Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Το παγκάκι (της Ελένης Ταϊφυριανου)



Σε κρύα αίθουσα ενός θλιβερού σταθμού
σε απρόσωπο ταμείο,
εισιτήριο κόβω χωρίς επιστροφή.
Κάθομαι στο μοναχικό παγκάκι
και κουβεντιάζοντας μαζί του
χαράζω με την άκρη του κλειδιού σου
τα αρχικά σου πάνω του.
Ύστερα πετάω το κλειδί...
Τι περίεργο... το παγκάκι δακρύζει
και το χέρι μου στάζει αίμα...
Κάποιοι συνταξιδιώτες
σμίγουν τα φρύδια θυμωμένοι
και τεντώνοντας το δάχτυλο
με δείχνουν και λένε...
Αυτή είναι...
Αυτή δολοφόνησε το παγκάκι...
Ιδού τα χέρια της στάζουν αίμα...
Ιδού... πάνω στο παγκάκι
ξεψυχά ο έρωτας...
Αυτή είναι...
Συλλάβετε την....

Ελένη Ταϊφυριανου




Όταν αγκάλιασα εμένα (της Ιωάννας Πιτσιλλη)


Ονειρευόμουνα εκείνο το λευκό φόρεμα που το έλεγαν νυφικό από τα μικράτα μου. Βέβαια άλλαζε μορφή όσο περνούσαν τα χρόνια, ανάλογα με τις τάσεις της μόδας. Γινόταν άλλοτε πιο πλούσιο, άλλοτε πιο λιτό, άλλοτε πιο κομψό. Το χρώμα του, αυτό ήταν που δεν άλλαζε μόνο. Παρέμενε λευκό. Ένα καθαρό και άσπιλο λευκό. Στα όνειρα μου, η εκκλησιά ήταν στολισμένη με κορδέλες, λευκές και αυτές. Από τις τεράστιες ανθοστήλες ξεχύνονταν σαν ποτάμια πολύχρωμα λουλούδια που γέμιζαν με ευωδιές τον αέρα μέσα στο παλιό ιστορικό κτίριο του ναού.

Ήμουνα η πιο όμορφη εκδοχή του εαυτού μου. Στο πλευρό μου στεκόταν το άλλο μου μισό. Δεν υπήρχε πρόσωπο στα όνειρά μου, μονάχα μια παλικαρίσια κορμοστασιά και δύο χέρια που με έκαναν να ριγώ. Αυτά θα με αγκάλιαζαν, θα με βοηθούσαν να σηκωθώ όταν θα έπεφτα, θα με στήριζαν για να βρω ξανά τα βήματά μου, θα με κρατούσαν και θα γύρναγαν μαζί μου αγκαζέ μέσα στις στράτες της ζωής. Θα περπατούσαμε τους δρόμους μας. Αυτούς τους φωτεινούς, μα και τους άλλους τους σκοτεινούς που σε κανέναν δεν αρέσει να τους βαδίζει μόνος.

Σήμερα έχω στα χέρια μου ένα έγγραφο διαζυγίου. Έχω ακόμα στο σπίτι τρία υπέροχα παιδιά. Και να θέλω να διαγράψω το παρελθόν δε γίνεται.

Από το γάμο μου βγήκα γεμάτη πόνο και απογοήτευση. Μια σκιά του εαυτού μου. Μάζεψα όλα τα κουράγια μου και ό,τι μου είχε απομείνει σε δύναμη και μπήκα μόνη μου στη νέα μου ζωή. Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω την καινούργια κατάσταση στο σπίτι. Ο χωρισμός μοιάζει με θάνατο, είχα ακούσει κάποτε να λένε. Και πράγματι έτσι φάνταζε και στα δικά μου μάτια. Το σπίτι έμοιαζε διαφορετικό, όλα είχαν αλλάξει.

Με πονούσε που έβλεπα τα παιδιά μου στεναχωρημένα. Ποια ήμουν εγώ που θα τους στερούσα τον πατέρα τους;

Ήμουν μια γυναίκα όμως. Μια γυναίκα που της έλειπε η αγκαλιά και το μαζί. Ο θαυμασμός στα μάτια του συντρόφου, η λαχτάρα και η σημασία του. Το χάδι του και ο καλός του ο λόγος. Λεπτομέρειες, μπορεί να μου πεις. Μόνο που δεν είναι. Είναι η ουσία και αυτό που μετρά. Αν και φοβόμουν για το μέλλον μας, δεν μπορώ να αρνηθώ το αίσθημα της χαράς που άρχιζε να με κατακλύζει. Ήμουν πια ελεύθερη.

Έβγαλα όποιο όνειρο είχα από το συρτάρι και ξεκίνησα να το κυνηγώ.Δεν μπορώ να ξέρω αν θα αγαπήσω ή θα αγαπηθώ ποτέ ξανά. Ξέρω πως έχω ανάγκη μια αγκαλιά για να κουρνιάζω. Εις αναμονή λοιπόν αυτής της αγκαλιάς, συνέχισα να αγκαλιάζω εγώ ό,τι αγαπώ και έμαθα ακόμα να αγκαλιάζω εγώ εμένα.

Ιωάννα Πιτσιλλη