Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Ξύπνησα αργά
τα  βλέφαρα δύσκολα
σφραγίζουν τις νύχτες
είναι σαν να αφαιρώ ώρες
από την ζωή μου
οι άνθρωποι είναι
ένα με τα σπασμένα σπίτια
πως έγιναν όλα τόσο ξαφνικά...
κλειστήκαμε  στα δωμάτια
κοιτάζουμε πίσω στο παρελθόν
ο κόσμος  δεν είχε τόσα κομμάτια
ήταν Άνοιξη...
την χάνουμε τώρα τόσο άδοξα
οι φωνές ένα κουβάρι στιγμών
σπάνια κοιμόμαστε μαζί
οι αγκαλιές ξαπλώνουν
σε φρέσκο πλυμένα σεντόνια
χέρια παραδομένα  στο χρόνο
η  πανδημία
σαρώνει τον πλανήτη
ποτέ δεν πιστέψαμε
στα σημάδια των καιρών
καιροφυλακτούν
στις παλάμες
σε εκκρεμότητα

Γεωργία Δεμπερδεμιδου


         

Τελευταίος καφές (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Τελευταίος καφές
Μείνε για λίγο να σου πω δυο κουβέντες. Δε θα σε κουράσω πολύ. Άσε τις βαλίτσες στην εξώπορτα, το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα σ εμποδίσω να φύγεις. Η γυναίκα σου είμαι. Μπερδεύτηκες με τις αλλαγές μου μάλλον. Έφτιαξα τα μαλλιά μου και άλλαξα την γκαρνταρόμπα μου. Έλα πλησίασε, θα φτιάξω να πιούμε μαζί τον τελευταίο καφέ. Αλήθεια, πως τον πίνεις; Όλα αυτά τα χρόνια πάντα άλλαζες γνώμη. Μια γλυκό, μια σκέτο. Άλλοτε μέτριο και άλλοτε βαρύ. Ποτέ δεν έμαθα. Εδώ θα μου πεις, ούτε εσύ ξέρεις τι θες. Λέω λοιπόν να το πιάσουμε απ την αρχή. Να γνωριστούμε. Να μάθεις κι εσύ τι μέρος του λόγου είμαι. Γιατί είμαι σίγουρη ότι ούτε αυτό το ξέρεις. Δε θέλησες να το ψάξεις. Εντάξει, δε φταις μόνο εσύ. Έτσι τα βρήκες, έτσι έμαθες. Ότι θέλει ο αρχηγός του σπιτιού. Στην αρχή είναι τόσο τρυφερό, τόσο δελεαστικό. Μα είπαμε, όλα έχουν και όρια. Τα ξεπεράσαμε κι οι δύο. Εγώ βυθίστηκα στην υποταγή σου κι εσύ κάθισες στο σβέρκο μου. Μη με κοιτάς έκπληκτος. Δε είσαι εσύ μόνο που βαρέθηκες. Εγώ ακόμα περισσότερο. Γιατί μια ζωή κοιτούσες την πάρτη σου. Τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Γερό πρωινό για να αντέχει τη σκληρή δουλειά ο σύζυγος, ρούχα σα να έχουν φορεθεί πρώτη φορά διότι πρέπει να ξεχωρίζει ο σύζυγος, μεσημεριανό γιατί έρχεται κατάκοπος ο σύζυγος, ησυχία να ξεκουραστεί ο σύζυγος, ξανά ησυχία για να δει ποδόσφαιρο ο σύζυγος, και οπωσδήποτε έτοιμη κάθε στιγμή όταν έχει ορεξούλες ο σύζυγος. Βρε τον σύζυγο!
Ποτέ δεν πήρες είδηση, όταν μούσκευα το μαξιλάρι δάκρια, ενώ εσύ ροχάλιζες του καλού καιρού. Ούτε τα ξενύχτια στην κουζίνα, με κλειστό το φως, να κοκαλώνω το βλέμμα στη φρουτιέρα. Ξέρεις τι κουβέντες έχω κάνει εγώ με τα μήλα, τα πορτοκάλια και τις μπανάνες; ‘Η μήπως να σου πω για την ώρα που μου άφηνες χρήματα στο τραπέζι για τα ψώνια της ημέρας; Διότι εσύ έκανες το κουμάντο, εγώ απλά ήμουν το υπηρετικό προσωπικό. Αναλυτικοί λογαριασμοί, αναφορές, αν και γιατί. Επιχείρηση Σπίτι.
Σε καταλαβαίνω, βαρέθηκες. Γι αυτό και αποφάσισες να φύγεις. Μας έσωσες στ αλήθεια. Πριν γεράσουμε και δεν προλάβουμε να ζήσουμε.
Σε βλέπω έκπληκτο όμως; Γιατί; Σου κάνει εντύπωση που ακούς τη φωνή μου; Πονούσε ο λαιμός μου τόσο καιρό και φοβόμουν να μιλήσω. Ξέρω και να τραγουδάω. Και να χορεύω. Αγόρασα καινούργια ρούχα με τον πρώτο μου μισθό. Μη με κοιτάς, εγώ είμαι, η πρώην, ανανεωμένη σύζυγός σου. Η αληθινή. Μ αυτήν δε μπορείς να τα βγάλεις πέρα.
Και τώρα αγαπημένε μου πρώην σύζυγε, αν τέλειωσες το καφεδάκι σου, μπορείς να φύγεις. Οι βαλίτσες είναι εκεί που τις άφησες, στην πόρτα. Αναποφάσιστο σε βλέπω. Το κατακάθι δεν πίνεται βρε κουτό, θα σου κάτσει στο λαιμό και θα σε πνίξει. Με συγχωρείς τώρα, γιατί έχω πολλά πράγματα να κάνω. Κάπως πρέπει να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο. Ίσως θα έπρεπε να σου πω λυπάμαι. Έτσι για το τυπικό της υπόθεσης. Μα δεν το νιώθω. Γιατί δεν λυπάμαι αγαπημένε μου πρώην σύζυγε!

Ζωή Χαλκιοπούλου