Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Παραμύθι (της Μαρίας Μηνά)


Βγήκε ένα βράδυ με ολόγεμο φεγγάρι,
η γοργόνα στα βράχια του μικρού χωριού.Καθόταν ένα παλικάρι λυπημένο που γέρασε.Τον συμπόνεσε  του χάιδεψε το πρόσωπο κι' αυτός ξανάνιωσε, τόσο που η γοργόνα τον ερωτεύτηκε...Μόλις την καλοείδε τρόμαξε ο νιόγερος πισωπάτησε...
Τι είσαι εσύ; που ζεις; τη ρώτησε ξινίζοντας τη μούρη ...Με λεν γοργόνα και ζω σε μια χαραμάδα του βυθού....είμαι καταραμένη....Σκιάζω τους στεριανούς, σκιάζω και τα ψάρια...Οι στεριανοί δεν με θέλουν από τη μέση και κάτω και τα ψάρια τρέμουν την ανθρώπινη μορφή μου....Αυτός όλο πήγαινε πιο πίσω...όλο και πιο πίσω ... Σκιάζονταν τι είν' τούτο; μονολογαγε...Αυτή έβγαινε όλο πιο έξω όλο πιό έξω από τα νερά της νάναι σιμά του...Κάνει μια και το βάζει στα πόδια ....άνεμος έγινε...
Απελπισμένη η γοργόνα....έβγαλε πόδια... βουτάει και ένα δίχτυ να κρύψει όπως όπως τη γύμνια της...Τον φώναζε ...ε εσύ; ε στεριανέ, δεν πρόκανε να τον ρωτήσει πως τον λένε και πρόκανε να τον αγαπήσει η ευλογημένη....
Άρχισε το μοιρολόι...βγήκαν τα ψάρια και θωρούσαν απορημένα...Καποια πιό ευγενικά θέλαν να την οδηγήσουν στη χαραμάδα της στο βυθό...
Γέμισε ο αφρός της θάλασσας μαργαριτάρια από τα δάκρυα της...Το πρωί την βρήκαν πνιγμένη δεν μπορούσε νάναι γοργόνα με πόδια....μα ούτε στεριανή και τη συμπόνεσε ο Ποσειδώνας....Οι στεριανοί την ποδοπατούσαν μαζεύοντας τα μαργαριτάρια που βγήκαν στο γιαλό...
Τα ψάρια κοιτούσαν λυπημένα....εκείνος έτρεχε ακόμη...δεν την είδε ποτέ με πόδια...Τότε ο ήλιος δεν βάσταξε και τον ανάγκασε να θάψει τη νεκρή....
Μόλις είδε τι έκανε....έγινε ξανά όπως πρώτα....και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα...



Μαρία Μηνά