Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Νύχτα χωρίς μέρα (της Πόλυ Μίλτου)


Πόνεσα.
Με βρήκε η μαχαιριά στην καρδιά.
Η νύχτα της νύχτας κάλυψε το χάος μου.
Η μέρα δεν ξημέρωνε. Αργούσε.
Ήθελα να φωνάξω.
Ήταν που όλα πνίγηκαν μέσα μου.
Και σώπασα.
Συντρίμμια οι ελπίδες της χαράς μου.
Ήσουν εσύ, άνθρωπε, φίλε.
Ήσουν εσύ, ο αγαπών.
Ήσουν εσύ, ο αγαπημένος.
Ήσουν εσύ, που ξεχνάς.
Άβυσσος η απόγνωση.
Συμφορά.
Η αγάπη άργησε να φιλήσει τον κόσμο.
Στην πόρτα μας κενό.
Στο σπίτι της οχλαγωγίας, μίσος.
Κυβερνήτης ο άνους και φαύλος.
Άγριες διαθέσεις απάρνησης λογικής.
Όλα λεκιάσαν από αίμα αθώων.
Ως πότε;
Ήταν τόσο όμορφα όλα.
Ήταν όλα φως.
Τώρα, ένα κερί αχνοσβήνει.
Χάνεται σε κάθε ριπή σύγχυσης.
Στο κονάκι μας φωλιάζει εγωισμός.
Αχ, ψυχή μου απελπισμένη.
Ερημιά.
Πεθαίνουμε από μόνοι μας.
Αιτία η απονιά. Και ο φθόνος.
Ψάχνω να καταλάβω...
Γιατί;
Η καρδιά μου έσπασε.
Κλαίω.
Ο Ήλιος αρνείται να βγει.

Πόλυ Μίλτου


Άτιτλο (του Αντρος Νικολάου)

Νά  'ξερες πόσο μου λείπεις
κάθε φορά που ο αποσπερίτης
απλώνει το σεντόνι της νύκτας.
Κάθε φορά που ο ήλιος εξ ανατολών γλυκοχαράζει.
Κάθε φορά που ένα πουλί
κελαηδά.
Κάθε φορά που αγναντεύω
το ατέλειωτο μπλέ της
θάλασσας, που εκστατικός
τό βλέμμα ρίχνω στό
γαλάζιο του 'ρανού.
Κάθε φορά που τα βήματα
με φέρνουν σ' ένα στενό δρομάκι.
Νά 'ξερες πόσο μου λείπεις
κάθε φορά που κόβω το
ψωμί, κάθε φορά που τα
χείλη σιγομουρμουρίζουν
ένα τραγούδι.
Κάθε φορά που το χέρι
χαϊδεύει ένα σκυλί, μιά γάτα.
Κάθε φορά που αναπνέω στον
ύπνο, στον ξύπνιο μου.
Κάθε φορά που μου λες καληνύκτα.
Νά  'ξερες ...
Μόνο νά 'ξερες ...

Άντρος Νικολάου


Άτιτλο (της Βίκης Δρακουλαρακου)

Ένα φεγγάρι  τοσοδούλικο στο στέρνο μου κοιμάται
οι μαργαρίτες του γιαλού δίπλα μου πλαγιάσαν
ένα κομμάτι ουρανί τα χείλη μου θωπεύει.

Χαρίσματα απλώνει η βραδιά στο κορμί σου επάνω
το αηδόνι παίζει τον αυλό στον πόθο κρεμασμένο
σκιρτούν οι καλαμιές όταν ο έρωτας σε γδύνει.

Βίκυ Δρακουλαρακου