Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ναυάγιο (της Καλλιόπης Τσούχλη)



Ήταν το βαρομετρικό που θόλωνε τη σκέψη.
Τις δύο χαμένες άγκυρες μ’ έστειλες για να βρω.
Σινιάλο μου έκανες χωρίς η λάμπα σου να φέξει,
κείνο το φως σου που ‘θελα και πια δεν καρτερώ.


Διπλώσου κάβος κι ύστερα μόλα μου την καδένα.
Τέσσερα οχτάρια η μπίντα σου και κάνε το σταυρό.
Με παίρνει το αντιμάμαλο κι ως όλα σκουριασμένα,
ψάχνω να δω τα χέρια μου πού τ’ άφησες να βρω.


Ήχος βαθύς κι απόκοσμος η θάλασσα που σκάζει.
Μα πού μου κρύφτηκες και πια καλά δεν σε θωρώ;
Οι εφτά ουρανοί το σάλπιζαν, την ώρα που χαράζει,
ρίξου μεμιάς κι απώθησε το σώμα σου στο υγρό.


Ζώσε χλωρό τη σάρκα σου και γίνε το αρμυρίκι.
Θάρρεψε! και ξαμόλησε σε πέλαγο ανοιχτό.
Για ν’ αλαφρύνεις, θρέψου με θαλασσινό σκουλήκι.
Για να βαρύνεις, ντύσου με της νύχτας το ριχτό.


Τώρα ως βυθίζει σκέφτεσαι πώς τ’ άταφο το σώμα.
Πώς ξενιτεύτηκες γιατί και πού 'θελες να πας.
Μι’ αγάπη, που σε καρτερεί για ένα φιλί στο στόμα,
κι ένα παιδί, που ξέχασες να πεις πως τ' αγαπάς.


Καλλιόπη Τσούχλη