Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΙΠΠΟΤΗΣ (της Μαίρης Σουρλή)



Ακριβοθώρητος γητευτής
άνεμος καρδιοκατακτητής,
τ’ άλογο του έρωτα σέρνει,
σε παραμυθένια μονοπάτια
υπερβαίνοντας σιωπές απόρθητες.
Σε ανοιχτό χρόνο ταξιδεύει η ψυχή
αόρατου βάθους
πυρωμένες ανάσες πάθους,
καλπασμοί στο βάθος της σκέψης
σε ηλιόλουστα λιβάδια,
πόθοι αντικριστοί φωσφορίζουν
σε μαργαριταρένιας λάμψης μάτια.
Ο ιππότης και η νεράιδα
μες από φυλλώματα και κλαδιά
κανακεύουν τ’ όνειρο
πέρα από μάχες και πύργους
τραγουδώντας την αγάπη
που θάλλει ανθισμένη,
αφυπνίζοντας αισθήσεις
σε αγνά πέπλα καρδιάς.
Τρέφει τη νύχτα ο πόθος.....
Άγνωρης νιότης ομορφάδα...
στο ανέλπιστο τής ευτυχίας σώμα...
Αντάμα σε άσπρο σύννεφο
λόγια απ’ το πεπρωμένο
έρχονται και ξεπεζεύουν
σε μια θεσπέσια ανατολή…

Ο Ιππότης και η Νεράιδα
αιώνια στεφανωμένοι
στου ονείρου το φως!

Μαίρη Σουρλή

Από το βιβλίο μου
<<Ρίγη προσμονής>>


Η ΧΑΡΑ (της Ιωάννας Αθανασιαδου)



Μια ηλιαχτίδα τρεμόπαιξε,
κάθισε στα μαλλιά των παιδιών.
Μια πεταλούδα πέταξε
κι έπειτα χάθηκε στο φως.
Το νερό κελάρυσε
και το πήρε το ρυάκι.
Χιλιάδες πουλιά στο μεγάλο δέντρο
υμνούν τον Δημιουργό.
Μια σταγόνα φωτός έσταξε στο μάτι
και το ’κανε χρυσή λίμνη.

Δυο χέρια αγκαλιάζουν το σώμα,
ένα σκυμμένο κεφάλι σηκώνεται σιγά σιγά.
Βήματα που βαδίζουν στο πουθενά,
βρίσκουν γαλήνιο μονοπάτι.
Καρδιά έρημη και κρύα,
αγγίζει τη ζεστασιά της προσευχής.

Δρόμοι γκριζωποί, γελούν στο φως του ήλιου,
κορίτσια χορεύουν στη σειρά.
Η πίκρα ξεχάστηκε μονομιάς.
Το νερό της ζωής αστείρευτο, γάργαρο.
Κυλάει στις φλέβες,
δροσίζει τα δάκρυα,
δίνει έκφραση στ’ αμήχανα δάχτυλα.
Τα σφιχτά χείλη γίνονται ροδοπέταλα.

Ανεπαίσθητοι ήχοι δοξολογούν την πλάση.
Η ύπαρξη βρήκε προορισμό.
Πουλιά σπαθίζουν την ομίχλη,
παιδιά κονταροχτυπιούνται με την ερημιά.

Άγιοι αόρατοι θυμιατίζουν τις στράτες.
Ένας φωτεινός σταυρός στη νύχτα
στέλνει τις προσευχές στα ουράνια.

Πολύχρωμος χαρταετός
σκάλωσε στα ρούχα του Θεού
και το γέλιο Του αγκάλιασε τον κόσμο.
Οι παλάμες γέμισαν δώρα ανέλπιστα.

Σώματα γονατιστά υμνούν τη νιογέννητη χαρά.
Τρέχουν τα παιδιά στο κατόπι της
σαν διαβατάρικα πουλιά.
Η ανάσα έγινε ανάλαφρη και γρήγορη.
Άνοιξε τα παραθύρια του το στήθος
και μπαινοβγαίνουν δροσεροί οι άνεμοι.
Η σκέψη μέστωσε σαν τα ώριμα στάχυα.
Ο χρόνος τρυγάει τραγούδια.

Η χαρά κυλά ευωδιαστή.
Στις άκρες των δρόμων αγριολούλουδα.
Κόβουν τα παιδιά και γεμίζουν τις ματιές τους.
Κόβουν κι οι μεγάλοι
και γαληνεύουν τις καρδιές τους.

Ψαλμοί χαρμόσυνοι τους καλούν,
τους ανοίγουν δρόμο στον ορίζοντα.
Κι αυτοί με μάτια γλυκά και γεμάτα όνειρα 
ακολουθούν την  ειρήνη που τόσο περίμεναν…

Ιωάννα Αθανασιαδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Βεργίνα