Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Άσε κάτω τον μουσακα! (της Βηθλεέμ Νασλα)

 



Είχα καρδιά γαρούφαλλο 

έσταζε μόνο μέλι,

για 'σένα μόνο χτύπαγε

και φώναζε σε θέλει.


Τα μάτια μου τα άνοιγα

μόνο να σε κοιτάζω,

στον ύπνο μου τον βραδινό

εγώ να σε φωνάζω.


Σ' είχα εγώ κορώνα μου

αφέντη στη ζωή μου,

χατίρι δε σου χάλαγα

ήσουνα η ψυχή μου.


Μα φάνηκες αχάριστος

δε με γλυκοφιλούσες,

έσταζες δηλητήριο

και με ποδοπατούσες.


Με παρελθόν ασήκωτο

γυναίκες μύριες είχες,

πρόσθεσες κι εμένανε

στη συλλογή που είχες.


Σαν μέλισσες τις μάζευες

και περηφανευόσουν,

καρδούλες σε γεμίζανε

κι εσύ κοκκορευόσουν.


Χαράμι παν οι κόποι μου

κλεισμένη στη κουζίνα,

να μαγειρεύω φαγητα

ίσα με μια ντουζίνα.


Στην αγορά βγήκα λοιπόν

τα υλικά να φέρω, 

για να μπορώ το μουσακά 

καπέλο να σου φέρω. 


Βηθλεέμ Νασλα

Κάποτε ένας «δράκος» (της Βίβιαν Ασπροπουλου)

 



Κυλάει το ποτάμι της ζωής

και εσύ θαρρείς πως παρασύρει και τις σάπιες ρίζες

κι είναι της ψυχής σου το νερό καθάριο

 από μνήμες που χωλαίνουν τη χαρά σου... 

Στην κοίτη του αναμοχλεύονται 

και εσύ σαδιστικά κάποιες φορές θες να τις σκαλίσεις

όπως απόψε με τα νέα στις ειδήσεις...

Άγουρο παιδί που ήσουν ακόμη,

ζωντάνεψε από τα παραμύθια σου ένας δράκος με μορφή αγίου, που ήθελε την αθωότητα σου να λεηλατήσει... 

αμύνθηκες, το κακό αφουγκράστηκες, 

σύγχυση κυρίευσε την παιδική ψυχή σου, 

ο κόσμος σου άσχημος ξάφνου έγινε, 

έτρεξες, φοβήθηκες πολύ,

την στιγμή μυστικό την έκανες, την καταχώνιασες, 

θαρρούσες πως θα την ξορκίσεις

και του σπιτιού σου την γαλήνη, 

σου είπε ο δράκος πως αν μιλήσεις, 

με μιας θα την γκρεμίσεις...σιώπησες!

Φοβήθηκε κι ο δράκος τα τρομαγμένα σου ματάκια, 

δώρα σε γέμισε να εξαγοράσει τη σιωπή σου κι αποκοιμήθηκε...

ξύπνησε πιο επιθετικός, τότε που η νιότη άνθιζε στο εφηβικό κορμί σου...

Θυμήσου! 

Ύπουλα σου αφηγούταν ιστορίες ερωτικές,

να ξυπνήσουν τα κύτταρα της ηδονής, 

να αφεθείς στην βρώμικη την αγκαλιά του, 

να κάνει λάφυρο την αθωότητα σου... 

Εκείνο το μαρτύριο σε ποιον να το εξομολογηθεί το άγουρο παιδί, 

η έφηβη που καρτερούσε τον πρίγκιπα της να φανεί, 

να ζήσει τον έρωτα, το πάθος, την θεμιτή αγάπη;  

   Φραγμούς έβαζε η συνείδηση, σιγή-σιωπή,

οργίασε η φαντασία και έπλασε τρομακτικές εικόνες, 

λες συντέλειας του κόσμου θα ερχόταν αν μιλούσε...

δυνάμωσε το αίσθημα της φυγής από το πατρικό

κι όταν ήρθε ο πρίγκιπας που έπλασε στα όνειρα της, 

νόμισε πως τις σάπιες ρίζες 

το ποτάμι της ζωής θα αφάνιζε για πάντα...

Απόψε με τα νέα στις ειδήσεις,

σαδιστικά τις ξέβρασε του ποταμού η κοίτη,

και ξέρει πως η μόνη λύτρωση

είναι το μυστικό να ξεσφραγίσει,

κάποιο άγουρο παιδί να σώσει...

κάποιας έφηβης ευάλωτης τον φόβο να νικήσει, αν της τύχει, 

να βγει και να το διαλαλήσει, 

 οι δράκοι να κρυφτούν στα παραμύθια ! 


Βίβιαν Ασπροπουλου