Κυριακή 31 Μαΐου 2020

" Ή γράφεις ή χάνεσαι. Γράφεις! " (της Μπέττυς Κουτσιου)



Να γράφετε τόσο καλά, ώστε να μην μπορούνε, να μην σας διαβάσουν. Αν δεν γράφετε καλά, κάντε κάτι άλλο αλλά να το κάνετε μοναδικά.
Γράφοντας και μόνο μαθαίνεις να γράφεις. Κανένας άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ή γράφεις ή χάνεσαι. Εάν θέλετε να χαθείτε υπάρχουν πολλοί τρόποι να το κάνετε. Εάν θέλετε να γράφετε μόνο ένας. Αυτοσυγκέντρωση, πίστη σε αυτό που επιλέξατε να υπηρετήσετε μαζί με αφοσίωση.
Δημιουργία, αγάπη και πάθος. Όλα τα άλλα είναι περιττά. Μην χάνετε τον χρόνο σας σε ανούσια πράγματα. Ακούστε τις λεπτομέρειες μέσα σας. Να φέρεστε στις λέξεις σας με σεβασμό και αγάπη σαν να είναι πριγκίπισσες. Να τις επαινείτε για αυτό που σας δίνουν. Ένα άρθρο, ένα σύγγραμμα, ένα ποίημα, ένα βιβλίο θέλει υπομονή, προσήλωση και θυσία. Να κάνετε εξάσκηση, να γράφετε καθημερινά, να μην πιστεύετε στην τύχη, τίποτα δεν μας χαρίζεται εάν δεν εργαζόμαστε καθημερινά εμβαθύνοντας, προσπαθώντας πιο πολύ από τις ικανότητες μας. Η τύχη θα προκύψει μαζί με την δεξιοτεχνία και την καλλιέργεια. Καμία τύχη δεν είχε αποτέλεσμα εάν δεν υπήρχε από κάτω γερή πρώτη ύλη.
Γράψτε εκείνα που φοβάστε, όχι τα ανώδυνα. Γράψτε εκείνα που σας κομματιάζουν την ψυχή, αυτά που σας τσακίζουν αλλά με γύμνια, με αυταπάρνηση της ωραίας και προσεκτικής εικόνας σας. Μην φοβάστε εάν δεν αρέσετε σε όλους, σε εκείνους που θα αρέσετε όμως θα αρέσετε πολύ.
Να είστε εσείς, όχι σαν κάποιον άλλον. Δεν είναι κακό να μοιάσετε, κακό είναι να προσπαθήσετε να παριστάνετε κάποιον άλλον.
Τι κάνει ένα άρθρο σπουδαίο; Η εντιμότητα. Να είστε έντιμοι όταν γράφετε, ειλικρινείς και πάνω από όλα θαρραλέοι. Για να γράψετε ένα σπουδαίο άρθρο πρέπει πρώτα να αποτύχετε, να γράψετε δύο, τρία αποτυχημένα και μετά θα μάθετε πως θα γράψετε κάτι εξαιρετικό. Αφήστε κάποιους αναγνώστες να σχολιάσουν αρνητικά μην φοβάστε. Έχω γράψει άρθρα που ρίσκαρα να μην έχω ούτε έναν αναγνώστη γιατί τόλμησα να γράψω για το τάδε θέμα που διαιρεί. Όμως δεν έγινε έτσι, ίσα ίσα είδα το αντίθετο. Ο τρόπος που θα γράψετε κάτι έχει σημασία, όχι ο λόγος.
Δουλέψτε την γραφή σας, τίποτα δεν σας χαρίζετε. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που γράφουν διαδικτυακά και έντυπα, γιατί ο κόσμος να επιλέξει εσάς; Πείτε μου. Μην γράφετε για να καλύψετε την ματαιοδοξία σας, θα σας πετάξει εύκολα έξω όλο το σύστημα, έστω και εάν έχετε δέκα, είκοσι δικούς σας ανθρώπους να σας διαβάζουν, δεν σημαίνει τίποτα. Όταν εκτεθείτε, τότε βλέπετε τι αξίζετε, όταν φύγετε από το περιβάλλον σας και είστε άγνωστος μεταξύ αγνώστων, εκεί θα μετρηθείτε εσείς και το ταλέντο σας. Εάν δεν σταθείτε ειλικρινείς απέναντι στη γραφή, τότε δεν χρειάζεστε καμία άλλη αρετή. Έχετε ήδη αποτύχει ή κοροϊδεύετε τον εαυτό σας. Η γραφή δεν θέλει κοροϊδία, θέλει ντομπροσύνη, ηρωισμό.
Να προχωράτε λίγο λίγο και σταθερά. Μην βιάζεστε να γίνετε κάποιοι, η γραφή δεν συγχωρεί τους αλαζόνες. Τους καταπίνει και τους εξαφανίζει.
Δουλέψτε σκληρά και με πίστη την γραφή και αγαπήστε το μεγαλείο της.
Εσείς όμως να μείνετε ταπεινοί. Δεν θα νιώθετε τίποτα ποτέ παραπάνω από γραφιάδες. Η λέξη συγγραφέας να μην είναι η ματαιοδοξία σας, αλλά η ανταμοιβή σας.
Σε κάθε τι που κάνουμε στην ζωή γιατί το αγαπάμε και το υπηρετούμε, πρέπει να αφοσιωθούμε, κατά τύχη δεν κερδίζεται τίποτα.

Μπέττυ Κουτσιου


Ενατένιση ουρανού (της Μαίρης Σουρλή)



Στη μελαγχολική εποχή του σκοταδισμού
στα χαστούκια της βροχής,
στις αντιφάσεις του είναι και του φαίνεσθαι
στην πίκρα της αλήθειας,
στα δέντρα των αδικουμένων
στη χαμένη λευτεριά, στα φθαρτά,
στο σισύφειο αγώνα,
άγνωστη γαλήνη που απλώνεται στο άπειρο
καρτερεί η ψυχή για ν’ αράξει
μ’ αναπνοές αγάπης, που ενσταλάζουν
μοσχοβολιές ελπίδας μιας ανατολής,
για να σκορπιστούν τα νέφη
ντύνοντας με μουσικές αισιοδοξίας
τους ορίζοντες ..
Πόσοι καημοί, πόσα βάσανα..
Πόσες λανθασμένες επιλογές..
Πώς να βρούμε το ξαγνάντι ονείρων;
Πώς να βρούμε φωνή
να τραγουδήσουμε κάποιο ζεϊμπέκικο;
Ένα άσπρο πουλί φοβισμένο
περιφέρεται στου οράματος τον ουρανό,
οσμίζεται ποίηση στον αέρα,
χαιρετά τα σιωπηλά άνθη
και με σέβας λιτανεύει:
Ω, καρδιά νοσταλγική των δικαίων
θα γυρίσουμε στη λησμονημένη
ομορφιά της λευτεριάς μια μέρα,
παίρνοντας φως απ’ τις φλέβες της ζωής
κι απ’ το αμέριμνο χαμόγελο ενός παιδιού..!

Μαίρη Σουρλη


Από την ποιητική μου συλλογή
<Φτερά στον Ορίζοντα>

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΣΚΙΕΣ (της Ιωάννας Αθανασιάδου)



Όνειρο άπιαστο ο σκιές μας,
μεγαλώνουν το σούρουπο,
ξεπορτίζουν τις νύχτες,
χορεύουν κάτω απ’ τ’ αλώνι του φεγγαριού.
Μαυροπούλια κουρνιασμένα στην πόλη,
σιωπή του Θεού,
μαύρα ράσα αμίλητα.
Η άλλη όψη του προσώπου μας,
το σχήμα του πεπρωμένου μας.
Αλλάζουμε περίγραμμα,
σκορπιζόμαστε στους ανέμους,
λέμε τα παράπονά μας στις νύχτες.
Πόσο λίγο γνωρίζουμε την ψυχή μας!
Μόνοι στους έρημους δρόμους,
ψιθυρίζουμε στο άγνωστο,
χανόμαστε στη σιωπή.
Μοναχική στιγμή η σκιά μας που δεν καταλάβαμε,
αεράκι που ξαλαφρώνει τη μοίρα μας.
Πορεία παράξενη...
Ένα αξεδιάλυτο παρόν...
Ένα αξεδιάλυτο όνειρο...

Ιωάννα Αθανασιαδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΛΟΓΟΥ ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ, εκδόσεις Βεργίνα

Κεχριμπαρένια φιλιά (της Άρτεμις Κριμιτσα)



Σε ένα απ' τα ωραιότερα μπαλκόνια στέκει
Το πέτρινο πρόσωπο της μυρωμένοι άνεμοι του Αιγαίου χαϊδεύουν μα δεν ξυπνά
Την ώρα του δειλινού όμως τα κεχριμπαρένια φιλιά του ήλιου την ανασταίνουν
Την κουρτίνα κλείνει ο ουρανός και εκείνη σιγομιλει με τ' άστρα τους γλάρους μη ξυπνήσει

Άρτεμις Κριμιτσα




Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ,ΜΙΛΟΥΝ. (του Τάσου Βασιλειάδη)


Οι Ποιητές, μιλούν για Ηλιοβασιλέματα,
Χωρίς να έχουν δει ποτέ πόσο λάμπουν
Τα δικά σου Μάτια, Ομορφότερα από
Κάθε Ηλιοβασίλεμα….

Οι Ποιητές, μιλούν για Μοναξιά…. Την
Περιγράφουν γεμάτη Σκοτεινιάς Πόνο,
Χωρίς ποτέ, όμως, να έχουν νοιώσει την
Απώλεια που νοιώθω εγώ, όταν είμαι έστω
και για κάποιες Στιγμές, μακριά σου….

Οι Ποιητές, μιλούν για Ευτυχία… Την εννοούν
σαν κάτι Παραδεισένιο, χωρίς να έχουν νοιώσει
όμως, ποτέ την Ευτυχία που δίνουν τα δυο σου Χείλη,
όταν σε φιλώ….

Οι Ποιητές, μιλούν με τους στίχους τους, για τα πάντα….
Εγώ όμως, αισθάνομαι αυτά τα Πάντα, όταν αντικρίζω
Το Όμορφο σου Πρόσωπο. Κι αν το αντίκριζαν και Αυτοί,
Δεν θα ήθελαν πια να μιλούν…. Το να σε κοιτούν, απλά,
Σιωπηλοί και Μαγεμένοι, θα τους Έφτανε….

Τάσος Βασιλειάδης


Άτιτλο (της Αγγέλας Ντελια)


Οι ιστορίες των ανθρώπων δεν τελειώνουν ποτέ, όμως οι άνθρωποι δυστυχώς αργά ή γρήγορα ''τελειώνουν''...
Γι αυτό, φρόντισε να αφήσεις πίσω σου την δική σου ιστορία, μια ιστορία η οποία θα κάνει περήφανους όλους τους απογόνους σου...
Μέσα από πράξεις θάρρους, μέσα από έργα ανθρωπιάς κι όχι λόγια και διαδόσεις περί ανθρωπισμού...
Μέσα από την αέναη μετάδοση που φέρει στους αιώνες μόνο η δύναμη της αγάπης, μέσα από την ανώτερη πρόοδο που επιτυγχάνει στην ψυχή του ανθρώπου η αγάπη κι όχι από τα ασαφή προσχέδια ''διαφημιστικού υλικού'' περί αγάπης, κάτι σαν να ψωνίζεις στις εποχικές ''ευκαιρίες'', λόγω πιο εύκολης ''πρόσβασης'' στα εκπτωτικά είδη και προιόντα...
(άσε που θα διαφημιστείς ύστερα και σ΄ όσους επιθυμείς)
Μέσα από τις αποστάσεις που χρειάζεται η ζωή για να γίνει ξεχωριστή και πολύτιμη, μέσα από όλες τις ''αποστάσεις'' που θα γίνουν παράδειγμα στην κοινωνία κι όχι επιτηδευμένη αδυναμία...
Μέσα από την ίδια την ανθρώπινη φύση, μέσα από τους τρόπους που κατέχει η ψυχή να αντιδρά και να αντιλαμβάνεται τις ψυχές όλων των ανθρώπων...
Γιατί μέσα της βρίσκονται όλοι μαζί οι άνθρωποι του κόσμου και πρέπει να την εμπιστευτείς, χρειάζεται να την εμπιστευτείς...
Αξίζει να πολεμήσεις ακόμη και να πληγωθείς, γιατί αξίζεις την ευκαιρία να επιλέξεις τη διαδρομή σου...
Δυστυχώς ή ευτυχώς όλες οι αξίες της ζωής που είτε κατακτώνται είτε δεν κατακτώνται, στοιχειώνουν τις ιστορίες μας με βαριές καταγεγραμμένες μαρτυρίες...
Όμως αυτές οι ιστορίες μένουν στις μνήμες της γης και των ανθρώπων, αλήθειες που προσδιορίζουν με γεγονότα το ήθος σου στα επερχόμενα γένη κι αυτά ή θα σε τιμήσουν, ή θα σε ''σφραγίσουν'' στον τάφο της εξόριστης λήθης!

(άσε τα λόγια, κάνε τον Λόγο σου πράξη για τη ζωή όλων των παιδιών σου)

Αγγέλα Ντελια


Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Δεν είναι κανείς (του Πατροκλου Σεφεριάδη)


Δεν είναι κανείς,
οι δρόμοι μοναχοι,
η σιωπή γέμισε τις πλατείες,
 ο βοριάς πόσα φύλλα να σήκωσε,
η πλάνη δηλητήριο.

Ο ύπνος αργούσε,
στο ξύπνημα
πάλι με τον τοίχο,
σιγά θα κουβεντιαζες.

Στη φυλακή μαθαίνεις,
 με το φόβο υπογραφεις συμβόλαιο,
αν τις αλυσίδες σπάσεις,
πόσος χρόνος,
απομένει στο φως.

Μία νύχτα ο έρωτας,
ο δόλος με την υπομονή,
μαζί κοιμηθηκαν,
τα υγρά σκορπισαν στο χώμα,

 Το είχαν πει.....
 εμείς στραβά αρμενιζαμε.

Πάτροκλος Σεφεριαδης

Λέξεις από τη συλλογή
Τόλμα αν μπορείς

Κάποια μέρα θα αλλάξω τον κόσμο (της Μαρυσας Παππά)


Κάποια μέρα θα αλλάξω τον κόσμο.
Αυτός ήταν ο στόχος μου από παιδί.
Κάποια μέρα με το θάρρος και το θράσος που με διακρίνει θα ζητήσω εξηγήσεις από όλους όσους θεωρώ υπεύθυνους για αυτόν τον κόσμο που άλλαξε και οδεύει στην καταστροφή.
Κάποια μέρα που θα νιώσω έτοιμη και θα σταθώ στα πόδια μου, θα διαβώ αυτά τα περίεργα και δύσβατα μονοπάτια για να αντιληφθώ πλήρως πως είναι να ζεις χωρίς φωνή και χωρίς όνειρα.
Κάποια μέρα θα βρεθώ στην άκρη μιας θάλασσας και θα πετάξω στον βυθό της όλα τα κακά τούτου του κόσμου.
Κάποια μέρα θα κάνω μια πραγματική αποκάλυψη πρώτα στον εαυτό μου και μετά στους υπόλοιπους ότι η μοναξιά που τόσο φοβόμαστε και τρέμουμε νικιέται μόνο αν πιστέψουμε στην αγάπη.
Κάποια μέρα σε ένα μικρό βασίλειο, το δικό μου, θα εξομολογηθώ όλες τις αδυναμίες μου στον δικό μου άνθρωπο και αυτό θα γίνει η δύναμή μας για την υπόλοιπη κοινή ζωή μας.
Κάποια μέρα θα γίνω ενός ανθρώπου το στήριγμα και το αποκούμπι του.
Θα τον απαλλάξω από τους εφιάλτες του και θα γίνω η σύντροφος της ζωής του.
Κάποια νύχτα μυστική όλες μου οι επιθυμίες και οι σκέψεις θα μετατραπούν σε πράξεις και θα ελπίζω και εγώ και οι υπόλοιποι σε μέρες αισιόδοξες.
Κάποια μέρα θα προσφέρω απλόχερα αγάπη σε έναν κόσμο άνευρο δίχως κανένα συναίσθημα και θα σκουπίσω μονομιάς όλα τα δάκρυα του πόνου.
Κάποια μέρα ελπίζω να τα καταφέρω.

Μαρυσα Παππά




Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Μάνα (της Κυριακής Δράκου)



Τα ροδοκόκκινα μου μάγουλα γεμάτα με φιλιά.
Στην κεντημένη μου ποδιά πολλά σημάδια.
Μου συνεπαίρνει τη ματιά η συννεφιά.
Σιμά το χρώμα της καρδιάς μες το αγέρι.
Μάνα είμαι…
Μια μάνα στο ξωπόρτι καρτερά.
Η αγκαλιά της είναι κήπος, δεν στερεύει.
Μια Χειμωνιά είναι, γύρω παγωνιά.
Με την αγάπη της ξεδίψασε η ζωή.
Η προσφορά της βλέφαρο της άνοιξης.
Κτυπώ την πόρτα της στο φλοίσβο της καρδιάς.
Μια πόρτα ανοιχτή είναι πάντοτε η ψυχή της.

Κυριακή Δράκου



Άλωση ψυχής (της Εύας Μαζοκοπακη)






Ακροβάτης απείθαρχος σε τσίρκο, η ανάσα μου
να στηρίζεται στο σκοινί που λικνίζεται σαν αιώρα.

Επιβάτης σε σαπιοκάραβο, η σκέψη μου,
να κλυδωνίζεται στους τριγμούς των ρευμάτων.

Λαθραναγνώστης σε σκισμένο βιβλίο, η ψυχή μου,
να φυλλομετρά τις σελίδες των παθών.

Πολεμιστής σε αρένα μονομάχων, οι αισθήσεις μου,
να παλεύουν στον αγώνα των καημών.

Ιππότης θολός σε πίστα ιστορίας, η  αλήθεια μου,
να διαλύει στο κάδρο το έρεβος των πόθων.

Σταυροφόρος αιθέριος σε μάχη, η αγάπη μου,
να τεμαχίζει σε διάφανες χώρες τα δάκρυα .

Γυρολόγος σε τόπους ανύπαρκτους, η λαχτάρα μου,
να πουλάει σε πλάνα μέρη την ελπίδα της ζωής.

Κυβερνήτης άυλος σε θάλασσα κρύα, η θέρμη μου,
να ποτίζει σε άμμους το νέκταρ της φύσης.

Παλιάτσος παλαίμαχος σε σόου, οι φόβοι μου,
να διατρέχει σε βάθρα το γέλιο των ρυτίδων.

Θεατρίνος κακόγουστος σε σκηνή, τα ένστικτα μου,
να δίνει ερμηνεία στο εύρος των πληγών.

 Αλήτης σε δρόμους φθαρμένους, η γλώσσα μου,
να φωνάζει σε πλήθος το μήκος της λύπης .

Ακροατής κωφός σε θέατρο άμορφο, η ιστορία μου,
να δηλώνει σε αμάχους το βάθος των ονείρων.

Πειρατής ξέπνοος σε ταξίδι ανήκουστο, οι πόθοι μου,
να κουρσεύει σε ωκεανούς τα λάφυρα της ανάγκης.

Αετός άφτερος σε ουρανό κατάμαυρο, το πείσμα μου,
να υψώνει λάβαρα στο βουνό των κριμάτων

Ήρωας άσημος σε μυθολογία, οι τύψεις μου,
να κυνηγά σε δάση τα δαιμόνια του “είναι”.

 Αμαξηλάτης ραγισμένος στο χώμα, ο εαυτός μου,
να κυλάει  σε παγοδρόμιο την άλωση της ζωής.

Γιατί η Άλωση, έννοια άπιαστη, ανήκει σε μένα
ο κρότος που σκόρπισε με γέμισε αίμα...
μα ο Τιτανικός που ναυάγησε, πότισε φόβους
ισάξια άλωση  Θερμοπυλών με  τριακόσιους!

Εύα Μαζοκοπακη

Α  ΠΑΓΚΡΗΤΙΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2019
Από την λογοτεχνική ομάδα " ΚΡΗΤΩΝ ΛΟΓΟΣ"
Εμπεριέχεται στην πρώτη ανθολογία ποίησης " Κρητών λόγος

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΚΙ ΑΝ ΚΑΤΙ ΤΩΡΑ ΣΟΥ ΖΗΤΩ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ! (του Παντελή Χατζηκυριάκου)


Και τώρα που εξάλειψα και τα τελευταία σου υπολείμματα απ’ την ψυχή και το κορμί μου. Τώρα που η άψυχη φιγούρα σου έπαψε να κυκλοφορεί στη σκέψη μου σαν την άδικη κατάρα. Τώρα που η αλαζονεία και η πλεονεξία σου σταμάτησαν να μολύνουν τη διάθεση και τον ψυχισμό μου, σε παρακαλώ πολύ να φύγεις.

Τώρα που άρχισα να ξεχωρίζω εκ νέου τα χρώματα. Τώρα που οι νότες από τα χαρούμενα τραγούδια άρχισαν να αγγίζουν και πάλι την ψυχή μου. Τώρα που κατάφερα να βάλω μια τάξη σε όλη εκείνη την ακαταστασία που προκάλεσε η ματαιοδοξία και ο εγωισμός σου, θέλω να με αφήσεις επιτέλους ήσυχο.

Στο είχα πει τότε, θυμάσαι; Δεν είναι οι άνθρωποι κομμάτια ενός παζλ που θα συμπληρώσει τελικά την ευτυχία σου. Δεν μπορείς να τους ζυγίζεις και να αποφασίζεις για αυτούς ανάλογα με τα υπέρ και τα κατά τους. Δεν μπορείς να φιλτράρεις την ανθρώπινη ύπαρξη με μόνο γνώμονα το προσωπικό σου συμφέρον και το κέρδος.

Πέρασα από πολλά στάδια μαζί σου. Προσπάθησα να φιμώσω την απογοήτευση και να κρατήσω μόνο τις όμορφες στιγμές μας. Θέλησα να αποδεχτώ τα γεγονότα και να σου κάνω χώρο στη ζωή μου ανεξάρτητα από αυτά. Ωστόσο, εσύ έβρισκες πάντα τον πιο προκλητικό και πρόστυχο τρόπο για να μου αποδείξεις πως τελικά ο άνθρωπος δεν αλλάζει.

Τώρα λοιπόν που βλέπεις όλους σου τους φόβους να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη στιγμή αυτή που βιώνεις μία – μία τις συνέπειες της φιλοδοξίας σου. Τώρα που οι θεωρίες σου γύρω από τη ζωή και τον εαυτό σου καταρρέουν μπροστά σου, θα σε παρακαλέσω να κρατήσεις το χάος που γυαλίζει στο βλέμμα σου για 'σένανε και μόνο.

Δεν υπάρχει κάτι άλλο εδώ να καταστρέψεις. Οι αντοχές, η καλοσύνη, η αφέλεια και το φιλότιμό μου στέρεψαν. Προσπάθησε να διαχειριστείς όση δυστυχία προκάλεσες και σταμάτα πια να προσπαθείς να τη μεταδώσεις.

Δεν έχω ανάγκη τα τυχαία τηλεφωνήματα σου. Δε χρειάζομαι τα μεθυσμένα σου μηνύματα, ούτε τις μελαγχολικές στιγμές σου. Την απουσία σου μοναχά ζητώ και τίποτε άλλο.

Η τελευταία μας σκηνή παίχτηκε πολύ καιρό πριν. Απλώς, εσύ, δεν το κατάλαβες. Αυλαία!

Παντελής Χατζηκυριάκου


Παράνοια (της Πόλυ Μίλτου)





Αυτός ο κόσμος δεν έχει δρόμους να διαβείς.
Έχουν διαβρωθεί τα βράχια από τα δάκρυα της αδικίας.
Έχουν ραγίσει τα εδάφη από την υπεροψία του εγώ.
Έχουν κρυφτεί τα μονοπάτια από ντροπή.
Τόση εμμονή να διαλυθούν όλοι οι καλοί.
Τόση ένταση στην ειρωνεία της ασέβειας.
Είναι κάποιοι "ιεροί" υπάνθρωποι που μόνο πληγώνουν.
Υπάρχει σιωπή και όνειδος και μυστικές ιδιοτροπίες.
Η συνείδηση κοιμάται. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν.
Αόρατες "καλοσύνες" υποκριτικού υπολογισμού.
Μια άνοστη κατάσταση που έχει ξεφύγει.
Ανελεύθερες προσωπικότητες που επιμένουν.
"Για το καλό", φωνάζουν και βρίζουν τους αθώους.
"Για την αλήθεια", ουρλιάζουν και χλευάζουν το φως.
"Για τον σεβασμό", δηλώνουν έντονα φτύνοντας πάνω σου.
"Για την αγάπη", ομολογούν σαν μάρτυρες καθυστερημένοι.
Σαν άγιοι της τελευταίας ώρας που σώζουν.
Με ειρωνείες, απειλές και απαξίωση.
Μην τους ακούς! Μη σταματάς...
Το σκοτάδι δε φεύγει με ανάσες κακίας και φθόνου.
Δεν μπορώ! Δεν αντέχονται τα ψέματα στις καρδιές.
Ψάχνω να βρω αν έχει ξεμείνει κάπου μια ανάσα.
Η ελπίδα σκοτώθηκε πριν τελειώσει η ζωή.
Σπαραγμός!
Γύρω μου κινείται σκοτάδι και χάθηκα.
Τώρα θέλω μόνο να κλάψω!
Ο εγωισμός δεν ελέγχεται πια.
Έχει γίνει παράνοια και σκεπάζει τη γη!



Πόλυ Μίλτου



Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Λιόχαρος (της Βικης Δρακουλαρακου)



Μια στάση έκανες να δεις
το πλάγιασμα του ρόδου
κι αψήφησες την εντολή
καιόμενα άστρα προσοχή

Μια στάση έκανες να δεις
τον σύρτη στη καρδιά
που στέκει σκουριασμένος
κι αψήφησες την εντολή
στερνό κατευόδι προσοχή

Βλέμμα στο βλέμμα προχωράς
αχνογελάς κι όλο σιμώνεις
το δρόσο της αγκάλης σου
δυόσμο  κι άνοιξη κερνάει

Φιλί φιλί εξωραΐζεις τον ανθό
στην άγρια μέντα τη θυμώδη
κι η ναισεμιά του λυγισμού
γλυκοφτερουγά στο στήθος

λιόχαρε με τα χείλη τα σγουρά
πως σε λένε...
Θύμισέ μου!

Βικη Δρακουλαρακου




Άτιτλο (του Άντρος Νικολάου)


Το σώμα μου
φυλάκισαν, να μήν
σέ συναντήσω.
Φορτώνει η καρδιά
τό όνειρο.
 Λεύτερος
είμαι άνανδροι.
Ολημερίς μαζί σου.
Σ' ακροθαλάσσι
είμαστε ψυχή μου
αγαπημένη.

Άντρος Νικολάου




Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Ευτυχώς...(του Γιώργου Βομπρα)


Ευτυχώς που μερικοί βρήκαν την ποίηση
για να πούν  τον πόνο τους
Όπως ο Πεσσόα ο Μπωντλαίρ
και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε

Για να βραβευθούν
να τιμηθούν
Να πουν...τί ωραία τα λόγια τού ποιητή
Και μετά...φθού κι απ' την αρχή

Ευτυχώς που βρήκαν  την ποίηση
Και ο κωμικοί την σάτιρα
Κι ο τραγικοί  το δράμα
Κι οι φιλόσοφοι το κλήμα

Ευτυχώς που τα βρήκανε
 και λένε τον πόνο μας
Και μετά θα μαζευτούμε θα δεξιωθούμε
 και μετά στόν μπουφέ....να φαγωθούμε

Μείναν μόνον μερικοί...καταραμένοι...διχασμένοι..
.διψασμένοι όμως για να γράψουν....
Όχι για ν' αλλάξουν τον κόσμο
ο κόσμος δεν αλλάζει...αλλά να....
 για να πούν τον πόνο τους....

Ευτυχώς....

Γιώργος Βομπρας

Το γαλάζιο πουλί (της Εύας Λολιου)



Είχα κι εγώ ένα πουλάκι, γαλάζιο. Την αυγή χτυπούσε με το ράμφος το τζάμι να του ανοίξω και με ξυπνούσε.
Πεταγόμουν απ' το κρεβάτι κι άνοιγα το παραθύρι αφήνοντας το λεύτερο να πετάξει. Το κοιτούσα πως ξεδίπλωνε τ' όμορφα φτερά του στη δροσιά των γιασεμιών του χωριού κι ύστερα που 'φτανε να κάνει κύκλους γύρω απ' την θάλασσα.
Αφού βουτούσα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ' το νερό της βρύσης , χτενιζόμουν και φορούσα ότι πιο λευκό έβρισκα στη κρεμάστρα, έβγαινα στην αυλή με τον ελληνικό μου καφέ για να γράψω. Κάτω απ' τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς να αποθανατίσω με λέξεις ότι την προηγούμενη ημέρα μου είχε διηγηθεί απ' τις περιπέτειες του.
Μα ήταν τόσο σύντομα τα ταξίδια του, που μόνο σε μικρά κι ανάλαφρα ποιήματα χωρούσαν. Ο γλάρος, το δελφίνι, η φρεγάτα, ο φλοίσβος των κυμάτων. Να κι ακόμη ακόμη το κλάμα της νεογέννητης ανατολής ήταν οι τίτλοι, γιατί μέχρι εκεί έφτανε να κοιτάξει η γαλανή ψυχή του.
Σούρουπο επέστρεφε , είχε στους ώμους του το λιόγερμα να κοκκινίζει τα εύθραυστα φτερουγίσματα του και το στήθος μου σφίγγονταν κάθε φορά περισσότερο απ' την αγωνία, μη γυρίσει πίσω τ' αθώα μάτια του αντικρίζοντας τη λαβωμένη δύση.
Στεκόμουν και το περίμενα με την χούφτα μου απλωμένη στο περβάζι, σαν φτάσει να ξαποστάσει εκεί μέσα τους χτύπους της καρδιάς του.
Πηδούσε ύστερα στο στρωμένο τραπέζι αντίκρυ μου, τρώγαμε μαζί και συζητούσαμε.
Μα ήταν η γλώσσα του τόσο γλυκιά, ένα κελαηδητό που χάζευα κι άφηνα πάντα το γεύμα μου απείραχτο.
Κι αν θυμούμαι καλά 'κείνα τα χρόνια, που είχα κι εγώ ένα πουλάκι γαλάζιο στο σπίτι, ήμουν πιο αδύνατος κι όμορφος από ποτέ άλλοτε, σαν παράφορα ερωτευμένος..  Ναι, ήταν ωραία τότε που ξημέρωνε ο ήλιος την ζωή  μ' ένα παραδείσιο φτερό ανθισμένο στα μαύρα μου μαλλιά κι έδειχνα στον καθρέπτη τόσο μα τόσο ευτυχισμένος..

Εύα Λολιου



Τοιχογραφία '' Το γαλάζιο πουλί'' στο παλάτι της Κνωσού.

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Άτιτλο (της Λένας Βλαχοπούλου)



Είναι η ώρα περασμένη.
Μην γυρίσεις..
 Αποσπασματικές
εικόνες αντιστρέφουν τον χρόνο
Ανυπέρβλητες δυνάμεις σε κρατούν
στης ψυχής το βυθό.
Εγχαραχτοι
ομόκεντροι κύκλοι τα συναισθήματα
ξεφτια του νου.
Τυφλή αβοήθητη
πνίγω μια ιαχή.
Οσμίζομαι την βροχή
Αγέννητη σιωπή . .. και εσύ ανέγγιχτος
στου κόσμου τις φωτιές να κυνηγάς
μια
νέμεση.

Λένα Βλαχοπουλου




Η ψυχή ένα ταξίδι (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)




Πόσο άδεια γίναν τα ταξίδια μας,
Μια μεταφορά από το ένα μέρος στο άλλο.

Κι εμείς μια θέση ανώνυμη σε ένα ξένο μέσο μεταφοράς.
Τίποτα το οικείο.

Κι οι ενδιάμεσοι σταθμοί αδιάφοροι
Υπάρχουν μόνο για τους άλλους.

Κι αντί να απολαμβάνουμε το ταξίδι κι αντί κάθε σταθμός να γίνεται ορόσημο στην πορεία μας κι
αντί να μαθαίνουμε από κάθε στάση, περιμένουμε.
Η μισή ζωή μας μια αναμονή.

Κι αντί να ζούμε, αναμένουμε
Τη μεταφορά από την αφετηρία στον προορισμό.

Μα το φως δεν είναι αναμμένο.
Χάθηκαν πια οι Ιθάκες.
Χάθηκε ο νόστος.

Όλα άνοστα.
Όλα μια μεταφορά.

Κι η ειλικρίνεια της κυριολεξίας ξένη.
Κι εμείς περνάμε τη μισή ζωή μας με ξένους απέναντι.

Αυτή είναι η πραγματική απόσταση,
Μεταξύ των ανθρώπων κι όχι μεταξύ των σταθμών.

Κι έγινε κι η αγάπη μια απόσταση.
Αγάπη από απόσταση.

Ποιος άραγε υπάρχει πια που θα κάνει το ταξίδι να πλησιάσει τον άλλον
για να φτάσει στην Ιθάκη της καρδιάς του;
Ποιος θα μπει στην περιπέτεια του ταξιδιού με προορισμό την αγάπη;

Μα για να κάνεις το ταξίδι αυτό πρέπει πρώτα να έχεις την αγάπη μέσα σου.
Αφετηρία και προορισμός να έχουν ίδια ουσία.
Τότε έχει νόστο το ταξίδι.

Τότε όταν φτάσεις, επιστρέφεις.
Γιατί ποτέ δεν έφυγες.Έζησες όμως το ταξίδι.

Κι είναι όσα κέρδισες από το ταξίδι που θα κάνουν τον προορισμό μια νέα αφετηρία.
Τότε έχουν νόημα τα ταξίδια.

Όταν τον προορισμό τον βρίσκεις στην πορεία.
Τον φτιάχνεις.

Κι υφαίνεις τη μοίρα σου με νήματα ψυχής.
Γιατί και η ψυχή ένα ταξίδι είναι.

Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου


Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Δημοκρατία (του Ντίνου Γλαρού)



Η Δημοκρατία
σαν αλυσοδεμένη σουφραζέτα
στέκει αμίλητη και μας κοιτά στα μάτια.
Αιχμάλωτη των κυβερνήσεων
πεινάει και διψά
κρυώνει στα παγωμένα κελιά
αδίστακτων συμφερόντων.
Πολιτικάντηδες την ακρωτηριάζουν
της έχουν κόψει τη γλώσσα
τα μάτια της τα έχουν βγάλει προ πολλού.
Την περιφέρουν σε εθνικές επετείους
με εισιτήριο ακριβό
αξιοθέατο για τους πολλούς
αλλόκοτο θέαμα για τους νοήμονες.
Γερασμένη και αβοήθητη
βαριανασαίνει ξεψυχώντας
από την ίδια της τη μάνα προδομένη.

Ντίνος Ι. Γλαρός

Ο ίδιος Ήλιος (του Βασίλη Σπανού)




Ο ίδιος ήλιος ανατέλλει
ο ίδιος ήλιος πάλι δύει
κι' η νύχτα έρχεται
για όλους
κι'η μέρα που όλοι καρτερούμε
ν΄ανοίξουμε τα μάτια
για να δούμε
πως τίποτε δεν άλλαξε
η πως αλλάξαν όλα
που μέσα στα όνειρά μας
εμείς ζούμε.
Και τι ζητάμε
πέρα από μι'αγκαλιά
κι' ένα απλωμένο χέρι
που θα μυρίζει
έρωτα και χάδι
όπως μυρίζει το λουλούδι
που το'χουμε ποτίσει
στο μπαλκόνι.
Φθινόπωρο έρχεται,
και πέφτουνε τα φύλλα
σαν της ζωής
τα χρόνια που περνούνε
χειμώνας άνοιξη και καλοκαίρι
πως όλα πέρασαν
που δεν θα ξαναδούμε
τα ίδια πάντα είναι
η μήπως όχι;
Ο ίδιος ήλιος δύει κι' ανατέλλει
κι' η νύχτα παίρνει
αυτά που της ανήκουν
και 'μεις
μαλώνουμε και αδικούμε
διαπληκτιζόμαστε φυγομαχούμε
χωρίς να μετανιώνουμε
γι'αυτά
που τα μπορούμε
και δεν τα κάναμε
τη νύχτα η τη μέρα
όταν ο ίδιος ήλιος
για όλους δύει κι' ανατέλλει

Βασίλης Σπανός


Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΣΤΙΓΜΑ (του Χρήστου Χριστοπουλου)


Αφήνεσαι στους ήχους των κυμάτων
κι αλάργα η ψυχή σου ταξιδεύει
μ´αστέρια ολοφώτεινα ξεφεύγει
τα βάθη σκοτεινών χαρακωμάτων!

Κοιτάς την πανδαισία των χρωμάτων
ο ήλιος στη θωριά σου βασιλεύει
την σκέψη σου ξανά την γαληνεύει
η θέα των απόκοσμων θαυμάτων!

Αν έρθει η αγάπη με το κύμα
θα σ´εύρει στο μικρό σου ακρογιάλι
να γράφεις της καρδούλας σου το ποίημα!

Μ´αν δεν φανεί κι απόψε, ω τι κρίμα!
Η θλίψη απ´το στερνό σου παρακάλι
θ´αφήσει τ´ανεξίτηλο της στίγμα!

Χρήστος Χριστόπουλος

Παλιό λεωφορείο (του Παύλου Ανδρέου)


Από ένα παλιό λεωφορείο
αποβιβάστηκα κουρελιασμένος
στη στερνή στάση
μιας πράσινης γραμμής.

Έσκαψα την προσφυγιά στους ώμους,
τις αποσκευές άρπαξα στα χέρια,
σκουρόχρωμες κηλίδες αίματος
στάζουν στα παπούτσια
και μένω μονοσάνδαλος.

Μπαίνει το δάκρυ στην παρέλαση
με ανυπόκριτο το βήμα
παντού «εν-δυο-εν».

Παύλος Ανδρέου

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Σκέψη (της Μαρίας Μηνά)



Τις νύχτες δεν βγαίνω ούτε στο μπαλκόνι.
Μένω μέσα.
Γεμίζουν οι δρόμοι αδικοσκοτωμένους.
Περπατούν άφοβα ,ότι τους σκότωσε μένει μέσα.
Μέχρι τα έμβρυα πετούν σαν πεταλούδες.
Κι εγώ που ήλπιζα σε μετενσάρκωση,
 μήπως σε ξαναβρώ,
τρέμω να γεννηθώ στο μέλλον .
Τις νύχτες βάζω το κεφάλι κάτω από την κουβέρτα και φωνάζω την μάνα μου...
Μετά βλέπω την γριά απέναντι στον καθρέφτη να μου λέει, ανάσα μην μιλάς.
Τώρα που σήκωσες κεφάλι,
ετοιμάσου να το χάσεις με αξιοπρέπεια.
Μια ζωή φόραγες νοητική μπούργκα.
Βάλε και μια βαμβακερή  λεοπαρδαλέ
και φύγαμε,μόνο έτσι το βράδυ θα περπατάς στους δρόμους...ελεύθερη...

                               

Αυτόματη γραφή πίνοντας καφέ

Γλυκιά Ζωή (της Χαρούλας Φράγκου)



Εχόρεψεν ο ήλιος με τη δύση
και βάφτηκε ο κόσμος πορφυρός
Στα χρώματα σκιές θα ζωγραφίσει
ο πόθος μας ο πρώτος κι' ο στερνός
Εχόρεψεν ο ήλιος με τη δύση
και γλίστρησαν τα μάγια σιωπηλά..
Χλωμή μεσ' τη σελήνη θα ραγίσει
η πρώτη και η στερνή μας η χαρά

Γλυκιά ζωή γεννιέσαι κι' ανασαίνεις
μια στιγμή
Γλυκιά ζωή η αγάπη που θα'ρθει
γρήγορα φεύγει
Ξανθό αχνοφώς χαράζει η ελπίδα
στην ψυχή
Καράβι αργό στον κάμπο το γαλάζιο
ξεμακραίνει.....

Εχόρεψεν ο ήλιος με τη δύση
Του έρωτα ξεχάστηκε ο καημός
Γυμνή θα περπατήσει η υποψία
αν ήσουν δάκρυ, γέλιο ή λυγμός
Εχόρεψεν ο ήλιος με τη δύση
Σαλπάρησαν στα χείλη τα φιλιά
κι' η αγάπη ξεχασμένη πολιτεία
μαντήλι ταξιδιάρικο κουνά.....
.
Γλυκιά ζωή γεννιέσαι κι' ανασαίνεις
μια στιγμή
Γλυκιά ζωή η αγάπη θε ναρθεί
αν είναι νάρθει...
Ξανθό αχνοφώς χαράζει η ελπίδα
στην ψυχή
Καράβι αργό τη ρότα της την άφιλη
ν' αλλάξει.....

Χαρούλα Φράγκου

Από την ποιητική συλλογή Ασμάτων λέξεις




Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Οι νύχτες ερωτεύονται (της Κατερίνας Νεοφυτιδου Ηρακλέους)



λένε ότι οι νύχτες ερωτεύονται καλύτερα..
ίσως...έρωτας είναι...
αγκαλιάζονται πιο σφικτά...
τα χέρια μεθυσμένα παραμιλούν..
λένε ότι  η αγάπη γίνεται χαλί
 και την  πατάς...

η νύχτα δεν έχει μάρτυρες ...

η αγάπη απλά στέκει στην άκρη...

της μέρας τα πρόσωπα φωτίζονται..
γιατί τα βέλη της είναι ορατά..
της μέρας τα μάτια λάμπουν...
κολυμπούν σε θάλασσες και ωκεανούς..
τα χέρια ανοίγουν της αγάπης το κουτί..

οι μέρες αγκαλιάζονται κάτω από βροχή και χιόνια....
το φως δεν κρύβεται...
το ουράνιο τόξο είναι μαγεία..
το όμορφο δειλινό αφήνεται
χαλαρό και ανώδυνο στα χέρια της αγάπης του Θεού...

οι νύχτες τυφλώνουν...
οι μέρες κάνουν θαύματα!

Κατερίνα Νεοφυτιδου Ηρακλέους


Φανταστικό ταξίδι (της Αναστασίας Κουτσούκου Κλεάνθη)


Ταξίδι που δεν κάναμε
και νόμισα πως πήγα
γιατί μαζί σου πίστεψα,
τη θάλασσα πως είδα.

Κι ακολουθήσαν γλάροι,
με περισσή τη χάρη,
ξεστράτιστα δελφινια
με παιδική τη γκρίνια.

Μεγάλη η αγάπη μου,
για τούτο το γαλάζιο,
γέννησε χίλια όνειρα
μα ήταν σε ... ναυάγιο

Αναστασία Κουτσούκου Κλεάνθη


ΠΡΟΣΕΥΧΗ (της Δωρας Μεταλληνού)


Προοπτικές άνοιξης
ακούμπησε στο τζάμι το πρώτο φως
απροετοίμαστες οι κοιμισμένες επιθυμίες
άνοιξαν νυσταγμένα βλέφαρα
κλειδωμένες ανασφάλειες
έτρεξαν στον καθρέφτη
να ενθαρρύνουν τη απραξία  τους
καθρέφτης ήλιος να συσπειρώνει ελπίδες στα ματαιωμένα
και το φτερούγισμα στα φύλλα της καρδιάς
ποια Πυθία να το ερμηνεύσει;
ανερμήνευτα αναδύονται από τα άδυτα του ενύπνιου
ρίξε μια λήθη Θεέ του φωτός
μην καταυγάζεις όλα τα σκοτάδια
πονάνε τα κοιμισμένα  στο φως
βελόνες τρυπάνε τα βλέφαρα
άστα να περπατάνε
 στο λιβάδι με τ' ασφοδίλια!

Δώρα Μεταλληνου


Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Απόκριση (του Μανώλη Αλυγιζάκη)





Μέσα στης καταιγίδας
την κοσμοχαλασιά
για μια ρωγμή ελπίδας έψαξα
για ένα καλοκαίρι
και μες στον ήλιο να ποθώ
κορμί γυναίκας
μελαψό και λείο

κι είπε μου ο βοριάς

στα γονικά σου τα σημάδια
θα βρεις το μονοπάτι

σκύψε μ’ ευλάβεια
το μάρμαρο κι ανασήκωσε
τη θαλπωρή τους να γευτείς

και ρώτησα τον λίβα
λιακάδα πού θα `βρω

κι είπε

μες την καρδιά σου
κρύβεται

Μανώλης Αλυγιζάκης

Ποίηση  από τη συλλογή ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2015

Άτιτλο (της Λίτσας Μοσκιου)


Σε ερωτεύτηκα και σε πόθησα
προτού καν σε συναντήσω.
Πρώτη η εικόνα σου πλάστηκε
στη σκέψη κι έγινε εμμονή αναστατώνοντας το είναι μου.
Κι ύστερα βυθίστηκα
με την ψυχή μέσα στο σώμα σου. Άδειασα ολόκληρη σταγόνα σταγόνα μέσα στο αίμα σου.
Επίφοβο το τόλμημα να σε πλάσω
με την ανάγκη της ψυχής μου
να με δεχτείς
με την ανάγκη του αίματός μου
να μ' αγαπήσεις προτού να με βρεις.

Λίτσα Μοσκιου


ΠΟΙΗΜΑΤΑ (της Ειρήνης Γερονταρα)



Μ' αρέσουν τα ποιήματα
που πάνω στα δέντρα
τα σκορπάν οι ποιητές
κι εκείνα με ασφάλεια ανθίζουν.
Με πέταλα ανάλαφρα λευκά
μοιάζουν οι λέξεις.
Κι οι ρίμες βγάζουν μια μοσχοβολιά
όπου κι αν πας θα ευωδιάζουν.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα
που φτιάξαν ποιητές με πόνο και λαχτάρα
κι ομόρφυναν τον κόσμου μας
διώχνοντας την αντάρα.
Ποιήματα τόσο φωτεινά
που δεν μοιάζουν μ' άλλα.

Ειρήνη Γερονταρα



Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΕΛΙΩΝΑΣ (της Αρετής Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ)



Κάθε που στων ματιών σου τον ελιώνα βυθίζομαι,
'κει που με την τρικυμισμένη θάλασσα φιλιέται,
αγγελοκρούεται η ψυχή κι ορθόκορμη
στων κοραλιών σου την σαγήνη ταξιδεύει.
Σαν τον ιππόκαμπο, που για να ξεφύγει του εχθρού,
χρώματα αλλάζει δανεισμένα απ' του βυθού τον ανθόκηπο.

Μοιάζω τόσο της βροχής,  σαν λείπεις!
Αχνοφέγγει η καρδιά μου μέσα στης ομίχλης το σύθαμπο.
Και τα χέρια μου σαν να τα νέφωσε σκουριά,
καθώς στ' αμόνι τον έρωτα τον ανέπιαστο σφυρηλατούσα.
Πυράντοχο το μέταλλό του κι εγώ αδύναμη να το σμιλεύσω.

Α!  Δεν έπρεπε στου Ήφαιστου το αργαστήρι  να εισέλθω,
δεν έπρεπε!

Αρετή Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ

"ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ"


ΠΙΝΑΚΑΣ  Marc Chagall  THE FIREBIRD

Τα ξαναλέμε (της Εύης Γουργιωτη)



Για όλα εκείνα τα «τα ξαναλέμε» που χάθηκαν στο διάβα τους, αξίζει να γίνουμε λιγότερο ονειροπόλοι. Αμέτρητα κορμιά σε διαφορετικά κρεβάτια, περιμένουν ένα ακόμη τηλεφώνημα. Ένα μήνυμα. Ένα χτύπημα κουδουνιού. Μα όλα αυτά δε θα έρθουν. Είναι όλα στην κρυφή τους επιθυμία, μια φορά να βγουν λάθος στο ένστικτο τους. Γυμνά σώματα με πρησμένα τα χείλη από τα φιλιά, τυλιγμένα με τσαλακωμένα σεντόνια, καρτερούν να μην ακούσουν αυτή τη φράση. Να μη δούνε την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Να νιώσουν τον έρωτα με ένα κοινό πρωινό ξύπνημα. Όπως γίνεται στις ταινίες. Να μπλέξουν τα πόδια τους, πίνοντας καφέ μαζί.

Μα δε θα γίνει αυτό. Όχι για τους εφήμερους έρωτες. Για τους βολεμένους. «Θα σε έχω, όποτε σε θέλω εγώ». Έτσι σκέφτονται μερικοί. Μα την άτιμη καρδιά δεν την υπολογίζουν. Πονάει η ριμάδα. Κόβεται κάθε φορά που κάποιος την εκμεταλλεύεται. Δεν είναι μόνο το κορμί που πέφτει θύμα τους. Είναι όλο τους το είναι. Γιατί δεν υπάρχει σεξ, δίχως έρωτα μέσα. Δεν υπάρχει φιλί, δίχως πόθο. Ίσως από τη μία μεριά, σε κάποιες περιπτώσεις. Γι’ αυτές γράφω εξάλλου. Για εκείνες που άλλα καρτερούν και άλλα τους έρχονται. Μάλλον τους φεύγουν. Κανείς δεν αξίζει να πετάει στα σύννεφα για μία ώρα και να πέφτει από αυτά απότομα με τη φράση «τα ξαναλέμε».

Και μένουν μόνοι προσπαθώντας να αγκαλιάσουν μόνοι τους τον εαυτό τους. Άλλος δεν έπρεπε να τους αγκαλιάζει μετά την ονειρεμένη πράξη; Έπρεπε. Μα έφυγε σαν τον κλέφτη.

Εύη Γουργιώτη


Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Μια μέρα βροχερή σε σκέφτηκα..(της Λίνας Κατσικα)


Σήμερα η μέρα ξημέρωσε βροχερή. Τα σύννεφα άλλοτε γκρίζα, άλλοτε μελανά, πότε έτρεχαν στους δρόμους του ουρανού, σαν να βιάζονταν ν’ αδειάσουν το φορτίο τους, και πότε στριμώχνονταν πάνω από τα σπίτια, ενώ ασημένιες αστραπές τα χαράκωναν πέρα ως πέρα.

Στάθηκα στο παράθυρο κι αφέθηκα να τα κοιτάζω. Πάντα απολάμβανα αυτές τις εικόνες. Η δύναμη της φύσης, ο θυμός της. Κι αυτή η λάμψη, τόσο εκθαμβωτική, απόκοσμη θαρρείς. Έκλεισα τα μάτια. Ο ήχος της βροντής έκανε να τρίζουν τα παράθυρα, ενώ την ίδια στιγμή άρχισε να τα χτυπά αλύπητα η βροχή. Βροχή και στα μάτια μου. Έκλαιγα από πόνο, έκλαιγα από θυμό. Πονούσα για την απουσία σου, θύμωνα με την αδυναμία μου.

Μπήκες στη ζωή μου αναπάντεχα, σαν βότσαλο που τάραξε τα νερά της γαλήνιας ύπαρξής μου. Είναι από τις φορές που η ζωή παίζει τα παιχνίδια της. Ένα «κλικ» και όλα μοιάζουν διαφορετικά. Έτσι έγινε. Μου μιλούσες και η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά. Γέλαγες και φωτιζόταν όλος μου ο κόσμος. Μετρούσα κάθε λεπτό μακριά σου, αδημονώντας να ξαναχωθώ στην αγκαλιά σου. Ήσουν όμως παιχνίδι για δυνατούς παίκτες. Νόμισα πως είχα τα κότσια, μα γελάστηκα.

Δεν ήμουν καν παίκτης, αλλά πιόνι στα χέρια σου. Γι’ αυτό και ο θυμός. Που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τον ιστό που έπλεκες γύρω μου, για να μη βλέπω την ασχήμια της ψυχής σου. Έφυγες σαν τον κλέφτη. Πήρες την πίστη μου, άρπαξες την εμπιστοσύνη μου, λεηλάτησες την ψυχή μου, κουρελιάζοντας ό,τι πιο όμορφο ύφανε η αγάπη μου. Σήμερα η μέρα με έκανε να σε σκεφτώ. Ένα όμως να θυμάσαι, έχει ο καιρός γυρίσματα!

Λίνα Κατσικα


Ο λύκος (του Σπήλιου Παναγιωτόπουλου)



Με έναν λύκο κατοικώ
ένα σωστό θηρίο
στον λήθαργο του μου μασά
τα σπλάχνα το κρανίο
ρουφάει κι όλο τρέφεται
απ΄τη δική μου ζήση
και τρέμω κείνη τη στιγμή
όταν θα μου ξυπνήσει!

Ωσάν τον αφουγκράζομαι
φθείρει τα όνειρα μου
δονεί όλο τον κόσμο μου
και τα πατήματα μου
ουρλιάζει κι είναι δύσκολο
να τον καταλαγιάσω
κι όλο στη μάχη μου βουτώ
ξανά να τον δαμάσω.

Χρόνια διαρκεί ο πόλεμος
ούτε που ξέρω πόσο
νικώ τις μάχες μα χωρίς
ποτέ να τον σκοτώσω
κι όταν σιμώνω δεν τολμώ
μα των θωρώ αρόδο
να με κοιτάει το θεριό
αγνάντι, δίχως φόβο.

Με έναν λύκο κατοικώ
ένα σωστό θηρίο
στον λήθαργο του μου μασά
τα σπλάχνα το κρανίο
ρουφάει κι όλο τρέφεται
απ΄τη δική μου ζήση
και τρέμω κείνη τη στιγμή
όταν θα μου ξυπνήσει!

Σπήλιος Παναγιωτόπουλος


Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Ο ΤΟΙΧΟΣ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)


Σ’ ένα δωμάτιο υγρό, σε βρήκε κι αυτό το βράδυ.
Έξω απ’ το παραθύρι, πάγωσε ο ήλιος και μια βροχή,
ματώνει το περβάζι.
Κοιτάς γύρω σου, ένα κουτσό τραπέζι,
ένα αδειανό ποτήρι κι ο τοίχος.
Ο τοίχος που χωρίζει.
Γυρνάς το βλέμμα, ψάχνοντας κείνη τη χαραμάδα.
Το λιγοστό φως που έφερνε και σε συντρόφευε
Τώρα, δίχως ήχο η φωνή και στο βλέμμα η αγωνία.
Ο ίσκιος του θανάτου κυματίζοντας επτά πέπλα,
στήνει ξέφρενο χορό. Και συ, κοιτάς επίμονα τον τοίχο.
Το φως φαντάζεσαι,
τα χέρια απλώνεις,
ανάμεσα στα δάχτυλα,
αχτίνες αιωρούμενες και σκόνη.
Μικρό πουλί,
τραυματισμένο χελιδόνι.
Πέταξες, ψάχνοντας γενέθλια πατρίδα.
Η ζήση σου ένας σταυρός,
στα χείλη πικρό κρασί μοναχικό μεθύσι.
Τώρα, μιαν άνοιξη,
καρτεράς και συ,
μια Κυριακή,
μια Ανάσταση προσμένεις.
Ο τοίχος έπεσε.
Το δωμάτιο πλημμύρισε φως.
Πληγές που θρέψαμε

Ρούλα Τριανταφύλλου



Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΩ (της Σοφίας Κοντογεώργου)



Κάτω απ΄τον ίσκιο
των μεγάλων ποιητών
δειλά φτερά ανοίγω φοβισμένη
και την ελπίδα μου
κρατώ προφυλαγμένη
μες στην καρδιά μου,
παιδί μονάκριβο
Σε μια λαχτάρα που μ’ αφοπλίζει,
παραδομένη
η ανάγκη έγινε ο μόνος δρόμος
τα όνειρά μου να συναντήσω
να πλησιάσω
κορφές απάτητες

Με μία έπαρση σχεδόν αθώα
σ’ ανυπόταχτες σκέψεις το χαρτί υποτάσσω
και ονομάζω ποιήματα
όλα αυτά που η καρδιά μου ντύνει με όμορφες λέξεις
αναμνήσεις και αισθήματα , απουσίες και ανάγκες
στη ματιά καθρεφτίζει και στα χείλη ακουμπάει
απαλά μες στα δάχτυλα αφήνει
να γεμίσουν σελίδες λευκές
το μυαλό να ησυχάσει
να ημερέψει ο πόνος

Κι η ψυχή καθαγιάζεται
και λουσμένη στου ήλιου το φως
γαληνεύει
κι οι λεξούλες τ’ όνειρο
της στολίζουν γιρλάντα
πεταλούδα ανάλαφρη
τα φτερά της και πάλι ανοίγει

Σοφία Κοντογεώργου


Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ 'ΡΘΕΙΣ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Αν είναι να ‘ρθεις,
διάλεξε ένα σούρουπο γυμνό.
Απ’ αυτά που μετοικούν άστεγα μέσα στο βλέμμα.
Απ’ αυτά που δεν περιμένουν πια νύχτα
με ανθρωπιστική βοήθεια.
Που πάνω τους έχει φυλλώσει ένα κορμί χωρίς ψυχή,
ισχνό, σακατεμένο.
Σαν γερασμένη πόρνη
που καραδοκεί πίσω από του έρωτα σπασμό
να φυγαδεύσει τα αγοραία της σκοτάδια.

Αν είναι να ‘ρθεις,
μη φέρεις δώρα.
Το φθινόπωρο ήρθε φορτωμένο με τις ζωές που δεν έζησα.
Γέμισε το δωμάτιο με θανάσιμα παιχνίδια της μνήμης
που μπήγονται σε κάθε κύτταρο μου.
Δώρα είναι κι αυτά. Δώρα με μυτερές απολήξεις
που διαπερνούν τα εύθραυστα στεγανά μου
και τα σκίζουν, μαζί με το χαρτί περιτυλίγματος.

Αν είναι να ‘ρθεις,
μην πεις κουβέντες των ζωντανών.
Μην ρωτήσεις,
αν η σιωπή που κάθεται αντίκρυ μου είναι ο
συνωμότης εραστής.
Αν οι ανάσες που σφυροκοπούν τα χείλια μου είναι οι
ενάντιες ηδονές, μην ρωτήσεις.

Έμαθα πια στην αδράνεια της απόγνωσης.
Έμαθα στο αποτρόπαιο της αγρύπνιας
με τις αιφνίδιες καρατομήσεις των στιγμών.
Να ζω χωρίς εμένα έμαθα πια.
Με μιαν αλλόφρονη πολυκοσμία από νοτισμένες μνήμες, συμβιώνουν τώρα οι υγρασίες μου στα μεσάνυχτα της σιγής.
Μην με δραπετεύεις πάλι στις ξερές υποσχέσεις του χαμού.

Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν γδούπος μιας συναλλαγής
που απόμεινε σ’ ένα κλειστό γκισέ,
εξόφληση αφερέγγυα να τυραννάει.
Μην αλλάξεις.
Έτσι, σαν ιδρωμένο χρεόγραφο στην τσέπη να ‘ρθεις.
Σαν το πλαστό χρεόγραφο που ικετεύει απ’ την αλήθεια
το συχώριο.
Έτσι να μπεις.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν υπογραφή από τα λάθη της αλλοιωμένη.

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου


Στίχων γέννηση (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)




Λίγες σταγόνες απ' του ουρανού την έκρηξη
Ένα κουμπί που γλιστρά από κολάρα ασφυκτικά
Μια μετατόπιση μοιρών από το κοινό αλφάδιασμα
Νότα που φάλτσαρε σε αυστηρή οκτάβα
Μια λέξη ξώστρατη απ τον κομπασμο της τελειότητας
Οίστρος ερεθισμένος  σε λιβάδι  μακαρίων
 Βοριάς που ξεσηκώνει παρτιτούρες και ποδόγυρους
Τα βάζει μέ άδικες ισοτιμίες και οφθαλμαπάτες
Σκέψη που ανέστια έμεινε,
κεντώντας το ξεχειλωμένο ήθος.
Βότσαλο μαύρο, στην παντοκρατορία της χρυσής ακτής
Τραγούδι λυγμικό, στο βάναυσο της εποχής
Φλέβα που θα φουσκώνει, θα πονάει
θα είναι η γέννεση των στίχων.
Θα είναι φως ή πάταγος των ήχων σε
ολοστρόγγυλη, ασφυκτική αυλή.

Φωτεινή Ψιρολιολιου

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Όλα γύρω μου, μοιάζουν να νοσούν (της Μαρίας Μαραγκού)



Συναισθήματα που χαροπαλεύουν, σε έναν κόσμο που το μόνο που έχει πλέον αξία είναι η ύλη και η εικόνα. Όλα για την ευημερία και τίποτα για την ξηλωμένη μας καρδιά. Πτώχευσε βλέπεις και την αφήσαμε στην άκρη ξεχασμένη καθώς δεν είχαμε άλλο κέρδος από εκείνη πια. Όλα νοσούν μα όχι τώρα ξαφνικά. Πάει πολύς καιρός που εθελοτυφλούσαμε όλοι, γιατί ήταν πάντοτε πιο εύκολο να αρνείσαι να δεις την αλήθεια κατάματα. Ήταν πιο βολικό να ζεις με αυταπάτες ή ακόμα χειρότερα να ξέρεις πως η ζωή είναι ένας κύκλος που κάποτε θα κλείσει κι εσύ να επιλέγεις να βλέπεις μια ευθεία μόνο μπροστά σου κι αυτή δίχως τέλος.

Και κλείστηκες τώρα στο χρυσό σου το κλουβί πιστεύοντας πως θα σε σώσει, μα αυτό που δεν καταλαβαίνεις ακόμα, είναι πως δεν παύει ένα κλουβί μονάχα να ‘ναι. Ένα ψυχρό, άδειο, αλλά χρυσό κατά τα άλλα κλουβί. Κι αναρωτιέσαι τι σου φταίει. Πώς θες να μοιάζει αλήθεια με φωλιά, όταν η ψυχή σου είναι ανύπαρκτη εκεί μέσα και πώς να σε κρατήσει;
Και ξαφνικά νιώθεις φυλακισμένος σε μια άδεια…αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή. Γεμάτη από άχρηστα αντικείμενα μα άδεια από ατόφια συναισθήματα, από συνοδοιπόρους, από αγάπη αληθινή, από φιλίες άδολες. Άδεια από πίστη σε καθετί που έχει τη δύναμη να σε αναγάγει σε άνθρωπο, άδεια από ψυχή κι από αλήθειες.

Όλα εικονικά, όλα πρόσκαιρα, κενά και μάταια. Έτσι ζούσες μέχρι σήμερα. Έτσι ζούσαμε οι περισσότεροι, μη γελιέσαι.

Μαρία Μαραγκού

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"


Μη μ' αγαπάς, σου έφυγα. (της Έλενας Κορινιωτη)



Μη μ’ αγαπάς.
Αν είναι να μου κρατάς
το χέρι με ατονία και δισταγμό.
Αν στον πρώτο κρότο
λιγοψυχήσεις και μου τ’ αφήσεις.

Στην αγάπη τα δάχτυλα
δένονται σφιχτά.
Οι παλάμες
εφάπτονται ιδανικά.
Μη μ’ αγαπάς.
Αν δεν το νιώθεις
να μη το ξεστομίζεις.
Και μη μου το γράφεις
σε άψυχα μηνύματα.
Κανένα αληθινό σ’ αγαπώ
δεν φτιάχτηκε με πλήκτρα.
Με πράξεις να το χτίσεις.
Δεν θέλω λέξη να ηχήσει.

Ζωγράφισε μου
θεόρατα χαμόγελα.
Και μάτια λαμπερά,
σαν φωτάκια αναμμένα.
Με ανάσες θερμές
και παθιασμένες.
Να φλέγομαι από πόθο
κι όχι από πόνο.

Μη μ’ αγαπάς.
Σε κουβάλησα στα χέρια μου.
Μαζί με τις φουρτούνες σου.
Καρπώθηκα ως και
τις μαυρίλες σου.
Κι έγινα ένα φορτίο
που σέρνει έγνοιες.
Δικές σου, δικές μου,
της «αγάπης» μας.
Ούτε άνθρωπος,
ούτε γυναίκα.
Δοχείο με σκόρπιες θλίψεις.
Κι αντί να πετώ,
σερνόμουν κι αγκομαχούσα.
Ώσπου δεν άντεξα
και κατεδαφίστηκα.
Δεν βαστάει μια πλάτη
την αγάπη.

Μη μ’ αγαπάς
Κι αυτή η μακρόσυρτη
μοναξιά σου, μ’ έχει γονατίσει.
Προτιμώ να μας
χωρίζουν χιλιόμετρα,
παρά δύο ανάσες
στο κρεβάτι.
Γιατί ανάμεσα
στις αποστάσεις,
μπορώ να στριμώξω
μια δικαιολογία.
Πως λείπεις, γι’ αυτό
νιώθω ένα θεόρατο κενό.
Όμως τώρα ποια
πρόφαση να χτίσω;
Που στέκουμε αντικριστά.
Κι είναι σαν να μη με βλέπεις.
Πιο αόρατη κι απ’ τα ντουβάρια
αυτού του σπιτιού,
κάνω θόρυβο μήπως
και με προσέξεις.
Μα έχεις καιρό να με κοιτάξεις.
Κι ούτε λόγος
να μ’ αφουγκραστείς.
Όταν είμαι πλάι σου,
γίνομαι πιο μόνη από ποτέ.

Μη μ' αγαπάς.
Πλέον δεν το έχω ανάγκη
Αρνούμαι να σου δώσω
τις οδηγίες χρήσεως
για να το πράξεις κατάλληλα.
Άλλωστε αυτή η συνθήκη
έρχεται αβίαστα.
Δεν παράγεται με το στανιό.
Τα αποφάγια της αγάπης σου
δεν πρόκειται να με χορτάσουν ξανά.


Ελενα Κορινιωτη



Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Η νύχτα της μέλισσας (του Δημήτρη Ζουγκου)



Το χαμίνι πήρε δεξιά
την οδό των Φαινομένων,
έτσι νόμιζε.
Και ξεμακραίνοντας από τα γνωστά λημέρια
έφτασε στον δρόμο του Διλήμματος
και συνέχισε ευθεία, όχι για κάποιο άλλο λόγο
παρά ήταν σκεπτικό.

ab uno disce omnes?
ab uno disce omnes?

Μέχρι το βράδυ δεν συνάντησε
κάποιο αγρίμι ή άνθρωπο
ώσπου το απάντησε η πείνα
και ένιωσε τα νύχια του θηρίου.
Κι ύστερα το βρήκε το κρύο
και αισθάνθηκε τα τρομερά δόντια στην ραχοκοκκαλιά του

ab uno disce omnes?
ab uno disce omnes?

Κι έφτασε ξέπνοο σε μια απάνεμη ακτή
κι είδε στα γαλήνια νερά
το φεγγάρι να δειπνεί
ήταν δεκατριών και σε μια νύχτα
είχε τρυγήσει τη ζωή.

Δημήτρης Ζουγκος


Η ΠΛΗΜΜΥΡΙΔΑ (του Νίκου Δημογκότση)



Αστραπές και βροντές,
κεραυνών μην αινείτε,
η Πολιτεία τρομάζουσα
της σιωπής αιωρείται.

Και οι Άνθρωποι τρέμοντες
με το δάκρυ στο βλέμμα,
της βροχής που κατέρχεται,
στο γιγάντιο Ψέμα.

Πλημμυρίδα συνέρχεται
και αθροίζει αιθάλη,
στων χωμάτων την έγερση
που συντρίβει τ΄ ατσάλι.

Ω ! που δεν έσωσε
το τσιμέντο να ψάλλει,
του Ηλίου η έξαψη
να ξανάρθει και πάλι.

Βασιλιάς ασυντρόφευτος,
με το σκήπτρο να χρίσει,
την Ειρήνη βασίλισσα,
στων νεκρών την Γαλήνη...

Ω ! που δεν μείναμε
στην αγάπη της Φύσης,
κι ως θανάτου την χτίσαμε,
μα αυτή ανεστήθη !...

Νίκος Δημογκοτσης



Ο Υπέροχος Πίνακας είναι
της φίλης Ελένης Γκόγκου,
που από καρδιάς θερμά ευχαριστώ !!

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Κάτω από τη σιγή των αστεριών (της Παυλίνας Στυλιανού)


Ψιθύρισα τ’ όνομα του …
έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα στης ψυχής του την αγκαλιά...
όπως το ποθούσα
…κάτω από τη σιγή των αστεριών…,
και όχι… όταν σίγησε ο ουρανός… κι έγινε ένα με το κλάμα μου
ένα κλάμα με γεύση πικραμύγδαλου
όπως τότε που εκείνο το γαλάζιο φόρεμα είχε γίνει ένα με το χώμα της γης
τώρα η σιγή των αστεριών είναι το ένα και μοναδικό δικό μας βράδυ
κι εκείνο το βράδυ δεν είχε το κλάμα πικραμύγδαλου φορεμένο στα χείλι μου
ήταν το κλάμα της ευτυχίας και της αντάμωσης,
της μίας και μοναδικής αιώνιας αντάμωσης των δικών μας αστεριών
ένα και μοναδικό
Καληνύχτα αγάπη μου
Καληνύχτα καρδιά μου

Παυλίνα Στυλιανού

Άτιτλο (της Τζούλιας Παπά)


Ροζιαζμένα χέρια
Πρόσωπο γεμάτο θλίψη
Βλέμμα χαμένο σε στιγμές
Σε εικόνες...
Ο νους στριφογυρίζει σε λόγια που χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά.
Και μέσα στον καπνό απ' το τσιγάρο
που σιγοκαίει, σχηματίζεται η μορφή της...

Πάντα μπροστά του
Χρόνια τώρα.
Η κλέφτρα της καρδιάς του...
Έκλεψε και έφυγε.
Εκείνος δεν ξέχασε ποτέ.
Τι κι αν μεγάλωσε
Τι κι αν εγέρασε
Η καρδιά του δε σταμάτησε
ποτέ να χτυπά για εκείνη.
Η μορφή της χαραγμένη
στο μυαλό και στην καρδιά του.

Μια ζωή, χρόνια ολάκαιρα,
τη βλέπει να χορεύει μόνο γι' αυτόν
μέσα στον καπνό του τσιγάρου,
που σιγοκαίει στο χέρι του.
Μια ζωή, χρόνια ολάκαιρα,
τη βλέπει να  χορεύει στο ρυθμό της καρδιάς του που χτυπάει μόνο για εκείνη, χωρίς εκείνη...

Αγάπησε μια φορά
και ήτανε για πάντα...

Τζούλια Παπά


Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ο άγγελός μου (της Εύας Κοτσικου)


Άυλος, ασώματος, αόρατος, ουδέτερος σαν όλους τους αγγέλους.

Δεν φαίνεται, δεν ακούγεται, δεν πιάνεται, δεν τον καταλαβαίνω.

Κλαίω, απελπίζομαι, στενεύομαι στο ίδιο μου το σώμα, λέω είναι απών.

Με ξέχασε, αδιαφορεί, δεν νοιάζεται, με εγκατέλειψε, με τους φόβους μου μόνη με άφησε.

Φτάνω στο χείλος του γκρεμού, λέω «τελείωσα», ετοιμάζομαι για το χαμό και για την πτώση, παραδίνομαι στα σκοτάδια μου να με καταπιούν.

Και τότε δίχτυ απλώνεται, φτερά μου βγαίνουνε, σκοινί με τραβάει και έτσι σώζομαι.

Οι χτύποι αυξάνονται, τον αγαπάω!
Είναι εδώ, δίπλα μου, δεν με εγκατέλειψε, δεν με παράτησε! Απλώνω τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω μα δε μπορώ.

Γιατί είναι άυλος, είναι ασώματος, είναι αόρατος, είναι ουδέτερος σαν όλους τους αγγέλους. Σώζει και φεύγει.

 Εύα Κοτσικου

                   
         

Απολογισμός (του Κυριάκου Δοσαρα)



Και κάθομαι μονάχος περασμένα μεσάνυχτα
με μόνο τον ήχο ενός βιολιού που παραστέκεται
και την εκκωφαντική σιγαλιά της νύχτας
που αργοπεθαίνει.

Και κάμω τούτο τον απολογισμό
που πόσο μου σπαράζει τα σωθικά.

''Ανέπαυσες και σήμερα τον πόνο των ανθρώπων,
απάλυνες κάπως τη μοναξιά τους με δυο - τρείς στίχους
παρηγοριάς κι ελπίδας;
Φώτισες έστω για μια στιγμή
τα σκοτάδια της μικρής τους κάμαρης;
Ανέτειλες τον ήλιο και στα πιο απόμακρα μέρη
της ύπαρξής τους;''

Τούτα όλα συλλογίζομαι,
ώσπου έρχεται κάποιος γέρος ποιητής
-περαστικός μεσόκοπος στρατοκόπος-
και μου χτυπά δειλά το τζάμι που κοιτά τον κόσμο.

''Κοιμήσου ήσυχος ποιητή μου...''

-Σαν αεράκι δροσερό απ ' την Ανατολή η φωνή του
ξαφνικά μου ημερώνει τα κύτταρα-

''Το ' καμες κι απόψε το χρέος σου
να ξεδιψάσεις τον άνθρωπο''.

Τον κοίταξα και με κοίταξε με συμπόνοια
μέχρι να έρθει να τον παραλάβει
το πρώτο σύννεφο που εκτελεί το δρομολόγιο
μεταξύ πραγματικότητας κι ονείρου.

Σαν ν ' αναγνώριζα στη μορφή του εμένα
αιώνες μετά.

Έγειρα να πλαγιάσω -επιτέλους γνωρίζοντας ότι-
ακόμη ένα τριαντάφυλλο φυτεύτηκε στη νωπή γη
της ομορφιάς και της αγάπης.

Κυριάκος Δοσαρας


Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Άγνωστε διαβάτη (της Έλενας Μαυροειδή)



Άσε με να 'ρθω μαζί σου απόψε άγνωστε διαβάτη, το σκοτάδι βαθύ, κάνει τόσο κρύο εδώ, ούτε δύο λόγια δεν βρήκα να κρατηθώ  ...

Κράτα μου το χέρι, δεν θα σου μιλάω, μου φτάνει μόνο που θα νιώθω το αίμα σου στα ακροδάχτυλα μου να κυλάει σαν παλμός  ...

Δεν σε ρωτάω που βγάζει αυτός ο δρόμος, μην με ρωτήσεις πως έφτασα ως εδώ  ...

Κοίτα, ούτε η σκιά μας δεν φαίνεται στο  σκοτάδι, κι ο ουρανός μαυροφορεμένος, θρηνεί εμάς που διαβάτες της ζωής χαθήκαμε στην μοναξιά  ...

Παράξενο ξένε, νιώθω την ανάγκη να σου μιλάω, έγινα φλύαρη, κι ας είχα πει πως, θα βαδίζω πλάι σου σιωπηλά  ...

Κοίτα ξένε, στο άγγιγμά σου, τα φύλλα της καρδιάς μου ανοίγουν, άραγε μπορείς να τα διαβάσεις  ...

Πρώτη φορά αγαπώ το σκοτάδι απόψε, είναι γιατί δεν θα μπορείς να δεις τη θλίψη που φορώ στα μάτια  μου ...

Μόνο για αγάπη θα σου λέω, κι ίσως δακρύσω για λίγο, μα εσύ δεν θα με δεις,
γι' αυτό σου λέω ξένε, αγαπώ το σκοτάδι απόψε μ' ακούς  ...

Έλενα Μαυροειδή


Άτιτλο (Γεωργία Κιουλαχογλου)



Μικρό πουλάκι που πετάς, τον κόσμο που διαβαίνεις
Πες μου από πού έρχεσαι, πες μου για πού πηγαίνεις;

Πού είναι το σπιτάκι σου, πού είναι η φωλιά σου
Και τί γυρεύεις για να βρεις μακριά από τα κλαδιά σου;

-Είμαι μικρό μα ελεύθερο, στα μάτια σου δεν κάνω
Μα έχω καρδιά ατσάλινη και τα όνειρα μου φτάνω.

Πετάω πάνω από θάλασσες, μιλάω με τα άστρα
Και τα ρωτώ μεσάνυχτα πού είν’ τ’ ουρανού τα κάστρα.

Τα κάστρα της ανατολής που ο χρόνος βασιλεύει
Κι αλλάζουνε οι εποχές και η Άνοιξη χορεύει.

Και αυτά ρωτούνε σαν κι εσέ, και όλο κρυφογελούνε
Θαρρούν πως έχω όνειρα που δεν θα καμωθούνε.

-Μα είσαι μικρό πουλάκι μου και τα φτερά σου λίγα
Και πως ν’ αντέξεις σαν θα δεις πως έχει ο κόσμος πίκρα;

Κι αν σε πληγώσουν και πονάς που θε’ να ξαποστάσεις
Που την φωλιά σου άφησες κι απ’ τα κλαδιά σου εχάθεις;

-Σπίτι δεν έχω το φτωχό μα ο ουρανός αν βρέξει
Είν’ δυνατή η καρδούλα μου και το μπορεί να αντέξει

Κι όσο κι αν βρέξει κι αν βροντά, ο ήλιος θα προβάλλει
Καινούρια μέρα θε’ να ‘ρθει και θα πετάξω πάλι.

Γεια και χαρά σου άνθρωπε και μην το λησμονήσεις
Πόσες φορές το θέλησες σαν το πουλί να ζήσεις,

Γιατί σε βλέπω όπως πετώ, ξέρω σαν σε κοιτάω
Πως λες, πουλάκι να ‘μουνα, ψηλά για να πετάω…

Γεωργία Κιουλαχογλου




Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Άτιτλο (της Κούλας Κραντά)


Γιατί δεν με αναγνωρίζεις Θεέ μου!
Είμαι εκείνη που κατακρίνω τον διπλανό μου...
Που βάζω πιο πάνω από Σένα
τον εγωισμό μου...
Φροντίζω τη σάρκα,
αψηφοντας την ψυχή...
Λέω ψέματα,
για να είμαι στους ανθρώπους αρεστή...
Είμαι εκείνη,
που έκλεψε , κορόιδεψε, καταπατησε...
Είμαι εγώ!
Ο Φαρισαίος,
Ο Ιούδας,
Η πορνη,
Ο ληστής,
Ο σταυρωτης...
Πως δεν με αναγνωρίζεις Θεέ μου!
Εμένα την ανάξια του βλέμματος Σου!
Με προσκαλεις να ξεδιψασω
απο της Ανάστασης Σου την πηγή!

Κούλα Κραντά


Θεός ήλιος (της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)



Κάνε μια βόλτα
πάνω στον ήλιο σήμερα
Μη βιαστείς να τον προσπεράσεις
Ύψωσε το βλέμμα σου
κι άσε την ύπαρξή σου
να ταξιδέψει στις ακτίνες του
Πάρε τη ζεστασιά τους
και μοιράσου την μαζί μου
Εκεί, στο φως θα συναντηθούμε
να ανταλλάσσουμε θερμότητα
Ετερόφωτη ας είναι
Αρκεί η ψευδαίσθηση
ότι όλα είναι όπως θα ήθελα
Μόνο μη χαμογελάσεις
και σβήσεις τον ήλιο
και κάψεις το βλέμμα μου
Γιατί οι θεοί του φόβου
δεν χαμογελάνε