Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (του Άντρος Νικολάου)


Αδύναμο του ήλιου το
φως νά υπερκεράσει την
φωτεινότητα του
προσώπου σου.
Κανένας ήχος επίγειος
δεν καλύπτει την
ένταση του γέλιου σου.
Τηρούν σιγή τα πετούμενα
του ουρανού.
Πασκίζουν να αποστηθίσουν
την νέα μελωδία.
Σώπασαν οι σειρήνες του
πολέμου, η κάπνα της
μάχης καταλάγιασε.
Λιώνουν τα παγωμένα
συναισθήματα, φουντώνουν
τα ποτάμια της ψυχής,
πλημμυρίσουν ζωή οι
κατάξεροι κάμποι.
Σύνθημα επερχόμενης
άνοιξης.
Γενέθλιος ημέρα
διπλής Κυριακής.

Άντρος Νικολάου


Πίνακας : Βάσω Γκιώνη.

Διαβήματα...(του Γιώργου Βομπρα)



Κάθε φορά που σε διαβάζω...
Αυτοκτονείς μέσα μου

Ένα μικρό πιστόλι
με στίχους...
Στρέφει πρός την καρδιά

Από πάνω ένας μεγάλος ευκάλυπτος....
Τρίζει στις ριπές τ' ανέμου....

Φύλλα που αν βρασθούν...
αποχρεμπτικά γίνονται...
κρέμονται σε δέντρα χωρίς καλλωπιστική αξία

Από κάτω, ζωή
και θάνατο ....
ένα διάβημα
τα χωρίζει

Γιώργος Βομπρας


Υ.Γ εξ' αφορμής τού απονενοημένου διαβήματος τού ποιητή Κώστα Καρυωτάκη...
Πριν 92 χρόνια ....

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Η δοκιμασία (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)


Δώσε σ’ έναν άνθρωπο ένα διαμάντι, ένα λευκό περιστέρι και μια καρδιά.
Δες τι θα κάνει μ’ αυτά και θα γνωρίσεις για τι είναι ικανός.
Αν σου επιστρέψει το διαμάντι, ελευθερώσει το περιστέρι και σεβαστεί την καρδιά, εμπιστεύσου τον.
Αν θαυμάσει το διαμάντι, κρατήσει το περιστέρι σε κλουβί και ερωτευτεί την καρδιά, πρόσεχέ τον.
Αν σου κλέψει το διαμάντι, χτυπήσει το περιστέρι και πληγώσει την καρδιά, απομακρύνσου.
Μα αν αγγίξει το διαμάντι στα ταλαιπωρημένα χέρια σου, χαϊδέψει στοργικά το περιστέρι στο νου σου κι αγκαλιάσει τις πληγές της καρδιάς σου, αγάπησέ τον.



Άτιτλο (της Λένας Βλαχοπούλου)


Αγνόησε την εφήμερη
δόξα της καρδιάς...
Αν δεν σε αφήνει
περιθώρια βελτίωσης
της ανθρώπινης ύπαρξης σου.
Αν σε περιορίζει στην ελεύθερη
βούληση σου, αν σε ενδιαφέρει
η δοτική πληθυντικού αριθμού
και το όνειρο γίνεται μάχη
με την μοίρα ...
αν μοιράζεις ψυχή και εισπράττεις αχαριστία ...
Να αγνοείσαι ...η να αγνοείς...

Λένα Βλαχοπουλου


Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Άνω κάτω (του Βασίλη Σπανού)




Eλάτε να κάνουμε τον πλανήτη άνω κάτω
αναποδογυρίζοντάς τον απ' την ανατολή ως τη δύση
απ'τον βορά ως τον νότο.
Ας επιβιβαστούμε όλοι στα φορτηγά της μεγάλης μέρας
χωρίς σημαίες ν'ανεμίζουμε,χωρίς φωνές
με τις μηχανές στο φουλ και τα φώτα κλειστά
έτσι κι'αλλιώς, μας βολεύει το σκότος που επικρατεί
κι'οι μηχανές δεν θα ακούγονται,
είναι τόσος ο θόρυβος των βομβαρδισμών και των πολέμων
κι η βοή απ'τα ποτάμια του αίματος,τόσο μεγάλη
είναι τόσο απασχολημένοι με την εξόντωσή μας
που είδηση δεν θα πάρουν αυτοί που κρατούν τα πράγματα.
Από ανατολή και δύση,από βορά και νότο
σε μια μεγάλη πορεία ψυχών
κατευθείαν προς τον άξονα της γης
τον άξονα που αιώνες την γυρίζει,τον άξονα του φόβου.
Θ'ανεβάσουμε το βάρος μας επάνω του
γατζωμένοι γερά απ'την θέλησή μας
ζυγίζει περισσότερο απ'τον φόβο κι'όλα τα όπλα τους μαζί
κι'έτσι ανάποδα θα φέρουμε τις πόλεις μας
τις χώρες μας κι'όλον τον πλανήτη.
Θα σταματήσουν τότε οι βοές απ'τα αιμάτινα ποτάμια
όλοι οι θόρυβοι απ'τους πολέμους θα σωπάσουν
τα παιδιά θα σκαρφαλώνουν σε στέγες που σκεπάζουν τα όνειρα
κι'οι ποιητές δεν θα χρειάζονται ποιήματα να γράφουν
γιατί η ζωή θα'ναι το ποίημα τότε.

Βασίλης Σπανός


Παράνοια και λογική (του Ντίνου Γλαρού)


Παράνοια και λογική
είναι ένα βήμα μακρυά
είναι μια κλίση, μια στροφή
μία απλή επιλογή.
Αγκαλιασμένες στο χορό
μέσ’ στου μυαλού το πανηγύρι
τόσο αλλιώτικες κι οι δυο
μα και συνάμα τόσο ίδιες.
Κι εδώ στου δρόμου τα μισά
πια δεν μπορώ να ξεχωρίσω
ποια απ’ τις δυο είν’ που γελά
ποια απ’ τις δυο είν’ που γελά
και με καλεί ν’ ακολουθήσω;

Ντίνος Γλαρος


Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΚΑΠΟΙΑ ΝΥΧΤΑ (της Άννας Πατσου)


Θα πεθάνω κάποια νύχτα, μάλλον φθινοπωρινή
καθώς βλέπω να κυλάει απ’ το τζάμι η βροχή
και θα είμαι μοναχή μου, δίχως νάχω συντροφιά
παρά μόνο δυο βιβλία, στη φτωχή μου αγκαλιά.

Θα χαθούν μακριά τα γέλια, θα σωπάσουν οι φωνές
απ’ της νιότης μου την τρέλα, θα χαιδεύω τις πληγές
και θα έρθουν οι αγάπες, μυστικά για να μου πουν
που οι στοιχειωμένοι μόνο κι οι νεκροί μπορούν ν’ακούν.

Θα πεθάνω κάποια νύχτα, μάλλον φθινοπωρινή
όπως ήταν κι η ζωή μου, όπως ήταν κι η ψυχή
και δεν θα υπάρχει κάτι, κάτι άλλο για να πω
θα χω γράψει, θα χω κάψει.. όσα υπέφερα καιρό.

Και θα έρθει το φεγγάρι, να με πάρει μακριά
να χαθώ, σαν να καιγόμουν, στα δικά του τα φιλιά
κι όπως πέφτουνε τα φύλλα, κάθε αστέρι θα χαθεί
θα πεθάνω κάποια νύχτα.. νύχτα φθινοπωρινή!

Άννα Πατσου


"ΠΟΡΦΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ"- "24γράμματα, εκδόσεις"

ΕΙΣΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (του Χρήστου Χριστοπουλου)


Μην κοιτάς το δάκρυ μου
είναι της βροχής.
Μην κοιτάς τα λάθη μου
είναι της στιγμής.
Στέκεσαι στα πάθη μου
άνθρωπος κι εγώ.
Δώσε μου την δύναμη
ν´απολογηθώ!

Δεν κοιτώ τα μάτια σου
μόνο της ψυχής.
Δεν κοιτώ τα λάθη σου
μην μου πληγωθείς.
Στέκομαι στα πάθη σου
τα κατανοώ.
Είσαι η αγάπη μου
και το εννοώ!

Δεν κοιτώ τα θέλω μου
μόνο το <εμείς>.
Είναι η αλήθεια μου
ζήτημα τιμής.
Τα δικά μου σφάλματα
δεν τα συγχωρείς.
Είσαι η αγάπη μου
και με τιμωρείς!

Να με συγχωρείς!

Χρήστος Χριστόπουλος


ΡΕΚΒΙΕΜ (της Χαρούλας Φράγκου)



Με το πέταγμα της μέρας
σε συνάντησα
στην πορφυρή γραμμή
της Δύσης...
Έφευγες...
κλείνοντας την απρόβλεπτη
χαραμάδα ελπίδας,
στη σιωπή της επερχόμενης νύχτας.
Η επί ματαίω άφιξη των αστεριών
δεν φώτισε το σκοτάδι
που σκαρφάλωσε ανενόχλητο
στα ηλιοτρόπια,
τραγουδώντας το ρέκβιεμ
μιας χαμένης υπόσχεσης.....

 από την ποιητική ανθολογία
( ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΙ ΛΟΓΓΟΙ)

Χαρούλα Φράγκου


Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Τσακισμένο κατάρτι (της Νίκης Γκριζανοφσκι)



Στα όνειρά μου η γύμνια μου καράβι

μα τα ταξίδια του σε άγονη στεριά

τα χέρια μου κατάρτια ορφανεμένα

να ξεκουράζουν διαβατάρικα πουλιά



Άλλες φορές η γύμνια μου γλαρόνι

με πόδια κολλημένα στη στεριά

σπασμένα τα φτερά του να πετάξει

έτσι έμαθε να ζει μες στην σκλαβιά



Κι άλλες φορές γοργόνα σκαλισμένη

σε πλώρη κι ένα κύμα που την δέρνει

τόση αλμύρα από δάκρυα και πόνο

σε άγονη στεριά την ξαναφέρνει



Άγονες οι στεριές που ταξιδεύω

πάντα το όνειρό μου λαθεμένο

αν κι αγάπησα μια θάλασσα γαλάζια

γλαρόνι μένω σε κατάρτι τσακισμένο.


Νίκη Γκριζανοφσκι


Ψυχή με κόκκινα χείλη (της Μαρίας Μηνά)




Κάθε  μέρα ξεκίναγε για δουλειά,
  βάφοντας κατακόκκινα τα χείλη.
Ο γόβες χτυπούσαν ρυθμικά στον δρόμο.
Σε σκοτεινές κάμαρες μέρευε τα πάθη
των ανδρών και τους παρηγορούσε.
Γιατί οι άντρες έτσι παρηγορούνται
και μερεύουν....
Πριν φύγουν της πέταγαν τα λεφτά στα μούτρα, λες και υπήρχε τιμή για όλο τούτο.
Έχωνε τα λεφτά στο παρδαλό τσαντάκι.
Διόρθωνε το κραγιόν και πέρναγε,
 από την χήρα με τα πολλά παιδιά
 και της έχωνε στην χούφτα λίγα χρήματα.
Εκείνη αρνιόταν κατά πως κάνουν όλοι
οι φτωχοί...Πάρτα για τα παιδιά επέμενε...
Στο δρόμο την φώναζαν πουτάνα
οι πρωινοί επισκέπτες...
Και κάτι κυρίες γυρνούσαν τα μούτρα,
στο πέρασμα της....παλιοπουτάνααα
Ήξερε πως κάποιες λιγότερες θα στραγγαλιστούν, θα βιαστούν,θα δαρθούν.
Και κατάπινε τα δάκρυα της.
Πήγαινε σπίτι ξέπλενε τις αμαρτίες, από το τυραννισμένο  κορμί της, ντυνόταν κορίτσι
με πυζάμες με καρτούνς και γούνινες παντόφλες ζωάκια...
Μετά έπλενε τα πόδια του Χριστού,
 με τα δάκρυα της ...
Μυροβόλησε όταν την βρήκαν νεκρή
μετά από μέρες, με την εικόνα αγκαλιά.
Μόνο  κάτι ορφανά την κλάψαν.
Οι μη στραγκαλισμένες και βιασμένες χαμπάρι δεν πήραν...
Μόνο αυτό το άρωμα που τους τρυπούσε,
 τα ρουθούνια δεν μπορούσαν να ξηγήσουν.

Και ένας έκλαιγε στο καπηλιό,

που έχασε το εισόδημα...
   

                     


 Μαρία Μηνά

                            

Ιούλιε μήνα άστεγε! (της Κατερίνας Ηρακλέους Νεοφυτιδου)


Αυτή η ζέστη με τρελαίνει..
με χαράσσει παντού
και με βαραίνει!

δεν μου αρέσει και νιώθω ζάλη..
Θέλω το κρύο, θέλω βροχές
για ν' αναπνεύσω πάλι!

Αυτός ο Ιούλης..
Και ο κάθε Ιούλης
είναι μαχαίρι είναι αγκάθι
δεν είναι ήρεμος, δεν έχει στέγη..
μισή Πατρίδα, μισό αγέρι!

σε καίει ο καύσωνας μέσα και έξω..
σε κάνει να τρέχεις και χάνεις το μέτρο!

Ιούλιε μήνα δεν σ' αγαπώ
ούτε την εποχή σου..
είσαι ο μήνας της οργής
κομμάτιασες την γη σου!

Κατερίνα Ηρακλέους Νεοφυτιδου


Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Δωρας Μεταλληνού)



Σε ατλαζένιο κόμπο μαντηλιού
αλάτι ψυχής συναγμένο
αλισάχνης αχνός,
πετρωμένων δακρύων
της καρδιάς λευκό λουλούδι
κατάλευκo νούφαρο
στης ύπαρξής μου τη θάλασσα
παρθένο άνθος αειφόρο
της πορείας μου απόσταγμα....

Δώρα Μεταλληνού


Η κοπέλα με το κόκκινο παλτό.. (της Σοφίας Σταθαρου)


Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε το ρολόι που διακοσμούσε τον λεπτεπίλεπτο καρπό της.
 " Τρεις, ώρα να φεύγω" σκέφτηκε. Τελείωσε την φράση που υπήρχε μισή στην οθόνη του υπολογιστή, αποθήκευσε το έγγραφο και πάτησε έξοδο. Τακτοποίησε τα χρωματιστά της στυλό, τους συνδετήρες και τα μολύβια της. Έβαλε στην άκρη την καρέκλα και πήρε την τσάντα της.
Έκανε μερικά βήματα και πήρε το κόκκινο παλτό που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο στην άκρη του δωματίου. Ήταν το μοναδικό πανωφόρι μιας και όλοι στην εταιρία είχαν φύγει νωρίτερα. Εκείνη πάντα έφευγε τελευταία, της άρεσε η ηρεμία που υπήρχε στον χώρο.
Φόρεσε το παλτό της και προχώρησε προς το ασανσέρ, κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά από το παράθυρο, χοντρές σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω στο τζάμι και για λίγο μόνο ταξίδεψε με την σκέψη της, στην μορφή του, στο χαμόγελο, στα φιλιά και τα χάδια του. Ο ήχος της πόρτας που άνοιξε την επανέφερε στην πραγματικότητα. Μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί για το ισόγειο και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη, με τα δάχτυλα ίσιωσε τα μαλλιά της που λόγο της βροχής είχαν αρχίσει να χάνουν το σχήμα τους.
Η πόρτα άνοιξε και προχώρησε προς την έξοδο, σήκωσε το γιακά από το παλτό της και κράτησε σφιχτά την τσάντα της. Είχε ξεχάσει να φέρει την ομπρέλα μαζί της και σήμερα την χρειαζόταν πραγματικά, ήδη η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει. Κατέβασε το κεφάλι και με γρήγορο βήμα προχώρησε προς την στάση του λεωφορείου. Όλες οι αναμνήσεις τους, άρχισαν να εμφανίζονται ξανά, είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να τις κρύψει στην άκρη του μυαλού της. Όμως η σημερινή βροχερή μέρα της θύμιζε την γνωριμία τους.
Μία ξαφνική βροχή στην στάση του λεωφορείου, εκείνη χωρίς ομπρέλα και εκείνος της πρόσφερε την δική του. Ένα χάρηκα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσουν όλα και ένα είμαι έγκυος για να τελειώσουν..!

Ακούμπησε με ευλάβεια την κοιλιά της και σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο της.
Έφτασε στην στάση και κάθισε στην άκρη προσπαθώντας να προστατευτεί από την βροχή που έπεφτε με μανία στο κόκκινο παλτό της, η πολυκοσμία την ανάγκασε να καθίσει λίγα μέτρα μακριά από το σκέπαστρο. Έμεινε εκεί με κατεβασμένο κεφάλι να περιμένοντας την ώρα να μπει στο λεωφορείο να φύγει.
Λίγα λεπτά αργότερα, μια ομπρέλα επάνω από το κεφάλι της, την ανάγκασε να σηκώσει το βλέμμα της.
Εκείνος την κοίταξε και τις χαμογέλασε τρυφερά. " Σε αγαπάω, συγγνώμη. Θέλω να ήμαστε μαζί και οι τρεις μας. Θα μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία;"
Εκείνη χαμογέλασε, δεν είπε κάτι, μόνο πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στην κοιλιά της. Μια μικρή κλοτσιά που ένιωσαν και οι δύο τους για πρώτη φορά, ήταν αρκετή να καταλάβουν.

Η βροχή άρχισε να δυναμώνει τόσο πολύ που πήρε την ομπρελά τους μακριά, όπως και όλη την θλίψη και τα δάκρυα τους.
Εκείνη την μέρα φτάνοντας στο σπίτι, κρέμασε το κόκκινο παλτό της και δεν το φόρεσε ποτέ, το μόνο που τις είχε προσφέρει ήταν δάκρυα και άσχημες αναμνήσεις. Θα αγόραζε άλλο παλτό, ίσως τώρα η ζωή της χαμογελούσε..!

Σοφία Σταθαρου


Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Γράμμα χωρίς παραλήπτη (της Λίνας Κατσικα)


Σου γράφω. ¨Αγάπη μου¨, ξεκινάω, μα την ίδια στιγμή σκίζω τη σελίδα. Έπειτα κι άλλη, κι άλλη. Έχω γεμίσει το πάτωμα με τσαλακωμένες σελίδες. Δεν ξέρω αν με ενοχλεί το ¨αγάπη μου¨ ή η απόφασή μου να σου γράψω. Φοβάμαι πως για άλλη μια φορά η προσπάθειά μου να σε προσεγγίσω θα πέσει στο κενό, μια και φρόντισες με τη συμπεριφορά σου να κόψεις κάθε είδους επικοινωνία. Αναπάντητες έμειναν οι κλήσεις μου, χωρίς απόκριση τα μηνύματά μου. Κανένα ίχνος σου μετά το κοφτό σου «αντίο». Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να σε ξαναδώ, να μάθω νέα σου, να ακούσω μια λέξη σου. Ένα κενό. Μια απουσία βασανιστική. Λείπεις, μου λείπεις. Με ένα «αντίο» τα έσβησες όλα; Πώς μπόρεσες; Δε σήμαινα τίποτα για σένα;

          ¨Αγάπη μου¨, ξεκινώ πάλι, μα σκίζω τη σελίδα πριν γράψω οτιδήποτε άλλο. Πώς να συνεχίσω; Πώς να απλώσω την ψυχή μου σε λίγες γραμμές! Πώς να βρεθούν οι λέξεις να εκφράσουν όσα με έκανες να νιώσω. Ζούσα στο μικρόκοσμό μου, ευχαριστημένη από την ηρεμία της ρουτίνας μου. Και ήρθες εσύ και την τάραξες, βότσαλο στη γαλήνη της λίμνης μου. Στην αρχή-μη γελάσεις-τρόμαξα. Αλήθεια. Προσπαθούσα να καταλάβω την αναστάτωση μου, κάθε φορά που λάμβανα μήνυμά σου. Εγώ η ψύχραιμη, η δυνατή και να τα χάνω σαν δεκαοκτάχρονο κοριτσόπουλο. Να νιώθω την καρδιά μου να χτυπά τρελά, ακανόνιστα, λες και θα έβγαινε από το σώμα μου. Κι έπειτα οι συναντήσεις μας! Μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου και χανόμουν. Ταξίδευα αγάπη μου μαζί σου. Ήθελα ο χρόνος να σταματούσε σ’ εκείνες ακριβώς τις στιγμές. Να μείνω εκεί χωμένη μέσα στα χέρια σου, να με καίνε τα φιλιά σου, να λιώνω σε κάθε σου άγγιγμα.

          Μα ζήλεψε η μοίρα και γύρισε ανάποδα τον τροχό της. Το ένιωσα εκείνη τη μέρα. Το είδα στο βλέμμα σου, σκοτεινό, ανεξήγητο, όπως ανεξήγητη έμεινε η φυγή σου. Δεν πάει έτσι όμως το πράγμα, ¨αγάπη μου¨. Όφειλες να πεις κάτι. Ένα λόγο, μια αιτία που το προκάλεσε. Αυτό το «γιατί» θέλησα να μάθω, Γι’ αυτό το «γιατί» σου τηλεφώνησα άπειρες φορές, κουρελιάζοντας την αξιοπρέπειά μου. Μα εσύ τόσο άνανδρα βουβός. Κι εγώ; Έμεινα να αναρωτιέμαι. Τα έζησα στ’ αλήθεια όλα αυτά ή τα ονειρεύτηκα; Αξίζει να θυμάμαι κάτι ή να τα διαγράψω όπως εσύ; Πώς το έκανες αλήθεια; Πώς ξέχασες; Με διέλυσες «αγάπη μου», με κομμάτιασες. Κοιτάζω το λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι. ¨Σαν να μην υπήρξα¨, σημειώνω και διπλώνοντας το, το βάζω στο φάκελο. Έπειτα, σβήνω το φως.

Λίνα Κατσικα

Πρώτη ανάρτηση στο " Μεταξύ μας"







ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (της Σοφίας Κοντογεώργου)



Φιλήδονα ακρογιάλια
ερωτοτροπούν με τα κύματα
Φλογερός εραστής ένας ήλιος
το κορμί παραδίνει
στης γαλάζιας εταίρας το πάθος
Κοράλλια κόκκινα
ανθίζουν τα κορμιά
στο βυθό του έρωτα
Σαν άτι καλπάζει η ανάσα
στου οργασμού το κορύφωμα
Στις καρδιές αλητεύει
ο αντάρτης Θεός
στους ανύποπτους στήνει παγίδες
Στα φτερά του ανέμου
ταξιδεύει το τρελό καλοκαίρι
πλανεμένο απο όρκους
σε στιγμές ηδονής φυλαγμένους 
Τις νυχτιές ξεκρεμάει τα άστρα
να φωτίσει τους πόθους
Βασιλιάς και δυνάστης
την αρχή και το τέλος
που ορίζει.

Σοφία Κοντογεώργου




Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

ΠΤΥΧΕΣ ΜΝΗΜΗΣ (του Μανώλη Αλυγιζακη)




Επειδή πολλά ξεχασμένα
καραδοκούσαν στις πτυχές της μνήμης
όλοι γνωρίζαμε τη σημασία
του απαγορευμένου καρπού
κι ακολουθούσαμε έναν τυφλό
λες κι είχαμε ανάγκη απ’ αλάνθαστο οδηγό
σε τούτη τη λάμψη του εικοστού πρώτου αιώνα
ενώ εκείνος με το ακρωτηριασμένο μπράτσο
πάντα κρυβόταν στου κοκκινολαίμη το τραγούδι
λες κι ήθελε τη σκέψη μας να ξεδιαλύνει
όταν συχνά καθόμασταν στήν ανατολική βεράντα
κι απολαμβάναμε το δροσερό αεράκι
της Αυγουστιάτικης εσπέρας, τότε
που ήταν πια αδύνατο
να ξεγελάσουμε τα παιδιά.

Μανώλης Αλυγιζακης

 από τη συλλογή ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2015

Άτιτλο (της Κούλας Κραντά)


Ώρα εντεκατη της νυκτός!
Το φεγγάρι στρογγυλός γλόμπος στη μαρκίζα τ ουρανού!
Παίζει σαν μικρό παιδί με τα σύννεφα κρυφτό...
Πότε κρύβει με την παλάμη του το ένα του μάτι,
πότε   το μισό του πρόσωπο,
και πότε βγαίνει ολάκερο σκαζοντας στα γέλια!
Ώρα εντεκατη της νυκτός!
Και οι μνήμες γεννιούνται ξανά καθώς το κοιτάζω...
Παιδί ακόμη...
Σε σπίτι φτιαγμένο με καλαμιές...
Να γυρίζει ο παππούς...
Το λουκούμι  ασφυκτιά στη τσέπη, κερδιζμενο από κάποια παρτίδα τάβλι..
Κι εγώ κρυμμένη πίσω από την καρέκλα με το κουτσό ποδάρι, να παριστάνω τον κρυμμένο θησαυρό
Ώρα εντεκατη της νυκτός...
Κοιτάζοντας τον ουρανό....
Εικόνες απ ασημι και γλυκό!
Σ ευχαριστώ Θεέ μου!
Που τη ζωή,
απ την αρχή μπορώ να ερωτευτώ!

Κούλα Κραντά


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Στα ίχνη της.. σκόνης (της Αναστασίας Κουτσούκου Κλεάνθη)



       
     
Νιάτα χαμένα,στης προόδου
       τα λαθεμένα βήματα.
Ψυχές χαμένες,που γυρνούν
  αβέβαιες,στροβιλισμένες,
σ' αδίστακτα εμπόρων χέρια,
      στ'αδιάκοπο παιχνίδι
του θανάτου και του ξεπεσμού.

       Κοιτάς το βλέμμα τους,
βλέμμα θολό, αβέβαιο,φευγάτο.
   Καμιά μετάνοια δε γροικάς.
   Ούτε ζωντάνια ούτε ψυχή
    για τ' αύριο που φτάνει.
    Χαμός και αποχαύνωση,
    αποχαύνωση και τέλμα!

     Παίρνει τη σκέψη τους
      η σκόνη του θανάτου.
     Χαλάει το μυαλό τους.
          Σβήνει θαρρείς,
   κάθε τους όνειρο παιδικό
           γιατί εφηβικό,
   δεν προφθασαν να κάνουν....

Αναστασία Κουτσούκου Κλεάνθη


Μην ξυπνάς τον βολεμένο (της Εύης Γουργιωτη)


Άκου με που σου λέω. Μην τον ξυπνάς. Καρφί δεν του καίγεται για’ σένα κοριτσάκι μου. Βολεμένος είναι και σίγουρος για’ σένα. Τι και αν σε έστησε για άλλη μια φορά; Ξέρει πως το πρωί, αν σε αναζητήσει, θα τρέξεις. Μη μου λες πως σ’ αγαπάει. Έτσι είναι η αγάπη πιστεύεις; Μάλλον δε σου την έμαθαν σωστά. Εκείνος που αγαπά, είναι παρών. Δίπλα στον άνθρωπο του. Τον διεκδικεί συνεχώς. Τον θέλει κοντά του. Ο δικός σου βολεύτηκε μαζί σου. Σε έχει σίγουρη και σε κρατάει για όποτε εκείνου του κάνει κέφι. Άσ’ τον να κοιμηθεί απόψε. Μην τον ξυπνάς. Εξάλλου δε θα έρθει. Δε χαλάει τη ζαχαρένια του για κανέναν.

Μην περιμένεις να αλλάξει, όσο εσύ χοροπηδάς στο ρυθμό του. Απόψε ήθελες να είσαι μαζί του. Να σου πει έναν καλό λόγο. Να κοιμηθείτε αγκαλιά.

Πότε άραγε έκανε κάτι για’ σένα; Κάτι που ξέρει πόσο θα σου αρέσει; Πότε ήρθε επειδή εσύ τον κάλεσες;
Πότε σε άκουσε και έγινε μέρος των έγνοιων σου; Θα μπορούσα να σου κάνω πολλές ερωτήσεις, μα ξέρω τις απαντήσεις ήδη.

Μια σχέση καλή μου, θέλει δύο. Ένα κρεβάτι, δε θεωρείται δεσμός. Αν πράγματι σε αγαπούσε, δε θα άφηνε την αποψινή βραδιά δίχως να είναι μαζί σου. Θα λαχταρούσε την αγκαλιά σου. Και ξέρεις πως δε γίνεται πρώτη φορά αυτό. Σε θέλει μόνο όταν εκείνος το επιθυμεί.

Τι να σου πω… Αν σε γεμίζει όλο αυτό, καλώς. Έλα όμως που νιώθεις άδεια. Προσπάθησε να μην του είσαι δεδομένη. Εκεί ή θα ξυπνήσει, ή θα καταλάβεις πως έχασες τον καιρό σου.
Ο έρωτας είναι ιερός. Δεν τρέφεται με ψίχουλα. Εσύ αποφασίζεις.
Αξίζεις κάτι τέτοιο;

Εύη Γουργιώτη


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Το παραμύθι μου (της Παυλίνας Στυλιανού)




Με την πνοή του ανέμου
ήθελα να πετάξω εκεί ψηλά
να κάνω πιρουέτες στα ουράνια
σαν κι αυτές του Πίτερ Παν.
Μα σύντομα κατάλαβα πως δεν ήμουνα αθάνατο παιδί
μα ένας απλός άνθρωπος που περπατάει εις την γη.

Με την μουσική του ανέμου
ήθελα να χορέψω βαλς σ’ ένα παλάτι μαγικό
σαν αυτό της Σταχτοπούτας που έγινε Πριγκίπισσα
μ’ ένα γοβάκι στο πόδι το γυμνό.
Μα σύντομα κατάλαβα πως δεν ήμουνα μες τα παραμύθια
μα ένας άνθρωπος απλός μες την κουζίνα να πλένω πιάτα, κουτάλια και χίλια δυό.

Με τον ρυθμό του ανέμου
ήθελα να ξυπνήσω απ’ τον εφιάλτη
σαν αυτό της  όμορφης Χιονάτης
παίρνοντας ένα φιλί στο στόμα  απ’ την άγνωστη αγάπη
Μα σύντομα κατάλαβα πως δεν ήμουνα Χιονάτη
πως δεν κοιμόμουνα  σε δάσος
μα σ' ένα σπίτι σ' ένα κρεβάτι.

Κι έτσι απογοητευτικά που όλα όσα έγραφαν ήτανε απάτη.
Και τώρα που μεγάλωσα και είδα πως δεν πετάω,
το όνειρο να φτάσω και τον εφιάλτη να ξεσκεπάσω.
Να χορέψω με τον άνεμο κι ένα φιλί να πάρω,
θα γράψω τα δικά μου παραμύθια χωρίς το ψέμα χωρίς καμιά απάτη!

Παυλίνα Στυλιανού


Σκάρτες ψευδαισθήσεις. (του Σπήλιου Παναγιωτόπουλου)





Στο καναπέ μας ξαπλωμένοι ονειρευόμαστε
ρίχνοντας κάνα δυό ματιές και στις ειδήσεις
έχοντας μάτια ανοιχτά μισοκοιμόμαστε
και μας μεθάνε κάτι σκάρτες ψευδαισθήσεις.

Καλά είμαι δω, υπάρχουν φίλε, και πιο άσχημα
κι όταν εκείνη η φωνή κραυγάζει ''ορθώσου''
όταν ουρλιάζει σαν παιδί ''σήκωσε ανάστημα''
τότε μια άλλη αντηχεί ''και το σταυρό σου.''

Δεν είναι τούτοι οι καιροί για επανάσταση
και στο μπαρούτι πάνω ρίχνουμε λιβάνι
η ιστορία μας γελά απ' άλλη διάσταση
''κοίτα ο Ρήγας και ο Τσε έχουν πεθάνει.''

''Κοίτα και γύρω σου λιγάκι τα χειρότερα
να τη βολέψουμε, κοίτα, και τη δουλειά μας''
ναι τη βολεύουμε μα τρέμω το αργότερα
όταν στα μούτρα θα μας φτύνουν τα παιδιά μας.

Σπήλιος Παναγιωτοπουλος


Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)


Αρμύρα αυλακώνει το πρόσωπό μου το στεγνό
Η αγάπη πέρασε ξυστά, ανακάτεψε τα μαλλιά κι απομακρύνθηκε
Το φως παιχνίδισε, στα βλέφαρα με αναίδεια
Μουσικής ίνες ύφαναν το χαλασμένο τους ιστό
Χορτάριασαν τα κάτω άκρα
Από καιρό το νιώθω
Και στης γαλήνης τον κόρφο
κούρνιασα λαθραία
ο νέος ορίζοντας που τη φθορά θα αντιμάχομαι να μη με βρει
του έρωτα τα κόκκινα μαλλιά με χάδια να πλειοδοτώ
Μετάξια να βγάζω απ' αυτό που έσβησε
Να κάνω τη μνήμη φωτογράφο
σε παραλία έρημη

Εκεί
Πλάνα να σκίζω λύπης
Και στίχους για γλάρους να σκαρώνω
Η Αγάπη
Ένα σύμπαν κοσμοδιάφανο, να ορίζει
Όπου ένα κομμάτι ουρανό είναι καθενός
γαλάζιο ή γκρίζο όπως η μέρα
στο άλλο ημισφαίριο όταν γυρίζει
Να σβήνει όνειρα, να ζωντανεύει αλήθειες

Φωτεινή Ψιρολιολιου


Αποστεωμένα αισθήματα (του Λευτέρη Ελευθερίου)



Είναι φορές
που σαν τα λόγια στερεύουν,
η σιωπή
απλώνεται
σαν ερεβώδες
νέφαλο
πνίγοντας τις λέξεις· βίαια,
σταματώντας
τους παλμούς
του σ' αγαπώ
της καρδιάς·
σβήνει του ήλιου τις ζωοφόρες αχτίδες,
τις ζεστές
κι η μνήμη
-του παρελθόντος-
 παγωμένη
σκαλίζει
τις λεπτομέρειες
με τ'ακροδάχτυλα της...
και τα χείλη στεγνά.
Είναι
σαν τέτοιες στιγμές
που μοιάζουν
τα αισθήματα, λές και ψυχορραγούν...
αποστεωμένα.
Τότε,
η αβεβαιότητα
- της μνήμης του μέλλοντος-
όλο και αποθρασύνεται...

Μα σ' αγαπάω διάολε!

Λευτέρης Ελευθερίου


Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Λίτσας Μοσκιου)


Νιώθω πως στέρεψα
από λέξεις
περιγράφοντάς σε.
Είναι καιρός να πάψω
να γράφω ποιήματα πια για σένα...
Σήμερα αγόρασα χρώματα και πινέλα...
ίσως μετά από χρόνια
να γίνω γλύπτης...
Αλλάζω τέχνες μήπως και κάποτε
καταφέρω να ξοδέψω μέσα μου
τη δύναμη που έχεις
να με εμπνέεις διαρκώς.

Λίτσα Μοσκιου


ΝΑΥΑΓΩΝΤΑΣ (της Ειρήνης Γερονταρα)



Σκόπευε, πάντα, σε μια τελεσίδικη αποδόμηση.

Κάθε νέα γνωριμία

κι ένα κάστρο που επιζητούσε να καταρρεύσει-

ή έστω εκείνη το πίστευε.

Ταξίδευε σε μέρη μακρινά

που κάποιος της είχε αναφέρει την ομορφιά τους,

απλά και μόνο για να τον διαψεύσει

και να νιώσει νικήτρια.

Σαν να τους έλεγε: "Τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο

από τον βάλτο που μέσα του κολυμπώ".

Κι όλοι για κείνην, υποκριτές και συμβιβασμένοι

Δεν παραδεχόταν ποτέ την ευτυχία τους.

Την αποδομούσε και χαιρόταν.

Πάντα το ίδιο.

Χωρίς ελπίδες

χωρίς προσπάθεια

έστω μια ικμάδα της,

να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν:

μια νικημένη γυναίκα,

ένα ανέσπερο ναυάγιο.

Χάνοντας την ουσία,

τον χρόνο, την ζωή της

ολόκληρη.

Ειρήνη Γερονταρα


Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣ ΑΛΗΘΕΊΑΣ (της Αρετής Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ)



Ήρθε ο καιρός  να πετάξω ανεπιστρεπτί
τα γυαλιά της εικονικής πραγματικότητας.
Να αγοράσω άλλα με ακτίνες Χ,
εντοπιστές του "αοράτου" σκέψης και καρδιάς.

Έτσι θα σταματήσω να βλέπω
Τον Λύκο ως αμνόν
Τον Κόλακα ως μελίλεξον
Τον Κονκισταδόρο ως ελευθερωτήν.

Μήπως γνωρίζετε,
πού μπορώ να προμηθευτώ γυαλιά
με αντικατοπτρισμό Αληθείας;


Αρετή Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ


" ΤΟΥ ΆΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ "



ΠΊΝΑΚΑΣ: Έργο της Βίκυς Γεωργιοπούλου.

ΣΤΙΓΜΑ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)


Αφυδατωμένη μνήμη γαντζώνεται σ’ ερείπια.
Αναπνέεις με τεχνική υποστήριξη.
Στο δωμάτιο βασιλεύει σιωπή.
Νυχτερίδα στο διάδρομο φρουρεί όνειρα.
Περιθάλπεις προσευχές συρραφές σε δέρμα.
Υλοτόμος φορώντας ρούχα της τρέλας
φυτεύεις φθαρμένες ελπίδες.
Κόκκινος ο άνεμος στην ακινησία του χρόνου.
Σύννεφο αλμυρό η μέρα.
Πουθενά γλάροι, πουθενά καράβια.
Μονοδρομήθηκε ο πόνος.
Επιστράτευση στο πουθενά.
Με αόρατα μάτια διανύεις γδαρμένα χιλιόμετρα.
Σκόνη τρυπώνεις σε υδάτινες ρωγμές.
Κάπου εκεί
μέσα στ’ όνειρο,
στην ελπίδα,
στο ψέμα,
στην αλήθεια…
Κάπου εκεί…
στο πάντα,
στο τίποτα,

στο χθες,
στο τώρα
Κάπου εκεί…
μ’ ένα μύθο εξαργυρώνεις τη λήθη,
σ’ ένα ποίημα δικαιολογείς αποτυχίες και ύπαρξη.
Λίγο πριν τη νύχτα…

Ρούλα Τριανταφύλλου



Φωτογραφία:Erik Johansson

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Παρουσίαση βιβλίου (Τόνιας Κοσμαδάκη)

Η Τόνια Κοσμαδάκη και οι εκδόσεις Apopeira παρουσιάζουν στο Closer την ποιητική συλλογή "Σκύλος".
Θα μιλήσουν και θα διαβάσουν οι
Σταυρος Σταυρόπουλος, Χρήστος Μαθιουδάκης, Χαρά Τσιώλη Κατερίνα Ζησάκη, Γιάννης Ζελιναίος και ο Στέλιος.

Στα ντεκς ο Arturo Bandini







Άτιτλο (της Τζούλιας Παπά)


Σε μία μικρή βάρκα
φόρτωσα την ψυχή μου απόψε.
Τόση δα μικρούλα.
Γερό σκαρί όμως.
Αντέχει... έτσι μου είπαν.
Σε αυτήν εμπιστεύτηκα
την ψυχή μου απόψε.

Να με πάρει μακριά της ζήτησα.
Να με πάει στο τέλος της διαδρομής.
Εκεί που το φεγγάρι αγγίζει τη θάλασσα και ο ουρανός υποκλίνεται στην απόλυτη ομορφιά.
Εκεί που όλα ενώνονται
και γίνονται ένα...

Στο βάθος του ορίζοντα
θέλω απόψε να χαθώ.
Μόνο εγώ, η βάρκα μου
και το φεγγάρι...

Να γείρω στην αγκαλιά της θέλω...
Να νιώσω την ψυχή να γαληνεύει.
Να κλείσω τα μάτια και
ν' αρμενίσω σε μέρη μακρινά...

Εκεί που τα όνειρα βγαίνουν αληθινά.
Εκεί που υπάρχει ευτυχία.
Εκεί που υπάρχει αγάπη.

Κάπου στο βάθος του ορίζοντα...
Στην πολυπόθητη χώρα του ποτέ...

Τζούλια Παπα


Κοίτα να δεις πως ηρέμησε η ψυχή (της Έλενας Κορινιωτη)



Κοίτα να δεις,
πως ηρέμησε η ψυχή
τώρα που ξέρω
πως θα ξυπνώ
και θα κοιμάμαι στο πλάι σου.
Τώρα που κάθε ένδειξη
στου ρολογιού τον λεπτοδείκτη
θα έχει κρατημένη
 και μια στιγμή σου μαζί σου.
Τώρα που μάζεψα
σε δύο στοίβες από κούτες
ολάκερη τη ζωή μου
για να την τακτοποιήσω
δίπλα στη δική σου.

Μέσα στα χαρτόνια
τόσα μικροπράγματα
συγκρατούν θραύσματα ονείρων.
Στη γαλάζια κούπα σου,
αυτή που θα σου γεμίζω
με την αγαπημένη
γεύση του καφέ σου.
Στο τασάκι που θα σβήνεις
τα αποτσίγαρα
και τις έγνοιες σου.

Κοίτα να δεις
που τόσα χρόνια
έπαιζα κρυφτό με την ευτυχία
γυρεύοντας τη σε λάθος μέρη.
Ψάχνοντας ένα -κάτι-
εντελώς ακαθόριστο.
Σήμερα, αυτό το σούρουπο
καθισμένη στο μπαλκόνι
ενός διαμερίσματος
που βλέπει στη θάλασσα.
Περιστοιχισμένη από χαρτόνια
με κολλημένες κορδέλες
που γράφουν "Προσοχή εύθραυστον".
Μέσα σ' ένα άδειο διαμέρισμα
με φρεσκοβαμμένους τοίχους
και με την έντονη μυρωδιά
της μπογιάς
να μου γαργαλάει το λαιμό.
Πλάι σ' εσένα που σ' ακούω
να υπολογίζεις
που θα στηθεί ο καναπές
και που η βιβλιοθήκη
όσο αστείο κι αν σου ακουστεί
νομίζω πως βρήκα
την ευτυχία που διακαώς λαχταρούσα.

Κοίτα να δεις που χώρεσαν
μέσα σε πενήντα τετραγωνικά
οι ωραιότερες προσδοκίες μου.
Όλα τα μεγάλα "προσεχώς"
της ζωής μου στάλθηκαν
στη νέα διεύθυνση κατοικίας μας.

Κοίτα να δεις
που τελικά τα καταφέραμε.
Ίσως γιατί αγαπηθήκαμε
 απλά, ανεπιτήδευτα, φυσικά,
όπως ακριβώς ανασαίνουμε.

Έλενα Κορινιωτη


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΉ ΤΟΥ ΝΟΤΙΑ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Μη μιλάς του λέγαν οι σοφοί.
Μη μασάς τις μεταχειρισμένες λέξεις.
Άσε τες να ριγούν μες την πολύ ασφάλεια των τετριμμένων σιωπών τους.

Κι εκείνος κούμπωνε το στόμα και ξεκούμπωνε τους καιρούς.
Έλεγε, άμποτε να ‘ρθεί κείνος ο αγύρτης ο νοτιάς να τον φορέσω στην άκρη των χειλιών σαν κόκκινη απόδραση.
Να ξεδέσει τους κόμπους απ’ τις θάλασσες, να λευτερώσει τα μάτια απ’ τις βουβές διαμαρτυρίες,
Να στάξει στίχους ζωντανούς στις απώλειες.

Και πέρασαν τα χρόνια σ’ ένα εξακολουθητικό παρόν.
Κι ακόμη είναι στα ίχνη ενός καταζητούμενου αέρα, ενός αποστάτη μέλλοντα, σκαλίζοντας μονολόγους.

Νοτιάς… τι περιμένεις… Στροβιλισμός απάτης.
Τυλίγεται σαν θηλιά στις εκδοχές των προσμονών και τις σφίγγει, ψιθυρίζοντας λόγια αγάπης.
Μα πώς να του θυμώσεις;
Πώς να θυμώσεις σ' αυτό το κίτρινο καπέλο που γελάει στα μαλλιά του;

Άλλωστε, είδες ποτέ σου θάμα να 'ρθει στην ώρα του;

Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου




Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (του Νίκου Δημογκότση)


Εδώ στην βουτηγμένη σιωπή των Ελλήνων,
άνεμοι Ιστορίας,
ανεμίζουν δόξες διαμελισμένων αγαλμάτων
και Τραγωδίες σχισμένων νοημάτων...

Και δεν βρίσκεται ένας,
τα ναυάγια να περιμαζέψει
εις το Ερεχθείον των Γνώσεων,
και κρούοντας τα σήμαντρα του ήλιου,
το φως να αναγγείλει
σε όλη την οικουμένη...

Αλλά φευ!
μόνο οι άριστοι των εξουσιών,
κρατώντας φαναράκια δουλοσύνης,
με σκοτάδι σκεπάζουν
τα βλέφαρα της Πατρίδας...

Νίκου Δημογκότση



Ζωγραφική σε ξύλο, της Ελένης Γκόγκου,
που από καρδιάς ευχαριστώ, για την παραχώρηση !!!

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ (του Λευτέρη Ασπροπουλου)



Σε δρόμους ατέλειωτους τσουλάει η ζωή μας
άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά
πότε ασυγκράτητα δίχως χειρόφρενο, πότε με κόπο ανηφοριά.

Σήμερα κοντανάσασμα σε λεωφόρους, αύριο
σουλάτσο σε στενάκια γραφικά
δρόμοι σα νήματα πλέκονται, γίνονται κόμποι• σταυροδρόμια.

Αν θες να τ' αποφύγεις, πρέπει από στράτες
κακοτράχαλες ή γέφυρες να πας
κι αν παιδί θέλεις να μείνεις τσουλήθρα κάνε απ' τις χαράδρες.

Μα δυστυχώς έρχεται κάποτε σταυροδρόμι
που πρέπει πάραυτα να διαβείς
όταν ο δρόμος της Ωφέλειας συναντήσει εκείνον της Ομορφιάς.

Τι δίλημμα ανήθικο! Πώς έτσι να πορευτείς
δίχως χάρτη ή έστω ένα σημάδι;
Αριάδνη καμιά δε σου άφησε, μίτο λαμπερό ν' ακολουθάς.

Δύο ταμπέλες, η μόνη βοήθεια: “Οδός Τρέλας”
η μια• “Μεγαλοφυΐας Οδός” η άλλη.
Κατάχαμα όμως τις παρατήσανε κι αργά θα μάθεις πού πατάς.

Λευτέρης Ασπροπουλος


Άποστασιοποιηση(της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)


Και βρίσκεσαι κάποτε θεατής
να παρατηρείς υφέρπουσες συμπεριφορές
Να αξιολογείς κεκαλυμμένες σκέψεις
Να θαυμάζεις ακατέργαστες πράξεις
Μακάριοι οι πτωχοί
Πτωχοί σε συναίσθημα
Πτωχοί σε αρχές
Δίκαιοι και άδικοι μαζί
Το δίκαιο είναι πάντα ηθικό;
Κατέρρευσαν από καιρό τα μνημεία
ενός υπέρμετρου ρομαντισμού,
μιας γλυκιάς αφέλειας,
μιας πίστης στο όνομα ..
Αλήθεια ξεχνάω πια
Στο όνομα όσων μεγαλώνοντας
έμαθα να προσκυνώ, να σέβομαι
Μακάριοι οι πτωχοί...
Πτωχοί σε όλα, στα πάντα, σε κάποια
Παρατηρώντας, πέρασα απέναντι πια
Στην αντίπερα όχθη
Αποστασιοποίηση
Έχω καλή θέση εδώ.
Ας αρχίσει η παράσταση...
Πλέον δεν πρωταγωνιστεί η απογοήτευση
Οι ηθοποιοί αποδείχθηκαν ερασιτέχνες

Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου


Ταξίδι χωρίς επιστροφή (της Μαρίας Μαραγκού)



Είναι κάτι μέρες σαν και τη σημερινή, μελαγχολικές. Λες και διαισθάνεσαι πως κάτι πολύ άσχημο πρόκειται να συμβεί και μ' έναν ανεξήγητο τρόπο νιώθεις σαν να πνίγεσαι. Το παλεύεις, όμως αυτός ο κόμπος στο λαιμό και την ψυχή, σου κλέβει τις ανάσες. Κι αρχίζεις να βυθίζεσαι πάλι, στην άβυσσο του μυαλού σου.

Έχεις κουλουριαστεί σε μια παλιά πολυθρόνα και το βλέμμα σου έχει κολλήσει στο υγρό τζάμι απέναντί σου, όπως τότε, εκείνη τη μέρα, σε εκείνο το τελευταίο σας κοινό ταξίδι. Εκείνο, που σε έκανε να μισήσεις τα ταξίδια για πολύ καιρό.

Αναρωτήθηκα λοιπόν πολλές φορές από τότε, τι μπορεί να θυμάσαι από εκείνο το ταξίδι, αν ένιωθες όπως ένιωθα κι εγώ, είτε ακόμα κι αν δεν ένιωσες ποτέ σου, τίποτα. Ήταν η τελευταία φορά βλέπεις, που θα κάναμε αυτήν τη διαδρομή μαζί. Κι αν ακόμα εσύ, νόμιζες πως με προετοίμαζες μήνες πριν με τη στάση σου, εγώ μέσα μου πάντα εξακολουθούσα να θρέφω τυφλές ελπίδες πως θα άλλαζες την απόφασή σου, έστω και λίγο πριν το τέλος.

Έχασα κι αυτό το στοίχημα με τον εαυτό μου, όπως είχα χάσει και όλα τα προηγούμενα. Τα είχες δρομολογήσει όλα από καιρό μέσα σου, δεν θα έκανες πίσω ούτε και την ύστατη στιγμή λοιπόν, όχι εσύ. Κι εγώ από την άλλη, με ντοπάριζα συνεχώς με ψευδαισθήσεις, με παραμύθιαζα πως η απόσταση θα μας έκανε καλό, πως η απόφασή σου ήταν η σωστή και πως μετά από λίγο θα βγαίναμε πολύ πιο δυνατοί κι αλώβητοι απ' όλη αυτή την καταιγίδα.

Είχα ανάγκη να σε πιστέψω λίγο ακόμα βλέπεις, πάντα σε πίστευα…

Η αλήθεια όμως μάτια μου, είναι πως το ταξίδι αυτό, είχε ξεκινήσει πολύ πιο πίσω, για την ακρίβεια εννέα ολόκληρους μήνες πριν από το τελευταίο μας. Εννέα μήνες, που περνούσε καθημερινά, όλη μας η ζωή μπροστά από τα υγρά μου μάτια.

Εννέα μήνες, κλεισμένη και μόνη στη «φυλακή» μου, με μοναδική μου διέξοδο έναν βράχο και τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά μου. Εκείνη τη θάλασσα, που έπνιγα μέσα της όλους μου τους καημούς κι όλους μου τους φόβους για να μην τα δεις. Μην τα δεις και τρομάξεις κι ο ίδιος, από το μέγεθος του πόνου που έσπερνες κάθε λεπτό που περνούσε, όλο και πιο βαθιά μες την ψυχή μου.

Εννέα μήνες που έβλεπα τη φυγή σου καθημερινά και το άδειο σου βλέμμα που με σκότωνε δίχως κανέναν οίκτο.

Εννέα μήνες που έκλεινα τη ζωή μας σε άψυχα κιβώτια, για να μπορείς να τα φυγαδεύεις νύχτα, στην καινούρια ζωή που θα μου χάριζες.

Εννέα μήνες, για να σου χαρίσω κι εγώ...την πολυπόθητη ελευθερία σου.

Εννέα μαρτυρικοί μήνες, που γνώριζα τα πάντα κι όμως σιωπούσα κι έλιωνα.
Εννέα μήνες που εκλιπαρούσα για ένα θαύμα, που ήλπιζα να καταλάβεις, που διαισθανόμουν και που τελικά επιβεβαιωνόμουν, που σε άφηνα να με υποτιμάς με φθηνές δικαιολογίες και ψέματα, εννέα μήνες που πονούσα βουβά και που πέθαινα αργά.

Κι ανάμεσά μας μια διαρκής πάλη.
Εσύ, να προσπαθείς να τρέξεις τον χρόνο μπροστά κι εγώ να παλεύω να τον κρατήσω στάσιμο.

Άνιση μάχη, πάλι χαμένη, για άλλη μια φορά χαμένη. Ο χρόνος μου τελείωνε, μαζί με την ελπίδα μου πως θα άλλαζες γνώμη. Έχασα, σε έχανα.
Όλα ήταν έτοιμα, έμενε μόνο να σου παραδώσω τα κλειδιά της ζωής μου. Της ζωής που απαρνήθηκες.

Έμεινα για λίγα λεπτά μονάχη μου, να κοιτάζω το μέχρι πρότινος σπίτι μας.
Κάθε γωνιά του και μια εικόνα, από αυτές που τώρα εναλλάσσονταν σε δευτερόλεπτα μπροστά μου, λες και προσπαθούσαν να προλάβουν να χωρέσουν όλες μέσα μου. Μα δεν είχαν φύγει και ποτέ τους από εκεί…

Έκλεισα στην αγκαλιά μου τις πολυτιμότερες αναμνήσεις μου και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου, μαζί με την καρδιά και την ψυχή μου. Κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινα και μια απώλεια. Αμίλητη και χαμένη καθώς ήμουν, ξένη ήδη και ανύπαρκτη για εσένα και αγκαλιά με το μοναδικό πράγμα που δεν θα είχες ποτέ σου τη δύναμη να μου πάρεις, έστρεψα πια το βλέμμα μου προς το υγρό τζάμι.

Το ταξίδι είχε ξεκινήσει, μόνο που ετούτη τη φορά, ήταν για εμένα χωρίς επιστροφή.

Μαρία Μαραγκού

Πρωτη αναρτηση στο Μεταξύ μας.




           

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Η ΑΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ (του Κυριάκου Δοσαρα)



Με κούρασες ποίηση.

Κάθε τόσο να σε ξελασπώνω
απ ' τον φθόνο των ανθρώπων
απ ' την αδιαφορία τους να σε γνωρίσουν
κι απ ' την αδυναμία τους να σε μιμηθούν.

Κι εσύ σαν μεγάλη μάνα 
πάντα να τους δικαιολογείς λέγοντάς μου...

''Μήν τους συνερίζεσαι, δεν γνωρίζουν τι κάνουν...''.

Μα, ποιόν μου θυμίζεις ποίηση.

Έτσι πως το πας, στο τέλος θ ' αγιάσεις ποίηση.

Να μου το θυμάσαι.

Αν σε ερωτευτώ (της Εύας Κοτσικου)


Αν σε ερωτευτώ, να ξέρεις, θα πρέπει να συνηθίσεις πως θα ακροβατείς ανάμεσα στις λέξεις μου. Πως θα περνάς, σαν να ήταν σύνορα, τις γραμμές των τετραδίων μου για να βρεθείς στα δικά μου παράλληλα σύμπαντα. Πως θα πιάνεσαι θύμα στους ιστούς των στίχων μου και πως κάθε μου έμπνευση θα είναι άλλοτε ναρκοπέδιο και άλλοτε πυροτέχνημα που θα σε περιέχει.

Αν σε ερωτευτώ, να ξέρεις, πως θα αποθεώνεσαι από τις βαρύγδουπες δηλώσεις των κειμένων μου. Πως θα σε φτιάχνω ποιήματα και ρίμες και πως θα σε κρύβω στα αποσιωπητικά στο τέλος των προτάσεών μου. Θα σε στολίζω σε θαυμαστικά και θα σε κάνω πρωταγωνιστή σε όλες τις ιστορίες μου.

Αν σε ερωτευτώ θα σε μάθουν οι άνθρωποι. Θα σε ξέρουν ως το αερικό που πλάνεψε το νου μου και όσο εγώ γράφω για σένα θα παίρνεις τη μορφή των δικών τους ερώτων, των δικών τους συναισθημάτων και αναγκών.

Αν σε ερωτευτώ θα τινάζεις, σε ανύποπτες στιγμές μέσα στη μέρα, από τους ώμους σου  αστερόσκονη. Θα είναι οι στιγμές εκείνες που θα γράφω για σένα.

Αν σε ερωτευτώ, θα το αντέξεις;
Προς το παρόν δηλώνω γοητευμένη.
Απλά και μόνο για να μην τρομάξεις...

Εύα Κοτσικου
                   
   

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Το δώρο (της Έλενας Μαυροειδή)


Ένα δώρο λοιπόν
ότι απέμεινε,
μια εκκρεμότητα
που δεν απεστάλη ποτέ
γιατί η θέληση δεν ήταν αρκετή,
όπως και η αγάπη  ...

Αν ρωτούσες την καρδιά
θα σου είχε πει,
Ό,τι το μεγαλύτερο δώρο  ήσουν εσύ,
μα δεν βρήκες περιτύλιγμα  για νά'ρθεις ...

Κι έμειναν όλα,
δύο  παράλληλοι δρόμοι
που δεν συναντήθηκαν ποτέ ...

Κράτησε λοιπόν το δώρο,
αφού λατρεύεις τ' άψυχα,
εγώ είχα ψυχή ...

Μα μην ξεχάσεις  να το βγάλεις,
μην το αφήσεις συσκευασμένο
να το κοιτάς  κάθε στιγμή ...

Κι εμένα θα  μου φτάνει που θα φέρει
το όνομα μου ...

  Έλενα Μαυροειδή

                                                 

Ο χρόνος (της Γεωργία Κιουλαχογλου))


Ο χρόνος στέκεται απέναντι
Καρφωμένος στον τοίχο
Και με κοιτά
Δεν με υπολογίζει
Δεν ενδιαφέρεται.
Το βλέμμα του σαρώνει τον χώρο μου
Τον διυλίζει.

Σήμερα
Τα φτερά σου λείπανε
Κομμένα από την ρίζα.
Μα πετούσες ασίγαστος
στο παρόν
στο παρελθόν
στο μέλλον.
Αναρωτιέμαι
Τί να γύρευες άραγε;
Γιατί ήρθες;
Δεν έχω για σένα ούτε φωλιές ούτε κλαδιά
Ξυλοκόπος εν βρασμώ πέρασε χθες και τα έκοψε
με τα ίδια σου τα χέρια.

Το ρολόι στέκεται ανέκφραστο και με κοιτά
Αντίστροφα μετρώντας
Ανορθόδοξα
τον χρόνο.

Η ώρα κοντοστέκεται  πάνω στον λεπτοδείκτη
Ο ωροδείκτης κινείται παθητικά
Αδιάφορα
Κάθε συμβάν έγινε
και ότι έγινε κρέμεται τώρα στην οξύτητα του τίποτα.
Πηγαινοέρχεται ρυθμικά
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Τικ τακ
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Αναποφάσιστα.

Τώρα τα γρανάζια πηγαίνουν  μπροστά
καθώς πρέπει.
Κι εσύ
ξαναγύρισες στο μικρό μας σφαγείο.
Κάθε λέξη περιέχει και μία τομή
χειρουργικής ακρίβειας
χωρίζοντας την πρόταση σε αγεφύρωτες αποστάσεις.
Άρθρα και σύνδεσμοι
λελυμένοι.
Η τελεία στον δείκτη μονολογεί
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Έρχομαι, δεν έρχομαι…

Προσπαθώ να σε συμμαζέψω όπως όπως
Ξεκρεμώ και αποκαθηλώνω κάθε στίγμα
Ενώνω και δένω μαζί όλες τις λέξεις
σε δεμάτια.
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Φεύγω, μη φεύγεις
Κι εσύ αιωρείσαι ακόμη μέσα στο δωμάτιο
γυρεύοντας το κλαδί που μόνος σου έκοψες.

Δεν έχω πια κλαδιά για σένα
Σκάλισα πάνω τους
ένα σύννεφο και τα έλυσα να φύγουν…


Γεωργία Κιουλαχογλου



Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Μαρίας Δημοτακη)


Κι αν η καρδιά παρανοεί στο εδώ σου, ανίσχυρη εξανεμίζεται στην απουσία σου...

Κι αν απλόχερα, μου συστήνονται τα σαγαπώ σου...ξένη ακροπατώ, μην ακουστώ και ταράξω  την λίμνη των ονείρων σου...
Παραμονεύω στην άκρη των χειλιών σου...μια λέξη σου,
και ακόμα μια,
να παρασύρουν μαζί, τα ανείπωτα, κιτρινισμένα θέλω της ζωής μου...

Κι αν πλαταίνουν τα φτερά σου,
τρυφερή αγκαλιά να γευτώ,
 ξεγλιστρώ απο τις χαραμάδες των πεθυμιών σου, απο τους χτυπους της καρδιάς σου, μην τυχον και εθιστώ...
Ξένη ακροκοιτώ, στην ακρη της στιγμής σου, ενα βλέμμα σου αφοπλιστικό, ανήμπορη πια να αρνηθώ, το ιερό τώρα του παρορμητισμού σου...

Κι αν παραμένω στην σιωπή,
άυλη παρουσία η ψυχή,
 ανεπαίσθητα διεκδικεί την ανατολή των ματιών σου, την νιόφερτη μυρωδιά των νιώθων σου...
Καθώς τα χρώματα υπερτερούν, ευωδίες κλειδώνω στην καρδια μου...
Ειναι που άνθισε η μυγδαλιά,
που ευδοκίμησε η γαρδένια της ψυχής μου...
 Σύννεφα, σκέψεις χλωμές, οικειοθελώς αποχωρούν... δεν ταιριάζουν στο όνειρο...
Κοίτα το!
Χρυσίζει  στον ουρανό...
Ψυχή μου...

Μαρία Δημοτακη


                       

Ωδή στη γυναίκα (του Λουκά Αναγνωστόπουλου)



Γυμνώνω την ψυχή μου μπροστά σου. Γυμνή από φόβους, ελπίδες, αναστολές, από  κάθε περιττό στολίδι. Ελεύθερη από φίμωτρα που της φόραγα για να μην την ακούω να υμνεί την παρουσία σου κάθε φορά που σε κοιτάζω. Γυναίκα, ιδού η ψυχή μου γυμνή μπροστά στα ροδόλευκα γόνατα σου.

Υψώνεσαι μπροστά μου Θεα με πληγές να ρέουν αίμα και δάκρυα, θνητή με αθάνατη καρδιά και θωριά. Χαμηλώνω να θαυμάσω τα χέρια που ανασταίνουν και νεκρώνουν καρδιές και ζωές. Γυναίκα, ιδού η ματιά μου ταπεινή μπροστά στην πληγωμένη ομορφιά σου.

Ναός το κορμί σου, έτοιμο να δεχτεί πιστούς και θυσίες και βεβηλώσεις από ανόσιους με ψεύτικα λόγια. Δοξαστικοί ύμνοι θ’ ακουστούν από τους ιερείς και τους περαστικούς όταν σε αντικρύζουν και κατάρες από ανάξιους που περιφρονείς. Γυναίκα, ιδού η λαλιά μου πιστή ακόλουθος στην τραγουδισμένη μεθυστική κορμοστασιά σου.

Αστέρια ολόλαμπρα τα μάτια σου φωτίζουν το σκοτάδι της ζωής μου. Κάθε κοίταγμα σου φωτεινή τροχιά που μου δείχνει τον δρόμο σ’ ένα κόσμο γεμάτο αγκάθια, βαλτοτόπια και ληστές να διαγουμίσουν την ύπαρξη και την τιμή των αδυνάτων. Πύρινα ξίφη οι ματιές σου μάχονται τους δαίμονες του μυαλού και της καρδιάς μου. Γυναίκα, ιδού οι δαίμονες μου νικημένοι από τα υπέροχα μάτια σου.

Ικέτης προσφεύγω στη μεγαλοσύνη σου να βρω τη σωτηρία μου. Βλέπεις Κυρά ότι οδεύω μοναχός στον χαμό μου χωρίς πίστη και θάρρος σ’ έναν αγώνα χαμένο. Μόνο η δικιά σου αγκαλιά θα γιατρέψει τις πληγές από πράξεις, λόγια και ιδέες προδωμένες από την αρχή. Γυναίκα, ιδού το πληγωμένο μου κορμί γερμένο στη σωτήρια αγκαλιά σου.

Κάνε με άξιο να σταθώ στο πλάϊ σου. Να είναι ο πόθος σου το νέκταρ που θα γευτώ και θα μου χαρίσει την αθανασία. Γιατί στ’ αλήθεια χίλιους θανάτους να έχω, πάλι αθάνατος θα μείνω όσο μ’ αγαπάς. Γυναίκα, ιδού η ζωή μου μπροστά στην αγάπη σου. Σου χαρίζω την ζωη μου. Χάρισε μου την αθανασία.

Αμήν.

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"


Ω, Μάνα (της Κατερίνας Μπαχαρη - Κουτσουνά)


Ω, ΜΑΝΑ !
Ω, μάνα που τα χείλη σου χαμογελούν ευθύνη!
Ω, μάνα, που τ´αστέρια σου σκεπάζουν την οδύνη !
Του ξάστερού σου τ´ούρανού ο θόλος μεγαλώνει
στο γέλιο του ύπνου του μωρού ,που ατόφιο σε θαμπώνει ......
Ω, μάνα η ηδονή σου, καθώς τη ρώγα του βυζιού δαγκώνει το παιδί σου
και τ´απαλό χεράκι τ´αγκαλιάζει, μ´ αδιάκοπο το ρούφηγμα τίποτα δεν το νοιάζει !
Το χόρτασε το γάλα σου, το γλύκανε η ψυχή σου, η αυγινή ευχή σου
σαν ήλιο, σαν αστερισμό, σαν μέλισσας το μέλι,
να´ρχονται κάθε δειλινό της νύχτας οι αγγέλοι,
να του φυτεύουν στ´όνειρο απέραντη ευτυχία,
ως το φεγγάρι τ´αργυρό, το γελαστό στην πρώτη ατυχία
να ζωγραφίζει μέσα σου το χαμογέλιο της χαράς....
Πλατειά να πέφτει η Άνοιξη στο καλωσόρισμά της ,
ν´ανοίγει τα φτερά της, θάλασσα στ´ άφρισμά  της,
την αλισάχνη πρόσταγμα να ψήνει το κορμί,
καθώς τρανεύει το σκαρί κι αφήνεται σ´ορμή
μιας νιότης καλοκάγαθης κι αστραφτερής που ζει.....
Ω, μάνα, είσαι το στήριγμα κι η προσταγή μαζί !
Μάνα του αγέρα που έφεξε σαν πολικό αστέρι,
μάνα του νότου η ζεστασιά, το λιόγερμα της Δύσης,
το νου σου, την Ανατολή έξω να μην αφήσεις !
Εκείνο το νανούρισμα που πλάνευε τ´αυτιά του,
το λάγνο τ´άκουσμά του κι ας ήταν η ψευτιά του,
που του έγνεφε πως η ζωή χαρές είναι κι αστέρια,
που του έλεγε το πέταγμα χελιδόνια ή περιστέρια,
που σπαθαρούν μ´ανεμελιά, που σκιάζουν τα αιθέρια,
με τέχνη χτίζουν τη φωλιά, μ´αγάπη αντί μαδέρια,
που έφερνε τα μεταξωτά προικιά από την Πόλη,
φυλάκιζε τα όνειρα, να τα ζηλεύουν όλοι,
σαν τ´άπλωνε τις χαραυγές σεντόνια στα μπαλκόνια,
σαν ξάφριζε τα βλέμματα χωρίς καμμιά συμπόνια
κι έστελνε γράμμα μήνυμα με μηνυτές  τ' αηδόνια
π´αγνάντευαν, π´ορκίζονταν να κελαϊδούν αιώνια
για ένα χειλάκι βύζαγμα, για ένα χεράκι αγάπη
στα πέντε αγγελοδάχτυλα, στη μοναχή ευτυχία ....
ασάλευτη, αδιαφέντευτη, μαγιάτικη ευωχία.........
Ω, μάνα των αστερισμών, των στεναγμών μου μάνα,
ας ήταν να μην άκουγα ποτέ μου την καμπάνα
του στεναγμού σου του στερνού, του χτεσινού, του αποσπερνού,
του ατέλειωτου, του αλλοτινού, της αστραπής πέρα από νου,
που αδέκαστος ορκίζεται στης ώρας σου τον τόκο, αλλού δε βρήκε τόπο,
παρά γαστέρα ορθάνοιχτη μονάχα τη δική σου, χαρά τρανή στον τρόπο,
που ευλόγησε ο έρωτας, που φίλησε η αγάπη, π´έδιωξε το σατράπη
της άδικης επέλασης στην αυγινή χαρά σου, μάτωσε το άρωμά σου
π´ομόρφαινε, που άγιαζε, που φύτευε η ΑΓΑΠΗ,
τρανή σαν το ψηλό βουνό, αγέραστη κι αιώνια !

Κατερίνα Μπαχαρη - Κουτσουνά





Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Αγάπησέ με (της Βίκυς Μπαλλου)


Θέλω να με πας στην αλάνα,
που έγδαρες πρώτη φορά το γόνατό σου.
Να ξεθάψεις την πέτρα
-εκείνη την πρώτη πέτρα-
που ανέντιμα σε μάτωσε.
Να προσποιηθείς πώς σκοντάφτεις ξανά,
να γελάσεις ειρωνικά
-τώρα πια είσαι μεγάλος!-
μα να εμφανιστεί η ίδια ρωγμή
ανάμεσα στα φρύδια σου.
Να πάρω την πέτρα,
να τη στύψω στο σώμα μου πάνω,
ένα να γίνουν τα κύτταρά μου με το αίμα σου.

Θέλω να σε πάω στην πλατεία
που έσπασε η πρώτη μου κούκλα.
Να ανέβω το σκαλοπάτι
-εκείνο το πρώτο σκαλοπάτι-
που ύπουλα με γέμισε παράπονο.
Να κάνω πώς πέφτω πάλι απ’ τα ψηλά,
να μην παθαίνω κάτι
-έχω ψηλώσει πια!-
μα σιμά μου να σκορπίζεται
λίγη μελαγχολία.
Να μαζεύεις τα σπασμένα ένα-ένα,
να κόβεται το δέρμα σου,
να θάβονται εντός σου.

Θέλω να με πας στο δρόμο
που άφησες τις βοηθητικές του ποδηλάτου σου.
Να σκαρφαλώσουν –σαν τότε-
τα πέλματά σου στο πετάλι,
να οργώνεις κάθε κατηφοριά
με τα χέρια στον αέρα,
να πνίγεται ολάκερη η φύση στο καμάρι.
Να συναρμολογήσω τις ρόδες ξανά,
ν’ αντικαταστήσω αυτές τ’ αυτοκινήτου μου.

Θέλω να σε πάω στην ακρογιαλιά
που έκανα το πρώτο μου κολύμπι.
Να βαδίζω αγκομαχώντας
προς τα άπατα,
να τα βάζω με τον ωκεανό τον ίδιο
κι οι γονείς μου απέξω να χειροκροτάνε.
Να κάνεις γούρνες τα χέρια σου,
να ξεδιψάσεις με τις σταγόνες
που αγκάλιασαν το πρώτο μου επίτευγμα.

Θέλω να με πας στο μαγαζί
που άρπαξες το παιχνίδι, που τόσο λαχταρούσες.
Να κατεβάσεις το βλέμμα
με την ίδια έντονη ενοχή,
λες και δεν έχουν περάσει τόσα χρόνια,
και να σύρεις το χαστούκι προς το πρόσωπο.
Να αρπάξω τ’ αυστηρό σου χέρι βιαστικά,
να σου φιλήσω την παλάμη
κι έπειτα, να στ’ αγοράσω με δικό μου χαρτζιλίκι.

Θέλω να σε πάω στο θρανίο
που αντέγραψα πρώτη φορά απ’ την διπλανή μου.
Να ξεστομίσω ανέντιμα στη δασκάλα
πώς εκείνη έφταιγε
κι όταν χτυπήσω με τον χάρακα το χέρι,
να τον πετάξεις μακριά
και να μου εξηγήσεις μ’ υπομονή
εκείνη την άσκηση,
που δεν μου έμαθε κανένας.

Θέλω να με πας στο δωμάτιο
που πλήγωσαν πρώτη φορά την αγάπη σου.
Να πεις πώς δεν σε νοιάζει πια,
πώς το ‘χεις ξεπεράσει,
κι όταν προσπαθήσεις να θάψεις
εκείνο το δάκρυ τ’ ατίθασο,
να κάνω τα χέρια μου φωλιά
για τον ωκεανό σου.

Θέλω να σε πάω στο παγκάκι
που μου ράγισαν πρώτη φορά την καρδιά.
Να δω ξεψυχισμένη
τη χαρά και την ελπίδα μου,
ν’ αντικρίσω κουρελιασμένη την αξιοπρέπειά μου,
κι όταν λυγίσω,
να με σηκώσεις ήρεμα στους ώμους σου
μαζί μ’ εκείνα τα ξεχαρβαλωμένα μου κομμάτια.

Κι αφού ενώσουμε
κάθε μας πόνο
κάθε μας νίκη
κάθε μας λάθος
κάθε μας παράπονο
κάθε μας αγάπη
κι αφού συστήσουμε
τα λάθη
τα ραγίσματα
και τις ανατολές μας,
τότε να πάμε σε μέρος
άγνωστο και για τους δυο
-μόνο για δυο.

Να σου πω
πώς θα σ’ αγαπώ
για το καθένα σου ξεχωριστά.
Να μου πεις
ειλικρινά
κι εσύ το ίδιο.
Να αποκριθούμε τελικά
πώς μόνο έτσι αξίζει
ν’ αγαπιούνται οι άνθρωποι.

Βίκυ Μπαλλου


Άτιτλο (της Βασιλικής Σταθοπούλου)


Δεν ξέρεις τι νιώθεις...
Εσύ που ήξερες πάντα δεν ξέρεις τι νιώθεις..
Κινείσαι αργά αλλά μηχανικά από τη μια..
Απ' την άλλη μοιάζεις σαν μαριονέτα σε σκοινί που το κουναει
η ζωή..Αυτή η πόρνη..
Νιώθεις ότι έχεις παγώσει από συναισθήματα...
Δεν νιώθεις ούτε μίσος ούτε αγάπη...
Τα χείλη σου κάνουν γκριμάτσες αηδιας..
Σιχαίνεσαι τα πάντα γύρω σου...
Τους γύρω σου...
Δεν ανεχεσαι ούτε κι αυτούς που δηλώνουν
ότι σ αγαπάνε..
Λες δεν νιώθεις ..Αλλά νιώθεις..Μια απίστευτη κουραση..
Σωματική που δεν κουνάει την ψυχή..
Ψυχική που δεν κουνάει το σώμα..
Νιώθεις τελικά...Αυτό το ρημαδι το κενό..
Αυτό το τίποτα που σου καίει το μυαλό..
Εσύ φταις θα πούνε πάλι..
Πάντα εσύ φταις για όλα εξαλλου....
Όλοι οι άλλοι που σε κατάντησαν έτσι τώρα ουδεμία
ευθύνη φέρουν...
Δεν σε νοιάζει πια..
Το μόνο που θέλεις είναι να παγώσεις...
Να μην αισθάνεσαι τίποτα...
Εξάλλου γιατί να αισθάνεσαι σ' έναν κόσμο
που γύρω σου καταρρέει μερα με την μερα?
Τι νόημα έχει?

Βασιλική Σταθοπούλου


Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Λογική (της Νέλλης Κουμεντάκη)



Ένα δάκρυ
που τρέχει μου ενισχύει
τις άγευστες λέξεις, λογικη
που αιωρείται και παγώνει τη σκέψη!

Που να φτάσει
το πρέπει να ξεγελάσει
τα θέλω, ν' αποτυπώσω στη μνήμη,
απατηλά να  πιστεύω!

Να σε ποθώ
να μην σ' έχω, να παγώνω
μακριά σου, αγκιστρωμένη η σκέψη
ναυαγός στα ονειρά σου!

Λαθραία κινούμαι,
συντροφιά  τη βροχή
στη ψυχή μου κατάσαρκα
να σε φορώ ολημερίς!

Ένα αγέρι στους ώμους
μ' αγγίζει δειλά, με συνεπήρε
η σκέψη σου μου λείπεις
τι βαθιά μοναξιά!

Νέλλη Κουμεντάκη


Η ΜΠΟΥΚΛΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (της Φιλαρέτης Βυζαντίου)



Σηκώθηκε χαράματα
Τρύπωσε στη φυλλωσιά της ανατολής
Αθέατη στην πίκρα
Αόρατη για τον πόνο
Μηδαμινή μπροστά στο κάλλος της αναδυόμενης ημέρας
Έφερε στα χείλη της μια μπουκιά ζεστό ψωμί
Το φίλησε
Μετά το μοίρασε στα πετεινά του ουρανού
Αυτή δεν το χρειαζόταν
Αυτή ανήκε στους πεινασμένους της γης
Ξέπλεξε κατόπιν μια μπούκλα από την κόμη του ήλιου
Την πέρασε στο λαιμό της κόσμημα
Ανέπνευσε βαθιά
Η ζωή καθόταν κουλουριασμένη στα πόδια της
Φοβισμένη και απροστάτευτη
Την χάϊδεψε τρυφερά
Την αγκάλιασε
Έβγαλε προσεκτικά ένα καρφί από την μία παλάμη της
''Μη φοβάσαι'' της ψιθύρισε
Εμείς οι δυο μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο
Κοιτάχτηκαν στα μάτια σαν ερωτευμένα παιδιά
Χαμογέλασαν με επιείκεια η μία στην άλλη
Και άρχισαν να σιγοσφυρίζουν έναν χαρούμενο σκοπό
Τί κι αν ο κόσμος δεν άλλαζε ποτέ;
Αυτές  πίστευαν στην κλεμμένη μπούκλα του ήλιου ...!

Φιλαρέτη Βυζαντίου

  ''ΑΞΟΔΕΥΤΟ  ΦΩΣ''  2017-2020]


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Σωτηρουλας Τζιαμπουρη)


Βγήκα από τις σκέψεις μου
Άνοιξα την καρδιά μου
Άναψα το φως στα δωμάτια
των ματιών σου και μπήκα.

Άνοιξα τα χέρια μου
κι είπα.....Ήρθα!!!!! Δεν άργησα.
Κανένα παραμύθι δεν ζει
χωρίς ζωή.

Φόρεσε τον μανδύα της ζωής
και έλα να χορέψουμε μαζί
τα όνειρα του έρωτα σου!!!!

Καμίας νύχτας το όνειρο
δεν ήταν ψέμα!!!

Σωτηρουλα Τζιαμπουρη


Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Κενό (της Λένας Σαρή)



Κοίταξα γύρω μου
όλα άδεια κενά,
μόνο η βροχή
το κορμί μου θυμάται.
Έπεφταν
οι ψιχάλες χαρακιές
στο πρόσωπο,
σαν να ήθελαν να με
ξυπνήσουν από
το λήθαργο.
Πέρασες δίπλα μου
άφησες το άρωμα σου.
 Μνήμες πολλές
ζόρικες,
αρνούνται πεισματικά
να με αποχωριστούν.
Κι εγώ ανήμπορη
ν' αντιδράσω,
ξεχασμένη ύπαρξη
η ύπαρξη μου.
Το άρωμα σου
με συγκλόνισε,
και αυτές οι
μνήμες που αρνούνται
πεισματικά
να με αφήσουν,
εσένα δε σε ταράζουν;
Δε με θυμάσαι;
Εγώ είμαι...αυτό που σου λείπει...
Το κενό σου!!!

Λένα Σαρή