγω στο σκοτάδι της νύχτας τις γρίλιες μου, όπως ανοίγει ο θεός στο σύμπαν την αγκαλιά του...
Και την καρδιά μου να τη μεγαλώνει, να την απλώνει όπως την ξεδιπλώνει ένας αληθινός έρωτας, χωρίς τον μαύρο φόβο!
-Αλήθεια ονειρεύομαι το όνειρο...
Κάποιες νύχτες νομίζω, θυμάμαι ακόμη και τον σκοπό από ένα νανούρισμα τσιγγάνικο μέσα στο πυκνό δάσος, την ώρα που αποκοιμιούνται οι σκιές...
Το ποτάμι που λίγο πιο δίπλα ξαγρυπνά, κρατά σιγόντο μ΄ ένα μακρύ παραπονιάρικο τρέμουλο κι αποκαλύπτει μυριάδες νεροπεταλούδες π΄ ασημίζουν τα τρυφερένια τσιγγάνικα λόγια...
Λόγια, που μιλάνε για ένα παιδί ίδιο το Φεγγάρι...
Απλησίαστο σαν αγρίμι, με μακρυά κίτρινα μαλλιά, με γαλάζια χείλη και με μάτια παθιασμένα απ΄τη φωτιά ή σαν από το αίμα!
-Ναι, τα θυμάμαι αυτά τα λόγια...
Τα θυμάμαι μα όχι πάντα, σε κάποιες περίεργες νύχτες τα σιγοτραγουδώ πιστεύοντας πως με αυτά θα καλέσω κοντά μου το παιδί Φεγγάρι...
Και τότε εκείνο για να περάσει μέσα στο γυμνό μου δωμάτιο, θα σπάσει τις μισάνοιχτες γρίλιες και τη δειλή μου καρδιά, θα σπάσει τους τοίχους και θα με τραβήξει έξω στον κήπο...
Στον δικό του κήπο, όπου τα μελωδικά πουλιά και τ΄αστέρια θα είναι σύντροφοι στον έρωτα και στην αγάπη, τα λουλούδια και τ΄άγριο χορτάρι και τα δέντρα θα μοιράζονται όλα τους τα πάθη, όλα τους τα μυστικά και δεν θα υπάρχει έτσι άλλο πια σκοτάδι!
Κι εγώ σαν παιδί να κοιμηθώ...
Και το παιδί Φεγγάρι να γίνω στον ύπνο μου εγώ, μια Πανσέληνος που στις νύχτες της ζωής μου, τέτοια δεν θα υπάρχει άλλη...
Να ιππεύω ατρόμητη την ατίθαση θάλασσα, να μαγεύω με το τραγούδι μου τον συννεφιασμένο ουρανό και με το φως μου...
Με το φως μου να καλώ όλο το σύμπαν και μαζί τον Θεό μου για να με ακούσει...
Να ακούσει το ανθρώπινο κλάμα μου με τον βαθύ τραγουδιστό λυγμό...
Και ν΄ακούσω στην ψυχή μου το παράπονό του για τούτον τον όμορφο κόσμο, τον άσχημο!


Αγγελική Ντελια


Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Όταν σωπαίνεις (του Βασίλη Σπανού)



Όταν σωπαίνεις,
τα μαύρα ρούχα τους φορούν οι Σύριες μανάδες,
κοντά σου είναι οι ακτές που σπάει το κύμα
φερμένο απ' το νησί της Αφροδίτης
που' χουν χωρίσει το σώμα του στα δυό
οι μπότες οι βαριές που πάτησαν τα περιβόλια.
Όταν σωπαίνεις,
στη Γάζα απέναντι, στη φλούδα γης,
που έφτυσε απ' το στόμα του ο λύκος της Σιών,
παιδιά κρατούν στα χέρια τους αρχαία λιθάρια
γεμίζοντας με αίμα και καπνούς τα όνειρά τους.
Στην Υεμένη, στη Λιβερία, στη Γκάμπια και στο Μπουρουντί,
ο ήλιος στέκει ανήμπορος να τρέξει γάλα
απ' τα βυζιά των γυναικών
την ώρα που στην έρημο ασπρίζουν κόκκαλα
κι' όρνια πετάνε στις αυλές και στα φαράγγια.
Στις μακρινές Ινδίες κανένας Βούδας δεν μπορεί
να βρεi τις σούτρες της γιατρειάς στα βάσανα
των ρημαγμένων απ' την ένδεια και τις ρυτίδες,
τις χαραγμένες με θρησκευτική ευλάβεια
σκόνη και πόνο.
Όταν σωπαίνεις,
χτίζουνε μέλαθρα να φτάσουνε τα σύννεφα στην έρημο,
οι μελανοί αρχόντοι με τα χέρια τους βαθιά μπηγμένα
στα σωθικά της γης, εκεί που φώλιασε το μαύρο αίμα του πολέμου,
και ρεύματα Ανατολής και Δύσης σπρώχνουν στην Μεσόγειο.
Και στο Σαντιάγο, στο Καράκας,στη Μπογκοτά και στο Περού
στο Εκουαδόρ στην Βολιβία,
του Μπολιβάρ και του Γκεβάρα οι συγγενείς
μαζεύουν ψίχουλα ζωής
προσμένοντας ένα καινούργια μανιφέστο,
πωλούν την σάρκα τους φτηνά και τις φωνές τους,
στις αγορές και στους αχόρταγους τους γύπες.
Όταν σωπαίνεις,
στα Βαλκάνια ηφαίστεια ετοιμάζονται να εκραγούν
κάτω απ' τη βαριά σκιά του Σκάδρου
και ο Βαρδάρης κατεβαίνει σαν ξυράφι
έτοιμος να σκίσει φλέβες αδελφών
ανοίγοντας νέα ποτάμια συμφοράς με το δρεπάνι του Αίμου.
Όταν σωπαίνεις,
θρηνούν τα κύματα του Αιγαίου,
καρφώνονται μαχαίρια
στον Όλυμπο, στον Παρνασσό στην Ίδη,
μένουνε έρμες οι βουλές σου σε τοίχους με δόκανα και ξόρκια,
-δεν το ξορκίζεις το κακό με την ελπίδα,
ούτε ξυπόλυτος
χωρίς τα αρχαία σου σανδάλια δοκείς πως ξεμπερδεύεις-
τα δόκανα θα περπατούν στους δρόμους σου,
τα μάτια σου θαμπά θα βλέπουν είδωλα,
τ' αυτια σου θα ακούνε ωραία λόγια γλυκά σαν την απάτη
κι' οι κυβερνήτες σου ξόανα μαύρα στη σειρά
θα καίνε με επιμέλεια τις αυλές σου.


Βασίλης Σπανός



Άτιτλο (της Βάγιας Μπαλή)

Κοίταξε με, φόρεσα  μάτια γεμάτα προσμονή και αγναντεύω από το παραθύρι. Τσακίζω τα δάχτυλα, και ματώνω τα χείλη, δες με, καρτερώ το βήμα. Χθες θυμάμαι, ξέπλεξα τα όνειρα από την κουρτίνα και τα τοποθέτησα σε σακούλες λευκές, να μη μου βρομίσουν. Κοίτα με και ας ντρέπεσαι, εδώ είμαι… χάιδεψα τα μισογκρεμισμένα σ’ αγαπώ και τα ζωήρεψα. Δεν τα ξανά έχτισα, μα και δεν τα κατεδάφισα. Έλα, κράτησα τη θέση σου κενή. Σήμερα το πρωί την ξεσκόνισα από δάκρυα και την έπλυνα με λαχτάρα. Κοίτα με, στέκω στο μεταίχμιο και η γη δονείται, η αγάπη μου δονείται και πίστεψε με δε θέλω να κατεδαφίσω την μισογκρεμισμένη μου ύπαρξη.

Βάγια Μπαλή


Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Το παιδί της καρδιάς (της Μαρύσας Παππά)

"Ήταν ένα παγερό μεσημέρι του Φεβρουαρίου, ο αέρας
φυσούσε με μανία, το κρύο ήταν τσουχτερό έξω και οδηγούσα
αμέριμνα και ήρεμα, που και που χάζευα τα γκρίζα σύννεφα
του ουρανού και αναζητούσα να βρέξει.
Στο ραδιόφωνο του αμαξιού έπαιζε δυνατά το τραγούδι
«nightmare».
Ξαφνικά αντικρίζω μπροστά μου ένα πλήθος σταματημένων αυτοκινήτων,
κάπως άτσαλα παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου.
Επικρατεί μεγάλη ένταση, ένας άνδρας γύρω στα 45 στην μέση
του δρόμου, προσπαθούσε να σταματήσει τα διερχόμενα αυτοκίνητα
και να ζητήσει βοήθεια.
Μπροστά στα μάτια μου αντίκριζα έναν εφιάλτη.
Παρκάρω όπως όπως το αυτοκίνητό μου και κατευθύνομαι βιαστικά
προς το πλήθος των συγκεντρωμένων.
Κραυγές άναρθρες πόνου τρυπούσαν τα τύμπανα μου, αναφιλητά,
φόβος, ένταση, κλάματα. Εναλλαγή ανθρώπινων συναισθημάτων από την
μια στιγμή στην άλλη.
Η άκρη του ματιού μου ξαφνικά εντοπίζει μια γυναίκα να κάθεται
στην άκρη του δρόμου με μάτια κλαμένα, κάτασπρη, σχεδόν μισολιπόθυμη,
με το βλέμμα της να αγωνιά και να είναι καρφωμένο στο πλήθος.
Για κάποιον λόγο που αδυνατώ να κατανοήσω το καταραμένο το
ένστικτό μου με οδηγούσε προς εκείνη.
Την πλησίασα, αδυνατούσε να βγάλει ακόμα και μια συλλαβή.
Το βλέμμα μου στην συνέχεια καρφώθηκε στην άκρη του δρόμου,
εκεί που ένα παλικάρι κείτονταν και χαροπάλευε.
Οι αντιδράσεις του ελάχιστες και κανένας μας δεν μπορούσε να
καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασής του.
Το βλέμμα μου επέστρεψε σε αυτήν την αμίλητη γυναίκα.
Τα μάτια της μου έστελναν μηνύματα, λες και ήθελε να
μου εκμυστηρευτεί ένα μυστικό που κρατούσε κρυμμένο από όλους.
Πήγα κοντά της, της κράτησα το χέρι και χωρίς να
μου πει λέξη, έπεσε στην αγκαλιά μου και ένας χείμαρρος
δακρύων ξεχύθηκε μονομιάς από τα καστανά της μάτια.
Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ακούγονταν όλο και πιο κοντά μας.
Έγινε η περισυλλογή του τραυματισμένου άνδρα και εκείνη με ικέτεψε
να πάω μαζί της στο νοσοκομείο.
Το ασθενοφόρο μπροστά μας έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα
και εμείς από πίσω του. Το συναίσθημα της αγωνίας και
του φόβου ήταν ορατά στο πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν
στο κάθισμα του συνοδηγού, που ούτε το όνομά της δεν γνώριζα.
Έξω από ένα χειρουργείο περιμέναμε αμίλητες ώρες ατελείωτες, εκείνη χωρίς να πιεί ούτε μια γουλιά νερό, μόνο κάπνιζε σαν τρελή.
Όσο πέρναγαν οι ώρες η αγωνία μας κορυφώνονταν.
Το βλέμμα της ήταν θολό και οι δυνάμεις τις άρχιζαν
πλέον να την εγκαταλείπουν. Ήξερε, μάλλον ένιωθε ότι τα πράγματα
εκεί μέσα δεν πάνε καλά.
Και αυτή η αναμονή την σκότωνε αργά αλλά σταθερά.
Μέχρι που η πόρτα άνοιξε και βγήκε εκείνος, που τόση
ώρα έδινε μάχη ανορθόδοξη εκεί μέσα.
Με μάτια βουρκωμένα τις ψιθύρισε «κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό,
μα δεν τα κατάφερε ούτε εκείνος, ούτε εμείς».
Και εκείνη πλέον καταρρακωμένη, αφού πριν λίγα λεπτά είχε φύγει
από την ζωή ο πολυτιμότερος άνθρωπος για εκείνη βρήκε το
κουράγιο να μου εξομολογηθεί το μεγάλο της μυστικό, που ούτε
εκείνος δεν το είχε μάθει ποτέ: «ήταν ο μονάκριβος μου,
το παιδί της καρδιάς μου, τον πήρα όταν ήταν επτά μηνών.
Και τώρα μου έφυγε τόσο γρήγορα, δεν πρόλαβα να τον χαρώ,
κάποια κακή τύχη μου τον στέρησε.
Αντίο κορίτσι μου και σε ευχαριστώ για όλα».
Αντίο, της είπα και έφυγα με σκυμμένο το κεφάλι.
Σοκαρισμένη προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της τραγωδίας της.
Έβαλα μπροστά το αμάξι μου και δεν ήξερα που πηγαίνω."

Μαρυσα Παππά


Μέσα στη στιγμή (της Κυριακής Δράκου)



Στον εξώστη της καρδιάς μας τα καράβια δίχως πανιά.
Βουίζει η προσπάθεια να φτάσουμε στη στάση,
την στιγμή που θα περάσει το τρένο της ευκαιρίας, της ανάγκης, της άνοιξης…
Πήρε το δοξάρι η στιγμή και ξεκίνησε να παίζει βιολί μπροστά μας,
μήπως την δούμε, μήπως την ζήσουμε χωρίς να ταξιδεύουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον.
Με φωταγωγό την ενσυναίσθηση κοιτώ στα μάτια τον άνεμο.
Μια γαλάζια κηλίδα στην καρδιά του φεγγαριού έβαλε φτερά στον χρόνο,
μα του ζήτησε να σταματήσει για λίγο στα πέλαγα των ματιών του έρωτα.
Ο έρωτας χάθηκε μέσα στη στιγμή
και βρέθηκε μέσα στο πυρακτωμένο φεγγάρι να τραγουδά.
Το τραγούδι του στολίζει τις σκοτεινές διαδρομές με φως,
όταν η στιγμή του είναι ζωντανή και αληθινή.

Κυριακή Δράκου


Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο (Παντελής Χατζηκυριάκου)




Μάτια υγρά, χείλη σφιγμένα, ανάσα καυτή. Στέρεψε το οξυγόνο μου. Η απελπισία συσσωρεύτηκε σαν κόμπος στο λαιμό μου και η απογοήτευση ηχεί στα στήθη μου σαν μια ωρολογιακή βόμβα. Ακούω κάθε της χτύπο. Αισθάνομαι πια κάθε στιγμή να μετρά αντίστροφα για τη μεγάλη έκρηξη.
Νιώθω την ανάγκη να φύγω από εδώ, μ’ ακούς; Να κινήσω για ξένους ουρανούς και κόσμους αταξίδευτους. Για λιμάνια άγνωστα και νησιά αχαρτογράφητα. Να αποστασιοποιηθώ από οτιδήποτε γνώριμο, οικείο και ασφαλές. Να κάνω μια αρχή απαλλαγμένη από σταθερές, στεγανά και δικλείδες ασφαλείας.
Θέλω να πορευτώ στο άγνωστο, μακριά από την πεπατημένη. Να μηδενίσω σώμα, μυαλό, εμπειρίες και αναμνήσεις. Να ξεκινήσω να δημιουργώ έναν κόσμο καινούργιο· διαφορετικό από εκείνον που με γονάτισε και σταδιακά με διέλυσε. Να ζήσω σε μια εποχή στην οποία δε θα πασχίζω να ονειρευτώ, να ωραιοποιήσω και να πειστώ. Σε μια καθημερινότητα, που δε θα χρειάζεται να κλείσω τα μάτια μου για να καταφέρω να δω.
Εξαντλήθηκαν οι αντοχές μου, μ’ ακούς; Κουράστηκα να σκαρφαλώνω και να μη βλέπω την κορυφή. Βαρέθηκα να παραμυθιάζομαι και να ελπίζω στο αόριστο. Κουράστηκα να επουλώνω τα φτερά μου για τη μεγάλη πτήση, και πάντα, να είμαι εγώ αυτός που πέφτει στο κενό. Δεν έχω άλλο χρόνο για ενδιάμεσες στάσεις και δεύτερες σκέψεις, μ’ ακούς; Πόσες φορές ακόμα να μαζέψω τα κομμάτια μου και να ανασυνταχτώ; Με αυτά και με εκείνα, έχασα μισή ζωή.
Σε έναν κόσμο άδειο, θαμπωμένο από τους άψυχους προβολείς της νύχτας, δυσκολεύομαι πια να ξεχωρίσω το φως απ’ το σκοτάδι. Σε μια κοινωνία εμπορευματοποιημένη, προϋπολογισμένη και αριθμητικά δοσμένη, σε ποιον να μιλήσω για πραγματικούς θησαυρούς και αξίες ζωής; Πως να διακρίνω τα χρώματα της ελπίδας, της προοπτικής και της ευτυχίας, σε μια καθημερινότητα που ξεθωριάζει διαρκώς στις αποχρώσεις του μπλε, του πορτοκαλί και του μοβ; Επιλέγω λοιπόν την απομόνωση, από μια βάναυση τάξη πραγμάτων, στην οποία εγώ ήμουν πάντα μια δεύτερη επιλογή.
Ξεκίνησα. Το καράβι έλυσε και ανοίχθηκε για το μεγάλο ταξίδι. Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει. Δεν έχω ιδέα για το αν ή το πότε θα δέσω στο επόμενο λιμάνι. Συνήθισα βλέπεις να ταξιδεύω έρημος και να ναυαγώ γελασμένος. Ξέρω όμως πια πολύ καλά, πως αν τελικά υπάρχει αυτό το καλύτερο αύριο που τόσο ονειρεύομαι, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Είμαι πια σίγουρος, πως αν η Ιθάκη αυτή για την οποία όλοι ψάχνουν, γράφουν και ρωτούν υφίσταται, από μόνη της στον κάβο μου δε θα φανεί ποτέ.





Άτιτλο (της Λουκίας Παπαδοπούλου)

Χρονια τωρα εβαζε μπουγαδες
δεν ηταν καθολου ευκολη υποθεση.
Ολολευκη η φορεσια της
και την ηθελε αψεγαδιαστη.
Βλεπεις το λευκο θελει προσοχη
ακομα και ο πιο μικρος λεκες
φανταζει ανησυχητικα πανω του.
Απλωνε τη μπουγαδα στους ουρανους
με τα διαφανα μανταλακια της συνειδησης
κι ετσι καπως ησυχαζε....
Μα  να, κατι τα κορακια  με  τις κουτσουλιες τους
κατι οι ανεμοι με τη σκονη τους
κατι ο ηλιος που επεμενε να την κιτρινιζει
κατι ο χρονος που τη γαριαζε και να, παλι  πλυσιμο!
Ειχε μαθει πια... ειχε ομως συμμαχους
το πιο ισχυρο απορρυπαντικο , τα συναισθηματα
το καλυτερο λευκαντικο, τα δακρυα
το πιο μυρωδατο μαλακτικο, το αιμα της καρδιας
και μετα παλι απλωμα  στους ουρανους....
Μεχρι που σκεφτηκε να γραψει σε μια ταμπελα:

***ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗ ΛΕΡΩΝΕΤΑΙ ΤΗ ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΜΟΥ
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΠΛΕΝΩ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΕΣ ΣΑΣ***

Λουκία Παπαδοπούλου


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ο ιστός (του Γιώργου Βομπρα)



Η φωνή σου σε λαβύρινθους
δικούς μου τριγυρίζει...
Σαν Σειρήνα έναν μέθυσο
Θησέα ξεμυαλίζει...

Ένα Όχι είναι ο μίτος
της Αριάδνης....
Θα τον ξετυλίξω, νά 'μπω μέσα
στα δίχτυα της αράχνης...

Το σπαθί μου βγάζω
κι όλο κόβω...
Μιά φωνή μού λέει... όχι, ....
..τρία γράμματα, πορώνω...

Ένας ίλιγγος μέ πιάνει
καθώς σβουρίζω...
Τις κλωστές απ' τον ιστό σου
σάν σπαθίζω....

Ένα όχι σου σέ σένα
μ' οδηγάει...
Μέ αυτό, και μεσ' τ' αυτιά μου
σ' ιστούς με πάει.......!

Γιώργος Βομπρας


Ο ύπνος των αταξιδευτων ονείρων (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)



Ξεπάγωσα τη νιότη μου από τα θησαυροφυλάκια του νου.
Εκεί που φυλαγμένη καρτερούσε να τη ζήσω,
Μα εγώ σπατάλησα φιλόδοξα τα χρόνια μου
Σε υπερφίαλες ματαιότητες που φουσκώναν το μυαλό
Κι αλυσοδέναν την καρδιά στα κατάβαθα των σκοτεινών φυλακών της.
Θέλησα έστω και τώρα στα μεσουρανήματά μου να τη δω
Να χαίρεται με εκείνη τη γεύση λησμονιάς στα μάτια
Για όσα απροκάλυπτα κι αμετανόητα της φόρτωσαν.
Μήπως κι ετούτη, η στερνή χαρά, λευτερώσει θύμισες
Και συλλάβει χίμαιρες του άστοργου παρελθόντος μου.
Φεύγω σαν αποδημητικό πουλί της νοσταλγίας
για άπιαστους τόπους που αποκάλυψα στα γκρεμισμένα ονείρατά μου.
Εκεί στη θλιβερή αγκάλη της ληστεμένης ξενιτιάς
Θα βρω ένα προσκέφαλο απαλό για να πλαγιάσω.
Θα κλείσω τα κουρασμένα από ζωή βλέφαρα
Και θα κοιμηθώ τον ύπνο των αταξίδευτων ονείρων.
Ίσως εκεί τα νιάτα μου να περιμένουν στωικά
Τη δεύτερη, ασώματη ευκαιρία να τα ζήσω.

Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου



Δημοσίευση στο Μεταξύ μας

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Νύχτα χωρίς μέρα (της Πόλυ Μίλτου)


Πόνεσα.
Με βρήκε η μαχαιριά στην καρδιά.
Η νύχτα της νύχτας κάλυψε το χάος μου.
Η μέρα δεν ξημέρωνε. Αργούσε.
Ήθελα να φωνάξω.
Ήταν που όλα πνίγηκαν μέσα μου.
Και σώπασα.
Συντρίμμια οι ελπίδες της χαράς μου.
Ήσουν εσύ, άνθρωπε, φίλε.
Ήσουν εσύ, ο αγαπών.
Ήσουν εσύ, ο αγαπημένος.
Ήσουν εσύ, που ξεχνάς.
Άβυσσος η απόγνωση.
Συμφορά.
Η αγάπη άργησε να φιλήσει τον κόσμο.
Στην πόρτα μας κενό.
Στο σπίτι της οχλαγωγίας, μίσος.
Κυβερνήτης ο άνους και φαύλος.
Άγριες διαθέσεις απάρνησης λογικής.
Όλα λεκιάσαν από αίμα αθώων.
Ως πότε;
Ήταν τόσο όμορφα όλα.
Ήταν όλα φως.
Τώρα, ένα κερί αχνοσβήνει.
Χάνεται σε κάθε ριπή σύγχυσης.
Στο κονάκι μας φωλιάζει εγωισμός.
Αχ, ψυχή μου απελπισμένη.
Ερημιά.
Πεθαίνουμε από μόνοι μας.
Αιτία η απονιά. Και ο φθόνος.
Ψάχνω να καταλάβω...
Γιατί;
Η καρδιά μου έσπασε.
Κλαίω.
Ο Ήλιος αρνείται να βγει.

Πόλυ Μίλτου


Άτιτλο (του Αντρος Νικολάου)

Νά  'ξερες πόσο μου λείπεις
κάθε φορά που ο αποσπερίτης
απλώνει το σεντόνι της νύκτας.
Κάθε φορά που ο ήλιος εξ ανατολών γλυκοχαράζει.
Κάθε φορά που ένα πουλί
κελαηδά.
Κάθε φορά που αγναντεύω
το ατέλειωτο μπλέ της
θάλασσας, που εκστατικός
τό βλέμμα ρίχνω στό
γαλάζιο του 'ρανού.
Κάθε φορά που τα βήματα
με φέρνουν σ' ένα στενό δρομάκι.
Νά 'ξερες πόσο μου λείπεις
κάθε φορά που κόβω το
ψωμί, κάθε φορά που τα
χείλη σιγομουρμουρίζουν
ένα τραγούδι.
Κάθε φορά που το χέρι
χαϊδεύει ένα σκυλί, μιά γάτα.
Κάθε φορά που αναπνέω στον
ύπνο, στον ξύπνιο μου.
Κάθε φορά που μου λες καληνύκτα.
Νά  'ξερες ...
Μόνο νά 'ξερες ...

Άντρος Νικολάου


Άτιτλο (της Βίκης Δρακουλαρακου)

Ένα φεγγάρι  τοσοδούλικο στο στέρνο μου κοιμάται
οι μαργαρίτες του γιαλού δίπλα μου πλαγιάσαν
ένα κομμάτι ουρανί τα χείλη μου θωπεύει.

Χαρίσματα απλώνει η βραδιά στο κορμί σου επάνω
το αηδόνι παίζει τον αυλό στον πόθο κρεμασμένο
σκιρτούν οι καλαμιές όταν ο έρωτας σε γδύνει.

Βίκυ Δρακουλαρακου


Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Άτιτλο (της Λένας Βλαχοπούλου)

Πνιχτο βογκητο
στα χείλη ανεβαίνει
μια θλίψη.
Σήμερα που
δεν έχω πια άλλες
αντοχές.
Είναι και
αυτές οι τύψεις που
ταλανίζουν την ψυχή μου
Είναι και κάτι λέξεις που
ξεστομιστηκαν και κάλυψαν
με θολή εικόνα την αγάπη
Είναι που δεν κατάφερα όλη
την νύχτα να σε πείσω ότι οι
άνθρωποι που αγαπιούνται
δεν χωράνε στην λογική
του χρόνου ... είναι η συγνώμη
που σου έλεγα και εσύ δεν
δέχτηκες ..
Τώρα σε πυκνό
υφαδι ομίχλης θα βαδίσω
και εκείνες οι αποσκευές στην
αποβάθρα στα αζητητα.

Λένα Βλαχοπούλου


Τα τείχη της ντροπής (του Ντίνου Γλαρού)



Το τείχος της ντροπής θυμάμαι
όπως και τόσα άλλα τείχη
ορατά κι αόρατα
που υψώνονται ανάμεσα
στις καρδιές των ανθρώπων…

Αχ! λευτεριά πολυπόθητη
κηλίδες αίματος πολλές
λερώνουν τ’ άσπρο σου φουστάνι
κι εσύ σκυφτή και πληγωμένη
θυσία μάταιη
στη λάσπη ξεθωριάζεις.

Ντίνος Γλαρος


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Η κόλαση του Δάντη (του Παναγιωτόπουλου Σπήλιου)



Τα πρόβατα στριμώχνονται πάντα κοντά στην φάτνη
στη ζεστασιά τους, τρέμοντας, του λύκου τη θωριά
και κάθε νύχτα που περνά στριγκά ο βοσκός αγνάντι
κραυγές λύκου, μιμούμενος, τρομάζει τα χωριά.

Τα πρόβατα φαντάζονται πως η μορφή του λύκου
μοιάζει μ΄αυτή του Σατανά που κάνουνε σπονδή
δαίμονες μ' όρθια κέρατα κι όψη τραγο-πιθήκου
που ο καθένας εύλογα τη σκέψη αποσοβεί.
Δε ξέρω αν η κόλαση μοιάζει μ΄αυτή του Δάντη
ούτε που ξέρω αν οι ψυχές φλέγονται διαρκώς
μα ποιος ποτέ φοβούμενος, χαΐρι είδε, καζάντι?
τρέμει τον λύκο ο αμνός, τον τρώει ο βοσκός!




Το προφίλ της σιωπής (της Χαρούλας Φράγκου)



Όλα ξεμακραίνουν φεύγουν καθώς ψάχνω να σε βρω.
 Οι ελπίδες σκεπασμένες στην αχλύ του χρόνου  δεν αφήνουν περιθώρια..
Οι μαρτυρίες  για το απόλυτο/και μεγάλο που έζησα θα χαθούν χαμένες Ατλαντίδες...
Βαραίνει το κεφάλι στα χέρια και τα χείλη  άλεχτες σφραγίδες υπομονής ζουν το μεγαλείο της άρνησης και της σιωπής..
ΠΟΣΑ ήθελα να σου πω...
ΠΟΣΑ με κράτησαν μακρυά σου...
Όσο πλησίαζα τόσο έφευγες, όσο ξεμάκραινες τόσο ήμουν εκεί. Φυλάκισα τους θησαυρούς σε επτάκλειστες πύλες και τα δώρα μου τ' Άγια μείναν αδώρητα.
 Πέρασαν χειμώνες και άνοιξες ανεκπλήρωτες επιθυμίες βάψαν χλωμές τις αισθήσεις μου...
Ήταν μακρύς ο δρόμος της προσφοράς και τα σημάδια σου γενέθλια ρωγμή στην ψυχή μου. Τώρα θαρρώ πως οι αλήθειες δεν κρύβονται...
Οι δυνατές και μεγάλες στοιχειώνουν.
 Νάτες στους στίχους μου στο λιτό ποίημά μου..
 Λένε:
Οι ποιητές είναι Άγγελοι.
 Στους χαμένους Παράδεισους φωλιάζει ο Θεός που απόκαμαν να πιστεύουν.
 Βρίσκουν τη δύναμη να κτίζουν τους ναούς που συλήθηκαν.
Δεν είμαι ποιητής..
 Κοίτα στα μάτια μου την αλήθεια.

Χαρούλα Φράγκου

Από την ποιητική Ανθολογία "Μελίρρυτοι Λόγοι"


ΤΑ ΚΡΙΝΑ (του Χρήστου Χριστόπουλου)



Το κρίνο χρυσοκίτρινο και μοσχοβολημένο
προμήνυσε την άνοιξη που άργησε να 'ρθεί
και τον χειμώνα κράτησε ξοπίσω πικραμένο
στις παγερές βουνοκορφές μονάχος να πενθεί!

Στου παραθύρου γέμισε κρινάκια το περβάζι
που τύλιξαν μ´αρώματα τ´αγέρα τη πνοή
τον εαυτό μου έπιασα να τα κρυφοκοιτάζει
θαυμάζοντας τη ζηλευτή καινούργια τους ζωή!

Με της αγάπης το νερό τα πότιζα το βράδυ
κι αυτά ανταποδίδανε τη τόση θαλπωρή
τα χρυσαφένια άνθη τους φεγγίζαν στο σκοτάδι
και χάραζαν το δρόμο της καρδιάς που συγχωρεί!

Νέα πνοή, νέα ζωή με κρίνα στολισμένη
μπήκε η άνοιξη ξανά στα βάθη της ψυχής
χορεύοντας ανάερα στο κήπο ζαλισμένη
μεθυστικό ξεκίνημα μιας νέας εποχής!


Χρήστος Χριστόπουλος


Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Απόψε (της Αναστασίας Κουτσούκου Κλεάνθη)


Της Κυριακής τα όνειρα,
λένε πως πάντα βγαίνουν.
Ήρθες εκεί στον ύπνο μου
    απόψε, βράδυ, βράδυ
  ένα φιλί μου έδωσες,
    έλαμψε το σκοτάδι.

Άνεμος φύσηξε βοριάς,
χάιδεψε την ψυχή μου,
εσάρωσε από μέσα μου,
της πίκρας μου κομμάτι.

Τραγούδι, μου ψυθίρισες,
 εκει, γλυκά στ' αυτί μου.
Του γητεμού ήταν βάλσαμο,
ταχτάρισμα που μούλειψε
  στην παιδική ζωή μου.

Σαν ξύπνησα, πρωί-πρωί
'κει στο νερό απ' το ρέμα,
την όψη μου καθρέφτισα
 κι έμοιαζε να'ναι ψέμα

Μορφή γλυκιά,αγγελική,
το πρόσωπο είχε πάρει.
   Άνεμος, αύρα έγινε,
   απανεμιά και χάδι.
Ξεχώρισε ο Μορφέας μου
 το φως απ' το σκοτάδι.

Αναστασία Κουτσούκου Κλεάνθη


ΠΟΥΛΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)



Τίποτα δεν είναι καινούργιο.
Σύννεφο εγώ, κουβαλώντας βροχή και ομίχλη.

Τόσα χρόνια χωρίς γη.
Δεν γνωρίζω από πού ήρθα.
Πουλί, ταξιδεύω χρόνια χωρίς στεριά.

Ο άνεμος μου δίνει σχήμα και ζωή.
Κι άλλοτε, λες κι είμαι δέντρο,
με τόσες υποταγές κι άλλες τόσες εξεγέρσεις,
ακολουθούσα τον άγνωστο δρόμο του ήλιου,
προσδοκώντας έναν θεό.

Τίποτα δεν είναι καινούργιο.
Εξακολουθώ να είμαι χώμα και νερό.
Σύννεφο  και ομίχλη.
Άχρηστα τα φτερά σε ουρανό μικρό.
Την εποχή της βροχής,
όπου  συναντιούνται γη και ουρανός,
η θλίψη του ταξιδιού με πλημμυρίζει.

Ορθάνοικτη φυλακή η ζωή μου.
Να ’μουν, Θεέ μου,
ένα γαλήνιο  κύμα
να κοπάσει μέσα μου η θάλασσα.


Ρούλα Τριανταφύλλου


Μικρές Εξορίες 2020

ΑΝΑ-ΓΕΝΝΗΣΗ (της Σοφίας Κοντογεώργου)



Σταγόνες βροχής
Την ακινησία του χρόνου
ταράζουν
Ξεσπούν καταιγίδες
Χαρακώνουν σαν αστραπόβροντα
Να σπάσουν οι αλυσίδες
Να εκραγούν τα ηφαίστεια
Να πλημμυρίσουν οι θάλασσες
Να ελευθερωθεί η Περσεφόνη
Κι η γη ν' ανθίσει χρώματα
να ζωγραφίσει μυρωδιές
να τραγουδήσει υμέναιους
στον έρωτα - θριαμβευτή.

Σοφία Κοντογεώργου


Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Άτιτλο (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)

Φωνές ατίθασες, κρυφές, με έχουν κυριεύσει
Βοήθεια!!
Όλοι καμώνονται ορθά πως όλα βαίνουν
Είναι καλά λένε. Με άλλα λόγια αναπνέουνε και ζουν.
Η μνήμη καλή σύμβουλος.
 Για σκλάβο της σε θέλει
Στον ήλιο κρέμασα σήμερα τις κρύες καλημέρες
Τι κι αν αλλάζουν οι χρονιές προδίδω τον εαυτό μου
Τον αφανίζω ανεπαίσθητα με γουλιές αναισθησίας
-άκαρδος τρόπος-
Οι αναβολές μου έχουνε, μία σαρδόνια φτήνια
Τετράτροχη  η βαλίτσα  μου γλιστράει, μαζεύει το δρόμο
και ούτε θυμώνω παρά εκτός
στατιστικές καταγράφω
Σημεία των καιρών
Παρηγοριέμαι.
Ρίχνω το βλέμμα, ξηλώνω τον ορίζοντα.
Τον εαυτό μου κάθε μέρα περισσότερο, εξορίζω
Ανίατες σιωπές άβολα με τυλίγουν
Συναγερμός μέσα μου
Πριν λιγο οι μπάρες, πέσουν
Πεδίο ειρηνικό εγκαινιάζεται, των λοβοτομημένων.


Φωτεινή Ψιρολιολιου



Το τελευταίο φυλάκιο (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)


Άνοιξα τις πόρτες.
Να μπουν νερά.
Να βεβαιώσουν την απόλυτη προσαρμογή μου στις παραδόσεις.
Η γη βάρυνε πολύ.
Ηττήθηκε απ' τις νίκες της.
Κι εγώ, μια κουκκίδα με διεσταλμένους αδένες που σπαταλιέται στις ελλείψεις της,
πώς να με χαρτογραφήσω;

Αφήνομαι.
Γλιστράω.
Σκορπάω στην καταλυτική τρέλα του νερού.
Κατρακυλώ στη μνήμη του βυθού.
Είναι ανόνειρα εδώ.
Είμαι ασφαλής.

Χάρισα επιτέλους το τελευταίο φυλάκιο σε μένα.
Επιεικά να με κρίνεις

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου

Katia Chausheva Photography




Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

Ενύπνιο (της Δωρας Μεταλληνου)


Νιόβγαλτα φιλιά κρατούσαν τα χελιδόνια στο φευγιό τους
ατρύγητους πόθους έρωτα
σφιχτά κρατούσαν τις θάλασσες διαβαίνοντας
μύρο απ' αλάτι τις κερνούσαν
απ τα μαλλιά μου πέρασε το καλοκαίρι
έπαιξε ο άνεμος ανάμεσά τους
και σε πεντάγραμμα έγραψε το τραγούδι σου
το φεγγάρι ακόμα δεν έγειρε
στο λιμανάκι ''η Αθηνά'' λίκνιζε ήλιους
ξεχάστηκαν οι πόλεμοι στη θωριά σου
η περικεφαλαία παρά πόδας
ήταν και κείνο το βλέμμα που τρύπησε τα σύμπαντα
οι ρανίδες καθώς χτυπούσαν στην κουπαστή
ημέρευε ο εκ γενετής φόβος
κι όταν έπεσαν οι ίσκιοι στα νερά
ακόμα ο γλάρος κένταγε ραμφίζοντας αγάπες
μουρμούριζε η κυματούσα
πότε ημέρευε σαν τη διαβαίναμε
πότε έκλαιγε κι αποχαιρετούσε
λαμνοκόποι τα βράδια στη βάρκα του φεγγαριού
περνάγαμε αργά βαριανασαίνοντας
να μην τελειώσει τούτο το καλοκαίρι
να μην πάρει μαζί του τη χαρά
οι θάλασσες χωρίζουν
οι θάλασσες σμίγουν
τα καλοκαίρια περνούν
τα καλοκαίρια έρχονται
θα βγει η Ευρυδίκη δε μπορεί,
να δει το φως
καθώς θα ξεδιπλώνονται τα όνειρα
θα χτυπάνε κρόταλα μεθυσμένα
να σαρκώσουν το άσαρκο
θα γεύονται κόκκινους καρπούς τα χείλη
θα μοσχοβολά η αγάπη γιασεμί
τα χείλη θα κεντούν χαμόγελα
θα ξεχαστούν οι αποπροσανατολισμένες προσμονές
τα αξεδίπλωτα θα φωνάζουν αποφυλάκιση
τα όνειρα δεν θα μας καίνε πια
θα έρθει κι ο φτερωτός ταχυδρόμος
με μαντάτα απρόσμενα
το όνομά σου στον αποστολέα
το δικό μου στον παραλήπτη
και μέσα ένας φρέσκος κάμπος
με υπογραφή....
Πεπρωμένο.


Δώρα Μεταλληνου



Ο εγωισμός μου (της Έλενας Κορινιωτη)

Δεν μπορούσα να σας ζυγίσω,
ούτε καν να λογαριάσω
ποιος απ τους δύο σας μετράει διπλά για μένα.

Ένιωθα, ένιωθα, ένιωθα.
Σε πόσα τετραγωνικά της ψυχής
να στοιβάξω τόσο συναίσθημα;
Αναπόφευκτο το ξεχείλισμα δε νομίζεις;

Να πέφτω για σένα, να με σηκώνει στα βιαστικά εκείνος.
Να καίγομαι για σένα, να με σβήνει εκείνος.
Να γυρνάω σε εσένα, να μου κόβει τη φόρα εκείνος.

Έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε.
Σε πόσα κιταπια αντοχών νομίζεις
χωράνε οι συμβιβασμοί μου;
Αναπόφευκτο το χάος του μυαλού, δε νομίζεις;

Να ησυχάζω με εσένα, να μου ροκανίζει τη ζωή εκείνος.
Να ξέρω πως μόνο μαζί σου θα είμαι ευτυχισμένη,
να μου σπερνει τις αμφιβολίες εκείνος.
Να γράφω για σένα, να μου σκίζει τις σελίδες εκείνος.
Μη τυχόν και πέσουν στα χέρια σου.
Μη τυχόν και καταλάβεις.

Ένιωθα. Έπρεπε.
Για σένα έπρεπε να νιώθω, αλλά ας όψεται εκεινος.

Να γυρεύεις εμένα, να σε επισκέπτεται εκείνος.
Να παλεύεις για μένα, να στα κλωτσαει όλα εκείνος.
Να γυρίζεις σε μένα, να σου τρίβει κατάμουτρα
τη δήθεν ευτυχία μου εκείνος.

Έτσι είναι εκείνος.
Ατιμος. Χωρίς μπέσα.
Το πιο κτητικό αρσενικό,
αυτό που κοιμάται μέσα μου.
Εκείνος λοιπόν ή αλλιώς ο απροσπέλαστος εγωισμός μου.
Αυτός που δε θα άντεχε ποτέ να σου χαριστώ
για λίγα ψίχουλα αγαπης.
Αυτός που δε μου επιτρέπει να μιλήσω παραπάνω για σένα.
Κι ήδη είπα πολλά.


Έλενα Κορινιωτη


Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Δικαιοσύνη (της Ειρήνης Γερονταρα)


Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.

Ειρήνη Γερονταρα




Άτιτλο (της Λίτσας Μοσκιου)

Άσε με να μείνω για πάντα
με την αίσθηση αυτή
όπως
κάθε φορά
που με κρατούσες
στην αγκαλιά σου
την απελπισμένη μου
προσπάθεια
να χωρέσω ολόκληρη μέσα σου
να σ' ανοίξω
μια τεράστια τρύπα
στο στήθος
να μπω εκεί
να καλύψω κάθε κύτταρο
του κορμιού μου
απ' το σώμα σου...
κι όπως θα στριφογυρίζω
στην αγκαλιά σου
να μικραίνω
να μικραίνω τόσο
και να μπαίνω μέσα σου
μέσα απ' τους πόρους σου
να ζεσταίνω το αίμα σου...

Λίτσα Μοσκιου


Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΧΙΝΟΠΩΡΑΚΙΑ (της Αρετής Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ)



Ζηλεύγω σάς, χινοπωράκια του βουνού με τους μωβανθούς σας.
Καμαρωτά προβάλλετε πάνω στα βράχια και τα ριζιμιά ,πανέμορφα μέσα στην ταπεινότητά σας.
Αυτάρκη και ολιγαρκή συντροφευτά  φυτρώνετε καθ’ ομάδες και φθονείτε αν κάποιο από σας δυναμικά υψωθεί σε πέτρας σχισμάδα και μόνο του χαιρετίσει τον ουρανό αυτόφωτο, την μοναξιά αγαπώντας.
Της σιωπής τους ήχους αφουγκράζεστε και των πουλιών τα τιτιβίσματα που φωλεύουν πάνω στα πευκόκλαδα ανασαίνοντας  ρετσίνι και ελευθερία.
Κι αν μάτια περιπατητών ποθήσουν την εμορφάδα σας ,συλητές της παρθενικότητάς σας, βιάζεστε τον ερχομό του σύθαμπου για να περιφρουρήσετε την ύπαρξή σας.
-Ω,εσείς, μικρά χινοπωράκια,
κυκλάμινα της καρδιάς μου!
Δώστε μου λίγο από το χρώμα σας.
Χαρίστε μου την γαλήνη σας.
Δωρίστε μου το αδιαμφισβήτητον της
Ανάληψης των πετάλων σας..
Γίνετε αποδέκτες στοργικοί της ψυχής μου!



Αρετή Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ

Από την ποιητική συλλογή
"Εσω ιριδισμοι"


Άτιτλο (της Εύης Γουργιώτη)

Κρατάω τις όμορφες στιγμές μας
γιατί είναι ο μόνος τρόπος
να συνεχίσω να σ' αγαπώ.

Θα μου πεις γιατί δεν
τις ξεχνώ και να πάω
παρακάτω.
Μα η αλήθεια είναι
πως δε θέλω.
Μπήκα σε έναν κύκλο μαζί σου,
που τελειωμό δεν έχει.
Γύρω γύρω πηγαίνω
και η αρχή και το τέλος μας
γίνονται ένα.

Ένας κύκλος που δε
μ' αφήνει να δω παραπέρα.
Εκεί θέλω να μείνω.
Για όσο με πάρει.
Για όσο κανείς άλλος
δε θα καταφέρει να τον ανοίξει.
Εκεί μέσα δίχως να ζητώ κάτι.

Εκεί με τις πολύτιμες αναμνήσεις μας.

Εύη Γουργιώτη


Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Αδυνατο να ζήσω μακριά σου (της Λίνας Κατσικα)



Ήθελα να κλάψω, μα δεν το έκανα. Σου έδωσα ένα τελευταίο φιλί και παίρνοντας μαζί μου την ανάσα σου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την κλείσω πίσω μου σε κοίταξα. Με κοίταζες κι εσύ με μια απορία στα μάτια, σαν να μου έλεγες: «Γιατί;». Το ένιωθα πως ήσουν έτοιμος να τρέξεις, να με κρατήσεις, να μ’ εμποδίσεις να κάνω αυτό που είχα αποφασίσει. Κλείνοντας την πόρτα, ακούμπησα πάνω της, χωρίς να έχω τη δύναμη να προχωρήσω. Ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν μια μέγγενη να πιέζει την καρδιά μου, έκανε την αναπνοή μου να βγαίνει με δυσκολία. Πίσω από το ξύλο που μας χώριζε άκουγα θαρρείς τους χτύπους της καρδιάς σου. Χάιδεψα ανάλαφρα το άψυχο υλικό κι απομακρύνθηκα.
Λίγο πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, γύρισα και κοίταξα προς το διαμέρισμα αναζητώντας τη μορφή σου. Nα σε δω για άλλη μια φορά, την τελευταία. Να αποτυπωθεί η εικόνα σου στα μάτια μου. Σε είδα να στέκεσαι στο παράθυρο, λες και είχες διαβάσει τη σκέψη μου. Ακουμπούσες τα χέρια σου στο τζάμι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχα γίνει μούσκεμα. Κρύωνα. Κι όμως στεκόμουν εκεί να σε κοιτώ. Σου πέταξα ένα φιλί και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άναψα τη μηχανή με κόπο. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο τέρμα και πάλι με δυσκολία απομάκρυναν το νερό που με μανία χτυπούσε στο παρμπρίζ.
Ξεκίνησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινες να κοιτάς τον άδειο από την παρουσία μου δρόμο. Δεν πήγα σπίτι μου. Έπρεπε να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου πρώτα, την ίδια μου τη ζωή. Έφευγα. Σε άφηνα. Δε γινόταν αλλιώς. Το ξέραμε και οι δυο πως κάποια στιγμή θα έφτανε το τέλος. Από τους δυο μας βρήκα εγώ τη δύναμη να το κάνω. Εσύ απλώς συμφώνησες στο αναπόφευκτο. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια ζωή κλεμμένη; Πόσο; Κι όμως, όσο κι αν έγινε συνειδητά, πονούσε σαν ανοιχτή πληγή που έχασκε κι αιμορραγούσε. Το άρωμά σου ήταν ακόμη πάνω στα ρούχα μου. Ένιωθα τα χέρια σου να με αγγίζουν, τη θέρμη της αγκαλιάς σου, το κορμί σου να τρέμει και να βρυχάται πάθος και αγάπη ταυτόχρονα. Πώς θα μάθω να ζω χωρίς αυτά; Πώς να ανασαίνω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα. Έσπασα. Αναλύθηκα σε κλάμα που γρήγορα έγινε λυγμός και τράνταζε όλο μου το σώμα. Πάτησα φρένο και σταμάτησα, όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν και πάλι έξω από το σπίτι σου. Έσκυψα πάνω στο τιμόνι, αποκαμωμένη ψυχικά. Ούτε κατάλαβα πότε άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, ούτε πως ένα δυνατό χέρι με τράβηξε έξω. Σάστισα όταν σε είδα μπροστά μου.
«Δεν μπορώ, μου φώναξες. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκλεισες τα χείλη μου με τα δικά σου. Με σήκωσες στα χέρια και με οδήγησες στο διαμέρισμα. Ο έρωτάς σου λίγο αργότερα, αχόρταγος, μου έκοβε την ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή ξαναγεννιόμουν στα χέρια σου.



Χίμαιρα (του Κυριάκου Δοσαρα)



Δεν σου αρκεί
που δολοφόνησα βίαια κάθε θύμηση
που φέρει τη μορφή σου;

Δεν σου αρκεί
που νέκρωσα κάθε μου αίσθηση
τριγυρνώντας απλά ζωντανός
με ημερομηνία λήξης;

Δεν σου αρκεί
που έμπηξα το μαχαίρι
στην ίδια μου τη καρδιά
που ακόμη αιμορραγεί;

Δεν σου αρκεί
που η μοναξιά θα γίνει τώρα
η δεύτερη φύση μου;

Δεν σου αρκούν όλα τούτα;

Σήμερα τ' απόγευμα
ένοιωσα το πρόσωπό σου
ν ' ακουμπά τα χείλη μου
τα μαλλιά σου να σκεπάζουν τα δικά μου
και την ανάσα σου
να κόβει στεγνά σαν καλά ακονισμένη λεπίδα
τη δική μου.

Το ζεστό σου χνώτο
που τόσο πόθησα
ήρθε απελπιστικά αργά να με ζεστάνει
καθώς ο Φλεβάρης δεν έδειξε συμπόνοια.

Ξεκίνησα να σου μιλώ
με λόγια που μόνον οι ερωτευμένοι
μπορούν να καταλάβουν.

Ήσουν τόσο ζωντανή
ήσουν τόσο δίπλα μου
αφόρητα ζωντανή
αφόρητα δίπλα μου.

Δεν σου αρκεί
που ενώ θα παραμείνεις μια χίμαιρα
εσύ εισβάλλεις μέσα απ' τους τοίχους
και με σκοτώνεις μέρα με τη μέρα;

Φτάνει πιά.

Κυριάκος Δοσαρας