Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Όταν σωπαίνεις (του Βασίλη Σπανού)



Όταν σωπαίνεις,
τα μαύρα ρούχα τους φορούν οι Σύριες μανάδες,
κοντά σου είναι οι ακτές που σπάει το κύμα
φερμένο απ' το νησί της Αφροδίτης
που' χουν χωρίσει το σώμα του στα δυό
οι μπότες οι βαριές που πάτησαν τα περιβόλια.
Όταν σωπαίνεις,
στη Γάζα απέναντι, στη φλούδα γης,
που έφτυσε απ' το στόμα του ο λύκος της Σιών,
παιδιά κρατούν στα χέρια τους αρχαία λιθάρια
γεμίζοντας με αίμα και καπνούς τα όνειρά τους.
Στην Υεμένη, στη Λιβερία, στη Γκάμπια και στο Μπουρουντί,
ο ήλιος στέκει ανήμπορος να τρέξει γάλα
απ' τα βυζιά των γυναικών
την ώρα που στην έρημο ασπρίζουν κόκκαλα
κι' όρνια πετάνε στις αυλές και στα φαράγγια.
Στις μακρινές Ινδίες κανένας Βούδας δεν μπορεί
να βρεi τις σούτρες της γιατρειάς στα βάσανα
των ρημαγμένων απ' την ένδεια και τις ρυτίδες,
τις χαραγμένες με θρησκευτική ευλάβεια
σκόνη και πόνο.
Όταν σωπαίνεις,
χτίζουνε μέλαθρα να φτάσουνε τα σύννεφα στην έρημο,
οι μελανοί αρχόντοι με τα χέρια τους βαθιά μπηγμένα
στα σωθικά της γης, εκεί που φώλιασε το μαύρο αίμα του πολέμου,
και ρεύματα Ανατολής και Δύσης σπρώχνουν στην Μεσόγειο.
Και στο Σαντιάγο, στο Καράκας,στη Μπογκοτά και στο Περού
στο Εκουαδόρ στην Βολιβία,
του Μπολιβάρ και του Γκεβάρα οι συγγενείς
μαζεύουν ψίχουλα ζωής
προσμένοντας ένα καινούργια μανιφέστο,
πωλούν την σάρκα τους φτηνά και τις φωνές τους,
στις αγορές και στους αχόρταγους τους γύπες.
Όταν σωπαίνεις,
στα Βαλκάνια ηφαίστεια ετοιμάζονται να εκραγούν
κάτω απ' τη βαριά σκιά του Σκάδρου
και ο Βαρδάρης κατεβαίνει σαν ξυράφι
έτοιμος να σκίσει φλέβες αδελφών
ανοίγοντας νέα ποτάμια συμφοράς με το δρεπάνι του Αίμου.
Όταν σωπαίνεις,
θρηνούν τα κύματα του Αιγαίου,
καρφώνονται μαχαίρια
στον Όλυμπο, στον Παρνασσό στην Ίδη,
μένουνε έρμες οι βουλές σου σε τοίχους με δόκανα και ξόρκια,
-δεν το ξορκίζεις το κακό με την ελπίδα,
ούτε ξυπόλυτος
χωρίς τα αρχαία σου σανδάλια δοκείς πως ξεμπερδεύεις-
τα δόκανα θα περπατούν στους δρόμους σου,
τα μάτια σου θαμπά θα βλέπουν είδωλα,
τ' αυτια σου θα ακούνε ωραία λόγια γλυκά σαν την απάτη
κι' οι κυβερνήτες σου ξόανα μαύρα στη σειρά
θα καίνε με επιμέλεια τις αυλές σου.


Βασίλης Σπανός



Άτιτλο (της Βάγιας Μπαλή)

Κοίταξε με, φόρεσα  μάτια γεμάτα προσμονή και αγναντεύω από το παραθύρι. Τσακίζω τα δάχτυλα, και ματώνω τα χείλη, δες με, καρτερώ το βήμα. Χθες θυμάμαι, ξέπλεξα τα όνειρα από την κουρτίνα και τα τοποθέτησα σε σακούλες λευκές, να μη μου βρομίσουν. Κοίτα με και ας ντρέπεσαι, εδώ είμαι… χάιδεψα τα μισογκρεμισμένα σ’ αγαπώ και τα ζωήρεψα. Δεν τα ξανά έχτισα, μα και δεν τα κατεδάφισα. Έλα, κράτησα τη θέση σου κενή. Σήμερα το πρωί την ξεσκόνισα από δάκρυα και την έπλυνα με λαχτάρα. Κοίτα με, στέκω στο μεταίχμιο και η γη δονείται, η αγάπη μου δονείται και πίστεψε με δε θέλω να κατεδαφίσω την μισογκρεμισμένη μου ύπαρξη.

Βάγια Μπαλή