Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ (της Βάγιας Μπαλή)


Καθόταν στο παγκάκι του πάρκου, όπως έκανε κάθε πρωί πριν ξεκινήσει την δουλειά του διαβάζοντας την εφημερίδα, πίνοντας τον καφέ του, τον οποίο είχε πάρει από το απέναντι ακριβώς καφενεδάκι μαζί με ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης που βρισκόταν ακόμα μέσα στη μικρή διαφανή σακούλα. Στα εικοσιεπτά του χρόνια ο Πλάτωνας, καθηγητής φιλόλογος στο δημόσιο λύκειο όπου βρισκόταν ένα τετράγωνο παρακάτω από το μικρό αυτό παρκάκι που συνήθιζε να περνάει τις πρώτες ήσυχες στιγμές της μέρας του πριν από το σχολείο. Αυτή η φορά δεν ήταν ίδια με τις άλλες και το πρόσεξε σχεδόν αμέσως μόλις άφησε την εφημερίδα από τα χέρια του και έκανε να πιάσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ. Αμέσως το βλέμμα του πήγε ελάχιστα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη σχεδόν του πάρκου που διακρίνονταν σαν μικρός σωρός από κουβέρτες και μέσα τους κάτι  σαν να σαλεύει. Αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος εκείνο να δει τι συνέβαινε. Στάθηκε πάνω από τις κουβέρτες και δύο κουρασμένα μάτια ξεπρόβαλαν μέσα από αυτές διστακτικά και τον κοίταζαν. Εκείνος τα έχασε και πισωπάτησε. Τότε ένας γεράκος με μία πλούσια γενειάδα πέταξε τις κουβέρτες και σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας τον νεαρό καθηγητή διερευνητικά. Ο καθηγητής κατάφερε να βρει την ψυχραιμία του και έπειτα του ζήτησε συγγνώμη για την αδιακρισία του καθώς επίσης και για το ότι πιθανότατα τον είχε ξυπνήσει. Δεν περίμενε να πάρει κάποια απάντηση, αφού θεώρησε πως ο γεράκος εκείνος θα ήταν κάποιος αλλοδαπός, ο οποίος δεν θα είχε καταλάβει τίποτα από αυτά που μόλις είχε πει εκείνος, εξάλου ήταν πια σχεδόν συχνό φαινόμενο στην πρωτεύουσα οι αλλοδαποί άστεγοι στις γωνιές των δρόμων.  Αντί όμως για την σιωπή άκουσε καθαρά μια φωνή να του απαντά: “ Δεν πειράζει παλικάρι μου, εσύ να είσαι καλά”.
Τα είχε χάσει εντελώς και ξαναπήγε πολύ κοντά στον παππού, παρατηρώντας τον σχολαστικά, εκείνος αυτή την φορά: “ Τι έπαθες παλικάρι μου και με θωρείς; Δεν βλέπεις δα και κάτι το αξιοπερίεργο. Ένα παλιόγερο μονάχα που κοιμάται στον δρόμο. Συχνό φαινόμενο στις μέρες μας, δε νομίζεις;” του είπε και έχασε προς στιγμή την ισορροπία του και ο νεαρός έσπευσε να τον κρατήσει πιάνοντας τον με τα δύο του χέρια. Ο γεράκος τον απώθησε αμέσως μόλις ξαναβρήκε την ισορροπία του.
“Συγγνώμη γιέ μου αν σε έσπρωξα, μα δεν θέλω να σου λερώσω το όμορφο κοστούμι σου. Κοίτα με, εγώ είμαι βρώμικος, δεν είμαι για να με ακουμπάει άνθρωπος. Αυτές οι ζαλάδες είναι φίλες μου καλές, με συντροφεύουν από τα νιάτα μου όταν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι...Απ’ το κρεβάτι...Βλέπεις, η δύναμη της συνήθειας...Νομίζω πως ακόμα κοιμάμαι στο κρεβάτι μου αντί στο πεζοδρόμιο.” Είπε αυτοσαρκαζόμενος κι ένα παράπονο ζωγραφιζόταν στο τελείωμα των λέξεων, ίσως και μία αμυδρή νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια.
“Το έχετε κοιτάξει αυτό το θέμα με τις ζαλάδες; Ίσως να είναι κάτι σοβαρό” και ο γεράκος ξέπασε σε δυνατά γέλια
“ Να με συγχωρείς παλικάρι μου που γελάω, μα οι ζαλάδες δεν είναι το σοβαρό στη δική μου ζωη. Μια απλή ορθοστατική υπόταση έχω από νέος”
Ο Πλάτωνας χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά πήγε ως το παγκάκι που καθόταν ελάχιστα μόλις μέτρα και έπιασε την διαφανή σακουλίτσα και την έτεινε προς τον φανερά καταβεβλημένο ηλικιωμένο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα άρπαξε την σακούλα, έβγαλε το κουλούρι και άρχισε να το γεύεται αργά αργά, σχεδόν απολαυστικά κάθε του μικρή μπουκιά. Ο νεαρός καθηγητής κρατώντας τον καφέ στο χέρι, το έτεινε και αυτό προς εκείνον. Τότε ο παππούς τον αντίκρισε και ήταν σαν να τον ευγνωμονούσε με το βλέμμα του. Ήπιε αμέσως μια μεγάλη γουλιά καφέ και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε εικόνα απόλυτης ικανοποίησης. Θαρρείς πως και μόνο με αυτή την γουλιά να άλλαξε πρόσωπο και ξαφνικά θύμιζε νεώτερος. Είχαν καθίσει και οι δύο στο παγκάκι και ο γεράκος συνέχιζε να τρώει το κουλούρι και να πίνει μικρές πια γουλιές καφέ, ίσως γιατί ήθελε να το ευχαριστηθεί και αυτό όσο πιο πολύ μπορούσε, όπως ακριβώς έκανε και με το κουλούρι του.
“Τι δουλειά κάνεις γιε μου” τον ρώτησε καθώς κατέβαζε την τελευταία του μπουκιά
“Φιλόλογος, καθηγητής στο λύκειο της περιοχής”
“Φιλόλογος…” μονολόγησε ο γεράκος με μία θλίψη στα μάτια και έδειξε σα να χάνεται στις σκέψεις του για λίγο.
“Οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν Φιλόλογοι και καθηγητές Πανεπιστημίου, γεμάτοι από οράματα, άνθρωποι φωτισμένοι.” Είπε νοσταλγικά κοιτάζοντας στην ευθεία του το πεζοδρόμιο λες και εκεί έβλεπε χίλιες δύο εικόνες από το παρελθόν του.
“ Εσείς, τι δουλειά κάνατε; Πως βρεθήκατε εδώ;” τον ρώτησε σχεδόν με μία ανάσα ο Πλάτωνας, γεμάτος από περιέργεια.
Εκείνος δεν του απάντησε, έσκυψε απλά το κεφάλι του λες και ντρεπόταν ή σαν να έτρεξε ένα δάκρυ από τα κουρασμένα του μάτια και δεν ήθελε από περηφάνια να φανεί. Ο νέος δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση.
“Πώς είναι το όνομα σου, καθηγητά μου” τον ρώτησε αδιάφορα χωρις να σηκώσει το κεφάλι του, μόνο και μόνο για να αγνοήσει την ερώτηση που του είχε γίνει πριν από λίγο.
“ Ονομάζομαι Πλάτωνας” του απάντησε κάπως άκεφα, σκεπτόμενος ότι είχε φέρει σίγουρα σε δύσκολη θέση τον γεράκο. Στην απάντηση του, ο ηλικιωμένος σήκωσε το κεφάλι του και του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. Ο Πλάτωνας ξεκίνησε να μιλά και να εξηγεί πως το όνομά του, το είχε επιλέξει ο πατέρας του, από την αγάπη του σε έναν “μεγάλο” ποιητή φίλο του, από τα φοιτητικά του χρόνια στην Νομική, που έφερε αυτό το όνομα. Ήταν μεγάλος λάτρης των ποιημάτων του, έχοντας στην βιβλιοθήκη του όλες τις ποιητικές συλλογές που είχε εκδόσει. Με το πέρας όμως των χρόνων και τις υποχρεώσεις τις καθημερινές, οι δύο καλοί φίλοι χάθηκαν. Ο ποιητής ήταν ο ανάδοχος του Πλάτωνα, ωστόσο δεν τον θυμόταν καθόλου αφού οι σχέσεις διεκόπηκαν λίγο μετά την βάπτιση και ενω εκείνος ήταν μόλις στα δύο του χρόνια. “Το αγαπώ το όνομά μου” είπε με καμάρι. “ Έμαθα να αγαπώ και τα γραπτά του νονού μου, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά. Εκείνος, ήταν η κινητήριος δύναμη για να σπουδάσω φιλοσοφική, παρ όλο που δεν το είχα αντιληφθεί αμέσως. Τα ποιήματά  του ακόμα και τώρα διδάσκουν, είναι τόσο διαχρονικά κι εγώ επιλέγω ασχέτως με την ύλη που έχουν στα σχολεία να τα αναγνώσκω στα παιδιά και  τους παροτρύνω να τον διαβάσουν από μόνα τους και να τον μάθουν. Είναι τόσο όμορφο όταν γραπτά μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και είναι συνάμα πιο επίκαιρα από ποτέ. Σαν ένας προφήτης ο συγκεκριμένος είχε προβλέψει και είχε γράψει για τούτα όλα που συμβαίνουν στον κόσμο. Πόλεμοι, εξαθλίωση, πείνα και απαίδευτος λαός, μικρός μπροστά στους δυνατούς. Με συγχωρείτε, με συνεπήρε η θύμηση μου, για τον νονό μου, Πλάτωνα Πολέμιο και σας κούρασα” απολογούμενος με μία φανερή συγκίνηση στα μάτια.
“ Μιλάς όμορφα αγόρι μου. Τόσο όμορφα, επιπλέον δεν ντρέπεσαι να συγκινηθείς και αυτό είναι μεγάλη αρετή σε έναν άνδρα. Μίλησες για λέξεις δυνατές, που φέρουν μέσα τους έντονο πόνο και οδυνηρό συναίσθημα. Δεν με κούρασες καθόλου, αντιθέτως άκουσα επιτέλους μια φωνή να μιλά, μια φωνή αληθινή. Μόνος εδώ, δεν έχω άνθρωπο να πω μια κουβέντα και εσύ παιδί μου ήρθες από το πουθενά και όσο περιέργο κι αν σου φαίνεται με έκανες να αισθανθώ ξανά μέσα από τα λόγια σου. Πες μου τι άλλο σου έλεγε ο πατέρας σου γι αυτόν λοιπόν τον ποιητή; Κάνε με να ξεχάσω λιγάκι την δική μου μιζέρια και εξαθλίωση, το χω τόσο μεγάλη ανάγκη.”
“Με τον πατέρα μου είχαν βρεθεί πρώτη φορά σε μία βραδιά ποίησης που διοργάνωνε η φοιτητική λέσχη απ’ ότι μου είχε αναφέρει. Με το που άκουσε το πρώτο του ποίημα αμέσως μαγεύτηκε με την γραφή του και δεν τον αδικώ. Αυτός ο λυρισμός, χωρίς όμως να ωραιοποιεί καταστάσεις, να γίνεται πέραν του δέοντος ονειροπόλος είναι που μάγεψε και εμένα. Αφήνει τον αναγνώστη να ονειρευτεί τόσο όσο η εποχή του το επιτρέπει και όπως και τώρα έτσι και τότε ο λαός δεν είχε χρόνο για πολλές ονειροπολήσεις, αντιθέτως η αφύπνιση ήταν κάτι που υπήρχε στην ποίησή του και η ασίγαστη φωτιά για την υλοποίηση στόχων και την ανύψωση του ανθρώπου που τα βγάζει δύσκολα πέρα και προσπαθεί να επιβιώσει.” Αφού είπε τα τελευταία λόγια δαγκώθηκε αμέσως όταν σκέφτηκε δίπλα σε ποιον άνθρωπο κάθεται και τα αναφέρει. Η επόμενη κίνηση του ήταν να κοιτάξει το ρολόι του και μ’ ένα απότομο σάλτο σχεδόν πήδηξε από το παγκάκι έντρομος.
“Χριστέ μου, πέρασε η ώρα και έχασα την πρώτη ώρα διδασκαλίας εντελώς”  είπε πανικόβλητος
“Ούτε ειδοποίησα πως κάτι μου έτυχε τελευταία στιγμή. Θα με ψάχνουν από το σχολείο” συνέχισε στο ίδιο ανησυχητικό ύφος.
Κοίταξε τον γεράκο, ο οποίος φαινόταν να μην ακούει λέξη και να είναι χαμένος θαρρείς σε έναν δικό του κόσμο πάλι, γεμάτο ίσως από αναμνήσεις αφού στα μάτια του πια διακρίνονταν καθαρά τα δάκρυα.
“Πρέπει να φύγω αμέσως.Θα...Θα ξαναέρθω μετά το σχολείο να μιλήσουμε και να σας φέρω κάτι να φάτε” του είπε με ένα ύφος απολογητικό.
.Άρχισε να απομακρύνεται όταν ο ηλικιωμένος του φωναξε “Να πεις του Κώστα, του πατέρα σου, ότι σε μεγάλωσε με ήθος. Είναι περήφανος για σένα ένας άστεγος ποιητής”.

Βάγια Μπαλή



Αγκαλιά θα πει αγάπη (της Λίνας Κατσικα)



Αγκαλιάζω σημαίνει περικλείω κάποιον ανάμεσα στα χέρια μου, σφίγγω πάνω στο στήθος μου, περιβάλλω με στοργή. Δεν είναι λοιπόν μια πράξη όπου δυο σώματα απλώς αγγίζονται. Τα χέρια του ενός τυλίγονται γύρω από τον άλλο, οι χτύποι της καρδιάς μοιάζουν να εναρμονίζονται, ενώ τα συναισθήματα που διαχέονται θυμίζουν αγαθά που ξεπετάγονται από το Κουτί της Πανδώρας. Ευφορία, γαλήνη, ανακούφιση, εμπιστοσύνη.

Τα μάτια κλείνουν, καθώς ‘βλέπουν’ ό,τι είναι αναγκαίο, τα στόματα σιωπούν-τι παραπάνω να πουν άλλωστε-και τα σώματα ‘κουμπώνουν’ τέλεια το ένα στο άλλο. Η αγκαλιά είναι το απάγκιο στους αέρηδες που φέρνει η ζωή, το λιμάνι στις φουρτούνες της. Καταφύγιο ασφαλές για εκείνους που πονούν, φλογισμένος ουρανός κάποιο ηλιοβασίλεμα για τους ερωτευμένους. Αγκαλιά, λοιπόν, ένα μέρος ν’ ακουμπήσει κανείς, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, μια ζεστή ‘φωλιά’ ν’ απιθώσει κανείς την ψυχή του.

Λίνα Κατσικα