Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Φοβούμαι μήπως χαθούνε (της Άρτεμις Κριμιτσα)



Την ποίηση του διαβάζω και έχω λιώσει 

Νοιώθω τόσο πολύ μικρή 

Φοβούμαι τους στίχους μου θα ξεγυμνώσει 

Εκείνος τους στόλιζε με βότσαλα 

Τους δικούς μου άραγε η θάλασσα θα σώσει;


Εκείνος με τον ηλιάτορα τους έλουζε 

Με μυρωδιές αλισμαρί και δυόσμο να μοσχοβολούνε 

Εγώ πείτε μου ποια είμαι εγώ

Τη μοίρα τους φοβούμαι 

Φοβούμαι μήπως στο βυθό της πέσουνε 

Πέσουνε και χαθουνε


Θαλασσινιά μου θάλασσα εσύ 

Πλημμύρα της καρδιάς μου

Μέθυσε τους στίχους μου

Κύματα βάλε στα όνειρά μου

Να μπαίνουν στις καρδιές 

Ωσάν την Άνοιξη

Λουλούδια να σκορπούνε 

Και δάκρυα αγάπης και χαράς 

Στα πέταλα τους γλυκά να ακουμπούνε 


Άρτεμις Κριμιτσα

Από την καλντέρα της ψυχής μου

ΜΗΝ ΕΙΔΑΤΕ; (της Κυριακής Δράκου)

 


Μην είδατε εκείνο το παλληκάρι που χάθηκε;

Απεγνωσμένα το ζητούσε η μάνα κι ο πατέρας.

Βαλσαμώθηκε η ειρήνη στο αλίμονο.

Βαδίζουμε ξυπόλητοι στην αναμονή της επιστροφής.

Μην είδατε το φως της λευτεριάς;

Η υπομονή εξουθένωσε τα σώματα, μα οι ψυχές κυλούν ελπίδα.


Μην είδατε αν το νήμα της ζωής του κόπηκε σε συρματοπλέγματα;

Μήπως πότισε τις παπαρούνες να ανθίσουν;

Ο πόλεμος έσταξε στα χείλη της μητέρας πόνο.

Σε μια γωνιά σιωπηλή με τα μάτια γεμάτα αλμύρα,

κρατά μια μαυρόασπρη φωτογραφία .


Το βλέμμα χαμήλωσε, τα  κατακόκκινα  της μάτια κοιτάζουν το βορρά.

Οι παπαρούνες δακρύζουν και το αγέρι ψέλνει τον εθνικό μας ύμνο.

Πέρασαν τόσα χρόνια…

Η μάνα με το μπαστούνι της πηγαίνει κάθε μέρα στα σύνορα.

Ψάχνει το χαμόγελο της, μα κανένα μαντάτο δεν την ησυχάζει...


Φεύγει κάθε μέρα  η ανάσα της, λιγόστεψε το φως στην πίκρα, στο κλάμα.

Το αναφίλημα του χρόνου ησύχασε, μα η θλίψη της  στάζει αναμονή.

Εκεί στα συρματοπλέγματα ταΐζει τα πουλιά, περιμένει μήνυμα αγκαλιάς.

Κι όλοι όσοι την βλέπουν, την φωνάζουνε σκιά της μοίρας του πολέμου.


Ήταν άνοιξη οι παπαρούνες άνθισαν,

εκείνη ακουμπούσε το αίμα του παιδιού της στα πέταλα τους.

Ξεκίνησε να φωνάζει μην είδατε το γιό μου;

Έγειρε κατά γης άφησε  την πνοή της στην ρίζα της γης.


Την επόμενη μέρα  τα δάκρυα της έσμιξαν με την πρωινή νοτιά.

Οι παπαρούνες έσταξαν σπόρους λευτεριάς.

Και οι περαστικοί περπατούσαν και ψιθύριζαν…

Μην είδατε τη λευτεριά;

Ελεύθερη η καρδιά ας μείνει, να ποτίζει με ειρήνη τη γη.


Κυριακή Δράκου