Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Ο κλέφτης (του Κώστα Ζαϊκιδη)

 


Ποίηση είναι ο χώρος της κλεψιάς.

Ναι !! Ίσως σας ξάφνιασα !!

Ή μήπως σας έδωσα αφορμή να γνέψετε καταφατικά;

Μα όχι, μην βιάζεστε, δεν εννοώ τα πνευματικά δικαιώματα και άλλα πεζά!!

Εννοώ πως είναι ο χώρος που μπορείς να κλέψεις αγάπη!!

Διάσπαρτες ψυχές ανοιχτές και εκτεθειμένες στις ορέξεις σου.

Ξαπλωμένες γυμνές να λιάζονται σε θάλασσες. 

Να ευφραίνονται σε πηγές του Ζώντος ύδατος και άλλες να ταξιδεύουν σε αστέρια και εξωτικούς προορισμούς.

Να ερωτεύονται σε πορφυρά δειλινά και να εγείρονται σε μαγικές ακρογιαλιές, αγναντεύοντας τον ζωγράφο με τα χρυσά πινέλα του να χρωματίζει από ψηλά τις θάλασσες  ξανθιές και τις γοργόνες μεταξένιες!!!!

Ή άλλοτε πάλι να ξεπλένουν συσσωρευμένα άλατα αλαργινών αμαρτιών, με δάκρυα εξαγνισμού και συναίσθησης!

Ναι!! Γι'αυτό μπήκα στον χώρο αυτό!! 

Να κλέψω αυτή την ανεπιτήδευτη  αγάπη, την άσπιλη και αμόλυντη, την ολοκληρωτική!!

Όχι όμως μόνο να κλέψω, μα και

να προσφέρω, τσίτσιδος, ξέντυτος και ακάλυπτος, την δική μου ψυχή!! 

Χωρίς φτιασίδια νυχτερινών εξόδων παρά μόνο νιογέννητη και απογυμνωμένη των τάχα καλών τρόπων και προθέσεων.

Αλλά σας διαβεβαιώνω πως  ακόμη κι έτσι πάλι νοιώθω κλέφτης και τοκογλύφος!!

Διότι όση αγάπη κι αν δίνω - τελικά - την παίρνω πίσω με υπεραπόδοση!!


Κώστας Ζαϊκιδης




Πώς (της Τόνιας Κοσμαδακη)



Ξύπνησα ξαφνικά στις 5 το πρωί

με πετσοκομμένο στόμα

με βρεγμένα σεντόνια

Ένα υγρό άγχος 

είχε απλωθεί σε όλο το πάτωμα

Θα φουσκώσει το ξύλο, σκέφτηκα 

Αυτό το σπίτι θα με φάει στο τέλος, σκέφτηκα

Τότε είδα τα χέρια σου 

να κρέμονται από το ταβάνι

Φοβήθηκα τόσο πολύ

Αυτό το σπίτι θα με φάει, φώναξα

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου

κι ευτυχώς είχαν χαθεί


Άντε τώρα να πας στην κουζίνα

Κι αν κρέμονται τα μαλλιά σου από το ταβάνι εκεί;

Κι αν βγουν από τον τοίχο;

Θεέ μου, θα πάθω έμφραγμα

Πήγα τελικά

τίποτα δεν κρέμονταν από πουθενά

έφτιαξα καφέ βρίζοντας

Πονούσε το δέρμα μου

μια προδοσία με γύριζε

σαν αρρώστια

Σήκωσα το νυχτικό μου και τα είδα

Μικρά αγκάθια φύτρωναν πάνω μου

Ήμουν κακιά

Τόσο κακιά

Μισούσα τα παιδιά

Μισούσα τα σκυλιά

Θα σκοτώσω τον ουρανό, σκέφτηκα

Θα πνίξω την θάλασσα, σκέφτηκα

Θα σφάξω τα λουλούδια

Θα τα σκοτώσω όλα, είπα

Κι έπεσα κάτω

Σωριάστηκα 

σαν πύργος από τραπουλόχαρτα

Κι άρχισα να κλαίω

Τόσο κλάμα

Μα τόσο κλάμα που είχα 

Τόσο καιρό, ενηλικιώνονταν μία λίμνη μέσα μου

Βγήκε έξω κι αφάνισε όλη την κακία


Μετά, μπήκαν οι μπάτσοι στην κουζίνα

Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα, θα ξυπνήσω

Συλλαμβάνεστε, μου λέει ο ένας

Ήταν δύο

Συλλαμβάνομαι, του απαντώ

Τι έχω κάνει;

Έχετε κάνει τόσα εγκλήματα

Δεν μίλησα, μου φόρεσε χειροπέδες

Κι αν έχω κάνει; μονολόγησα

Λίγο πριν με βάλουν στο περιπολικό

σκεφτόμουν πώς κάναμε έρωτα


Τόνια Κοσμαδακη