Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Είσαι εσύ ο καπετάνιος της ζωής σου(της Κατερίνας Καραμπαρη Πανταλέων)

 






Δε θα σου πω 

πώς τη ζωή σου να ορίσεις.
Είσαι εσύ ο μπούσουλας της
κι ο καπετάνιος της μαζί.
 
Δε θα σου δείξω
ποιο για μένα είναι
το καλό και το κακό.
Έχεις δικές σου αντοχές,
βιώματα δικά σου
κι άλλα θαρρώ τ’ αγκάθινα τα βάτα, 
στο μονοπάτι που ματώνει
τη δική σου ξεχωριστή περπατησιά.
 
Μια χάρη μόνο 
θα τολμήσω να ζητήσω… 
Χάρη και ικεσία,
παράκληση κι απαίτηση μαζί…
 
Τον εαυτό σου σε καλώ 
ποτέ μην αφορίσεις.
Όλα αυτά που είσαι
ποτέ μην τ’ αρνηθείς.
Θέλω στα μάτια σου
ψυχή να αντικρύζω! 
Θέλω της σκέψης σου
ν’ ακούω την ατίθαση φωνή! 
 
Γιατί αν τύχει και μια μέρα σ’ αγαπήσω, 
να ξέρεις πως σκληρά αν χρειαστεί, 
για σένα εγώ θα πολεμήσω.
 
Αρκεί να νιώθω 
πως είσαι κάτι αυθεντικό.
Αρκεί να ξέρω πως αξίζει, 
εγώ για σένα να τραβήξω
της ζωής το επικίνδυνο σχοινί! 


Άτιτλο ( της Στέλλας Σουραφη)

 


Δεν έχω χέρια δεν έχω πόδια 

μόνο σταθμούς με μύρια εμπόδια. 


Δεν έχω χείλη δεν έχω σώμα 

μόνο ανάσα δίχως το στόμα.


Δεν έχω αφή δεν έχω μέλη 

μόνο κεντρί χωρίς το μέλι. 


Μα έχω φλέβες και αρτηρίες 

όσες δε μού 'κοψαν οι εμπειρίες.


 

Στέλλα Σουραφη


Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Απόγνωση (της Πολυς Μίλτου)

 




(Αν δεν περάσει η ψυχή όλα τα στάδια, γαλήνη δε βρίσκει.)

Είμαι τόσο λυπημένη!

Ο κόσμος έγινε μια μαύρη πίσσα.

Στένεψαν οι τοίχοι να με συνθλίψουν.

Βγήκα να περπατήσω στον άνεμο.

Πόση ερημιά!...

Η γη άδειασε από Aνθρώπους.

Κάτι σκιές τρομακτικές που συνάντησα,

ήταν μόνο εφιάλτες φρίκης.

Οι καρδιές άκαρδες. Χωρίς ζωή.

Ρίχτηκαν με μανία να φάνε σάρκες.

Απειλούσαν να καταπιούν τα σύμπαντα.

Η ψυχή μου μετέωρη έψαχνε ουρανό.

Κάτι σύννεφα θύελλας μακριά.

Μια θάλασσα από δάκρυα και πόνο,

ξέσχιζε τα νερά της με μανία στα βράχια.

Οι πόλεις χάθηκαν στην ομίχλη του φόβου.

Απόγνωση!

Λείπει ο δρόμος ο ομαλός να περάσω.

Έκλεισαν τα πορθμεία για απέναντι.

Δε φτάνει ο φτωχός, άχρωμος οβολός μου.

Σιωπή τύλιξε τη νύχτα μου.

Όλα περιμένουν τον Ήλιο.

Μα Εκείνος ακόμα ταξιδεύει στη δύση.

Πότε θα γίνει ανατολή; Σου φωνάζω.

Είμαι γεμάτη πληγές! 

Στάζουν αίμα!

Εσύ... Μόνος, Εσύ! 

Λυπήσου με! 


Πόλυ Μιλτου

Ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη (της Σοφίας Τανακίδου)





 Δύο μέρες μόνο την γνώριζε ο Οδυσσέας κι αναρωτιόταν γιατί δεν είχε φροντίσει να την γνωρίσει λίγο νωρίτερα. Μιλούσαν στο τηλέφωνο δύο βδομάδες σχεδόν και δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν μόνο δύο μέρες γνωριμίας για να την ερωτευτεί!! Έπρεπε απ' την πρώτη στιγμή που μίλησαν στο τηλέφωνο να της ζητήσει να βρεθούν από κοντά! Έχασε δύο βδομάδες ζωής μαζί της! Τώρα ήταν αργά, κι όσο την κοιτούσε μετάνιωνε, πόσο μετάνιωνε που δεν μπορούσε να της εκφράσει τι ένιωθε.

 Ήταν δύσκολο να το κατανοήσει κι ο ίδιος πόσο μάλλον να τολμήσει να το εκμυστηρευτεί και σε εκείνη. Θα γελούσε μαζί του και με το δίκιο της! Μα πώς μπορείς να ερωτευτείς τον άλλον σε δύο μόνο μέρες; Και πώς να του το πεις ενώ ξέρεις πως δεν υπάρχει μέλλον για μια τέτοια σχέση; Θα ‘ταν εξάλλου άνευ λόγου! Είχε δρομολογηθεί ήδη το ταξίδι της. Δεν ήταν ταξίδι για διακοπές, αλλά μια αμετάκλητη απόφαση να φύγει μακριά, σε μια άλλη ήπειρο για πάντα. 

Την είχε ρωτήσει πριν ακόμη την γνωρίσει προσωπικά, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο.

 «Γιατί τόσο μακριά κοπέλα μου, χάθηκαν τόσες χώρες στην Ευρώπη;». 

«Αν είναι να φύγω, θέλω να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, κι η Αυστραλία είναι το κατάλληλο μέρος!!»

Δεν της είπε λοιπόν τίποτα, ούτε για όσα ένιωσε μόλις την είδε από κοντά, ούτε για όσα φαντάστηκε δύο μέρες τώρα πως θα ήθελε να ζήσει μαζί της. Την ερωτεύτηκε! Έτσι ξαφνικά, έτσι απρόβλεπτα, έτσι χωρίς λόγο! Αυτός που δεν είχε ερωτευτεί ποτέ του ως εκείνη την μέρα! Ερωτεύτηκε μια ολότελα ξένη που έφευγε σε λίγες ώρες για πάντα!

 Την αποχαιρέτισε στο αεροδρόμιο, ξέροντας μέσα του πως ίσως να μην την ξαναέβλεπε και ποτέ. 

«Δεν υπάρχει μέλλον εδώ, δεν με κρατάει τίποτα και κανένας» ήταν η τελευταία της κουβέντα.

Κι αναρωτιόταν αν ήταν αυτός ο «κανένας»!

Όταν ήταν παιδί τον πείραζαν οι συμμαθητές του όταν διάβαζαν την Οδύσσεια. Σε εκείνο το σημείο που έστεκε ατρόμητος ο Οδυσσέας και παρουσιαζόταν σαν «κανένας» μπροστά στον Πολύφημο. Για μέρες ύστερα οι φίλοι του τον φώναζαν έτσι, αλλάζοντας το όνομα του. Τότε γελούσε μαζί τους, μα σήμερα, αυτές οι τελευταίες της κουβέντες τον έκαναν να συνειδητοποιήσει πως μετά τόσα χρόνια ήταν πράγματι ο «κανένας» για εκείνην.

«Αντίο Οδυσσέα, χάρηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο. Θα τα λέμε αν θες στο τηλέφωνο» του φώναξε τώρα από απόσταση κι εκείνος σήκωσε το χέρι χαιρετώντας την για τελευταία φορά.

Κι έφυγε! Αυτό ήταν!

 Πέταξε το αεροπλάνο, κι εκείνη ήταν μέσα, αν κι αυτός περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο μήπως μετανιώσει και κατέβει απ' το αεροπλάνο. Γιατί όμως να κατέβει; Δεν υπήρχε λόγος για εκείνην να κατέβει! Μόνο εκείνος ήξερε το λόγο! Δεν ήθελε να την χάσει! Ωστόσο δεν της είπε τίποτα. Απολύτως τίποτα! Μόνο πως θα της τηλεφωνεί, να μαθαίνει νέα της, κι αν μετανιώσει, να την βοηθήσει οικονομικά να γυρίσει πίσω αμέσως!

«Γιατί να μετανιώσω Οδυσσέα; Τόσο καιρό ετοιμάζω αυτό το ταξίδι, δεν το κάνω για να γυρίσω πίσω. Δεν πιστεύω στα πισωγυρίσματα» του είχε απαντήσει.

Αλλά ο Οδυσσέας παρακαλούσε για το αντίθετο! Γιατί βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο είχε σκοτεινιάσει, και το οξυγόνο πρέπει να ήταν σε έλλειψη, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει! Μα ήταν πρωί ακόμη, η ώρα δεν συμβάδιζε με το σκοτάδι έξω! 

«Έφυγε» μονολόγησε. Πώς θα άντεχε τόσο σκοτάδι; Έπρεπε να της τηλεφωνήσει! Αλλά μόλις είχε φύγει το αεροπλάνο! Πόσες ώρες; Πόσες ώρες θα άντεχε μέχρι να του στείλει μήνυμα ότι έφτασε; Πόσες ώρες θα άντεχε σε τόσο σκοτάδι; Και το οξυγόνο; Γιατί τόσο λίγο σήμερα;

«Έφυγε Οδυσσέα, πρέπει να το ξεπεράσεις» μονολόγησε πάλι, κι ένας κόμπος σταμάτησε στο λαιμό του σαν αγκάθι μαζί με μια λέξη που θα επαναλάμβανε για μέρες μπροστά στον καθρέφτη του.

«Έφυγε».


Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που έφυγε. Δύο μήνες μακριά της! Πίστευε πως περνώντας οι μέρες θα την ξεχάσει, ότι δεν θα στοιχειώνει το μυαλό του η ανάμνηση της και οι τόσο λίγες στιγμές που είχε μοιραστεί μαζί της κάποια στιγμή θα σβήναν απ' την μνήμη του. Δύο ημέρες ήταν μόνο εξάλλου! Τι αξία έχουν δύο εικοσιτετράωρα; Και πώς μπορούν να γεμίζουν και να αδειάζουν συγχρόνως δύο μήνες τώρα την ζωή σου;  

Μα τίποτα απ' όσα πίστευε δεν έγινε. Κάθε μέρα την θυμόταν όλο και περισσότερο, κι έπλαθε αναμνήσεις μαζί της που δεν υπήρξαν ποτέ! Κάπως έπρεπε να την θυμάται κι έτσι την θυμόταν μέσα από ψεύτικες θύμισες. Έζησε ακόμη και το πρώτο φιλί τους. Έψαχνε μέρες να βρει το κατάλληλο μέρος για να την φιλήσει. Ήθελε να είναι κάποιο ιδιαίτερο μέρος, που να ήταν το αγαπημένο της. Δεν είχε ιδέα όμως τι της άρεσε. Θα την ρωτούσε στο τηλέφωνο, θα μάθαινε απ' το τηλέφωνο τα πάντα για εκείνη. Μιλούσαν μια ώρα σχεδόν την ημέρα και κάθε φορά που έκλεινε το τηλέφωνο η μόνη του σκέψη ήταν πότε θα κυλίσει το εικοσιτετράωρο για να ξαναμιλήσουν, γιατί πάντα θα είχε ξεχάσει κάτι να της πει, κάτι να την ρωτήσει, κάτι ακόμη να μάθει..

Για το φιλί είχε μάθει ήδη και της το έδωσε, χωρίς εκείνη να το ξέρει ποτέ, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι.

«Λατρεύω την πανσέληνο» του είχε πει κι εκεί φρόντισε να την φιλήσει. Στα όνειρα του! Μόνο ένα φιλί της είχε δώσει, δεν τόλμησε να την αγγίξει περισσότερο, ούτε καν στα όνειρα του, χωρίς την συγκατάθεση της.

Δύο μήνες τώρα της τηλεφωνούσε τάχα για να μάθει στην αρχή πώς έφτασε, πώς της φάνηκε η περιοχή που θα ζούσε, το σπίτι, η δουλειά της; Άσχετες ερωτήσεις για να μην της πει, όσα λαχταρούσε να της πει.

Άπειρα μηνύματα και λόγια πάντα φιλικά. Μόνο κάπου – κάπου μικρά πειράγματα κι ερωτήσεις του τύπου «παίζει κάτι;» για να μάθει αν υπάρχει κάποιος άλλος στην ζωή της, μα η απάντηση ευτυχώς για αυτόν ακουγόταν συνέχεια αρνητική. 

Είχε ακόμη ελπίδες; Να της το πει; Κι αν του έλεγε πως αυτή δεν τον νοιάζεται; Πώς τον βλέπει σαν φίλο; Μα και πώς αλλιώς να τον έβλεπε; Είναι κι αυτή η απόσταση, που και να θες να την ξεχάσεις, υπάρχει!!

Κι απόψε ήταν τα γενέθλιά της! Του το είπε χτες το βράδυ. Και δώρο δεν ήταν δυνατόν να της στείλει. Ίσως το καλύτερο δώρο να ήταν τα λόγια του! Να της το πει! Να της πει όλα όσα νιώθει! Έπρεπε να το τολμήσει! Αν όχι για εκείνην, να το κάνει γι' αυτόν, γιατί τα συναισθήματα του τον έπνιγαν κάθε μέρα και περισσότερο.

Της τηλεφώνησε την συνηθισμένη τους ώρα.

«Χρόνια πολλά κορίτσι μου, μακάρι να ήσουν εδώ να στα πω κι από κοντά» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.

«Ευχαριστώ πολύ Οδυσσέα. Δύσκολη ημέρα! Είναι τα πρώτα γενέθλια που περνάω μόνη μου, χωρίς τους φίλους μου, την οικογένεια μου, χωρίς την αγάπη κάποιου».

«Ποιος σου είπε πως δεν έχεις αγάπη;».

«Κανένας» απάντησε και γέλασε μόνη της.

Αχ αυτός ο «κανένας» συλλογίστηκε, που δεν τολμά να μιλήσει και να της πει «Εγώ σ' αγαπώ».

«Τι εννοείς;».

«Τι, τι εννοώ;».

«Μόλις είπες πως μ' αγαπάς! Λάθος άκουσα;».

Το είπε; Της είπε φωναχτά αυτό που σκεφτόταν;

Αυτός το είπε; Ο Οδυσσέας το πρόφερε; Ή ο «κανένας;».

Τι σημασία είχε πια;

Το είπε, και δεν μπορούσε να το αναιρέσει τώρα, μόνο να το διευκρινίσει μπορούσε όσο γίνεται καλύτερα.

«Απ' την πρώτη στιγμή σ' αγαπώ, απ' το πρώτο λεπτό που σε είδα, που άκουσα την φωνή σου, που αντίκρυσα το βλέμμα σου. Δεν θυμάμαι πριν άλλο πρωινό, εκτός από εκείνο που σε γνώρισα! Και δεν θυμάμαι άλλη νύχτα πέρα από εκείνη που σ' έχασα!  Και δεν ξημέρωσε ξανά από τότε που έφυγες! Κι έχω ξεχάσει το όνομα μου κι έγινα ο «κανένας» για σένα, γιατί νιώθω κανένας χωρίς εσένα! Κι αν γίνω ξανά Οδυσσέας θα ‘ναι μόνο γιατί εσύ θα μου ξαναδώσεις πίσω το όνομα μου, γιατί το πήρες μαζί σου! Ταξίδεψε μαζί σου μαζί με την καρδιά μου! Μα μην τολμήσεις να μου στείλεις τίποτα απ' τα δύο πίσω. Αν μ’ αγαπάς έστω λίγο, κράτησε τα εκεί μαζί σου, γιατί εγώ μπορώ να ζήσω χωρίς όνομα και χωρίς καρδιά, η καρδιά μου όμως και το όνομα μου δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς εσένα!».

Έκλεισε το τηλέφωνο! Έπεσε η γραμμή; Ή το έκλεισε εκείνη; Δεν ξέρει τι να υποθέσει! Φοβάται να ξαναπάρει να ρωτήσει!! Κι αν δεν το σηκώσει; Χάθηκε κι ο εγωισμός του μαζί με το όνομα του!! Πόσο χαμηλά να πέσει πια; Θα περιμένει! Θα της δώσει το χρόνο της!

Ίσως να θέλει τον χρόνο της!

Κι αν δεν του τηλεφωνήσει ξανά; Κι αν μπλοκάρει τις κλήσεις του;

Αν φοβηθεί την αγάπη του; Αν τον πέρασε για τρελό; Μα ναι, ένας τρελός ήταν! Ούτε που την γνώριζε καν!

Δύο μέρες πριν φύγει για την Αυστραλία την γνώρισε, όταν της ετοίμασε τα χαρτιά για την μετανάστευση της, αυτό ήταν για εκείνην, ο άνθρωπος που απλά ετοίμασε τα χαρτιά της για να φύγει! Τίποτα άλλο! Ούτε καν ο «κανένας» δεν ήταν για εκείνην!

Πώς τόλμησε να της το πει τώρα από το τηλέφωνο; Ερωτική εξομολόγηση από το τηλέφωνο σε κάποια που γνώρισες μόνο για  δύο μέρες; Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να το κάνει! Ή ένας θαρραλέος σαν τον Οδυσσέα, που διέσχισε ολόκληρο ωκεανό για να επιστρέψει στην Πηνελόπη του!

Έμεινε μετέωρος πάνω από το τηλέφωνο, χτύπησε αρκετές φορές ξανά μα δεν ήταν εκείνη, ακούστηκαν γλυκά ευγενικά πλάσματα που τον παρότρυναν να βγουν έξω μια βόλτα. Ναι, ήταν ο Οδυσσέας ένας άντρας με πολλές κατακτήσεις πάντα στο ενεργητικό του. Μόνο τους δύο τελευταίους μήνες ανακάλυψε ότι δεν είχε ποτέ του κατακτήσει τίποτα, γιατί μόνο εκείνη άξιζε να κατακτήσει, γιατί μόνο εκείνη ήταν η Ιθάκη του. Οι σειρήνες ήταν ένα μονοπάτι. Ο δρόμος του, το νησί του, το λιμάνι του, ήταν μόνο εκείνη!

Ήταν δύο η ώρα περασμένα μεσάνυχτα όταν χτύπησε το τηλέφωνο που έγραφε το όνομα της. Δεν κοιμόταν! Δεν θα ξανακοιμόταν ποτέ αν δεν του τηλεφωνούσε! Θα πέθανε ξάγρυπνος! Το είχε αποφασίσει! Ευτυχώς δεν τον άφησε να πεθάνει περιμένοντας, ίσως όμως να τον πέθαινε μια και καλή με τα λόγια της, σκέφτηκε λίγο πριν σηκώσει το τηλέφωνο, πριν ακούσει την φωνή της που του έλεγε κλαίγοντας.

«Ποια αγάπη μπορεί να ανθίσει πάνω σ' ένα τηλέφωνο; Ποια αγάπη μπορεί να βγάλει κλαδιά, να φυτρώσει και να εγκατασταθεί στην καρδιά από τόσο μακριά; Δεν αμφιβάλλω ότι μ' αγαπάς, κι ας μην με ξέρεις! Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν μ' ένα βλέμμα, μ' ένα λόγο, μ' ένα νεύμα ακόμη. Μα πόσο μπορεί να αντέξει η αγάπη αυτή όταν η απόσταση δεν της δίνει κανένα περιθώριο; Δεν θα γυρίσω Οδυσσέα, κι εσύ ξέρω πως δεν μπορείς να έρθεις να με βρεις! Κι είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να κρατήσω την καρδιά σου και το όνομα σου εδώ μαζί μου, και φοβάμαι, φοβάμαι τόσο πολύ μήπως στην προσπάθεια να φυλάξω ότι εσύ απλόχερα μου χάρισες χάσω και την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Κι εγώ δε μπορώ να γίνω ο «κανένας» Οδυσσέα μου, ούτε να αλλάξω τ' όνομα μου και να γίνω η Πηνελόπη σου. Η Πηνελόπη έζησε με μια προσμονή ότι θα γυρίσει ο Οδυσσέας της, έτσι επέζησε, εγώ ξέρω ότι δεν θα έρθεις ποτέ να με βρεις, γιατί δεν είναι εδώ η Ιθάκη για σένα, κι εγώ δεν έχω σκοπό να γυρίσω πίσω».

Δεν πρόφτασε να της απαντήσει! Του έκλεισε πάλι το τηλέφωνο!

Του το δήλωσε εξάλλου ορθά κοφτά πως εκείνη δεν θα έκανε ούτε ένα βήμα πίσω! Τι περίμενε; Ότι θα έτρεχε στην αγκαλιά του; Ότι μετά από τόσες προσπάθειες να φύγει θα γύριζε πίσω μόλις εκείνος θα της το ζητούσε; Ποιος ήταν άλλωστε; Τι περίμενε άραγε; Πώς θα μπορούσε απ' το τηλέφωνο να την αγαπάει και να γεμίσει την ζωή και την ψυχή της; Να την αγαπάει δίχως ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα βλέμμα; Με λόγια μόνο κι όνειρα; Λόγια μεγάλα κι όνειρα απατηλά; Δίχως πράξεις κι αντίκρισμα; Δεν ανθίζει η αγάπη απ' το τηλέφωνο, δεν είναι ρίζα το καλώδιο Οδυσσέα, και χωρίς ρίζα τίποτα δε στεριώνει, μόνο να μαραίνει την καρδιά μπορεί και να την πονάει. Η δική του ήδη είχε μαραθεί δεν θα άφηνε να συμβεί και σε κείνη το ίδιο. Όταν αγαπάς αληθινά θυσιάζεις τα πάντα γι' αυτόν που αγαπάς, ακόμη και την ίδια την αγάπη. Τον μόνο που δεν θυσιάζεις είναι τον άνθρωπο σου!

«Έχεις δίκιο!» της έγραψε στο μήνυμα του.

«Δεν είσαι η Πηνελόπη μου, γιατί αν ήσουν θα είχα ξεκινήσει ήδη το ταξίδι μου για να σε βρω, όπου κι αν εσύ είχες ταξιδέψει! Ούτε εγώ είμαι ο Οδυσσέας σου. Ούτε ο «κανένας» δεν είμαι καν, γιατί εκείνος είχε περισσότερη τόλμη από μένα να ξεπερνάει τα εμπόδια και να βρίσκει τρόπους να προχωράει μπροστά. Δεν είμαι άξιος λοιπόν να σου ζητώ να φροντίσεις εσύ την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Δεν μου αξίζει αυτή η φροντίδα! Συμφωνώ σ' όλα όσα μου είπες! Μόνο σ' ένα δεν συμφωνώ! Πως η Ιθάκη μου είναι εδώ! Δεν είναι εδώ η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη μου είσαι εσύ! Γιατί οι Ιθάκες δεν είναι μόνο μέρη, αλλά είναι κι άνθρωποι! Κι εσύ είσαι η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη που έχασα! Κι αυτό θα 'μαι από δω και πέρα…ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη».

Έστειλε το μήνυμα κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε τίποτα άλλο να της πει. Είχε αδειάσει μπροστά της την ψυχή του, χωρίς όμως να μπορεί να της προσφέρει έστω μια χαραμάδα ελπίδας, ότι θα έκανε ένα βήμα περισσότερο για εκείνην. 

Ένας δειλός ήταν, που φαντάστηκε πως επειδή θα της φανέρωνε την αγάπη του, εκείνη έπρεπε να μπει στο πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσει κοντά του!! 

«Πόσο εγωιστής είμαι» αναρωτήθηκε. «Πόσο εγωιστής θεέ μου!».

Άνοιξε ξανά το τηλέφωνο το πρωί, για να βρει ένα μήνυμα δικό της. Πέντε λέξεις ήταν, πέντε μικρές λεξούλες που κατέληγαν σ' ένα ερωτηματικό.

«Θα με περίμενες δύο χρόνια;».

Δύο χρόνια; Τι είναι δύο χρόνια μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή μακριά της; Τι είναι δύο χρόνια χωρίς εκείνη, όταν θα ζούσε όλα τα υπόλοιπα δίπλα της; Ναι, μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια! Αλλά γιατί δύο χρόνια; Θα ήθελε να την ρωτήσει, αλλά μετάνιωσε! Όχι, δεν είχε σημασία το πόσο χρόνο του έθεσε εκείνη για όριο να γυρίσει. Όσο χρόνο και να του έθετε, θα συμφωνούσε! Αρκεί να γύριζε.

«Τι είναι δύο χρόνια, μπροστά σε ολόκληρη την ζωή που σε περίμενα;» της έγραψε βιαστικά

«Δεν ξέρω Οδυσσέα, δεν ξέρω αν αντέξουμε, αλλά θέλω απόλυτη ειλικρίνεια από εσένα. Αν μετανιώσεις, αν μέσα σ' αυτά τα δύο χρόνια καταλάβεις ότι όλα ήταν ένα καπρίτσιο, ένας ενθουσιασμός, θέλω να το ξέρω. Μην με αφήσεις να γυρίσω πίσω αν δεν μπορείς να μ' αγαπήσεις όπως μου υποσχέθηκες. Αν δεν είμαι η Ιθάκη σου όπως μου εξομολογήθηκες, μην ξεριζώσεις ξανά τις ρίζες μου, άσε με να ριζώσω εδώ!»

Αυτό ήταν λοιπόν! Γι' αυτό του έδωσε δύο χρόνια! Για να τον δοκιμάσει! Να δοκιμάσει πόσο θα αντέξει η αγάπη του! Αν ήταν ένας ενθουσιασμός, το ήξεραν κι οι δύο ότι σε λίγους μήνες θα ξεφούσκωνε, αν όχι όμως, η απόσταση μέσα σε δύο χρόνια θα θέριευε τον πόθο τους, τόσο, που θα μετρούσαν, τους μήνες, τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να ανταμώσουν ξανά.

«Στο υπόσχομαι, αν μετανιώσω, αν νιώσω ότι δεν θα μπορέσω να σε αγαπήσω όπως σου αξίζει, δεν θα σε αφήσω να κάνεις ποτέ αυτό το ταξίδι, αρκεί να με εμπιστευτείς. Αλλά πρέπει να μου το υποσχεθείς κι εσύ! Για σένα είναι πιο δύσκολο, γιατί εσύ ακόμη δεν μ’ αγαπάς, δεν νιώθεις ότι νιώθω εγώ, και δε ξέρω αν κατορθώσω από τόσο μακριά να σε πείσω να μ' αγαπήσεις όπως σ' αγαπώ. Αν ήταν μεταδοτική ασθένεια η αγάπη θα σε είχα κολλήσει ήδη πριν φύγεις, μα αλίμονο δεν είναι».

«Οδυσσέα, τίποτα δε ξέρεις για μένα, κι ας πιστεύεις πως με γνωρίζεις! Όλους αυτούς τους δύο μήνες, κάθε μέρα, όταν γύριζα από τη δουλειά κουρασμένη, απογοητευμένη, απελπισμένη, μόνη, ολότελα μόνη, υπήρχε κάποιος στη ζωή μου που μου τηλεφωνούσε καθημερινά, την ίδια ώρα, που ήξερε ότι ξεκουράζομαι. Την ώρα που αυτός λόγω διαφορετικής ώρας θα έπρεπε να κοιμάται. Δεν κοιμόταν όχι, ξαγρυπνούσε για να με ρωτήσει, πώς είμαι, πώς κύλησε η μέρα μου! Κι εγώ περίμενα αυτό το τηλεφώνημα, γιατί ήταν το μόνο που δεν με ξέχασε ούτε μια νύχτα! Ξέρεις πόσοι μου τηλεφωνούσαν τις ώρες που εργαζόμουν ή την ώρα που κοιμόμουν; Ξεχνώντας ότι δεν θα μπορούσα να απαντήσω! Και θύμωναν κιόλας που δεν απαντούσα!! Μόνο εσύ ήσουν που υπολόγιζες τον χρόνο, τις ώρες, τα λεπτά για  να μην με ενοχλήσεις στην δουλειά ή στον ύπνο μου, για να είσαι εκεί, μόνο όταν σε χρειάζομαι εγώ! Μόνο εσύ ήσουν Οδυσσέα!!

Κι εγώ περίμενα κάθε βράδυ αυτό το τηλεφώνημα, σαν σταγόνα δροσιάς σε μια άνυδρη μέρα, διψούσα για τα λόγια σου, έσβηναν την φωτιά της θλίψης μέσα μου κι άναβαν την φωτιά της ελπίδας, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που νοιάζεται για μένα πραγματικά, ήξερα πως δεν είμαι πια μόνη. Πολλές φορές φαντάστηκα ότι δεν μιλούσαμε από το τηλέφωνο, ότι ήσουν δίπλα μου, σε έβλεπα, σε μύριζα, σ' άγγιζα, και παρακαλούσα μέσα μου, να μην κλείσεις το τηλέφωνο, να μου δώσεις ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό….

Δεν ήξερα τον τρόπο που μ' αγαπάς, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να αγαπάει κάποιος, και θα δεχόμουν όποιον τρόπο κι αν μου ζητούσες να μ' αγαπάς. Μόνο έναν τρόπο δεν θα δεχόμουν!! Να με αγαπάς χωρίς μέλλον!! Δεν θα μπορούσα να στο ζητήσω αυτό! Γι' αυτό σου ζήτησα στην αρχή να πάρεις πίσω την καρδιά και τ' όνομά σου που τόσο απλόχερα μου πρόσφερες. Δεν στο ζήτησα επειδή εγώ δε σ' αγαπούσα Οδυσσέα! Στο ζήτησα ακριβώς γιατί σ' αγάπησα!!

Και πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπήσω; Αν εσύ μ' αγάπησες σε δύο μέρες, εγώ σε δύο μήνες, τι λιγότερο θα μπορούσα να κάνω; Σε δύο μήνες που ήσουν πιο κοντά μου και πιο δίπλα μου απ' όσο κανείς άλλος δε βρέθηκε ποτέ στη ζωή μου! Δύο μήνες τώρα εγώ, δεν ένιωσα ούτε λεπτό μακριά σου! Δεν φοβήθηκα λοιπόν ποτέ μου την απόσταση, κι ας μίλησα μόνο για αυτήν, φοβήθηκα μήπως εσύ φοβηθείς την απόσταση και λιγοψυχήσεις κι εγώ δεν θα το άντεχα να μην με αγαπάς αύριο όπως μέχρι σήμερα που κάθε μέρα μου αποδεικνύεις με το ενδιαφέρον σου».

«Μ' αγαπάς; Τόση ώρα αυτό μου εξηγείς; Οτι μ’ αγαπάς; Θέλω να το ακούσω. Σε παρακαλώ θέλω να το ακούσω! Μην μου στερήσεις αυτή την λέξη».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα! Πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπώ; Μόνο αυτό μου μάθαινες δύο μήνες τώρα! Να σ' αγαπώ! Θα ήμουν τρελή αν δεν σ' αγαπούσα!»

«Ξαναπέστο».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα».

«Κι είκοσι χρόνια θα σε περιμένω, αρκεί να μου το λες κάθε μέρα».

«Πιστεύεις ότι θα αντέξεις είκοσι χρόνια να με περιμένεις;».

«Ξεχνάς πώς με λένε;»!!


Σοφία Τανακίδου

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

ΑΧ! ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΧ! (της Λίτσας Μοσκιου)



Γι' αυτήν...

Την ρημάδα την ψυχή μιλάω 

που λαχταράει όλα τα "πάντα". 

Τα πάντα που θα μπαλώσουν 

κάθε κενό 

κάθε τρύπα ανοιχτή 

που θα κολλήσουν 

το σπασμένο καλούπι της αγάπης 

μέσα σου...

Αχ! αυτό το "Αχ!"

να μπορούσε να μεταφράσει 

όλες τις επιθυμίες 

να μην τολμήσει ποτέ 

καμία μετριότητα 

να κρύψει ξανά λέξεις 

πίσω από τα δόντια

να μην αφεθεί καμία γωνιά 

της ψυχής σου αφώτιστη 

από εκείνο το μοναδικό άγγιγμα 

που μόνο εσύ θα αναγνωρίσεις 

μέσα σε τόσες προσπάθειες

μες στις συνάφειες του κόσμου. 


Λίτσα Μοσκιου


Τάσεις φυγής (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)



Ταξίδι για το άγνωστο
αν θες να ξεκινήσεις,
κάτσε εαυτέ μου να σκεφτείς
μ’ αυτό τι θα κερδίσεις.
Μπορεί με την απόφαση
στα πέρατα να φτάσεις,
και όλους αυτούς που αγαπάς
μπορεί να τους ξεχάσεις.
Κι αυτή η περιπέτεια
που έχεις στο μυαλό σου,
κανείς δεν ξέρει αργότερα
θα είναι για καλό σου;
Γιατί αν θελήσεις κάποτε
πίσω να έρθεις πάλι,
δεν ξέρεις αν θα βρεις ποτέ
ζεστή ανοιχτή αγκάλη.
Να, όλο τέτοια σκέφτομαι
κάθε που μένω μόνος,
μα ο καλύτερος γιατρός
είναι εντέλει ο χρόνος.



Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Ατιτλο (της Κούλας Κραντα)

 


Παρακαμπτω τα λόγια των αθλίων

κλείνω τα αφτιά μου

στο χειροκρότημα των υποκριτων. 

Η ζωή έχει ένα βαθύτερο νόημα και έναν σκοπό...

Ω! Σας παρακαλώ!

Χαμηλώστε λίγο τις φωνές της έπαρσης, 

θέλω να ακούσω το τραγούδι των πουλιών

και το ερωτικό κάλεσμα των κυμάτων.

Κλείστε στις χούφτες σας σφιχτά το προτεταμενο σας δάχτυλο.

Εγώ ο ψεύτης, ο κλέφτης

και ο φονιάς εγώ. 

Μα πριν λερωσετε το μαχαίρι σας από το αίμα μου, 

κοψτε ψωμί και χορταστε την πείνα του εγωισμού σας. 

Και πριν διαμελισετε την σάρκα μου,

πιείτε κρασί να ξεδιψασετε το μίσος σας... 

Έπειτα με ήσυχη συνείδηση κοιμηθείτε,

όλοι εσείς οι δίκαιοι του κόσμου και οι καλοί...


Κουλα Κραντα




ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ (του Νίκου Δημογκότση)



Κάθε νύχτα αποβιβάζομαι στις ακτές του κορμιού σου,

κι ένα μαζί του γίνομαι.

Και δεν έχω θέληση άλλη, από το να βρίσκομαι εκεί,

ως όστρακο στου βράχου την ασφάλεια...


Γιατί το ξέρω καλά,

ότι ο Έρωτας σε βράχου σχισμάδα,

κυκλάμινο κι ανθίζει,

και η ωραιότητα του, ως και τον ήλιο θαμπώνει

σε όλες τις ώρες της ημέρας.


Κι ακόμα ξέρω καλά,

πως στο σφιχταγκάλιασμα μεγαλώνει η αγάπη,

και δέντρο φυλλοβόλο αξιώνεται,

σε μία γαλήνη που ζηλευτή,

Δύσης κι Ανατολής, ταξιδεύει στο άπειρο,

Βασιλείς χειροτονώντας τα αισθήματα...


Νυν και αεί ο Έρωτας,

σε αγάπη μετουσιώνεται,

εάν οι δύο, ένα έσσονται εις την κλίνη των Υπάρξεων.


Νυν και αεί, μόνο η Αγάπη,

ανεβάζει τον Έρωτα,

στην ουράνια σφαίρα της Κατοικίας του...


Νίκος Δημογκοτσης


(Ο Θαυμάσιος Πίνακας είναι της Εξαίρετης ζωγράφου Φωτεινής Παππά, που από καρδιάς θερμά Ευχαριστώ!!)





Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΛΕΙΠΕΙ (της Βασιλικής Βήχα)



Τίποτα δεν λείπει απόψε 

από το μισό σκοτεινό μου δώμα

όλα υπάρχουν τριγύρω,

διακοσμούν μια νότα ηρεμίας

σε ένα κόσμο μεγάλης αταξίας

Βιβλία αράδες, γεμάτα ποτήρια

κι όλου του κόσμου τα μυστήρια


Μόνο εσύ δεν υπάρχεις

λίγο έστω να μ' αγκαλιάσεις

να μου πεις τρυφερά σ'αγαπώ

να μείνεις εδώ για καιρό

να γεμίζει ο χώρος ζωή

να υπάρχει για μένα πνοή


Τίποτα δεν λείπει απόψε

μόνο ο ήχος της φωνής σου,

το βλέμμα της δύναμής σου

κι εγώ για να ξεχαστώ 

βάζω ακόμα ένα ποτό

ανοίγω το ράδιο στη διαπασών

και περιμένω τη στιγμή που θα 'σαι παρών


Βασιλική Βήχα




Άτιτλο (του Λουκά Αναγνωστοπουλου)

 



Στην οχλαγωγία της Αγοράς

ν' αποζητάς τις ερημιές

εκεί θα βρεις νέα ερωτήματα

αντί για χιλιοειπωμένες απαντήσεις.


Στους λογής λογής προφεσόρους

που κατακλύζουν την ζωή

να δηλώνεις πεισματικά

μαθητής που απλώς αναζητά.


Υπάρχουν οι βεβαιότητες

και τα εύκολα χειροκροτήματα

ξέρεις, αυτά που δυνατά δίνονται

και εκκωφαντικά σβήνουν.


Μην τα καταδεχτείς όλα τούτα

και ας είναι ελκυστικά.

Να θυμάσαι η σιωπή 

είναι δίδυμο αδέλφι του λόγου.


Αγάπα τα εξίσου

πρόσεξε τα εξίσου

και θυμήσου πως σε καιρούς άγριους

μετράει το πότε, πώς και γιατί (δεν) μίλησες.


Λουκάς Αναγνωστοπουλος

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Άτιτλο (της Έλενας Μαυροειδή)



Καθώς ο καιρός φεύγει  

φεύγω κι εγώ μαζί του 

δεν έχω άλλη επιλογή 

δεν θέλω να με αφήσει πίσω ...


Μόνο μικρές στιγμές  δραπετεύω 

και πάω στο χθές 

σε κείνο το φθινόπωρο 

στη λίμνη, κι είναι όλα ίδια 

όπως τότε ...


Ακόμα κι η βάρκα στέκεται εκεί αντιστέκοντας στον καιρό 

μας περιμένει,

τα κρινάκια του φθινοπώρου  

που τόσο αγαπούσες, όλα ίδια   

μα έρημα ...


Κι ο χρόνος  συνεχίζει το δρόμο του   

κι εγώ ακολουθώ, 

πέρνοντας τις αναμνήσεις 

για συντροφιά,

σε αυτές τις μικρές  στιγμές 

που απουσιάζω, 

κι επιστρέφω  στο όνειρο ...


Έλενα Μαυροειδή

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Καθίσαμε τώρα απέναντι

Τα χέρια σου κρατάνε σύννεφα

Τα δικά μου βροχή.

Ανάμεσα μας 

ένα κόμπος, στον λαιμό καθισμένος

στο χτένι του λάρυγγα κρέμεται.


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Δεμένα τα χέρια μου.

Τα δικά σου κρατούν το σκοινί.

Στους καρπούς μου και στην γλώσσα σου στρογγυλοκάθισαν λέξεις

βαριές, ασύστολες.

Ζηλωτές ερειπίων 

φρουρώντας ακοίμητα οποιαδήποτε τυχούσα ραγή αμφισβήτησης

περιδένοντας τα χέρια μου με βέβαιη την ακινησία.


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Παραδίπλα καθισμένος ο χρόνος.

Επιλήσμων

Ασυνήγορος κι αυτός.

Δεν θυμάται να πει.

Να δώσει έστω κάποιες, όποιες διευκρινήσεις…


Τί να ‘σουν άραγε εσύ;

Κι εγώ τί να ‘μουν αλήθεια;   

(Δεν απαντώ κι ας το έμαθα.)


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Οι αναβαπτίσεις των γεγονότων εκτοξεύονται πλέον με μανία στους βραχίονες

για να δέσουν τα χέρια μου σφιχτά, χωρίς δισταγμούς.

Όλες οι μέχρι τώρα έννοιες

παίρνουν σειρά και σε μαύρα νερά βουτάνε.

Μία μία.

Να βγουν όμως «όπως πρέπει» Πρέπει. 

Χωρίς κοινή λογική

φτάνει μονάχα

να ‘ναι πειστικές 

πνιγμένες στις νέες τους διερμηνείες.

Είναι κι αυτή η ξένη συνείδηση βλέπεις

Ίσως και καταφέρουμε να την βολέψουμε κάπου

για να βγάλει επιτέλους τον σκασμό…


Άκαμπτα όλα και συμπαγή.

Κι εσύ σηκώνεις την πέτρα και την ρίχνεις στο δόξα πατρί.

Το «δεν» της αναίρεσης σου ανεβαίνει στο έδρανο και αρχίζει την διάλεξη:

«ΔΕΝ έκανα»

«ΔΕΝ εννοούσα»

«ΔΕΝ είπα»

«ΔΕΝ κατάλαβες.»

ΔΕΝ, ΔΕΝ…

Και τούτο το “ΔΕΝ”  στα χέρια μου, αχ πόσο περιπαικτικά δένεται...


Νίκησες όμως.

Νίκησες...


Καθίσαμε τώρα απέναντι

Στα χέρια σου σύννεφα

Τα δικά μου στις χούφτες τους μαζεύουν βροχή

Κι εκείνος ο κόμπος 

πεσμένος πια

Τα σπλάχνα μου βρήκε 

και τρώει…


Γεωργία Κιουλαχογλου


Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Ευθυμογράφημα (της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)

 



Και να ΄μαστε λοιπόν εδώ

να λέμε δόξα τω Θεώ

που γλιτώνουμε ακόμα

με ή και χωρίς...βελόνα


Άλλοι μία κι άλλοι δύο

μάσκες σε φρενοκομείο

χαιρετάμε και αγνώστους

προσπερνάμε τους αρρώστους


Μάσκα κι αντισηπτικά

σπρέι, τζελ, εθιστικά

όπλα σε κάθε γωνία

μήπως φύγει η αγωνία


Γύρω όλοι ειδικοί

“ψεκασμένοι” και οι μη

συνωμοσιολογίες

κόντρα σε συνωμοσίες


Αδαείς και αφελείς

οι υπεύθυνοι και οι άλλοι

όλοι στο ίδιο καζάνι

η απόφαση μεγάλη


Μπρος γκρεμός και πίσω χάος

σου χρειάζεται το θάρρος

Κι αν το βήμα σου είναι λάθος;

Κι αν σε περιμένει ο τάκος;


Κάπου έρχονται αναμνήσεις

ξέγνοιαστες αναπολήσεις

Θέλεις να απαλλαγείς

θέλεις να τα ξαναδείς


Μένει μετέωρο το βήμα

φόβος τάχα ή λογική

Έχουν όλα μπερδευτεί 

Κρίση, αντίληψη, το θύμα


Μίσησες κάθε βελόνα

μίσησες και την κορώνα

πρέπει να απεξαρτηθείς

Πού να πας για να κρυφτείς;


Όπου πας σε κυνηγάει

ο αόρατος εχθρός

μα νομίζω πως δεν είναι

ένας και μοναδικός


Ο Θεός μας βοηθός


Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ (της Σοφίας Κοντογεωργου)

 



Χέρια τραχιά

σημαδεμένα απ' τη σκληράδα της δουλειάς

σαν σχηματίζαν αγκαλιά

χωρούσε ο κόσμος όλος

Πάνω στο ηλιόσκαφτό του πρόσωπο

χαμογελούσε η αγάπη

γερά στους ώμους

κουβαλούσε τη ζωή του

ένα ακόμα πηλοφόρι 

κι ορθός τις μάχες του

πολέμησε

Πάντα ανοιχτές οι πόρτες

του σπιτιού του

κάτω απ τον ίσκιο της καρδιάς του

τραπέζια στρώνονταν

Με βήματα μικρά

μα σταθερά

τον κόσμο τούτο 

τον σεργιάνισε

κι αθόρυβα την πόρτα

πίσω του έκλεισε

σαν τέλειωσε η βόλτα

Μικρός το δέμας

μα πελώριος

Ο πατέρας μου.





Σοφία Κοντογεωργου

 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Η ζούγκλα (της Εύας Κοτσίκου)

 


Κάποτε ίσως να βρεθείς σε μία ζούγκλα. Δεν θα ξυπνήσεις ένα συνηθισμένο πρωινό ξαφνικά εκεί. Όχι. Θα έχεις χαθεί εδώ και χρόνια μέσα της, θα έχεις ξεστρατίσει σταδιακά, θα έχεις παρεκκλίνει της πορείας σου κλιμακωτά χωρίς να το καταλάβεις. Θα έχεις βρεθεί εκεί ενώ κάποιοι θα σε έπεισαν ότι δεν είναι ζούγκλα, δεν είναι ένα επικίνδυνο μέρος αλλά ένας ολάνθιστος κήπος. Θα σου πουν να μην ανησυχείς, ότι δεν υπάρχει λόγος. Κι εσύ που πάντα αγαπούσες τους ολάνθιστους κήπους θα το πιστέψεις. Ώσπου θα αρχίσεις να βλέπεις τα θηρία να περνούν δίπλα σου. 


Στην αρχή θα θεωρήσεις τα θηρία πλάσματα ακίνδυνα. Το ένστικτο της επιβίωσης θα κοιμάται βαθιά μπροστά στην επιθυμία να ζήσεις μια όμορφη ζωή στον «ολάνθιστο κήπο». Μετά θα νιώσεις πόσο αφιλόξενο είναι το περιβάλλον μα και πάλι, θα θεωρήσεις ότι δεν προσπαθείς αρκετά να προσαρμοστείς σε αυτό. Και έτσι θα προσπαθείς και θα υπερβάλεις εαυτόν για να γίνεις αποδεκτός στη ζούγκλα, να «κουμπώσεις» με το υπόλοιπο σκηνικό, θα γίνεις άγριος ώστε να μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα ώσπου τα άγρια θηρία θα σε πλησιάσουν επικίνδυνα. Τότε θα είναι η στιγμή που το ένστικτο της επιβίωσης θα ξυπνήσει. Θα είναι το πρωινό εκείνο που θα ξυπνήσεις στην ζούγκλα και θα έχεις συνειδητοποιήσει πού βρίσκεσαι.


Είναι η στιγμή που θα πρέπει να οργανώσεις σχέδιο απόδρασης. Θα φοβάσαι τα θηρία αλλά πιο πολύ θα φοβάσαι να αποδεσμεύτεις από τη ζωή που ζούσες μέχρι τώρα. Βλέπεις πάνε χρόνια από τότε που δεν ζούσες σε ζούγκλες. Η ελευθερία θα σου φαίνεται χαοτική, θα αντιμετωπίζεις αγοραφοβικά το ενδεχόμενο αποδέσμευσης από το περιβάλλον που έχεις συνηθίσει. Κάποιοι θα σε αποθαρρύνουν. Θα σου πουν ότι καλύτερα να μείνεις εκεί αφού δεν έχεις πού αλλού να πας. Μην τους ακούσεις. Απόβαλλε συναισθηματισμούς, έχε ψυχρή λογική και ψυχραιμία, οργανώσου και ξεκίνα για το μεγάλο φευγιό. Το πού θα πας είναι δευτερεύον. Κάποιες μαϊμούδες θα παίζουν ανέμελα χοροπηδώντας από δέντρο σε δέντρο καλώντας σε να παίξεις μαζί τους. Μην δίνεις σημασία. Εκείνες είναι ήδη βολεμένες στο οικείο περιβάλλον τους τρώγοντας μπανάνες. Εσύ δεν είσαι προορισμένος να τρως μόνο μπανάνες, ούτε να ζεις σε δέντρα.


Μη θυμώνεις με τον παλιό σου εαυτό. Όλοι έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε ολάνθιστους κήπους! Μη θυμώνεις με τα άγρια θηρία. Η φύση τους ευθύνεται γι'αυτό που είναι. Μη θυμώνεις, καταναλώνεις ενέργεια απλά σκέψου τη διαφυγή και δράσε. Βγες από τη ζούγκλα, κράτα το ότι σε έκανε πιο δυνατό με τόσες εμπειρίες που σου προσέφερε, ότι τα θηρία σου δίδαξαν πώς να είσαι σε εγρήγορση και πήγαινε να καλλιεργήσεις εσύ ο ίδιος τον ολόδικό σου ολάνθιστο κήπο.


Εύα Κοτσίκου



7

[Τίποτα δεν θα πω..] (της Χρύσας Μπαφουτσου)



Καλό ταξίδι, Καλό παράδεισο  στην μάνα που δανείστηκε τα φτερά του μικρού της αγγέλου για να ταξιδέψει εκεί, στο αιώνιο φώς....


Ήταν τόσο πυκνό το σκοτάδι στη γη. 

Κι οι κραυγές οι ανάσες πνιχτές...

Το χάδι παγερό. 

Στην ανάσα του θανάτου

δίπλα το μωρό...


Πόσο παγωμένη είσαι μαμά..

Σ' αγγίζω... μ' ακούς;

Κρυώνω....

Έφυγες με τα δικά μου φτερά..

Τόσο γοργά...

Μάταια ψάχνω μια αγκαλιά...μαμά...


Όσο για τα..... "άλλα " τίποτα δεν θα πω...

Τίποτα...

17 Ιουνίου 2021.



Μια λυπημένη μέρα του καλοκαιριού,

 κάπου στον ....κόσμο που ολοένα και σβήνει ο ήλιος, το φώς... η ανθρωπιά ....


Χρύσα Μπαφουτσου

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

'Μέρες γιορτής (της Βικυς Μπάλλου)



Τις όμορφες μέρες σου 

να τις γιορτάζεις.

Όχι απαραίτητα με φίλους,

τραγούδια στη διαπασών,

φανφάρες και φορτωμένα τραπέζια.

Να τις γιορτάζεις εντός σου

ως τους αρμόζει.


Να στέκεις χαμογελαστά 

μπρος στον καθρέφτη σου

-όχι από αλαζονεία,

μα από περηφάνια-

να στολίζεις τη θωριά σου

με λόγια γλυκά, τιμητικά,

αντάξιά σου.


Να αφιερώνεις χρόνο

να συνειδητοποιείς τι κέρδισες,

για τι προσπάθησες,

να αναγνωρίζεις πόσο προσπάθησες.


Να ρουφάς κάθε λεπτό τους,

να ξεδιψάσει το μέσα σου 

για τον αγώνα του.

Να αισθάνεσαι τα κύτταρά σου

να πάλλονται ρυθμικά 

από αναζωογόνηση, από γνήσια ευθυμία

και την ψυχή σου να ξεχειλίζει

απ’ την αγαλλίαση που πεθυμούσες. 


Κι αφότου γευτείς τη χαρά

ως τις τρίσβαθες πτυχές σου

και την αφήσεις 

να σου μελώσει την καρδιά,

να σημειώνεις κάθε στιγμή

στο ημερολόγιο,

να μην λησμονήσεις τίποτα

-γιατί συχνά οι μνήμες 

συνορεύουν με τις λύπες. 


Να μην αρκείσαι

σε χλιαρά συγχαρητήρια,

άνευρα μπράβο 

κι άνοστους επαίνους.

Να μην επιτρέπεις σε κανέναν

-ιδίως σε σένα-

να υποτιμήσει 

τους κόπους που κατέβαλες,

τα σκαλοπάτια που σκαρφάλωσες,

τους δαίμονες που ξόρκισες,

τις κορυφές που τώρα ατενίζεις.


Να σε αγκαλιάζεις 

γενναιόδωρα, σφιχτά,

γιατί δεν είσαι μονάχα 

το τρόπαιο που κέρδισες·

κατεξοχήν και ανεπίστρεπτα

είσαι η μάχη που έδωσες

-και στην ουσία της

μόνο εσύ γνωρίζεις.


Δεν είσαι μονάχα

οι κακές στιγμές,

οι μελαγχολικές Κυριακές,

οι νύχτες που ‘χουν θλίψη·

είσαι και η λαμπρή ηλιαχτίδα της αυγής,

η υπόσχεση πώς θα τα καταφέρεις,

το επόμενο βήμα, 

η πρωτόγνωρη συνέχεια,

ο πολυπόθητος ιδρώτας του κάματου,

το αναστέναγμα της λύτρωσης

-για την ακρίβεια,

είσαι κυρίως αυτά.


Να τις χαίρεσαι 

τις όμορφες μέρες σου,

να τις εξυμνείς.

Μην τις αφήνεις 

να περνούν αδιάφορες, 

συμβιβασμένες.


Δεν είναι μια ακόμη μέρα·

είναι η Μέρα σου.


 - Βίκυ Μπάλλου

 

ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ ΚΟΡΗ (του Κυριάκου Δοσαρα)


 


Μου σώνονται τα λόγια τώρα

δεν έχω χρόνο πολύ

και τούτη η μέρα μου δόθηκε

το κρυσταλλωμένο νερό της πηγής

απάνω στα χείλη σου να στάξω.


Σταυρώνω τα χέρια μου τώρα

δεν έχω χρόνο πολύ

και τούτη η μέρα μου δόθηκε

να σου στείλω το σ 'αγαπώ μου

με τα δικά μου χείλη

γιατί το τώρα μοναχά μου ανήκει

και το αύριο ούτε η ίδια η ποίηση

δεν το καρτερά.


Πονάω ακόμη τώρα

δεν έχω χρόνο πολύ

και τούτη η μέρα μου δόθηκε

για να καρφιτσώσω στα χρυσά σου μαλλιά

την ανατολή του τόπου σου

και το λιόγερμα των δικών μου ονείρων.


Ουρλιάζω τώρα

δεν έχω χρόνο πολύ

και τούτη η μέρα μου δόθηκε

για να σε κρατήσω με την άκρη των δαχτύλων μου

να μην μου δραπετεύσεις πάλι

σαν τις κατάμονες λεπτές σκιές

που κυνηγώ απελπισμένος αργά τα βράδια.


Σε ικετεύω τώρα

δεν έχω χρόνο πολύ

και τούτη η μέρα μου δόθηκε

να σ ' αγαπήσω πιότερο ακόμη.


Ακούμπησε το δάχτυλό σου ήσυχα ήσυχα

επάνω στα νοτισμένα μου μάτια

και πες μου σε παρακαλώ λιογέννητη κόρη

πως μ ' αγάπησες 

όπως αγαπούν τα διαβατάρικα πουλιά

τον συρτό λυτρωτικό αχό 

της ροδοδάχτυλης αυγής

λίγο πριν το μεγάλο τους πέταγμα.


 Κυριάκος Δοσαρας

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Άτιτλο (της Σωτηρουλας Τζιαμπουρη)



Της καρδιάς μου χορεύουν οι φλέβες. 

Σ' ένα χορό κεντημενο  μέσα από τα μάτια σου.


Αυτά τα ματια σου που με καλούν 

σ' αυτό το χορό των ψυχών. 


Σ' ένα ταξίδι διαδρομή στης 

ψυχής σου τον πόνο. 


Σ' αυτό το χορό των ματιών 

με βήματα, χάδια τον ήχο των δακρύων. 


Να γεμίζουν το πρόσωπο σου, 

να κυλάνε στο σώμα σου, στάχτες 

να γίνονται στης λησμονιάς τα χείλη. 


Υποφέρω!!!!!!


Θα χορέψουμε αυτό το χορό 

των ματιών σου ;;;;;


 Σωτηρουλα Τζιαμπουρη

ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΚΛΑΙΕΙ (της Φιλαρετης Βυζαντίου)


 


Όλο το μεσημέρι 

 ο ίδιος περίεργος ήχος

''Μαμά, κάτι κλαίει''

''Ο άνεμος της λύπης είναι, μη φοβάσαι''

''Να τον πάρουμε μέσα;''

''Δεν φιλοξενείται ποτέ το δάκρυ 

  μήτε ο καημός του ανθρώπου, παιδί μου''


Όλο το μεσημέρι σκάλιζα τα άχυρα της μνήμης

Τη μορφή της έψαχνα

Πώς ξεθωριάζουν στου χρόνου τα απόφωτα

οι μορφές!

Πώς σβήνουν τα λόγια τους!

Πάντα μέσα μου κάτι κλαίει

Η ανάσα της;

Τα μάτια της;

Τα χέρια της;

Η ευωδιά της;

Η προσευχή της;

Ίσως όλα αυτά μαζί

Μα όλα για μένα

Το ξέρω καλά

Κι αυτό με πονάει


Στοργή 

Σκέφτηκα να ζυγίσω ένα - ένα γράμμα χωριστά

Αδύνατον

Είναι βαριά  αυτή η λέξη

Την νοιώθω μέσα μου να βουίζει

σαν τον λεβάντε των Κυθήρων

και σαν μελτέμι κυκλαδίτικο

Είναι βαριά αυτή η λέξη

Δεν σε αφήνει ποτέ να κινδυνεύσεις

από βέβαιο πνιγμό

από τον βέβαιο εαυτό σου

από κάθε αποκοτιά και κάθε τρελή σου επανάσταση


Όλο το μεσημέρι 

ο ίδιος περίεργος ήχος

''Μαμά, εσύ είσαι;''

''Μη φοβάσαι ...ετοιμάζω το άσπρο  φουστάνι

για την Κυριακή 

για το ποίημά σου

που στεγνώνει τα δάκρυά του στον ήλιο

για την αγάπη

που άνθισε και ψάχνει στήθος να ακουμπήσει 

τα μικρά της λουλούδια 

για σένα 

που πάλι ξέχασες να ποτίσεις την προσευχή μου ...''


Φιλαρέτη Βυζαντίου

[ Φ.Β. 0200704  '' ΦΩΣ  ΕΚ  ΠΕΤΡΑΣ''  2018-2020]

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

"Κεράκι ρεσώ" (της Μαρίας Δημοτακη)


 


Ήταν πρωί και 

είχα ξεχάσει πως κάποτε 

είχα γίνει θάλασσα για σένα

να μπορώ να σε πάω ταξίδια,

στεφανωμένα με ηλίου στέμματα.

Κι αν πάλι δεν ήθελες θυμάμαι,

στεκόμουν εκεί ατάραχα,

να μπορώ να σε ακούω,

να σε συντροφεύω πανσέληνα.


Είχα γίνει αέρας κάποτε για σένα.

Να μπορώ να αγκαλιάζω

αυθαίρετα την ψυχή σου,

τάχα μου τυχαία.

Μα το άρωμά της

γινόταν αέρας κι αυτό

και σ' έχανα,

γινόσουν αερικό,

κι όλο αγρίευε η πεθυμιά μου να σε πιώ.


Και γινόμουν ξαφνική βροχή 

για να μπορώ να κυλήσω,

να ποτίσω,

αυτό που αναρριχόταν

πάνω σε όλες τις αισθήσεις μου,

ένα αρωματικό κόκκινο αγιόκλημα, 

το σώμα σου.

Μα εσύ, έτρεχες σε υπόστεγα

και ομπρέλες δανεικές

και γω έπεφτα κάτω

σε τσιμέντο τραχύ, 

άνοστο και νεκρό.


Και έγινα κεράκι ρεσώ,

σε κηροπήγιο γυάλινο 

διακοσμητικό,

που μία νύχτα τ'άναψες

από περιέργεια να δεις,

θάμπωσε,

μαύρισε το γυαλί, 

και έλιωσα εκεί.

Όσο με ήθελες,

τόσο άντεξα,

τόσο έγινα.

Και έσπασα. 

Δεν ξανάγινα τίποτα πια.


   Μαρία Δημοτακη                

Άτιτλο (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Βράδυ ξεκίνησαν οι σπασμοί.

Είχε μιαν υπερφόρτωση το σκοτάδι, έπλεε και η ατμόσφαιρα  σε μια διάχυτη διόγκωση…

Τότε ήταν που έσκισε το περίβλημα του το ποίημα

Και άρχισε να διαστέλλει τη μήτρα του νου.

Ειπωμένα και ανείπωτα, τινάχτηκαν από το σώμα του χρόνου και

Αιχμαλώτισαν με μια αλλόφρονη σιωπή τους νευρώνες της στιγμής.

Αποσύνδεσαν κάθε λειτουργία τους κι άρχισαν να συσπώνται ετοιμόκοποι στην τελευταία εξώθηση της κραυγής.

Δε θυμάμαι τίποτα μετά.

Μόνο τη φωνή σου στο μαξιλάρι να μου ψιθυρίζει:

- Πάρε βαθιά ανάσα και σπρώξε να βγει ο στίχος.

- Ό,τι μένει στον εγκλεισμό του, νεκρό γεννιέται.

Δεν μου 'πες όμως, πως εκεί που είναι η γέννα, εκεί είναι και η ταφή… 

Αυτό δεν μου το ‘πες


Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου


Katia Chausheva Photography

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΑΓΝΩΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ! (της Νέλλης Κουμεντακη)



Πόσα έχασα όσα δεν

φαντάζεσαι, φοβόμουν

την προσέγγιση των κυμάτων!


Μου αρκούσε

ένα κοιταγμά σου να ξεπεράσω

το φόβο  μου στα δικά σου απέραντα 

πέλαγα των ματιών σου τ ' ακρογιάλια!


Κι από τότε  λάτρεψα 

τη θάλασσα  σ' ανταμώνω εκεί

στις κρυφές μου ελπίδες,  μου φιλτράρουν

τα κύματα τις επιθυμίες και οι σκέψεις μου

παίρνουν μορφή τις ακούω εγώ και οι χτύποι

της καρδιά μου!


Νέλλη Κουμεντακη




Αγάπη ανέσπερη (του Λευτέρη Ελευθερίου)



Εσύ μονάχα

την ψυχή

ξεπλένεις

μ' όνειρανθούς

και αυγινή δροσιά


Εσύ μονάχα

ανάσα

ανέσπερη

έχεις τον τρόπο

να μαλακώνεις

την καρδιά... 


Την ημερεύεις

τη μαγεύεις

με λόγια βάλσαμο 

τη ραίνεις

Κι αυτή πετά

στο μυρωδάτο αγέρα...


Ανάλαφρη! Γοητευμένη! 

Στον έρωτα σου γητεμένη.


 Λευτέρης Ελευθερίου

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Άτιτλο (της Βασιλικής Σταθοπούλου)



Ξέρεις τι με σώζει?

Που ό,τι θέλησα...

Ό,τι πόθησα...

Ό,τι λάτρεψα...

Η φαντασία μου το πραγματοποίησε...

Ονειρευόμουν τόσο έντονα που έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει και τρόμαζα με το πόσο αληθινά το ζούσα κάθε τι...

Στην φαντασία μου αγαπήθηκα όπως ήθελα...

Στην φαντασία μου πέθαιναν για μένα...

Στην φαντασία μου μου φέρθηκαν σωστά...

Τι κι αν εγώ όλα αυτά τα έκανα στην πραγματικότητα...

Είπαμε, άλλο εγώ...

Άλλο όλοι οι άλλοι....

Καληνύχτα τώρα...

Με περιμένει το όνειρο κι απόψε...


Βασιλική Σταθοπούλου

Κατά βάθος (της Μαρίας Κουτούση)



Είσαι μόνος...

Χαμογελάς μέσα στην οικεία σου ερημιά,

στο χώρο το μεστό από την ώριμη, 

τη γαλήνια εκδοχή σου.

Με βήματα άφοβα

προχωράς προς την αλήθεια σου. 

Προς τη μόνη αλήθεια...,

της οδού προς εαυτόν.

Για να μη χάσεις την ψυχή σου,

θρηνώντας για χαμένες προσδοκίες

και ματαιώσεις, μέσα σ' ένα ρευστό

και αβέβαιο κόσμο...

Απατηλές προσδοκίες, σε εποχές

άγουρες και ανυποψίαστες.


Γιατί το ξέρεις πια

ότι κατά βάθος είσαι μόνος...

Ότι με άλλες μοναξιές δίπλα σου

μοιράστηκες τις ελπίδες σου,

τις εποχές σου,  τα άνθη σου

και τους καρπούς .

Με άλλους κατά... βάθος μόνους.


Ναι, είσαι μόνος.

Αλλά  συντροφευμένος

από τις μοναξιές όλης της γης. 

Και σίγουρα όχι χωρίς ελπίδα.


Μαρία Κουτούση

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Η ΑΓΑΠΗ ΚΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ (της Βάγιας Μπαλή)



Υπήρξε μια γυναίκα,

πανέμορφη πολύ,

με ήλιους μες στο βλέμμα,

με λυγερό κορμί.

Την έλεγαν Αγάπη,

τη θέλανε πολλοί,

μα εκείνη μονάχα 

έλιωνε για ενός άνδρα 

το φιλί.

Τον έλεγαν Έρωτα,

στα χάδια του ριγούσε

και στο αντίκρισμα του,

τα όρια περνούσε.

Μα αυτός, μόνος δεν ήταν,

είχε και τα παιδιά του,

Πάθη τα ονόμασε,

τιμούσαν την γενιά του.

Η Αγάπη μ’ άσπρο φόρεμα,

στον κόσμο τριγυρνούσε

κι ο Έρωτας φορούσε κόκκινα

και την πολιορκούσε.

Λάτρεψε τον Έρωτα,

μα τα Πάθη την πονούσαν

κι όσο εκείνη φώναζε,

αυτά καρδιοχτυπούσαν.

Μια νύχτα δεν την άντεξε

αυτήν την ιστορία,

σε λίμνη από δάκρυα, 

χάθηκε με βία.

Ο Έρωτας μονάχος του,    

την πιάνει, την κουνά,

μα δείγματα ζωής 

δεν έχει και πονά.

Τα πάθη τον αφήσανε

την θλίψη του να ζήσει

και στη σιωπή της μέρας

να την αποχαιρετίσει. 


 Βάγια Μπαλή

Ο ΠΛΑΝΉΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ (της Αναστασίας Σαβαρη)



Στον πλανήτη της ερήμου

υπάρχει ένας 

αυστηρά προσωπικός

δεδομένος φοίνικας

Καταθέτει όποιος θέλει

το ριγμένο του κορμί

και κάτω από το υπόστεγο

του έφορου ουρανού

γίνεται ανάληψη ελπίδας


Μια φιμωμένη ησυχία

απλώνεται τριγύρω

προδίδεται

από το σύρσιμο της έχιδνας

μέσα στην άμμο της συνείδησης

Εδώ η πίκρα πτυχώνεται

μέσα σε αχανή πέπλα αξιοπρέπειας

Μόνο στο όνομα του θεού

γίνονται χατήρια

Ένα κάλεσμα προσευχής πνίγεται

απ' τις ζεστές πνοές του Σαρκίγια*


Στα παζάρια του Μαρακές

όνειρα αγοράζονται φτηνά

ενώ ακούγεται ένας γνώριμος

υπόκωφος ρυθμός

από τα ναι και τα όχι των σκλάβων

που πέφτουν σε μπακιρένια τάσια

Πόσο κοστίζει μια τιμή

να σου δώσω μια ζωή

Πετάγεται ένας πίσω απ' τον πάγκο

μέχρι τότε αθέατος

η "εποχή της άγνοιας"** πέρασε μου λέει

δώσε και κάτι παραπάνω

για το φόρο αίματος


Η Χαλιμά σταματά

να λέει παραμύθια

σταυρώνει τα χέρια της

και με ανακρίνει

γιατί την πίστεψα

Αχ! Για όλα φταίνε αυτοί

οι μυστικοπαθείς οι Βεδουίνοι


Δεν ξέρω πότε περνά

το καραβάνι των υποσχέσεων

Μπορεί να το έχασα

Μπορεί και να απεργεί

Προστοπαρόν

έχω με άλλα να ασχοληθώ

Πιο πέρα στην όαση

με περιμένει ο Αλάν να παίξουμε


Αναστασία Σαβαρη

* Σαρκίγια: αραβ. λέξη, ανατολικός άνεμος στην έρημο

** "Εποχή της Άγνοιας": για τους μουσουλμάνους η εποχή πριν το Μωάμεθ



Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Η ψευδαίσθηση (της Λιλη Βασιλάκη)



Την ώρα που η αγάπη φλέγεται από ηδονή, 

τ' άστρα παίζουν τρίλιζα στο πάνθεον τ' ουρανού. 

Και καθώς η λάμψη τους χαριεντίζεται με το φεγγάρι 

κι ασημοβάφουν τα ακροσύνορά του, 

το ναρκωμένο μου όνειρο ξυπνά...

Αίφνης, σαν αλαβάστρινη οπτασία κρεμιέσαι στου νου την οροφή... 

Η σκέψη φευγάτη σε παίρνει αγκαλιά και οι παλμοί της καρδιάς 

αναταράζονται στη λίμνη της λαχτάρας... 

Σαν αλιγάτορας καταδύομαι με ολόγυμνες τις αισθήσεις

αναζητώντας σε να ρουφήξω το μεδούλι του έρωτά σου

και να μετουσιωθώ με τη σπονδή της μέθης του.. 

Κολυμπώ και σε ψάχνω στα άχρονα σκοτάδια του πόθου... 

Μάταιη η αναζήτηση...

Μερικές φυσαλίδες μοναχά συναντώ,

που γρήγορα εκτονώνται στην επιφάνεια της απόσβεσης,

σαν ηλιαχτίδες στην εκπνοή ενός αποδημήσαντος ήλιου, 

που μοιραία ακολουθούν τα χνάρια του ειμαρμένου δειλινού.

Και μένω με ξέσκεπες τις αισθήσεις στα σεντόνια της μοναξιάς 

να με χλευαζει το άσπονδο όνειρο από τις γρίλιες της ψευδαίσθησης...


Λιλη Βασιλάκη


Για το καλό σου ( της Έλενας Κορινιωτη)



Όποια πέτρα κι αν σηκώσω

από κάτω ξετρυπώνω έναν 

επίδοξο σωτήρα μου. 

Που έχει σχηματισμένη άποψη 

για το ποια είμαι που πηγαίνω 

και τι επιδιώκω, σε χρόνο μέλλοντα. 

Που γνωρίζει επακριβώς τις 

κινήσεις που πρέπει να εφαρμόσω

προκειμένου να αποκτήσω 

κάτι καλύτερο, από αυτό που ζω. 

Που αν δεν τις ακολουθήσω πίστα 

σαν μετανιωμένος ευσεβής που 

ζητά συγχώρεση από το Θεό του 

θα αφανιστώ, σε χρόνο σύντομο. 


Εγώ να κάνω αυτό που μου προτείνεις

ποια είμαι εγώ άλλωστε που τολμώ 

να έχω προσωπική βούληση σε θέματα 

που αφορούν τη ζωή μου, αλλά 

να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο.


Αν το δικό μου καλό, εξελιχθεί 

σε καλύτερο από το δικό σου καλό 

θα το αντέξεις; 

Ή μήπως εκεί κάπου εκεί θα γλιστρήσει

η μάσκα και θα φανερωθούν τα 

πραγματικά σου κίνητρα, φίλε μου; 


Το καλό μου και το κακό μου έχουν 

αποκλειστικό κηδεμόνα, εμένα. 

Δεν χρειάζονται συνεπιμέλεια. 


Έλενα Κορινιωτη

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Στιγμές (του Δημήτρη Δημητριάδη)



Οι περισσότεροι χαίρονται με

πράγματα ασήμαντα

Λίγο η συγκίνηση 

Λίγο η απουσία 

Κάπως η ελπίδα 


Πολιτείες ολόκληρες φτιάχνουν 

Ενθυμούνται 

Στιγμές κυριεύονται 

Ώσπου αποχωρούν 


Δημήτρης Δημητριάδης



ΧΡΗΣΜΟΣ (της Χρύσας Νικολάκη)



Λίγο πριν την έκρηξη,

το μυστικό κλειδί των αισθήσεων

στο σκοτάδι λαμποκόπησε.

Ολοφάνερο χερι και σημάδια

θεϊκά άφαντα ήταν,

ούτε οι Κέρβεροι για φύλακες!

"Ότι είναι να χαθεί χάνεται

 κι οτι είναι να βρεθεί βρίσκεται"

ψιθυρίσε στον Μπάτη ο Αίολος,

καταφατικά χαμήλωσε τα μάτια 

ο Αυγερινός.

Μα ήρθε η ώρα του ήλιου,

ήρθε τυφώνας 

δεν ήρθες εσύ...

ΚΛΕΙΔΟΚΡΆΤΩΡΑΣ της αιώνιας πύλης,

δεν ήρθες αγάπη.

Ελευθερία ή θάνατος;

τα χερουβείμ έψαλαν

και ο φτεροπόδαρος Ερμής στην πίστα του Ολύμπου το νέο έφερε.

Φοβισμένοι οι Δώδεκα σε συνέδριο

ομόφωνα διαφώνησαν.

"Πιότερο ο θάνατος":

 ο χρησμός της Πυθίας έδειξε.

"Ζωή χωρίς έρωτα του Άδη είναι ισάξια!"


Χρύσα Νικολάκη

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Μου αρέσουν τα μάτια σου (της Τζένης Τζιουγκου)



Μου αρέσουν τα μάτια σου,

αυτό το βάθος τους

που με οδηγεί στον ατέλειωτο δρόμο του παραδείσου,

που μ’ εξιτάρει σε κάθε βλέμμα σου

και οι αισθήσεις μου χορεύουν πάνω από ωκεάνια κύματα...

Μου αρέσει το βλέμμα σου,

εκείνο το καστανό βλέμμα σου

που με καλεί στις πολύχρωμες επιθυμίες του έρωτα

και με ντύνει με το κόκκινο διαφανές σεντόνι του πάθους...

Μου αρέσουν τα χείλη σου,

μικρά και ηδονικα σε κάθε λέξη τους,

εκείνα τα όμορφα χείλη σου

που υπόσχονται φιλιά καυτά και αιώνια,

που στη θέα τους φανερώνονται απόκρυφες νύχτες

λουσμένες από μια βροχή φωτός και ευφορίας....

Μου αρέσουν τα χέρια σου,

τα λεπτά σου δάχτυλα,

εκείνα τα μακριά χέρια σου

που ζωγραφίζουν με χάδια το κορμί μου

σε φαντασίες που σβήνουν απαλά

και ξαναρχίζουν με ορμή,

μια ορμή που χαλιναγωγεί τις σκέψεις μου

και δεν μου μένει παρά να σου παραδοθώ άνευ όρων,

να γίνω ένα μαζί σου απόλυτα κι αποφασιστικά....

Μου αρέσει το σώμα σου, το λυγερό σου σώμα

κι εκείνα τα βήματά σου

που φέρνουν μια ευτυχία

που συγκλονίζει και προκαλεί ένα χάος συναισθημάτων,

που σβήνει τα πάντα γύρω μου,

μα γεμίζει την ατμόσφαιρα με σένα...

Και μου αρέσουν τα μάτια σου

αυτό το βάθος τους

που με καλεί να σου χαρίσω ότι έχω

και να ξεχάσω τον εαυτό μου...

Και μου αρέσει το βλέμμα σου,

εκείνο το καστανό βλέμμα σου,

που μου θυμίζει πως είμαι ζωντανή ότι και να γίνει,

πως η σκέψη μου κρυφά σε αγγίζει...

Που μου ξυπνά κρυμμένες αισθήσεις και όνειρα,

που κρατά την αναπνοή μου δυνατή και άσβεστη

και της δίνει τον ρυθμό της ζωής.

Μου αρέσουν τα μάτια σου..............

                             

Τζένη Τζιουγκου

ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΕΙΑΣ (της Γεωργίας Παππά)


Φάνηκαν πάλι οι γραμμές μέ


σα στα μάτια σου.

Τραβηγμένες έτσι. Άλλες ευθείες, άλλες ακανόνιστες.

Είχαν όμως ένα δείγμα ασύλληπτης τέχνης, δείγμα ευφυΐας  και φαντασίας μαζί.

Οι μαθηματικές πράξεις αδημονούν για τη λύση τους.

Τα σύμβολα και οι αριθμοί περιμένουν μέσα από λαβύρινθους και γρίφους κοντά να φέρουν τις ανάσες μας.

- Η μεγάλη πύλη εδώ που φτάσαμε είναι ανοιχτή, μου λες.

Τραβάω ευθείες γραμμές και μέσα από εξισώσεις, αγκύλες  και σύμβολα προσπαθώ να βρω το σφυγμό σου και κοντά σου να έρθω.

Ύστερα γίνεται το θαύμα.

Μια μαγική συνουσία, η τεμνόμενη μας ευθεία, μέσα στις άπειρες άλλες στην καρδιά του ορίζοντα.


Γεωργία Παππά

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Όνειρα (της Λένας Σαρή)

 


Δυό δρασκελιές η ζωή.

Μέχρι να πεις Άλφα

έφτασε το Ωμέγα.


Σε μια αποβάθρα στοιβαγμένα τα όνειρα,

περίμεναν το καράβι

της γραμμής 

ν' αποδράσουν.


Άλλες φορές αλύπητα

τα χτυπούσε ο αέρας

κι άλλες φορές 

η μπουνάτσα τα ηρεμούσε,

περιμένοντας 

την καινούργια μέρα.


Άλλες φορές τα κοίμιζα σιωπηλά

μαζί μ' εμενα

κι άλλες φορές 

θέριευαν ήθελαν

να με καταπιούν.


Μα πώς να ζήσω 

δίχως όνειρα 

αφού η ίδια η ζωή

με κάνει να ονειρεύομαι


Λένα Σαρή

Η επόμενη μέρα (της Πολας Βακιρλη)

 



Μια τεράστια λευκή σελίδα

κρεμόταν πάνω από τους ώμους σου

η επόμενη μέρα.

Σε τρόμαζε το άδειο λευκό

ίδιο με το χάος του κόσμου

όπως το ήξερες απ' τα βιβλία

εκείνο που δυνάμεις αντίρροπες

δεινά το κυβερνούσαν,

η φιλότητα και το νείκος του παππού Ησιόδου.


Μήτρα φοβερή το άδειο

κι εσύ ο αδαής, κρατώντας 

τον πηλό στα χέρια αδημονούσες

σχήμα να του δώσεις και μορφή

που να ξεγελάει το χρόνο.


Κουβάρι ο χρόνος μπερδεμένο

στις αισθήσεις σου που με απληστία

ψάχνανε την άκρη.

Δάχτυλα ακούραστα και μάτια ερευνητικά

στο σκοτάδι που δήλωνε κυριαρχικά

την παρουσία του.


Κι εσύ, αδύναμος δυνατός 

υμνούσες τη θνητότητά σου

με αγάλματα θεών και πυραμίδες

βασιλιάδων, μαυσωλεία πολυτελή

που σημάδευαν ανελέητα

την επόμενη μέρα.


Πόσο μικρός κι ασήμαντος αλήθεια

μέσα στο χάος του χρόνου!


Πόλα Βακιρλη

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Νεράισσα (της Σοφίας Τριανταφυλλίδου)



Με λένε   Νεράισσα. Δεν μου άρεσε ποτέ το όνομα μου.
Κανείς όμως δεν με ρώτησε, ούτε και όταν μεγάλωσα και
μου χάρισαν αντί για φόρεμα, έναν μανδύα από όστρακο,
πάλι κανείς δεν με ρώτησε.
Τον απεχθανόμουν στην αρχή, μετά άρχισε να μου αρέσει.
Τον φορούσα τα βράδια, τυλιγμένη μέσα του, ο ασβεστόλιθος 
με προστάτευε από τα ουρλιαχτά της νύχτας και τα ενοχλητικά 
τσιμπήματα των εντόμων του σκοταδιού.
Το ξημέρωμα όμως πεταγόμουν από μέσα του στιλπνή,
και ευέλικτη, πανέτοιμη να κολυμπήσω στο φώς.
Μια κόγχη χωρίζει τους δύο κόσμους μου.
Με λένε Νεράισσα.



Φοβού (της Ελένης Ταϊφυριανού)



Ξαναγυρίζω στις μέσα μου σιωπές

στις τόσο οικείες και δικές μου σκέψεις

σαν προσευχές μυστικιστικές

σαν λυτρωτικά χάδια

και ψάχνω να βρω το υγιές μου κομμάτι

για να κρατηθώ...


Σ' αυτές τις σιωπές

που δεν μιλούν

δεν φωνασκούν

μα όλα τα καταλαβαίνουν...


Να κάτσω πάνω στου νου μου το τρίποδο...

Να μασήσω τα φύλλα της λογικής...

Να πω τους χρησμούς μου στην καρδιά...


"Φοβού τις γλώσσες τις διχαλωτές

Φοβού τους διπρόσωπους Ιανούς

Φοβού τα φίλια βλέμματα και λόγια

Φοβού τα καλέσματα των σειρήνων"


Σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος...

"Μην πλησιάζεις άλλο"

Τη γλώσσα της απόστασης

να κρατώ με το σώμα καλά γνωρίζω

Κι αν γύρω μου μαίνονται φωτιές

ξέρεις πως δεν φοβάμαι

Μονάχη μες τον πύρινο κλοιό μου χορεύω

και μοναχή μου τον εαυτό μου τον κεντρίζω...


" Φοβού τους σκορπιούς"


Ελένη Ταϊφυριανου