Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (της Αδελαϊδας Παπαγεωργίου)





Ποια μάτια τολμούν
κατάματα να κοιτάξουν
την φρικτή τούτη προδοσία;
Ανατράπηκαν της ζωής
τα προγραμματισμένα ταξίδια
στο παρελθόν πιστώθηκαν,
τσαλακωμένες οι μέρες
την απελπισία του σήμερα φορούν
Δεν έχουμε που να πάμε
κλείσαμε ερμητικά της ψυχής τις πόρτες
έτσι κι αλλιώς είσοδος
δεν επιτρέπεται σε κανένα
Πάνω μας βρέχει θυμωμένος ο ουρανός…

Άτιτλο (της Ιωάννας Καράμπελα)



Θέλω ν' αγγίξω το γρασίδι το ξημέρωμα, 

να μου ξαφνιάσει τ' ακροδάχτυλα η πάχνη·  

Και τον αέρα... 

στα πνευμόνια να τραβήξω με μι' ανάσα.

Όλα δικά...

Τα καρφιά να ατσαλώσω να τρυπάνε και βαθύτερα. 


Καλαμπόκι να θεριέψω και στάρι στον αγρό,

να μαζεύει τον καρπό,

το φουστάνι από το σύρσιμο... 

Κι αυτόν τον κότσυφα, 

σαν με πλανεύει με τραγούδι να αισθάνομαι. 


Αντίλαλος, 

το είδωλο που κάθε μέρα συμπληρώνει τα κομμάτια του. 

Μιά σκνίπα, 

από το πάθος το μεδούλι που τρυγάει. 

Όλα δικά... 


Όλα παρένθετα σε καιρό αυτοκτονίας.

Συντριβάνια αρτηρίες, 

που ορμούνε φωτισμένα στις πλατείες. 

Ζωές σε Νέον που αναβοσβήνουνε · 

Κι όαση, 

για να ξαπλώνεις πάνω της την θλίψη. 


Στο γαϊτανάκι μας χορεύουμε... 

χορεύουν κι νεκροί σ' απόνερα ηδονής 

κι εγώ διψάω... 

τις κορδέλες για να δέσω, 

τον ιδρώτα πριν σκορπίσουνε τριγύρω.


Ιωάννα Καράμπελα

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Δεν διαπραγματεύομαι (Αντριάνα Περικλέους Ονουφρίου)



Δεν διαπραγματεύομαι τα 

αστέρια που έκλεψα από 

τον ουρανό. Ούτε τα όνειρα 

που έχτισα μέσα στην 

κολυμβήθρα του πάθους.

Είναι κλεισμένα μέσα στο 

μπαούλο της καρδιάς,

δροσίζουν την πέτρα 

όταν στεγνώνει. Φωτίζουν 

τα σκοτάδια της μοναξιάς. 


Δεν διαπραγματεύομαι τις 

θάλασσες που σηκώσαμε 

βυθισμένοι ο ένας στο σώμα 

του άλλου στην άκρια του 

δειλινού. Ούτε τα καράβια 

που ναυλώσαμε τις αφέγγαρες 

νύχτες στο σταυροδρόμι της 

ανυπαρξίας. Τα νυολόγησα 

κάτω από την σημαία του 

έρωτα με απαγόρευση απόπλου 

δια παντός. 


Δεν διαπραγματεύομαι 

την μορφή σου που χαράχτηκε 

στο στήθος μου με αίμα. Την έχω 

στολίσει με αγέννητα κομμάτια 

ουρανού, αναμένοντας τον ήλιο 

να χαράξει στο στερέωμα. 


Αντριάνα Περικλέους Ονουφρίου



Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Μήλιου)



Απλά ντύνομαι

με τις σκέψεις σου κάθε βράδυ,

για όσο καιρό λείπεις από δίπλα μου...

Ένας έρωτας καταδικασμένος είναι,

στο να μην μπορούμε κάθε μέρα

να ζούμε τα απλά και μικρά πράγματα

της ζωής...

Καταδικασμένες είναι οι στιγμές τις απουσίας ..

Μα καμιά καταδίκη δεν θα μπορούσε

να υπάρξει που να με κάνει

να μην σε σκέφτομαι.

Να μην ερωτοτροπώ με το μυαλό σου

και να μην δίνω την φλόγα

που θέλει το μυαλό σου...

Για να μπορούμε να υπάρχουμε.

Η ιστορία μου είσαι εσύ,

γραμμένη με αίμα η κάθε μας σελίδα...

Είμαστε από ίδια όνειρα

που δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε,

πράγματα που δεν κάνουμε

και δεν μπορούμε να πούμε...

Το δέρμα σου μιλάει

όταν δεν μπορείς μερικά πράγματα

να τα εξηγήσεις με λόγια...


Κωνσταντίνος Μήλιος

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (του Μιχάλη Ευαγγελινου)



Λέξεις σε φυγή, τόνοι σε προστριβή

Κοντά σου τρέχουν να σε βρουν

Το πιο όμορφο ποίημα για σε να γίνουν καρτερούν

Μα όσο μεγαλώνει η απόσταση από το δικό μας φιλί

Τόσο κι άλλο τόσο μακραίνει η δύση από την ανατολή

Οι λέξεις επαναστατούν πουθενά πια δεν χωρούν

Καταργείστε τους τόνους κι αφήστε μας τελείως μόνους

Τσακίστε μας το συντακτικό 

Κι από γραμματική τίποτα να μην μείνει ορθό


Μιχάλης Ευαγγελινός

Κουράστηκα (του Βασίλειου Ν. Κατζικά)



Κουράστηκα, το παραδέχομαι,

κουράστηκα,

τις νίκες μου 

να φέρνω στο μυαλό,

αυτές να νοσταλγώ,

γι' αυτές να θέλω να μιλώ,

κουράστηκα.

Κουράστηκα, δικές μου να τις θεωρώ,

δωρεές δικές Σου να ξεχνώ πως ειναι,.

Κουράστηκα να αντιμάχομαι το θέλημά σου, 

παραδίδομαι 

δεν έχω άλλες δυνάμεις,

δυνάμεις ποιες;

να Σε αντιστρατεύομαι,

παραδίδομαι.

Τις ήττες μου προσφέρω

θυμίαμα στα πόδια Σου

και λαβωμένος από τις μάχες 

που απόκαμα,

τολμώ, ο ρίψασπις,

γονατιστός,

εκλιπαρώ το Έλεος Σου.


Βασίλειος Ν. Κατζικάς


Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Η άτιμη ορθογραφία (της Κατερίνας Σκιντζη Χαδουλου)

 




Η άτιμη ορθογραφία.

Πάντα στο κοίταγμα

της ορθογραφίας του ονόματος σου,

μαγεύομαι και σκοτώνομαι ...

πως να προστατευτώ

από τη ρωγμή της σφαίρας σου;;;

Ακόμα τα γράμματα

του ονόματος σου με πυροβολούν...

κανένα άλλο όνομα σαν το δικό σου,

τόσο άγια δεν δολοφονεί...


Κατερίνα Σκιντζη Χαδουλου


Που λες Μαρία (του Βασίλη Τσερελης)

 



Που λες Μαρία, φυσάει σήμερα

το μανιασμένο σφύριγμα του ανέμου

τρυπάει τ’ αυτιά μου

νυχτερίδες οι σκέψεις μου

κρέμονται ανάποδα απ’το ταβάνι

θυμάμαι τα μάτια σου

γκιόλες γεμάτες φως

γκιόλες γεμάτες αγάπη.

Όμως πίστεψέ με Μαρία

ο κόσμος που άφησες

δεν υπάρχει πια

γύρω μου σπασμένες φωνές

ραγισμένα βλέμματα

οι άνθρωποι δεν κοιτάζονται στα μάτια

επικοινωνούν με μηνύματα

σαν τα σκυλιά που ψάχνουν επαφή

μυρίζοντας στους στύλους

τα ούρα των συντρόφων τους.

Όσο για τα όνειρά μας

για έναν καλύτερο κόσμο

για έναν ειρηνικό, χωρίς προκαταλήψεις κόσμο

πετάχτηκαν σε ατραπούς και σε καλένδες.

Αν ήσουν εδώ

δε θα άντεχες Μαρία

την υποκρισία των ανθρώπων

καταθέτουν στις τράπεζες τις ψυχές τους

κρύβουν τις βρωμιές τους

σαν τη γάτα

που σκεπάζει με χώμα τα περιττώματά της

και απλώνουν στα μπαλκόνια

τα ματωμένα σεντόνια της παρθενίας τους.

Σιώπησα πολύ Μαρία

θέλω να ανάψω ξανά το φυτίλι

να λαμπαδιάσω

μα πώς… έχουν βραχεί πια τα σπίρτα μου…

Έχω ακόμα Μαρία

το σημάδι της φυγής σου

σαν το σημάδι

απ’ τον παιδικό πετροπόλεμο της γειτονιάς

που έχουμε χαραγμένο στο κρανίο

μια ζωή το φυλάω

καλά κρυμμένο κάτω απ’ τα μαλλιά μου.

Δε σβήνουν ποτέ αυτά τα σημάδια Μαρία.

Ποτέ!


Βασίλης Τσερελης

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Παρουσία- απουσία (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)



Λάθος.

Ένα μεγάλο λάθος ό,τι πίστεψα για σένα.

Γέλαγες μαζί μου κι εγώ το έβλεπα χαρά.

Σιωπή.

Μια ατελείωτη σιωπή κι εγώ έλεγα δουλειά.

Ήθελα να μάθω αν μ΄αγαπάς.

Στα μάτια σου, εκεί στην άκρη του βλεφάρου

μια σκιά.                                                                                        

   Ρώταγα, αλλά εσύ κοιτούσες χαμηλά.

Ένοιωθα ότι σε ήξερα, αλλά πόσο λάθος έκανα.

Μάτια μου σε έλεγα, μα δεν ήσουν.

Καρδιά μου σε ένοιωθα, μα δε χτύπαγες.

Αδιαφορία με φύσαγε κι εγώ το έβλεπα για σ΄αγαπώ.

Αλλά τώρα, που φύγαν τα σύννεφα

και ξαστέρωσε ο ουρανός,

Τώρα που σιώπησα κι εγώ,

δεν ακούστηκε τίποτα.

Μόνο μια ηχηρή σιωπή για να βάλει σημάδι

στο ποτέ.

Ποτέ εδώ, πάντα απών.                                                                 

   Ένα φυλλαράκι ήμουν, αλλά εσύ με μανία με φύσηξες.

Ήμουν στο λιμάνι αραγμένο καράβι, μα έλυσες τον                   

   κάβο κι έφυγα.

Νόμιζα ότι ζούσα όνειρο, αλλά έσβησε με την αυγή

και τ΄όνειρο τέλειωσε, όπως το κρασί.

Έτσι σβήνουν τα όνειρα, όταν έρχεται η ανατολή.                       

 Δεν πειράζει, είπα στον εαυτό μου,                                               

 Τα όνειρα ομορφαίνουν τη ψυχή.                                                   

Κι αν εσύ έσβησες το όνομά μου

κι αν εσύ ξέχασες την ύπαρξή μου.

Πίνω στην υγειά μιας καινούριας ανατολής.

Ας έφυγες λοιπόν.

Ας σιώπησες.

Ας ήσουν απών.

Εγώ με την ψευδαίσθηση της παρουσίας σου,

στόλισα με Μάηδες τους χειμώνες μου και

δρόσισα με καλοκαίρια τα φθινόπωρα.

Και τώρα, αγκαλιά με μια Άνοιξη,                                       

χορεύω το βαλς της Ζωής!




Ειρήνη Σκευοφύλαξ

Για ένα ρέκβιεμ (της Πόλας Βακιρλη)

 



Θλιμμένο σκηνικό στην πόλη

κάτω από ουρανό συννεφιασμένο

Τα φύλλα αυτοκτονούν στα πεζοδρόμια

κιτρινισμένα  κλείνοντας έναν κύκλο ζωής

και τα κλαδιά σα μανουάλια χωρίς κεριά

τεντώνουν τα χέρια τους σε ορατή ικεσία

Απογύμνωση δέντρων και ψυχών σήμερα

στις μεγάλες του κόσμου πολιτείες

Μουδιασμένα των ανθρώπων τα χέρια

και τα χείλη χωρίς φιλί κάτι μήνες τώρα

ακόμα και η ερωτική εξομολόγηση

εξ αποστάσεως πρέπει να γίνεται

Και τα μάτια τους μαύρα απ' την αγρύπνια

που κουβαλάει μαζί της η λύπη

Αρρώστησε και η γυναίκα του γείτονα

κι εγώ κλείνω ερμητικά τα παράθυρα

μην μπει ο εχθρός και στο δικό μου οχυρό

Στην απέναντι πολυκατοικία κάποιοι παίζουν

μουσικά όργανα στα μπαλκόνια τους

και τραγουδάνε με ρυθμό κι απελπισία αντάμα

Μου θυμίζουν τον πολεμικό παιάνα 

που ηχούσε στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών

πριν από τη μάχη δήθεν για ενθάρρυνση

γνωρίζοντας  τουναντίον οι περισσότεροι

πως επρόκειτο για ένα ρέκβιεμ του θανάτου


Πόλα Βακιρλη

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

"Χάδι της ζωής μου" (της Νορας Ξένου)



Μου θυμώνεις και το αίμα μου παγώνει.

Κάθε χαμόγελο το διαγράφει 

η σκληρή ματιά σου.

Τα δάκρυα μου, 

ζωγραφίζουν μαύρους κύκλους 

πνίγοντας όμορφες στιγμές 

του παρελθόντος.

Κράτα μου το χέρι, μίλησε μου.

Θέλω να σε νιώσω!! 

Είσαι η δύναμη μου!!! 

Χωρίς εσένα είμαι σαν πεταλούδα 

με σπασμένα τα φτερά της. 

Τα όνειρα γίνονται στάχτη 

όταν τα λόγια σου καίνε μέρος από αυτά.

Άφησε με να  χαϊδέψω το πρόσωπο σου, ηρεμώντας τις σκέψεις σου. 

Τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει, 

είμαι κομμάτι του εαυτού σου, 

είσαι το χάδι της ζωής μου.

Χαμογέλασε μου και πάλι 

σκορπίζοντας την ελπίδα στα όνειρα μας.

Σ' αγαπάω!!! Δεν το νιώθεις;


Νόρα Ξένου

Δε ξεχνώ (της Ειρήνης Ανδρέου)



Περπατούσα αργά το βράδυ...

Μύριζε νυχτολούλουδο και γιασεμί

στην οδό Πενταδακτύλου.

Και στης Καντάρας την οδό 

βασιλικός και δυόσμος.

Στης προσφυγιάς τους κήπους

οι λεμονιές και οι ροδιές 

ολα τα δέντρα και τα άνθη

που φύτρωναν και στον βορρά 

φώναζαν το όνομά τους

κι ο  άνεμος τα ταξίδευε 

στις σκλαβωμένες τους αυλές

στις ρεματιές και τα βουνά. 

Άκουγαν οι μυγδαλιές

κι ετοίμαζαν την Άνοιξη

μαζί με τα κυκλάμινα.

Χρόνια και χρόνια ακούραστα

μάχονταν για  τούτο το όνειρο

τούτο το σμίξιμο ξανά. 

Τα πουλιά, οι πεταλούδες 

τα ζουζούνια σιγοντάριζαν

στο άσμα για αγάπη και ειρήνη

ίσως μερέψουν τα θεριά.. 

Τα μπαμ μπουμ τα κατατρόμαζαν

κι ευχόντουσαν ποτέ ξανά..... 

Κάθε δρόμος κι ένα χωριό

Κάθε σπίτι και πληγή

από τις μαύρες μνήμες

στους ματωμένους  πορτοκαλεώνες

και κυκλάμινα κι αυλές και θάλασσες.. 

Πώς να κλείσουν οι πληγές

σαν στον ορίζοντα αναβοσβήνει

η σημαία της ντροπής που μας θυμίζει

την μεγάλη προδοσία..

Τρίζουν οι νεκροί.. Ενός λεπτού σιγή...

Για τους νεκρούς και τους αγνοουμένους.

Οστά σχεδόν μισού αιώνα σε κάσες... 

τρύπια κρανία, Αθάνατοι, σημαίες 

στεφάνια, "τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα"..

 μάνες αυλακωμένες ανεξίτηλα..

Η σιγή ενός λεπτού αφορά τους άλλους..

Οχι τις μάνες των οδοφραγμάτων

Ο  χρόνος τους σταμάτησε στο μαύρο 

το μαντάτο σαν εξανεμίστηκαν

όλες τους οι ελπίδες............. 


Μύριζε νυχτολούλουδο και γιασεμί, βασιλικός  και δυόσμος

στις οδούς Πενταδακτύλου και Καντάρας

κι όλων των γραμμένων σε ταμπέλλες

αγαπημένων τόπων.. 

Μα θέλω τόσο πολύ να σεργιανίσω 

ελεύθερα δίχως ταυτότητα να δείξω

στον εχθρό στις όμορφες βουνοκορφές

 με τα κυκλάμινα στους πορτοκαλεώνες

Της Μόρφου και της Βασιλεύουσας

 κι απ' της Καντάρας το Κάστρο

και του Αποστολου Αντρέα την Μονή

ν' αγναντέψω την απέραντη

θάλασσα της αγαπημένης μας Κύπρου 

χωρίς τα τούρκικα ονόματα

στις ταμπέλλες με τα οποία

ασελγούν στα όμορφα μας μέρη...... 


ΑΜΗΝ.....

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ


Ειρήνη Ανδρέου

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Το κουδούνι (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)

Κάποιος στον πάνω όροφο σέρνει έπιπλα. Η γειτόνισσα με την βροντερή φωνή από την απέναντι πολυκατοικία, μαλώνει τον μικρό της γιο που ούτε δυόμιση δεν είναι ακόμα, γιατί όπως ωρύεται, αντί να παίζει φρόνιμα όπως όλα τα παιδάκια, κάνει την πρώτη ηλιθιότητα που θα του κατέβει στο νου..  Κάποια τηλεόραση ενημερώνει ακατάπαυστα πως κάθε κακό προέρχεται από μας, ενώ κάθε τι καλό, από τις ευγενείς προθέσεις και τους καλούς σχεδιασμούς των αρμοδίων. Υπάρχει κάποιο συνεργείο, η βοή από τα εργαλεία τους, που τρυπάνε, κόβουν, βιδώνουν, ακούγεται συχνά πυκνά. 

  Ο χρόνος, λένε οι νεώτερες θεωρίες, είναι επίπεδος, ένα διάνυσμα με αρχή μέση τέλος, όλα εκεί… ακίνητα, καθώς όλα έχουνε ήδη συμβεί. Και είναι η νόηση, η συνείδηση, που μας επιτρέπει να κόβουμε βόλτες πάνω στο ακίνητο σώμα του χρόνου, ζώντας κάθε στιγμή, το σημείο δηλαδή όπου η συνείδηση  κάθε φορά επικεντρώνεται, σαν νιογέννητη, μοναδική, και πέρασμα από μια νοητή κατάσταση που ονομάζουμε “πριν”, σε μια κατάσταση που αποκαλούμε “μετά”. Μπορούμε να βιώσουμε την ίδια στιγμή άπειρες φορές, να την αντιληφθούμε σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της    χρησιμοποιώντας την φαντασία… 

  Επικεντρωμένος σε αυτή την θεώρηση ο Γιώργος, επιλέγει να αγνοήσει όλο τον θόρυβο γύρω του, απολαμβάνοντας την μουσική από το youtube, σαν να ήταν μόνο αυτός εκεί, κι η μελωδία. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, στριμώχνει συναισθήματα και σκέψεις, τόσο ασφυκτικά που στο τέλος το σχίζει, το πετάει, και αρχίζοντας πάλι από την αρχή, χάνεται σαν να βυθίζεται σε ένα απέραντο ωκεανό, αναμεταξύ μουσικής και των εικόνων που προσπαθεί με τις λέξεις να φτιάξει.

Το κουδούνι χτυπά… Βυθισμένος στον κόσμο του, ο Γιώργος το αγνοεί θέλοντας να συνεχίσει το το εσωτερικό του αυτό ταξίδι. Όμως, όποιος κι αν βρίσκεται πίσω από την πόρτα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση πόσο ταράζει τον Γιώργο, πατά επίμονα το κουδούνι ξανά. Τα μάτια του μικραίνουν, αναλογίζεται αν έχει νόημα να αγνοήσει κι άλλο τον απρόσκλητο επισκέπτη, ή μήπως είναι πιο φρόνιμο να τελειώνει με αυτόν μια και καλή, ανοίγοντας την πόρτα. Απρόθυμα σηκώνεται από την καρέκλα κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, την ξανακλείνει.. “Πάει”, σκέφτεται, “όποιος κι αν ήταν δεν είναι, έφυγε ευτυχώς!” Μα το κουδούνι ξαναχτυπά, τώρα βροντούν και την πόρτα… Κοιτά από το ματάκι, κανείς! Ανοίγει την πόρτα διάπλατα, σίγουρος πως κάποιος του κάνει πλάκα, και φωνάζει αν είναι κάποιος εκεί. .. Καμιά απάντηση. Αφουγκράζεται.. κανείς δεν ακούγεται στην σκάλα… Θυμωμένος, τρέχει καθώς μένει στον πρώτο όροφο στο ισόγειο να ανακαλύψει τον φταίχτη… Κανείς! Ανεβαίνει τρέχοντας, προς τα πάνω.. Σκέφτεται πως όποιος είναι , έχει κρυφτεί στην πάνω σκάλα… ο νους του πάει πλέον, από την απλή φάρσα σε κλέφτες… Πάλι κανείς. Τώρα φοβάται, τρέμει πως, καθώς βιαστικά κατεβαίνοντας την σκάλα είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, πως, όποιος ή όποιοι κι αν είναι, μπορεί πλέον να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του…  Ανοίγει την πόρτα ορθάνοιχτη. Κοιτά, ακούει, σκέφτεται… Παίρνει τάχα τηλέφωνο… “Έλα Κώστα, μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι , κάτι παράξενο συμβαίνει.. ναι, ελάτε μαζί…!” Κλείνει τάχα το τηλέφωνο.. Προχωρά μέσα με προσοχή… Ψάχνει σαν κομάντο σε αποστολή ένα ένα τα δωμάτια με όλες τις προφυλάξεις… κανείς…. Ξαναψάχνει, βεβαιώνεται, κλειδώνει την πόρτα. Μα η πόρτα ξαναχτυπά. Στέκεται πίσω της, παραμονεύει από το ματάκι την επόμενη φορά… Περιμένει  ώρα χωρίς τίποτα να συμβαίνει, κάνει να φύγει, κι η πόρτα πάλι χτυπά. Σχεδόν κλαίει από τα νεύρα του, μα δεν ανοίγει… Το έχει πάρει απόφαση, πως, δεν θα δώσει καμιά σημασία -  κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό όπως όλα… Κάθεται στον καναπέ, με κεφάλι σκυμμένο και περιμένει την ανακουφιστική τούτη στιγμή. Να ακούσει πάλι μουσική, ούτε λόγος… Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό: Να περιμένει. 

  Καθώς περίμενε, και περίμενε, και περίμενε, κάποια στιγμή οι περίοικοι ανήσυχοι αποφασίσανε να βρούνε τον Γιώργο, να δουν αν είναι καλά, αν πέθανε ή ζει… Καθώς όποτε κι αν χτυπήσανε δεν πήραν απάντηση ζητήσανε την βοήθεια της αστυνομίας. Το σπίτι άδειο, φώτα σβηστά, μια μυρωδιά από σέπια νεκρών ρόδων… Ένας παλιός υπολογιστής σ’ ένα γραφείο, μια λιτή κρεβατοκάμαρα και μια καρέκλα, λίγα σκονισμένα βιβλία στο ράφι. Κανείς δεν ήξερε να πει κάτι, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Αν μπορούσανε ωστόσο να δουν μέσα στα σωθικά του υπολογιστή, θα βλέπανε πως ο Γιώργος ήταν ακόμα εκεί, χωρίς ν' ακούει από καιρό μουσική, περιμένοντας...

   Αυτό που δεν γνώριζε ο Γιώργος, είναι πως την πόρτα του χτύπαγε η ίδια η ζωή… Που όπως όλα, έτσι κι αυτή, στο τέλος πέρασε.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

για όσους δεν μπορούν (του Χρήστου Φλουρη)

 



ο κόσμος όλος άφταιγος κι εγώ μονάχα φταίω 

αυτή είναι η μεγάλη μου πληγή 

δεν έμαθα να κλαίγομαι γι’ αυτό συνέχεια κλαίω

για όλους τους απόκληρους στη γη 


για τα εν γνώσει μου πενθώ και για τα εν αγνοία 

 για τα εν συνειδήσει μου θρηνώ

που ήξερα τι χαλκεύεται στου κόσμου τα χαλκεία

μα είχα επιλέξει να σιωπώ


κι έλεγα «εγώ δεν έφταιξα δεν πείραξα κανένα 

δεν θέλησα ποτέ μου το κακό» 

πιστεύοντας πως κρίνομαι μόνο απ’ τα πεπραγμένα 

κι όχι για όσα ανέχομαι να ζω 


μα ξάφνου ακούστηκε ηχώ απ’ τα τρίσβαθα του εντός μου

σαν από μια βαθιά δεξαμενή

να ρίξω –λέει -  στα Τάρταρα το χαϊδεμένο «εγώ» μου

να βγάλω για όσους δεν μπορούν, φωνή



Χρήστος Φλουρης


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Θαύμα η αγάπη (της Παρασκευής Κηπουριδου)



Αν σε κουράσει ο σκληρός κόσμος

και η ελπίδα σου ξεφτίσει

της θλίψης δεν είναι λύση ο δρόμος

η αγάπη θα σε βοηθήσει.


Αν αξημέρωτη η νύχτα σου μοιάζει 

και κάθε άστρο έχει σβήσει 

αν η μοναξιά της ζήσης σε τρομάζει

η αγάπη θα σε βοηθήσει.


Αν την καρδιά σου βρίσκεις άδεια

και το όνειρο έχει λακίσει

με αγάπης χάδι σπάσε τα σκοτάδια

η αγάπη θα σε βοηθήσει.

 

Σε αληθινής αγάπης γείρε αγκάλη

γαλήνης χάδι να σου χαρίσει

για να νιώσεις της χαράς τη ζάλη

η αγάπη θα σε βοηθήσει.


Αν ευτυχία δεν μπορείς να δρέψεις

και ανέλπιδο σε έχει ντύσει

μη βασανίζεσαι με μαύρες σκέψεις

η αγάπη θα σε βοηθήσει.


Αν θαρρείς πως η αγάπη έχει χαθεί

και αδυνατεί να ανθίσει

σε απίθανα μέρη υπάρχουν οι ανθοί

η αγάπη θα σε βοηθήσει.


Παρασκευή Κηπουριδου

ΣΑΝ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ! (της Τριάδας Ζερβού)



Φοράω προβιά γυαλιστερή,

με όψη θηλυκή, με χρυσαφένιο

φτέρωμα στους ώμους!

Όρθια στην βεράντα μου

τα περασμενα αναπολώ,

κοιτάζοντας ξεθωριασμένα

ξέφωτα και δρόμους.


Ω! Σκυθρωπή μου αβρότητα,

ω  πείνα νοσηρή!

Ω! δίψα ανελέητη,

στο δειλινό  της  δύσης.

Ω! Ζοφερό κι ανίδεο,

δέρμα μου παγερό,

απομεινάρι σκήνωμα,

μιας καρποφόρας ζήσης..


Ερώτων νάρκες καρτερείς,

τα άνθη της γαλήνης!

Μια χίμαιρα ουτοπική,

μια ξεχασμένη λάμψη!

Ω!! Σπαραγμός της σάρκας σου!

Σαν πεταλούδα ευαλωτη,

να ξέρεις, τα λεπτά φτερά

 ο ηλιος θα σου κάψει!


Που 'ναι το σφρίγος που απαιτεί,

αυτή η τρικυμία;

Που είναι τ' ολοκόκκινο

χρώμα του έρωτά σου;

Κάτω απ΄την άχρηστη προβειά,

ωχρό, ξεθωριασμενο,

σκοτώνει κάθε σκίρτημα,

θάβει τα όνειρά σου..


Τριάδα Ζερβού

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Κάποιος χτυπάει την πόρτα!

Ποιος να είναι τέτοια ώρα;

Αφού γράφει απέξω

απαγορεύεται η είσοδος.

Ποιος τολμάει να μου χτυπάει την πόρτα;

Τους είπα να με ξεχάσουν.

Να μη με ενοχλούν.

Δε θέλω να με δουν έτσι.

Πάλι τα ίδια θα εξηγώ.

Αλλιώς ξεκίνησα κι άλλα βρήκα.

Είχα τα όνειρά μου μαζί με κάτι νιάτα

που μα την αλήθεια, με παράτησαν νωρίς.

Είχα και κάτι φίλους

μα άλλο δρόμο διάλεξαν.

Είχα και χαρές, πολλές χαρές

περίεργο να μη θυμάμαι καμία.

Και λύπες είχα

μα έχασα το μέτρημα.

Τι αφελής που είναι ο άνθρωπος!

Τα λευκά σεντόνια

γρήγορα λερώνονται.

Κι όλα τα τακτοποιημένα

μια παραίσθηση είναι.

Περνάει ο καιρός στοχεύοντας.

Ως τη στιγμή που βλέπεις τ αληθινά χρώματα.

Όχι αυτά που ονειρεύτηκες

Τα άλλα, τα πραγματικά.

Μα δεν είναι ζωντανά, αργοπεθαίνουν.

Τελευταίο μένει εκείνο το γκρίζο

εκείνο της στάχτης, του αποχαιρετισμού.

Μη μου χτυπάτε τη πόρτα.

Δε μένω πια εδώ.

Δε μένω πουθενά.

Αφήστε την απουσία μου στην ησυχία της.


Ζωή Χαλκιοπουλου

ΕΡΩΤΑ (της Βίβιαν Ασπροπουλου)

 



Έρωτα! Σε ύμνησε στο έπος του ο Όμηρος,

τραγούδησε για σένα το δοξάρι στο βιολί,

 χορδές και πλήκτρα,

 συνέθεσαν στο πέρασμα των αιώνων,

 στίχους μαγευτικούς...

 Ανύποπτα γεννιέσαι στις καρδιές,

 χωρίς ημερομηνία έναρξης,

 χωρίς ημερομηνία λήξης...

Έρωτα σατράπη, ξέρεις, αλλά δεν σκιάζεσαι

 πως η καρδιά είναι σ' άλλους ωκεανός,

 σ' άλλους φουρτουνιασμένο πέλαγο

 και σ' άλλους μια βαλτωμένη λίμνη...

Η ψυχή είναι το σκαρί, 

τα αγκάθια σου έρωτα πυξίδα και κουπιά,

ταξίδια με προορισμό λιμάνια ευτυχίας

ή το χάρτινο καραβάκι της ψευδαίσθησης

 στη λίμνη με τα στάσιμα νερά...

Όταν χαμογελάς κερνάς κρασί,

 από το γιοματάρι με το παθιασμένο πόθο...

κι όταν κακιώσεις,

 αδειάζεις από την αρμαθιά σαδιστικά τα βέλη σου,

για να ματώσεις καρδιές

που δελεάστηκαν από την ομορφιά σου...


Βίβιαν Ασπροπουλου

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Βασιλική - Το δώρο που δεν ήρθε ποτέ! (της Βηθλεέμ Νασλα)

 




Άνοιξε τα παγωμένα βλέφαρά της με δυσκολία. Αν και σκέπαζαν το σώμα της δυο μάλλινες κουβέρτες από την προίκα της, εκείνη ένιωθε το κρύο να διαπερνάει όλο της το σώμα. Αποφάσισε να παραμείνει εκεί κουκουλωμένη στο σουηδικό κρεβάτι του δωματίου 69 που τη φιλοξενούσε τα τελευταία τρία χρόνια. Τα σχέδιά της όμως χάλασε η τραπεζοκόμος που χτύπησε τη πόρτα και μπήκε στο δωμάτιό της για να της αφήσει το πρωινό της γεύμα. 

- Καλημέρα κυρία Βασιλική και χρόνια σας πολλά.

Μα ναι, ήταν η πρώτη μέρα του χρόνου, η γιορτή της, άλλη μια χρονιά ξεκινούσε για εκείνη, μια χρονιά που δεν ήξερε αν θα τη χαρεί μέχρι το τέλος της.

- Καλημέρα κορίτσι μου, σ' ευχαριστώ πολύ, καλή χρονιά να έχουμε.

Η τραπεζοκόμος που το όνομά της ήταν Μαρία, τη πλησίασε και της έδωσε ένα πακέτο.

- Το έφτιαξα για σας. Για να μη κρυώνετε.

Το κράτησε στα χέρια της, το περιεργάστηκε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. 

Αγάπησε η Βασιλική, ναι αγάπησε πολύ. Χάρισε τη καρδιά της και τη ζωή της σ' εκείνον. Όλα για εκείνον, για την αγάπη του, τον έρωτά του. 

Ήξερε από αγάπη η Βασιλική, από έρωτα, από πάθος. Το έζησε μέσα από τους γονείς της. Έτσι ήθελε κι εκείνη ν' αγαπήσει, έτσι το ονειρευόταν. 

Τον αγάπησε, τον παντρεύτηκε, του χάρισε ένα υπέροχο παιδί. Μια ζωή προσφορά αγάπης. Και περίμενε, κάθε χρονιά, περίμενε να λάβει κάτι που θα γέμιζε το γυναικείο της ρομαντισμό. Περίμενε στα γενέθλιά της, στη γιορτή της, στη γιορτή της μητέρας, όχι ένα δώρο, αυτό το είχε βγάλει από το μυαλό της, όμως πρόσμενε κάτι που θα φανέρωνε την αγάπη του για τη δική της καθημερινή αφοσίωση και φροντίδα, ένα λουλούδι κι ας ήταν κομμένο κι απ' το δρόμο, μια κάρτα με δυο λόγια, μάταια. Τα τελευταία χρόνια είχε πια σταματήσει να περιμένει. Το έβρισκε κι εκείνη πλέον περιττό. Είχε συνηθίσει κι η συνήθεια είναι η μεγαλύτερη δύναμη στη καθημερινότητα της ζωής. 

Και τώρα, τι; Κρατούσε στα χέρια της ένα κουτί που έκρυβε κάτι για εκείνη. Ανάκατα συναισθήματα τη πλυμμήρισαν. Ανατράπηκαν όλα μέσα της και δεν ήξερε αν άξιζε να λάβει ένα δώρο. Ένιωσε σαν παιδί, όπως όταν έπαιρνε στα παιδικά της τότε χέρια το δώρο του Άγιου Βασίλη.

- Σ' ευχαριστώ παιδί μου, να 'χεις την ευχή μου. 

Κλείνοντας τη πόρτα η τραπεζοκόμος, η Βασιλική άνοιξε το κουτί και κράτησε στα χέρια της ένα ζευγάρι μάλλινα τερλίκια για τα πόδια της. Ήταν σε χρώμα μπεζ με λευκο γουνακι στο τελειωμα. Τα φόρεσε και κοίταξε τα πόδια της με χαρά, ήταν τόσο κομψά και ζεστά ταυτόχρονα κι ήταν δικά της. 

Την είχαν σκεφτεί και μάλιστα αφιέρωσαν χρόνο για να της τα φτιάξουν. 

Μα δεν τα περίμενε, είχε κουραστεί να περιμένει. Ή μάλλον είχε πειστεί πως δεν έπρεπε να περιμένει. Ακόμη κι αν εκείνος ζούσε, δεν θα περίμενε. 


Βηθλεέμ Νασλα


Άτιτλο (του Ιωάννη Τούμπα)


 Το μυαλό μας από κατασκευής έχει μια αίσθηση του χρόνου. Το τώρα που ζούμε, είναι ένα μίγμα από τις αναμνήσεις - εκείνες που θυμόμαστε- και το μέλλον που ονειρευόμαστε. Όπως πολύ σωστά είχε πει ο Επίκτητος, δεν έχει σημασία πως έχουν τα πράγματα. Σημασία έχει εσύ τι βλέπεις...

 Κοίτα γύρω σου τους ανθρώπους. 

Κάποιοι όλο τον κόσμο να γυρίσουν τίποτα δε θα δούνε  - όπως είπε ο ποιητής Καββαδίας - 

Γιατί βλέπουμε όλοι μας την πραγματικότητα

ανάλογα με το πως νοιώθουμε. 

Πρώτα κοιτάζουμε με την ψυχη και μετά βλέπουν τα μάτια μας. 

Το τώρα είναι οι αναμνήσεις μας 

και ο τρόπος που βλέπουμε το μέλλον. Έτσι εξελίκτηκε ο εγκέφαλος μας. 

Να έχει μνήμη και να προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον.

Προσπάθησε λοιπόν να θυμάσαι τα όμορφα από το παρελθόν 

και κάνε όμορφα και αισιόδοξα όνειρα. Ειδικά αυτό. 

Κάνε όμορφα όνειρα... 

Και το τώρα θα γίνει πιο όμορφο.

Αν βρίσκεσαι σε δυσκολία λοιπόν. Κάνε ένα όνειρο. Και προχώρα προς την κατεύθυνση αυτή.

Σίγουρα θα φύγεις ένα βήμα απο τη δυσκολία που βρίσκεσαι.

Και θα συναντήσεις την ευτυχία. 

Ίσως όχι στο όνειρο αυτό καθεαυτό. 

Ίσως εκεί που δεν την περιμένεις.

Αν με κάποιο μαγικό τρόπο εμφανιζόταν ένας δαίμονας μπροστά μου... από ένα λιχναρι 

Και μου έλεγε πες μου μια επιθυμία σου... 

Θα του ζητούσα να μην πάψω ποτέ να έχω ένα όνειρο.

Πρέπει να έχεις ένα όνειρο...

Αν το καλοσκεφτείς... 

Η ζωή μας κραταει λίγο. 

Ζούμε πραγματικά για τόσο λίγο...

Και ξέρεις πότε ζούμε πράγματικα; Οταν βλέπουμε ένα όνειρο και είμαστε ξύπνιοι...

Τότε που η ζωή γίνεται λίγο ακόμα πιο όμορφη από όσο την είχαμε ονειρευτεί. 

Όλα τα άλλα μην τα λογαριάζεις για ζωή. 

Αν με κάποιο μαγικό τρόπο εμφανίζονταν ένας δαίμονας μπροστά μου... 

Να μην σταματήσω να ονειρεύομαι θα του ζητούσα...  

Πρέπει να έχεις ένα όνειρο...

Θα του έλεγα. 

 Ένα οποιοδήποτε όνειρο... 

Και όταν το όνειρο

θα σταματήσει 

να έχει  ένα σ'αγαπώ για τέλος.


Ιωάννης Τούμπας

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΛΕΓΕΤΕ Η ΜΑΝΑ (του Θωμά Θύμιου)


Η μαυροφορεμένη μάνα μου

και τις Κυριακές σηκώνονταν λίγο πριν το χάραμα.

Ήξερε να ξεχώριζει καλά τον άνιθο με τον μάραθο,

το αγαθό από το πονηρό των ανθρώπων χαμόγελο.

Χόρευε στα κύματα, η μυλόπετρά* της, τα άλεθε όλα.


Ποτέ δεν ξεχώριζε τα δικά της τρία αγγελούδια…

και εμένα το στραβόξυλο, που τόσο την κούραζα.

Τα βράδια έσκυβε πάνω μου, με γλυκοφιλούσε,

έλεγε της Φοινίκης μύθο, με του Μέγα** νανούρισμα.

Βάφτιζε τους θαλασσόπονους αγάπη. Αυτή είναι Μάνα.


Δεν της κέντησα στίχους, το τραγούδι της εγώ έγινα.

Τα βράδια στο τζάκι, την ταραγμένη θάλασσα αγκάλιαζα.

Της τραγουδούσα, με ανοιχτά φτερά γύρω της χόρευα.

Πότε φτερούγιζα σαν αετός, πότε δρασκέλιζα σαν ελάφι.

Γεμάτη στοργή, χαμογελούσε. Αχ, πώς φώτιζε το σπίτι.

Χειροκροτούσε, φώναζε: “Όπα αλήτη μου, αγάπη εσύ”

Τα μάτια της φώς, δροσιά χαράς, η ψυχή της γιασεμί.


Το χαμόγελο μου, στα μάτια της, της αυγής το φως.

Ποίημα δεν έγραψα, στην ψυχή θερμό ήλιο την είχα.

Ήταν ο θεός μου. Οι θεοί δεν προσδοχούν ποιήματα.

Όσο ζούμε εμείς, το παιδί, το εγγόνι, αυτή δεν πεθαίνει

για αυτό λέγεται ΜΑΝΑ, με κεφαλαία γράμματα...


Θωμάς Θύμιος

*- μεταφορική έννοια, το στομάχι.

**- ονομάζεται σήμερα η πηγή του 3ου αιώνα π.Χ. της Φοινίκης.

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Κάτι φταίει 

οι πληγές ανοίγουν

σαν να ήταν χθές

τα ρούχα νοτισμένα

μυρίζουν σαπίλα

έρημες  οι νύχτες

πίνουν σκοτάδια 

μέρες χαοτικές 

και ατελείωτη

η πίκρα στο στόμα

στο λαιμό ένας

καρφωμένος σωλήνας

καταπίνει αμάσητες φλέβες

εμμονικά μια φωνή 

σπάει  τα σπλάχνα 

συχνά οι μορφές

αλλάζουν θέση

κάποτε κρύβονται

στους πίσω κήπους

ή ξεκινούν  ταξίδι

και δεν γυρίζουν ποτέ 

ίσως ακόμη

μπορεί και να σωθούν


        Γεωργία Δεμπερδεμιδου

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Άγρια Ορχιδέα (της Νάνσυ Μπασδέκη)



Ριπές σχίζουν το όραμα

κι εσύ τρέχεις

να περισώσεις το άρωμά σου

ορχιδέα άγρια

πάνω στου βράχου τη σχισμή 

ζωγραφισμένες στα πέταλά σου 

ονειρεμένες καλλιγραφίες 

καθώς ο άνεμος σε πολεμάει

ταξιδιώτης αδίστακτος

γελώντας κραυγαλέα με την αδυναμία


γέλιο σαρκαστικό ηχεί

στήνοντας καρτέρι στην ελπίδα


εικόνα πορφυρή 

ο πόθος

νοτισμένος στο χάος

την θλίψη σου ζυγίζεις στα πλουμιστά ενώτια

φορώντας 

τα μαλλιά σου λυμένα

μαυρόφυλλα πλεγμένα 

χάδι στους ώμους σου 

ζεστό

μέχρι να'ρθεί η Άνοιξη

μητέρα των ανθών

την ειρωνία  να διαλύσει.


Νάνσυ Μπασδέκη

                                                  

Άτιτλο (της Αναστασίας Πελεκάνου)

 



Με βρήκα σε κάτι χαραμάδες

γεμάτες πράσινη βλάστηση.

Ήθελα να γίνω πράσινη.

Ξεκίνησα ν' αλλάζω δέρμα για αρχή.

Άφησα το κεφαλι μου σε ένα περβάζι.

Τα πόδια μου, τοποθέτησα κάτω απ' το ραγισμένο τοιχάκι.

Έκανα ένα σύντομο τεστ εγκυμοσύνης,

μη πάρω άλλον άνθρωπο στο λαιμό μου.

Ξεκόλλησα την κοιλιά μου

και την άφησα να μυρίσει ουρανό.

Κατάπια αναισθητικό, κι εβγαλα το λαιμό μου.

Κράτησα μόνο τα χέρια και τη καρδιά μου.

Τα μάτια μου, με κοιτούσαν απ' το περβάζι.

Μπήκα σε ένα σύννεφο κι ένιωσα ελαφριά.

Η ψυχή και τα χέρια, κρατούσαν

την καρδιά μου προσεκτικά.

Το σύννεφο έπιασε δουλειά.

Όχι πρόχειρη, μα καταιγίδα με έλουσε.

*Κεραυνοί, με πήραν και με σήκωσαν.

Τα χέρια ξεθάρεψαν, το ίδιο κι η καρδιά.

Η ψυχή έβγαλε κραυγή, τρομάζοντας το σύννεφο.

Έπεσα σε βάθη αιματηρών καλπασμών.

Ποδοπατήθηκε η καρδιά, όσο κι αν τα χέρια

έκαναν δουλειά.

Γρήγορα, κατέβασα την κοιλιά μου

από τον ουρανό.

Τα πόδια μου πήρα απ' το τοιχάκι.

Έβαλα στη θέση του, τον λαιμό μου.

Από πάνω στο κέντρο το κεφάλι.

Τα χέρια ρημαγμένα, αρωγοί της καρδιάς.

Κι η ψυχή γελαστή

που είχε τώρα συντροφιά.

Νέο δέρμα πράσινο από βλάστηση.

Μια κατανόηση, μια υπομονή,

σινιάλο απ' το απέναντι βουνό,

θρόνιασαν στου νου μου το ναυάγιο.

Όλα τότε βγήκαν στον αφρό.

Κι όλα γύρω μοιραία μου συστήνονταν 

Εγώ.


Αναστασία Πελεκάνου

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Μάνα γιατί γράφεις? (της Μάρθας Καναρη)

 



...με ρωτάς γιατί γράφω..

κι εγώ κοιτώ τα μάτια σου, παιδί μου...

κι είναι τα ματια σου για με

λίμνες του παραδείσου...

κι είναι το κλάμα σου βροχή

π' αναπαμό δεν έχει.

Γράφω γι αυτά που πέρασαν...

που άλλοι στα στερήσαν,

γράφω γι αυτά που θα ρθουνε,

που άλλοι τ' αποφασίσαν...

Η φλόγα σου στη φλόγα μου,

σκιά μεγάλη βγάζει...

φεύγει το φως, φεύγει η αυγή,

απλώνει το σκοτάδι.

Χωρίς σκοτάδι δεν μπορείς

να καταπιείς μελάνι...

να φτύσεις πόνο και οργή...

να ζήσεις...να πεθάνεις...

Μην με μαλώνεις μάτια μου,

που γράφω δακρυσμένη...

είναι το δάκρυ προσευχή

παρηγοριά δοσμένη.

Εχε στο νου καρδούλα μου.,

τον κόσμο κι αν γυρίσεις,

σε μια γλώσσα...μόνο μια...

θα μάθεις να δακρύζεις...


Μάρθα Καναρη

ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (του Γεράσιμου Μαρούλη)



Το ποτάμι έχει νερό.

Στο νερό πλέουν οι πάπιες.

Στον μαγιάτικο αγρό.

Στήσανε χορό οι κάμπιες.


Τα κουκούλια τους ανοίξαν.

Ανοίξανε τα φτερά τους.

Στα πολύχρωμα λουλούδια.

Πρόσθεσαν τα χρώματά τους.


Πάπα πάπα πάπα πάπα.

Τραγουδάνε όλες οι πάπιες.

Πάπα πάπα πάπα πάπα.

΄΄Για χαρά σας΄΄ λένε στις κάμπιες.


Στον γαλάζιο ουρανό.

Σύννεφα λευκά περνάνε.

Στο ποτάμι το θολό.

Τα νερά αργοκυλάνε.


Κάτω είναι το ποτάμι.

Πάνω είναι η γέφυρα.

Μούσκεμα με έχεις κάνει.

Όπως παίζεις στα νερά.


Γεράσιμος Μαρούλης


# Από την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή 

ΑΡΙΕΣ ΑΡΙΕΤΕΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΕΠΙΒΙΩΣΗ (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)



Θέλω

να μοιραστώ το μέλι

που στάζει η καρδιά μου,

όμως φαρμάκι γίνεται

για κάποιους τα χείλη τους.

 

Και εγώ

που είχα μάθει στη ζωή πάντα να δίνω,

χολή έπαιρνα από τη δικιά τους καρδιά.

 

Δύο κόσμοι διαφορετικοί,

σε μία κοινή συνύπαρξη.

Υποχωρήσεις για την επιβίωση.


Χρήστος Παπαχρυσάφης




 

Συνάξεις ουρανίων συμβόλων ενσκήπτοντας φωτος (της Συλιας Χαδουλη)



Ιερουργίες μυστικιστικού φωτος συνειδησιακης μαγειας διαχέονται 

στον αειφόρο λειμώνα των προσδοκιων

Θρυαλλίδες απεραντοσύνης αιωρούνται ως δρώντες άυλοι παρατηρητές

του χωροχρόνου της Θεϊκής ουσίας

Οίησις της σπαρακτικότερης κραυγής της συνειδησιακής επίγνωσης της φθοράς 

των ανθρωπίνων

Αυλητριδες ως ικέτιδες της κιβωτού της απεραντοσύνης της αιωνιότητας

κεντουν με πολύτιμους λίθους την ύστατη πορφυρα διαθήκη 

στον ουράνιο θολό  

Αραχνοΰφαντα πέπλα νόησης αδοτων αισθήσεων και παραισθήσεων φθαρτης ουσίας

ιπτανται ως φτερά εκπεσοντος Αγγέλου 

Ανθιζουν οι σαράντα γλώσσες του ουρανού στα Ιερά δώματα της επουράνιας

Απόλυτης Γνωσης της Καλοσυνης και της Άχραντης Αγαπης

Ζείδωρος οφις ως πανάρχαιο σύμβολο της θεϊκής ίασης εισχωρεί στις 

αιμορραγουσες φλέβες των δεσμών αίματος της ανθρωπότητας

Παρακλήσεις και ικεσίες συγχωρεσης αντανακλωνται εν μέσω ιερών ήχων  

των επτά σαλπιγγων της Αποκάλυψης

Πνεύμα Παναγαθον της Αλήθειας, Παναμωμη Μητέρα,

σκέπασε  με την στοργή Σου 

μέσω του ζωοδοτου φωτος της Αμωμης Σταυρικης Θυσίας της Υπέρτατης Αγαπης

τα δεινά της αιμορραγουσας ανθρωπότητας

Επουράνιες μυστικιστικές επικλήσεις και ικεσίες Ταγμάτων Αρχαγγελων 

των επτά εκκλησιών  σε συνάξεις ουρανίων συμβόλων ενσκήπτοντας  φωτος ευωδιάζουν  

προσφέροντες μύρο, λιβανιι και ελαιον ως πρεσβευτές των  πεδίων της  ανθρώπινης ουτοπικής ύπαρξης 

Αιτούνται και λαμβάνουν τα μέγιστα δώρα της Ίασης και της συγχωρεσης

από τα άυλα δάκτυλά της Υπέρτατης Αγνης και Αμωμης Θεότητας της αιωνιας Αγαπης.

Συλια Χαδουλη

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Σαν κοπάδι… (του Αριστομένη Λαγουβάρδου)



Σαν κοπάδι πρόβατα τρέχουν τα σύννεφα.

Μαύρα αγριοπούλια- σαν λυκόσκυλα- τρέχουν

από δω κι΄ από κει, και τα φωνάζουν.

Φουσκωμένα απ΄ το γρασίδι τρέχουν

τα σύννεφα στους ουράνιους βοσκότοπους.


Τρέχουν πάνω από τις πεδιάδες, τα οροπέδια,

πάνω από τα λαγκάδια, πάνω από τα σπίτια…

Τρέχουν…

Σε μια μοναξιά είναι βυθισμένα όλα,

σε μια γλυκιά νοσταλγία.


Αριστομένης Λαγουβάρδος





ΜΑΖΙ (της Ευας Γεωργίου)



Θέλω να γράψω ένα ποίημα 

που να χωράει μόνο εσένα…

Να μετράει  τα βήματα σου

Να ξετυλίγει ανεξιχνίαστα ίχνη

Ματωμένα πόδια ανήμπορα

να τρέχουν στις  ταχύτερες διαδρομές

Χέρια αδύναμα να σφίγγουν παλμό

Καρδιά πονεμένη σε ασύστολους κτύπους

Σφραγισμένο χαμόγελο

Μαυριδερά μάτια χωμένα στις λέξεις…

Άσπρα μαλλιά κρυμμένα σε ψάθινα καπέλα

Ένα σκυφτό κεφάλι να μετράει σοκάκια 

Ανύπαρκτα παπούτσια…

έτσι κι αλλιώς θυμάμαι,

ξυπόλυτο σε γνώρισα…

Λυρικός στίχος θα γίνεσαι  

σε κάθε μου γιορτή

Υστερα, το πιο όμορφο τραγούδι!

Κι εγώ εδώ,  να σε αφουγκράζομαι

ως τα πέρατα της Γης…


Ευα Γεωργίου




Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΜΕ ΣΥΝΤΡΙΨΕΙΣ (της Βάγιας Μπαλή)

Κομματιάστηκα στα βράχια της άρνησης, στα αιχμηρά βλέμματά σου, στα ψεύτικα πρωινά και τις γυάλινες δύσεις του φιλιού σου. Τραυματίστηκα από ευχολόγια της στιγμής από το αμαρτωλό σου στόμα. Τώρα με θωρείς γεμάτο πληγές και δε με αναγνωρίζεις, μα σου λέω με σιγουριά και απόλυτα πως είμαι εγώ. Αυτή, που σου ξημέρωνε τις λέξεις με ήλιους. Αυτή, που σε κοίμιζε με της αγάπης της τα ακριβά παραμύθια. Εγώ… που κάποτε σε πίστεψα. Αφελής και αθώα. Έλα, ακούμπησε την κομματιασμένη σάρκα μου, ακόμα και εκεί θα βρεις την αγάπη μου. Έως και το κόκαλο στάζει έρωτα για εσένα. Κι αν δε ζήσω, δεν τα καταφέρω, ακόμα και η ιδέα μου θα μιλάει για  σένα με τρυφερότητα, κι ας πήρα από σένα μονάχα προδοσία. Καρφώθηκα πάνω στης γλώσσας σου το μαχαίρι και ας πίστευα πως δε θα με πονέσεις ποτέ. Μετράω την συντριβή μου, μετράς το θήραμά σου. Πάρε το δέρμα μου να ζεστάνεις την  κρύα ψυχή σου, ίσως έτσι καταφέρεις και μεταφράσεις κάποιες από τις μνήμες μου. Ίσως καταφέρεις και αναγνωρίσεις τα αποτυπώματά σου πάνω μου και έτσι ίσως νιώσεις πως αισθανόμουν, λίγο πριν με συντρίψεις.


Βάγια Μπαλή

Ας ήταν η αγάπη πανδημία (της Στέλλας Μαναλη)

 



Ας ήταν η αγάπη πανδημία...

να γέμιζαν τα νοσοκομεία,

από πληγωμένες καρδιές...

Ο κόσμος να φορούσε μάσκες,

γιατί δε θα άντεχε την μυρωδιά...

από τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά,

και τους βασιλικούς...

Μια πανδημία που θα όσο θα έμενε, 

θα έκανε την καρδιά, να χτυπά δυνατά 

και οι πνεύμονες, θα γέμιζαν από τον αέρα της κάθε φορά που θα φυσούσε ...

Κάθε φορά που θα φυσούσε.... Αγάπη.


Στέλλα Μαναλη


 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Τσατσομοιρου)



Tα όνειρα  ξεφύγανε..

δραπετες.. απ' τη πληξη,

παραπονα γινήκανε..,

θα βρουμε αλλη γειτονια,

θα μπουμε σ' αλλο σπιτι!

θα κανουμε ποδαρικο σε αλλο καρδιοχτυπι!

Βρηκανε δρομο της φυγης,

και γυρω μου σαρκάζουν!

Προκλητικα, και μ' απειλουν...

τον στειρο ερωτα περιφρονουν

στον ποθο μου φωλιάζουν!

Για θυμιση μαζι τους, 

το μέσα μου επηραν,

νωπο ξεπερασμενο

σε χρό-νια αναμονη,

βαθια σταματημενο!

Ψαχνω για να 'βρω το γιατι...

στα μακρινα ταξιδια..

παροχημενες αποδρασεις,

μνήμης κληρονομιας παιχνιδια!

Τα ανθισμενα θελω μου,

το νοημα της ελπιδας,

τις περασμενες μας στιγμες,

τοτε που πρωτοδιαβικα

την πρωτη σου σελιδα!

Σαν κρυφοκοιταξα 

το γελιο σου το αγιο

τσιγαρο σαν μοιραστηκα,

ανασες και ναυάγιο!

Πριν να προφτασω να γευθω,

τα ποθητά σου χειλη,

αλλαξανε τα ματια μας τροχια,

και μειναμε δυο φιλοι!

Φιλοι στενοι ..μονάχα,

ανεραστοι περαστικοι..

κι' αναρωτιεμαι.. γιατι τάχα..

απόντες της στιγμης,

θυματ' αμφιβολίας,  

..σεναριο έργου μελαγχολιας?


Κωνσταντίνος Τσατσομοιρος

Ξανά απ την αρχή (της Ιωάννετας Δοκαναρη)


 

Σε συναντώ στο χαμόγελο των παιδιών .

Σε εισπνέω στη φλόγα των ερωτευμένων. 

Σε αγγίζω στο φιλί της θάλασσας.

Σε αισθάνομαι στο χορό των ελεύθερων.

Σε ακούω στο μοίρασμα της ξένης οδύνης.

Σε υποστηρίζω στου δίκιου τις μάχες. 

Σε αφουγκράζομαι στον αναστεναγμό της γης. 

Σε μοιράζομαι στις σελίδες της ιστορίας.

Σε αναγνωρίζω στου δίκιου τις δάφνες.


Ιωάννετα Δοκαναρη

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (της Σταματίνας Βάθη)



Μέσα στης νύχτας τα μυστικά, 

με των αστεριών την φεγγοβολιά

και των λουλουδιών την μυρωδιά, 

δύο ψυχές που η μία την αλλη  αποζητούσαν,

κάθονταν και μονολογούσαν.


Θάλασσες, βουνά και κάμποι,

μεταξύ τους στο σκοτάδι.

Τόσο απομακρυσμένοι μα και ερωτευμένοι.

Κάθε τραγούδι και ένα χάδι,

κάθε μυρωδιά και ένα δάκρυ.


Ματιά του φέγγους από προσμονή, 

από της απομάκρυνσης την διδαχή.

Τόση υπομονή για βροχή, 

σε έναν κάμπο με ξερή γη.

Δύο ματιές,  δύο ιστορίες για μεγάλες απουσίες.


Η απόσταση να νομίζουν πως θεριεύει, 

πως στην ελπίδα τους κωφεύει.

Η ανάγκη τους να τους ορίζει, 

σε έναν ουρανό αβεβαιότητας να τους γυρίζει.

Ψυχές που πάλλονται από αγάπη, 

από της έλλειψης το δύσκολο παιχνίδι.

Άστρα, φεγγάρι, νυχτερινό τοπίο, 

σε συγχορδία καμωμένο. 

Με τις ψυχές τις απομακρυσμένες,

να τις συντροφεύουν, να προσπαθούν να τις γιατρεύουν.

Ένας ουρανός κοινός για τους δύο, να τους θυμίζει ότι δεν κάνουν χώρια οι δύο.


Σταματίνα Βάθη

Άτιτλο (της Χάρις Παρασκευοπούλου)



Ανταλλάσσω τους δαίμονες μου

Με την εναρμόνιση

Με τη λειτουργικότητα και την ουσία

Τους κρύβω μέσα στη τσέπη μου

Και τους βγάζω

Έναν – έναν

Σαν θησαυρούς.

Τα πιο σκληρά πρόσωπα,

Τις πιο πονεμένες ώρες.

Έναν – έναν.

Ματωμένα χείλια

Σπασμένα μέλη

Δυο κουβέντες με γυρισμένη την πλάτη.

Την μέσα καρδιά

Όχι αυτή που ζωγραφίζεις στο χαρτί

Χαρτί είναι

Θα ζήσει περισσότερο

Από τη στιγμή μας,

Δεν το ξέρεις;


Χάρις Παρασκευοπούλου)


Photo by Ρανια Καρα

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (της Αντριάνας Αρβανιτιδου)



Μπορεί ένα χαμόγελο να κρύψει την σπίθα της θλίψης απο το βλέμμα;

Μπορεί η προσποίηση να καλύψει τον πόνο που κυλάει στο αίμα; 


Ένα κόκκινο κραγίον στα χείλη

λιγό χρώμα στα μάτια, εξαφανίζουν την λύπη; 


Πόσο εύκολα μπορείς να ζωγραφίσεις την χαρά σε ένα χαρτί που κομμάτια μετρά. 


Το βάρος που η ψυχή κουβαλάει δεν σου δίνει την ώθηση να πετάς.

Βαρίδια στα πόδια σου κουβαλάς. 


Σαν να πεθαίνεις κάθε βράδυ 

η ανασα σου κοφτή.

Και περιμένεις το θαύμα για να πιαστείς

στα συντρίμια να μην πληγωθείς.


Αντριάνα Αρβανιτιδου



"Δίχως αποτυπώματα" (της Ελευθερίας Θεοδώρου)



Στις επετείους τούτου  του  χειμώνα

οι αποχαιρετισμοί 

καπνίζουν ένα βαρύ τσιγάρο 

Μπερδεύουν με τη στάχτη 

τη σιωπή των λυπημένων

Ανακατεύουνε τα απομεινάρια

με τα καμένα δάχτυλα

για να  ζεστάνουν μάταια  

φλέβες παγωμένες  

Με τα καμένα δάχτυλα 

μετράνε στο  αριθμητήριο ζωής

το σπέρμα του θανάτου

Μόνος, ζυγός ο αριθμός

Ζυγός, μονός  και πάλι 

Έπειτα, στάχτη απλώνουνε

πάνω στην  ανοιχτή πληγή

Να γιατρευτούνε θέλουν  

δίχως αποτυπώματα.


Ελευθερία Θεοδώρου





Γι αυτους που φεύγουν, για όσους μένουν 

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Ισως...(της Λουκίας Παπαδοπούλου)

 



Ίσως να σκέφτομαι πολύ 

μα πιότερο Εσένα.

Ίσως με ρούφηξε η σιωπή

σε μέρη ξεχασμένα.


Ίσως να φταίει η εποχή 

που ύπουλα πληγώνει.

Ισως να φταίει η ερημιά 

που την καρδιά παγώνει.


Ίσως το δάκρυ που κυλά 

δεν έχει σημασία

κι ισως τα λόγια που έχω πει 

δεν είχανε ουσία.


Ίσως πράξεις αυθόρμητες

να φέραν απραξία

κι ίσως οι πόθοι της καρδιάς 

δεν είχαν καμιά αξία.


Ίσως το πέταγμα ψηλά

να ήταν ουτοπία

ισως τα ολόλευκα φτερά

μαύρισαν στην πορεία.


Ίσως είναι τα όνειρα 

που τόσο πολύ σου μοιάζουν

Ίσως τα αμέτρητα γιατί

που την ψυχή τρομάζουν.


Ίσως να φταίω και εγώ 

που 'χασα ευκαιρίες.

Ίσως να φταις λίγο κι εσύ 

που 'χες αμφιβολίες.


Ίσως να πέρασε ο καιρός 

τα θέλω μας να κλαίνε.

Όμως δεν ξεριζώθηκαν.

γιατί ίδιες φωτιές μας καίνε.


Λουκία Παπαδοπουλου

Να έρθεις (της Γιώτας Κλουτσουνη Παπαδάκη)



Στιγμή δε φεύγεις απ' την σκέψη μου.

Κι ας λέω ψέματα πως όλα έχουν τελειώσει. 

Κυλάς σαν αίμα μες στις φλέβες μου. 

Ο χρόνος σ' ένα κοίταγμά σου έχει παγώσει. 


Δες πως αλλάζουν όμως τώρα οι εποχές. 

Κι εμείς σαν ξένοι τριγυρνάμε.

Κανείς από τους δυό δεν έχει ενοχές. 

Και την αγάπη με κακία ξεγελάμε. 


Μα έρχεσαι τις νύχτες στα κλεφτά. 

Στα όνειρα ξαπλώνεις στο πλευρό μου.

Και μ' αγκαλιάζεις σαν και πρώτα τρυφερά. 

Και με φυλάς στο μέτωπό μου.


Στα χέρια σου τυλίγεις το κορμί. 

Και μου ζεσταίνεις την ψυχή μου.

Στα χείλη μου αφήνεις το φιλί. 

Σαν να'σαι πάλι στη ζωή μου. 


Γυμνοί σ' ένα κρεβάτι από ευχές.

Ανίδαιοι να τις διαχειριστούμε. 

Στα στήθια μας αμέτρητες πληγές. 

Που αντί για χάδια, αλάτι τους πετούμε. 


Κι όμως στιγμή δε φεύγεις απ'την σκέψη μου. 

Κάθε στιγμή μας τη θυμάμαι. 

Να έρθεις πάλι απόψε με φιλιά. 

Να με ξυπνήσεις άν κοιμάμαι. 


Γιώτα Κλουτσουνη Παπαδάκη

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Η σφαγή (της Τόνιας Κοσμαδακη)



Μπορώ να έχω κόκκινα μάγουλα

ή σάπια δόντια

αλλά σίγουρα καμία κατανόηση

Οι κρίκοι

κάπου κοντά

κοιμούνται γενναία

Μακριά τους

εγώ σαπίζω

εσύ διαμελίζεσαι

Το ριζικό όλα τα αντέχει


Ύστερα

τα δωμάτια αδειάζουν

όλη τους την γεωμετρία μέσα μου

Μπλέκεται με τ’ άντερά μου

Κι είναι οικεία

η βαρβαρότητα του χάρακα

Να κάνω μία ερώτηση;

Αν δεν πετάς

τελικά τα φτερά τι τα θες;

Τι τα θέλω;

Ο χρόνος σκοτώθηκε

βουτώντας απ’ τον ώμο σου

Μία κατάβαση παλλόμενη

Ένας επιθανάτιος χορός

Μόνο εγώ τον είδα


Σε αδημονώ

Σε σκουριάζω

Σε ριγώ

Σε θάβω

Σε φωσφορίζω

Σε πικρώ

Σιωπώ με λέξεις

Ανασαίνω με θηλιά

Όμως

ντρέπομαι

να χορέψω

ντρέπομαι

να γελάσω


Ξέρω εγώ

Στην γωνία

με ατρόμητη δειλία

περιμένω την σφαγή


Τόνια Κοσμαδακη

Σκύλος


Η ΣΚΙΑ (της Άννας Γεωργαλή)



Στο παράθυρο του καθρέφτη μου

καθημερινά μ' έβλεπα 

μια μάσκα σκοτεινή

και ξοπίσω μου να στέκει μια σκιά,

η δικιά σου θαρρούσα

που με ακολουθούσε..

μετά από χρόνια

στον καθρέφτη μου 

συνάντησα την ίδια σκιά

κουρασμένη

να μου απλώνει ακόμα το χέρι,

τα δάχτυλα γλιστρούν δισταχτικά

αγγίζοντας την αινιγματική προσωπίδα

και τότε με εκπληκτική επιβράδυνση

κατάλαβα... 

ήταν η δική μου σκιά 

που σ' έψαχνε,

κοιτάζω με συμπόνια το πρόσωπο μου

τα σημάδια της φθοράς

λογαριάζουν τον χαμένο χρόνο

αποκάλυψη οικτρή

φανερώθηκε στα μάτια

τόσα χρόνια ζούσα με την προσδοκία της σκιάς σου..

Πόσο λίγο με αγάπησα...


Άννα Γεωργαλή



Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Μετανοώ (του Κώστα Ζαικιδη)


 

Μεγαλώνοντας άρχισα να σκαρφαλώνω 

στις κορυφές του εγωισμού μου.

Φούσκωσαν τα στήθη μου με Ίλιον νεότητας και περιπλανήθηκα 

αυτάρεσκα πάνω απ’ τον συρρικνωμένο κόσμο.

Εναιώρημα μεθυσμένης ελευθερίας που κατακάθεται σαν ίζημα

στην ακινησία των υγρών προσδοκιών.

Πήρα μαζί περιττά πλείστα όσα αδιαφορώντας για την πτώση.

Μα φαρμακερά βέλη διαπέρασαν το λεπτό στημόνι της καρδιάς 

που μάτωσε προσκρούοντας σε πέτρινους εφιάλτες 

της σκληρής πραγματικότητας.

Ξεφούσκωσε το περήφανο παγώνι 

μαδώντας τα φτερά της ματαιότητας.

Και τώρα γονυπετής με κύματα θάλασσας στα μάτια, 

που συντρίβονται μπροστά στους φάρους της αλήθειας, 

ποτίζω τις χέρσες συγνώμες για να οργωθεί το ανάδευτο χώμα, 

προκειμένου να σπείρω καρπούς μετανοίας.

Φτάνει- βλέπετε -το τέλος της άνοιξης και 

αγωνιώ αν θα φυτρώσει το έλεος και 

αν θα έχει ωριμάσει την εποχή του θερισμού.


Κώστας Ζαικιδης

Έξοδος (του Νίκου Σουβατζη)




Είχαν μείνει λίγοι απ' τους παλιούς

σε μια ήσυχη γωνιά 

και περίμεναν καρτερικά τη μεγάλη έξοδο


Όταν έφτασε η ώρα

πήραν τις θέσεις τους

στις σελίδες της ιστορίας

χωρίς να το αντιληφθεί κανείς


Έτσι αθόρυβα που έζησαν,

κύλησε η ζωή τους

κάτω απ' τον θόρυβο του κόσμου


Νίκος Σουβατζης

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Άτιτλο (της Μαντώ Μπογιαννη)

  


Εικόνες, μελωδίες, λέξεις, μυρωδιές.

 Συνδέουμε καταστάσεις και πρόσωπα τόσο αυθόρμητα με τις αισθήσεις μας. Σχεδόν μηχανικά.....

Υπάρχουν τόσες αμέτρητες επιλογές.....πως γίνεται κάθε φορά, να φτάνει μπροστά στα μάτια σου, η ίδια μορφή;

 Σαν στοιχειό που δε λεει να φύγει. Ριζωμένο βαθιά μέσα σου..

Σαν από χρόνια ξεχασμένη ακακία έχει απλώσει, στις γραμμές του μυαλού σου.

Ενα τραγούδι, ένα τυχαίο στιχάκι κι ένα σκίτσο τρυφερό, δυο χεριών σφιχτά πιασμένα, αρκεί για να τον δεις να τρέχει..

Αρκεί για να ακούσεις την φωνή και το γέλιο του..

Μαντώ Μπογιαννη