Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Ποιος; (της Άρτεμις Κριμιτσα)



Ποιος κηπουρός είναι αυτός
Που ραίνει με αγάπη την αυλή σου
Και μια δροσιά ανέμελη χαράς
Λαμποκοπά στα χείλη,στο κορμί σου

Με τι ποτίζει τα άνθη σου
Με τι τα αυλακώνει
Αχ πόσοι χυμοί σταλάζουνε
Σα γέρνεις και μοσχοβολάς
Απ'το άσπρο σου μπαλκόνι

Σάστισαν οι Φωνούλες των πουλιών
Σιωπούνε σα τραγουδάς γι'αγάπη
Ποιος κηπουρός είναι αυτός
Του γιασεμιού τη μυρωδιά σε κέρασε
Μες στου φιλιού τα πάθη!

Άρτεμις Κριμιτσα


Θαλασσινή
Από την καλντέρα της ψυχής μου

Άτιτλο (της Χάρις Παρασκευοπούλου)


Και να έχω τόσα να σου πω και να σωπαίνω.
Πάλια αυτή η σιωπή... Φοβάμαι πως τρελά θα σου ακουστούν τα λόγια μου γι' αυτό αναλώνω το χρόνο με τα τετριμμένα. Λες και μ' ενδιαφέρει η υπόλοιπη ζωή σου. Λες και θυμάμαι. Λες και με νοιάζει. Κι εγώ μόνο να σκέφτομαι μια βροχή να σε τυλίγει κι εσύ να χορεύεις. Και μόνο αυτό να βλέπω και το στόμα σου. Και μόνος δρόμος προς το φιλί σου να μου ανοίγεται. Και να σου λέω τα ίδια και τα ίδια μόνο για να σε κρατήσω εκεί, να στέκεσαι μέσα στο πλήθος κι ένα χαρτάκι μ' έναν αριθμό αδιάφορο να μου δίνεις, κι ας ξέρω πως αποκλείεται να προλάβω κάτι να τον κάμω.
Θα μπορούσα να σου πω να τον δώσεις κάπου αλλού, καλό θα έκαμα. Εμένα που τόσο μου αρέσει καλό να κάμω και χαμόγελα του άγνωστου κόσμου να χαρίζω. Όχι! Και βέβαια τον χρειάζομαι, να απολαύσω άλλα δυο, τρία, πέντε λεπτά αδιάφορης συζήτησης μέσα στο πλήθος μαζί σου. Ονειρεύτηκα πως κάτι μου έγραφες σε εκείνο το χαρτάκι. Μετά το κράτησα μέχρι το βράδυ. Το άνοιγα κάπου - κάπου μέσα στη μέρα και το διάβαζα. Τις ανύπαρκτες λέξεις σου. Μετά το χάρισα της βροχής που μου το ζήτησε. Ήθελε να έχει κάτι που το αγγίξαμε κι οι δυο. Περίεργη γυναίκα η βροχή. Περίεργη κι εγώ...

Χάρις Παρασκευοπούλου