Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Ζωής Χαλκιοπούλου)


Είναι λίγοι οι άνθρωποι που μαζί τους θες να κοιμηθείς.
Μα ακόμη πιο λίγοι αυτοί που θες να μοιραστείς το χάραμα.
Στο ξεπροβόδισμα, ένα φιλί κι ένα χαμόγελο τη μέρα να μερέψουν.
Γλυκιά παρηγοριά και θύμησες της περασμένης νύχτας.
Είναι πολλοί οι άνθρωποι που λες το καλημέρα.
Καφέ θα πιες και θ ανταλλάξεις λόγια.
Μα είναι λίγοι οι άνθρωποι που στο τραπέζι πάνω
θα βάλεις την ψυχή σου να την ξεκουράσεις.
Είναι λίγοι οι άνθρωποι που από ψυχή θα τους μιλήσεις,
κατανόηση αληθινή κι ασφάλεια θα εισπράξεις.
Μα είναι ελάχιστοι αυτοί που θα σε νιώσουν με σιωπή
μ΄ ένα άγγιγμα ή μια ματιά, γαλήνη να σου δώσουν.
Συνταξιδιώτες μιας ζωής κι ας τους γνωρίζεις λίγο.
Αυτό τον άνθρωπο επιθυμώ, μια δύναμη αθόρυβη
και χαίρομαι τα χρόνια μου απλόχερα να δώσω.
Κι αν σε ανάγκη θα βρεθεί ας πάρει τα μισά μου.
Είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι που πάντα μένουνε μαζί,
ακόμη κι αν χωρίσανε και πήραν άλλους δρόμους.
Πιο κάτω, στης καρδιάς το ραντεβού πάλι θ ανταμωθούνε.
Μα είναι μετρημένοι αυτοί που στίγμα άφησαν στο μαξιλάρι.
Κάπου την ίδια ανατολή βλέπουν χωρίς εσένα.
με την σιωπή θα σου μιλούν κι η πίκρα θ απαλύνει.

Υ.Γ. Όλα ή τίποτα ή λίγο… γιατί είμαστε άνθρωποι!

Ζωή Χαλκιοπούλου

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)



 Επιμελώς ταίριαξα τα ρούχα

στην ντουλάπα

τοποθέτησα στα ράφια

τους καιρούς 

που πέρασα στην θάλασσα 

στρίμωξα τα πένθιμα στο βάθος

να μην τα φτάνω

σκόρπισα  ναφθαλίνες μικρά

λευκά συννεφάκια

ένα  κεντημένο τραπεζομάντηλο 

ξεδίπλωσε άθελα εμπρός μου 

ρόδια αγγελικής ξεχύθηκαν

στα πόδια μου

φύλλα χρυσοκίτρινα

έθαβαν την άμμο

μια ρίζα έσπασε στα χείλη μου

έκλεισα τα μάτια

αγκάλιασα, μύρισα

τα κεντημένα της μαμάς

τις παλιές δαντέλες της γιαγιάς 

μια ψύχρα  φθινοπώρου

τρυπούσε  τους ώμους 

έσυρα την πόρτα δυνατά 

πώς να πακετάρω στιγμές.. 

            

Γεωργία Δεμπερδεμιδου