Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Ήρθα (της Σωτηρούλας Τζιαμπουρή)


Ήρθα Βροχή κι απόψε! Δυνατή!
Βρέχει πόνο η ψυχή σου.
Μέσα στην παγωνιά σου η φωνή σου ραγισμένη.
Σε σκοτώνει το κενό.
Ένα κενό που σε κυνηγάει τα βράδια σαν δαίμονες.
Μούσκεψε το σ' αγαπώ και χάθηκε μαζί με τις στάλες.
Γλίστρησε στη δίνη της καταιγίδας και χάθηκε,
μ' ένα βρεγμένο χαμόγελο που έσταζε λύπη.
Τα μάτια σου έτρεχαν τόσα γιατί,
που έγιναν χείμαρρος.....και πάλι ερημιά....
Κάτω από ένα ουρανό που έκλεγε ασταμάτητα.
Μην κλαις!
Μην πονάς ψυχή μου !
Ήρθα!
Ήρθα να πάρω τον πόνο σου.
Ήρθα να γεμίσω το κενό σου .
Πάρε την ανάσα μου!
Ζήσε!
Πάντα ήμουν εδώ!
Το ήξερες .
Δεν το βλεπες; .





Μέχρι πόσο να αντέξει η ψυχή μία τόση ομορφιά (της Ζωής Χαλκιοπούλου)


Μέχρι πόσο να αντέξει η ψυχή την τόση ομορφιά!
Τυφλώνομαι απ΄ την λάμψη
όταν με κοιτάζουν δύο μάτια
που καθρεφτίζουν τα καλοκαίρια της ζωής μου.
Ο ουρανός σκύβει ν αφουγκραστεί την ανάσα σου
κι η θάλασσα ανταριάζει στην αντρική φιγούρα.
Σμίγουν μαζί κι αναθαρρεύει η καρδιά μου.
Μη κλείνεις τα μάτια όταν θέλεις να ονειρευτείς.
Είσαι το ίδιο το όνειρο της μοναξιάς μου.
Το φως που κυλάει στις φλέβες μου.
Τα βλέφαρά σου δίνουν πνοή,
ένα απαλό αεράκι, θρόισμα των φύλλων.
Σαν τις ρίζες που βρίσκουν δρόμο στην ψυχή μου
για να  υμνήσουν τον έρωτα..
Δεν έχει λόγια το τραγούδι
παρά μόνο τους χτύπους της καρδιάς.
Κι όταν χαθούν οι νότες
θα σταματήσει να χτυπάει.
Την Αγάπη όμως αιώνια προσκυνάει,
εκεί που συνάντησε η θάλασσα τον ουρανό.





Το ζεϊμπέκικο του αδερφού (της Ελένης Ταϊφυριανού)


Η ορχήστρα παίζει το τραγούδι σου, και συ κλείνεις τα μάτια και στενάζεις... Σηκώνεις το ποτήρι, άσπρο πάτο και σηκώνεσαι στητός στην πίστα με τα χέρια απλωμένα... Η μουσική φέρνει στροφές στα βήματα, και μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια δείχνει τον καημό σου... Άγγελος με τις φτερούγες σου ανοιχτές, δεν βρίσκεις ουρανό για να πετάξεις... Πατάς δεξιά...πατάς ζερβά τινάζεσαι, λες σφαίρα να σε βρήκε κατάστηθά σου... Κι ύστερα σκύβεις και λυγάς, σαν να προσεύχεσαι σ' ένα θεό, που έχεις μέσα στο μυαλό σου... Και' γώ, στην άκρη σε κοιτώ, κι έχω ένα κόμπο στο λαιμό μου... Θεέ μου! Τι ομορφιά! τα χέρια μου χτυπάω στο ρυθμό σου... Και ξέρω πως εκεί που ξημερώνει, η Μάνα στέκει και σε καμαρώνει...


Ελένη Ταϊφυριανού



Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Εν αποδημία (της Δώρας Μεταλληνού)

Μικροί γυμνοί ερωτιδείς περπατούσαν στα μονοπάτια του κήπου. Στάθηκαν να παρηγορήσουν ένα βουρκωμένο ηλιοτρόπιο που είχε γύρει επικίνδυνα το κεφάλι. Ο Σεπτέμβρης τα είχε στείλει! Γεμάτη η φαρέτρα φαρμακερά βέλη! Να σκοτώσουν όλα τα ίχνη του Καλοκαιριού! Βουκέντρα να γίνουν να ξυπνήσουν τα άγουρα να σκοτώσουν τα σάπια.... Ήταν και τα ρόδια που ασφυκτιούσαν μέσα στο σφικτό περιτύλιγμά τους... Ήρθε η ώρα! ,τους ψιθύρισαν στο αυτί! Ώρα την ώρα θα σκάσετε! Οι ιβίσκοι μόνο δε σκιάχτηκαν! Εκ φύσεως υψιτενείς.... Πυρπολημένες ,λάγνες φωνές στη μετεώριση της εποχής... με μια βεβαιότητα που δεν τη διέθετε το νυχτολούλουδο..... Είχε ζαρώσει να κρύψει κάτω από την ομπρέλα του ένα ξεχασμένο τζίτζικα που ξέμεινε από φωνή.... Όλα εν αποδημία....


Δώρα Μεταλληνού



Ελενιώ (του Θάνου Καριά)


Ήταν ένα όμορφο μωρό,
μόλις είχε κλείσει τους οχτώ.
Μέσα σε καλάθι από λυγαριά,
το πήραν σαν πουλί απ’ τη φωλιά.
Φαίνεται ήτανε γραφτό
να γευτεί πίκρες ένα σωρό.
Δεν το υιοθέτησαν για παιδί δικό τους,
μα για να το ’χουν μπιστικό τους.
Στα εφτά της φύλαγε τα γαλιά τους.
Στα δώδεκα τα κατσίκια και τ’ αρνιά τους.
Της κουρεύαν τα μαλλιά με την ψιλή
και της φορούσαν μια στρατιωτική στολή.
Κοιμόταν πάνω στ’ άχυρα στο στάβλο,
παρέα με τον σκύλο τους τον Άργο.
Όλοι τη φωνάζανε τρελή,
μέσ’ το χωριό, το Τιμελί
Χρόνια έψαχνε να τη βρει
μια αδερφή της καρδιακή.
Σαν ανταμώσαν μιαν αυγή,
αποφασίσανε να φύγουν από κει.
Η αθώα όμως Ελενιώ
μαρτύρησε το μυστικό.
Διώξαν μακριά την αδερφή
και την φοβέρισαν πολύ.
Για να μην αναθαρρέψει πια,
την τιμωρήσανε βαριά.
Πότε την αφήναν νηστικιά,
πότε χωρίς ξύλα και φωτιά.
Πόσα ν’ αντέξει ακόμα η φτωχή;
Νύχτα φεύγει απ’ το σπίτι μοναχή.
Φτάνει σ’ ένα ποτάμι βαθύ
και στέκει λίγο να σκεφτεί.

Το μoναδικό καλό στη ζωή της
ήταν η αντάμωση με την αδερφή της.
Σπρώχνει το κουρασμένο το κορμί της
και βάζει τέλος στην άθλια ζωή της.
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή,
γιατί η μάνα μου ήταν της Ελενιώς η αδερφή.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσε να σώσει
τη θεία που ποτέ δεν είχα ανταμώσει.


Στο παρακάτω της ζωής μου (της Ελένης Ταϊφυριανού)

.
Εδώ στο παρακάτω της ζωής μου
Που βαδίζω...
Και κοντοστέκομαι για λίγο
Στα σκαλιά της...
Για μια στιγμή μονάχα αναγνωρίζω,
Πως δεν με κράτησε ποτέ στην αγκαλιά της...
Εδώ στο παρακάτω της ζωής μου,
Ποτέ δεν μ' άφησε
Για τίποτα να ελπίζω....
- Τη δυναμή σου μου 'πε δοκιμάζω
Να δω στον πόνο πόσο αντέχεις...
Και 'γω της είπα...δεν τρομάζω,
Πως βράχος γίνομαι να πέφτεις
Επάνω μου, σαν κύμα να ξεσπάς,
Να έρχεσαι, να φεύγεις, και να σπάς
Σε χίλιες δυο σταγόνες να σκορπάς...
Κι όταν στον ήλιο θα λικνίζεσαι,
Στητή κι αγέρωχη, βράχος εγώ...
Θα σε προσμένω, και θα μετρώ,
Τα κύματα, το χρόνο, τον καιρό,
Να 'ρθούν επάνω μου να πέσουν,
Τη δύναμη μου να ξαναμετρήσεις,
Και λίγο πριν το τέλος να μ' αφήσεις,
Ορθια στητή να αναστενάζω
Ολόισια στα μάτια σου,
Μοίρα...να σε κοιτάζω...


Ελένη Ταϊφυριανού.



Η χαμένη Κυριακή (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Μ έμαθαν ότι μεταξύ Σαββάτου και Δευτέρας
Είναι η Κυριακή
Από τότε ψάχνω να την βρω
Μετράω τις μέρες με τα δάχτυλα, πάντα έξι μου βγαίνουν
συν ένα κενό
Κι έτσι γέμισα θυμό
Γιατί ήθελα κάτι παραπάνω
Γιατί δεν αντέχω το κλάμα του μόνου
Για τα θλιμμένα μάτια που χάνονται
Για την Άνοιξη που μας ξέχασε
Για το γκρίζο που τύλιξε το ερειπωμένο σπίτι
Για την μοναξιά που ρημάζει
Για το δέντρο που σφαγιάστηκε
Γιατί έπαψαν να με αναγνωρίζουν
Γιατί εγώ αρνούμαι να με γνωρίσουν
Για ένα γιατί που απελπισμένα ψάχνουμε.
Η ξέχασα να μετράω
Ή δεν υπάρχει Κυριακή.






Ο δικός μου μικρός πρίγκιπας (της Κωνσταντίνας Κρατημένου)



Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Πίνακας ζωγραφικής διαστ. 60Χ60 με  χρώματα λαδιού 

Καταρράκτες (της Κωνσταντίνας Κρατημένου)



ΚΑΤΑΡΑΚΤΕΣ
Πίνακας ζωγραφικής διαστ. 60Χ70 με χρώματα λαδιού 

Απώλεια (της Εύας Γεωργίου)

Τρικλίζουν πάλι οι λέξεις, από το πάτωμα μιας αμήχανης πασαρέλας Χορεύουν ασθενικά σε κατευθυνόμενα πια βήματα… Ευλαβικά το ένα χέρι σκύβει στο άλλο Τόσα χρόνια μαζί μετράνε… Μόχθος άπλετος στου Τρύγου τη γιορτή Ίδια η μέρα, ίδια η νύχτα! Και σε προσευχές μαζί να υψώνονται Πώς τώρα, ένα χέρι μονάχο να γράψει, κει που από ταίρι έσβησε; Πώς να κρύψει τη γύμνια του μέσα από ένα αμάνικο παλτό; Κι απόψε η νύχτα δεν χαρίζεται… Είπε από νωρίς καληνύχτα, προτού θλιμμένο σούρουπο ανταμώσει…


Εύα Γεωργίου



Μνημείο ιστορίας (του Χριστόφορου Τριάντη)


Πρόδωσαν το χώμα και τις λέξεις,
(από ευκολία περισσότερο)
κι έτρεξαν
στις επαύλεις και τα γυμναστήρια
των Ρωμαίων.
Σιγοψιθύρισαν αναμεταξύ τους
« Ευτυχώς, εξασφαλίσαμε προνόμια
και προσοχή απ’ τους αφέντες μας.
Είμαστε ένα με τους νικητές, τους κοσμοκράτορες.
Λίγο είναι ;
Πιο καλλιεργημένοι και δυνατοί θα γίνουμε
τώρα που έχουμε προστάτες : λόρδους και συγκλητικούς».
Και όταν έφτασαν τα νέα απ’ τον Πόντο
πως συντρίφτηκαν οι Πόντιοι (απ' τις λεγεώνες),
μαθημένοι στις κολακείες,
πρώτοι βγήκανε στις αγορές,
φωνάζοντας
« Ναι , ναι , νικήσαμε τους βαρβάρους,
τους μισητούς ανατολίτες.
Άφοβα –τώρα-
θα απολαμβάνουμε γεύματα
και συζητήσεις ».
Κι όταν γέροντες έγιναν
( κατά τη φύση ),  
μοχθούσανε –νυχθημερόν- να λένε
χωρία του Ομήρου,
για να δείχνουν την ελληνική καταγωγή τους.
Μα από τούτη τη συμπεριφορά τους
( τη λογοτεχνική )
γεννηθήκανε απορίες σε πολλούς.
Και τα ίδια τους, τα τέκνα
( κατά τη συνήθεια),
με ενδιαφέρον τους ρωτούσαν,
« Πώς σας προσφωνούσαν οι Ρωμαίοι
αγαπημένοι μας γονείς ;»
Κι αυτοί ,δίχως αισχύνη, απαντούσαν, 
« Μας λέγανε οι αφέντες μας,
γραικύλους τιμητικά.    
Αλλά και σήμερα ακόμα,
τούτη την ονομασία
περήφανα την κουβαλάμε,
μνημείο
για την ιστορία».





Οι λύκοι στην Πόλη (της Βάγιας Μπαλή)



Οι λύκοι στην πόλη θηρία είναι όλοι
κοιμούνται με μάτια ανοιχτά.

Δεν κλαιν’, δεν γελάνε, μονάχα κοιτάνε,
το λάθος για να ‘ρθουν κοντά.

Οι λύκοι στην πόλη χιλιάδες ή μόνοι
τρομάζουν τη μέρα και φέρνουνε νύχτα,
βαθιά στην ψυχή, στην καρδιά.

 Δεν θέλουν να ξέρουν, αν άλλοι υποφέρουν,
μα θέλουν να έχουν τη δύναμη
να καταστρέφουν ανθρώπους και όνειρα,
των ζωών τα προνόμια,
δεν θέλουν να ακούν για χαρά.

Οι λύκοι στην πόλη ανελέητοι είναι όλοι,
 σου τρώνε τις σάρκες και συ απλά τους κοιτάς.

Μην ψάχνεις για ελπίδα, για κάποια βοήθεια,
ποτέ δεν θα μάθεις μονάχος να τους πολεμάς.
Οι άνθρωποι όλοι, ζευγάρια ή μόνοι
δεν έχουνε μάθει να ζουν σαν γροθιά.
Ν΄ αγαπούν και να νιώθουν, σαν ένα να ενώνουν
δυνάμεις, να διώχνουν τα ζόρια μακριά...



Βάγια Μπαλή
Από την ποιητική συλλογή


Ο χρόνος βέλος



Φιλί μου αγριοπερίστερο (της Φιλαρέτης Βυζαντίου)


Σου ζήτησα ένα φιλί
Έψαξες στις τσέπες σου
Είχες πολλά...λογιώ...λογιώ
Έβγαλες διπλωμένο προσεκτικά
ένα αχνό και απονήρευτο

Το απίθωσες στο λαιμό μου
Χλώμιασα
Δεν ήτανε το ίδιο
Εκείνο το αδυσώπητο
το άγριο τη νύχτας
Εκείνο το ανελέητο
που μύριζε καταιγίδα
Σε κοίταξα 
με ένα πικρό παράπονο
Αμάλιαγος νεοσσός 
στη χούφτα σου
να προσδοκώ μια φωταψία
Γιατί δε μιλάς;
Φοβάσαι 
μη με πληγώσεις;
Συνηθισμένη πια
διάτρητη 
από παντού αιμορραγώ
Ακόμη μια πληγή 
τίποτε δε μου λέει 
Έλα ...μη με φοβάσαι
Ο ποταμός της Δίψας 
από πολλά ρυάκια γίνεται
Έλα 
μαζί να ξεδιψάσουμε 
Φιλί μου εσύ 
αγριοπερίστερο
Φιλί μου εσύ 
μαχαίρι προδομένο...




Μην...φεύγεις! (της Χρύσας Νικολάκη)


Μη με κοιτάς με τα δυο σου μάτια βουρκωμένα.
Μη με γεύεσαι.
Μη μ' ακουμπάς...
Μην φωνάξεις τ' όνομα μου.
Μην.....χαθείς!!!!!

Αν όμως μείνεις μην διστάσεις σε τίποτα.
Ακούς;

Θέλει θάρρος ο έρωτας.
Θέλει καρδιά.
Το σώμα το βρίσκεις...
Την ψυχή όμως αν την βρεις...την κρατάς
και με τα δυο
χαλινάρια..όσο αδάμαστη κι αν είναι
με την αγάπη την λυγίζεις.
Δυο κορμιά λυγίζουν τον θάνατο...
μόνο αν υπάρχει αγάπη.

...Μονάχα αυτοκτονεί ο έρωτας στην αποβάθρα της αδιαφορίας.
Και το τρένο ξεκινάει μόνο...
ένα τρένο φάντασμα χωρίς οδηγό, χωρίς προορισμό.
Και πάντα σιχαινόμουν τους αποχωρισμούς.
Έχει κρύο απόψε.
Μην φεύγεις.
Πώς θα συνεχίσω το ταξίδι;