Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Το κουδούνι (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)

Κάποιος στον πάνω όροφο σέρνει έπιπλα. Η γειτόνισσα με την βροντερή φωνή από την απέναντι πολυκατοικία, μαλώνει τον μικρό της γιο που ούτε δυόμιση δεν είναι ακόμα, γιατί όπως ωρύεται, αντί να παίζει φρόνιμα όπως όλα τα παιδάκια, κάνει την πρώτη ηλιθιότητα που θα του κατέβει στο νου..  Κάποια τηλεόραση ενημερώνει ακατάπαυστα πως κάθε κακό προέρχεται από μας, ενώ κάθε τι καλό, από τις ευγενείς προθέσεις και τους καλούς σχεδιασμούς των αρμοδίων. Υπάρχει κάποιο συνεργείο, η βοή από τα εργαλεία τους, που τρυπάνε, κόβουν, βιδώνουν, ακούγεται συχνά πυκνά. 

  Ο χρόνος, λένε οι νεώτερες θεωρίες, είναι επίπεδος, ένα διάνυσμα με αρχή μέση τέλος, όλα εκεί… ακίνητα, καθώς όλα έχουνε ήδη συμβεί. Και είναι η νόηση, η συνείδηση, που μας επιτρέπει να κόβουμε βόλτες πάνω στο ακίνητο σώμα του χρόνου, ζώντας κάθε στιγμή, το σημείο δηλαδή όπου η συνείδηση  κάθε φορά επικεντρώνεται, σαν νιογέννητη, μοναδική, και πέρασμα από μια νοητή κατάσταση που ονομάζουμε “πριν”, σε μια κατάσταση που αποκαλούμε “μετά”. Μπορούμε να βιώσουμε την ίδια στιγμή άπειρες φορές, να την αντιληφθούμε σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της    χρησιμοποιώντας την φαντασία… 

  Επικεντρωμένος σε αυτή την θεώρηση ο Γιώργος, επιλέγει να αγνοήσει όλο τον θόρυβο γύρω του, απολαμβάνοντας την μουσική από το youtube, σαν να ήταν μόνο αυτός εκεί, κι η μελωδία. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, στριμώχνει συναισθήματα και σκέψεις, τόσο ασφυκτικά που στο τέλος το σχίζει, το πετάει, και αρχίζοντας πάλι από την αρχή, χάνεται σαν να βυθίζεται σε ένα απέραντο ωκεανό, αναμεταξύ μουσικής και των εικόνων που προσπαθεί με τις λέξεις να φτιάξει.

Το κουδούνι χτυπά… Βυθισμένος στον κόσμο του, ο Γιώργος το αγνοεί θέλοντας να συνεχίσει το το εσωτερικό του αυτό ταξίδι. Όμως, όποιος κι αν βρίσκεται πίσω από την πόρτα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση πόσο ταράζει τον Γιώργο, πατά επίμονα το κουδούνι ξανά. Τα μάτια του μικραίνουν, αναλογίζεται αν έχει νόημα να αγνοήσει κι άλλο τον απρόσκλητο επισκέπτη, ή μήπως είναι πιο φρόνιμο να τελειώνει με αυτόν μια και καλή, ανοίγοντας την πόρτα. Απρόθυμα σηκώνεται από την καρέκλα κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, την ξανακλείνει.. “Πάει”, σκέφτεται, “όποιος κι αν ήταν δεν είναι, έφυγε ευτυχώς!” Μα το κουδούνι ξαναχτυπά, τώρα βροντούν και την πόρτα… Κοιτά από το ματάκι, κανείς! Ανοίγει την πόρτα διάπλατα, σίγουρος πως κάποιος του κάνει πλάκα, και φωνάζει αν είναι κάποιος εκεί. .. Καμιά απάντηση. Αφουγκράζεται.. κανείς δεν ακούγεται στην σκάλα… Θυμωμένος, τρέχει καθώς μένει στον πρώτο όροφο στο ισόγειο να ανακαλύψει τον φταίχτη… Κανείς! Ανεβαίνει τρέχοντας, προς τα πάνω.. Σκέφτεται πως όποιος είναι , έχει κρυφτεί στην πάνω σκάλα… ο νους του πάει πλέον, από την απλή φάρσα σε κλέφτες… Πάλι κανείς. Τώρα φοβάται, τρέμει πως, καθώς βιαστικά κατεβαίνοντας την σκάλα είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, πως, όποιος ή όποιοι κι αν είναι, μπορεί πλέον να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του…  Ανοίγει την πόρτα ορθάνοιχτη. Κοιτά, ακούει, σκέφτεται… Παίρνει τάχα τηλέφωνο… “Έλα Κώστα, μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι , κάτι παράξενο συμβαίνει.. ναι, ελάτε μαζί…!” Κλείνει τάχα το τηλέφωνο.. Προχωρά μέσα με προσοχή… Ψάχνει σαν κομάντο σε αποστολή ένα ένα τα δωμάτια με όλες τις προφυλάξεις… κανείς…. Ξαναψάχνει, βεβαιώνεται, κλειδώνει την πόρτα. Μα η πόρτα ξαναχτυπά. Στέκεται πίσω της, παραμονεύει από το ματάκι την επόμενη φορά… Περιμένει  ώρα χωρίς τίποτα να συμβαίνει, κάνει να φύγει, κι η πόρτα πάλι χτυπά. Σχεδόν κλαίει από τα νεύρα του, μα δεν ανοίγει… Το έχει πάρει απόφαση, πως, δεν θα δώσει καμιά σημασία -  κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό όπως όλα… Κάθεται στον καναπέ, με κεφάλι σκυμμένο και περιμένει την ανακουφιστική τούτη στιγμή. Να ακούσει πάλι μουσική, ούτε λόγος… Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό: Να περιμένει. 

  Καθώς περίμενε, και περίμενε, και περίμενε, κάποια στιγμή οι περίοικοι ανήσυχοι αποφασίσανε να βρούνε τον Γιώργο, να δουν αν είναι καλά, αν πέθανε ή ζει… Καθώς όποτε κι αν χτυπήσανε δεν πήραν απάντηση ζητήσανε την βοήθεια της αστυνομίας. Το σπίτι άδειο, φώτα σβηστά, μια μυρωδιά από σέπια νεκρών ρόδων… Ένας παλιός υπολογιστής σ’ ένα γραφείο, μια λιτή κρεβατοκάμαρα και μια καρέκλα, λίγα σκονισμένα βιβλία στο ράφι. Κανείς δεν ήξερε να πει κάτι, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Αν μπορούσανε ωστόσο να δουν μέσα στα σωθικά του υπολογιστή, θα βλέπανε πως ο Γιώργος ήταν ακόμα εκεί, χωρίς ν' ακούει από καιρό μουσική, περιμένοντας...

   Αυτό που δεν γνώριζε ο Γιώργος, είναι πως την πόρτα του χτύπαγε η ίδια η ζωή… Που όπως όλα, έτσι κι αυτή, στο τέλος πέρασε.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

για όσους δεν μπορούν (του Χρήστου Φλουρη)

 



ο κόσμος όλος άφταιγος κι εγώ μονάχα φταίω 

αυτή είναι η μεγάλη μου πληγή 

δεν έμαθα να κλαίγομαι γι’ αυτό συνέχεια κλαίω

για όλους τους απόκληρους στη γη 


για τα εν γνώσει μου πενθώ και για τα εν αγνοία 

 για τα εν συνειδήσει μου θρηνώ

που ήξερα τι χαλκεύεται στου κόσμου τα χαλκεία

μα είχα επιλέξει να σιωπώ


κι έλεγα «εγώ δεν έφταιξα δεν πείραξα κανένα 

δεν θέλησα ποτέ μου το κακό» 

πιστεύοντας πως κρίνομαι μόνο απ’ τα πεπραγμένα 

κι όχι για όσα ανέχομαι να ζω 


μα ξάφνου ακούστηκε ηχώ απ’ τα τρίσβαθα του εντός μου

σαν από μια βαθιά δεξαμενή

να ρίξω –λέει -  στα Τάρταρα το χαϊδεμένο «εγώ» μου

να βγάλω για όσους δεν μπορούν, φωνή



Χρήστος Φλουρης