Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΟΥ (της Τζούλιας Πουλημενακου)

 


Φεγγάρι μου, ίππευσε τ’ άτια τ’ ουρανού

κι έλα να μ’ ανταμώσεις στην άκρη του ονείρου!

Με νότες ασημιές τραγούδησε και χόρεψε

ανατολής χορό στην αγκαλιά του κόσμου!


Φεγγάρι μου, στο άλικο αίμα μου βαπτίσου

και πύρινο κατρακύλησε εδώ. 

Τη μοναξιά μου σβήσε!

Μαρμαρυγές στη διαμαντένια θάλασσα σκόρπισε

και διώξε τον πόνο απ’ της γης τα πέρατα!


Φεγγάρι μου, ανέτειλε το άγνωστο μέλλον της ζωής…

Με  περιστέρια ολόλευκα μηνύματα ελπίδας στείλε!

Ανυψώσου πέρα απ’ της νύχτας το άπειρο

και με το ύστερο φως σου,

ζωντανή κράτησε την ψυχή μου! 


Τζούλια Πουλημενακου




Άτιτλο (της Πόλυς Μίλτου)

 


Ώσπου μια μέρα... λυγίζεις και λες "Πώς κατάντησα έτσι!"

Και μετά, συνειδητοποιείς πως αυτό το χώμα ήταν η φύση σου!

Όσο νόμιζες πως στεκόσουν όρθιος, σε συγκρατούσε ο Θεός!


Πόλυ Μιλτου




Ωδή στα μάτια της (του Παντελή Χατζηκυριάκου)

 


Μη με ρωτάτε γιατί, δεν ήταν δύσκολο να την ξεχωρίσω από το πλήθος. Από τα πρώτα μας κιόλας κοινά λεπτά, αφύπνισε εκείνη την κοιμισμένη μέσα μου φωνούλα που είχε κατασταλεί από τις σειρήνες της συγκαταβατικότητας και του συμβιβασμού. Επανέφερε στα μάτια μου τη λάμψη, στο σώμα μου το τρέμουλο και στο δέρμα μου το ρίγος.

Αγάπησα τον τρόπο που παραδινόταν στα χέρια μου. Εύπλαστη, εύμορφη και ολοκληρωτικά διαθέσιμη. Απαλλαγμένη από καταπιεσμένα συμπλέγματα κι ενοχικά σύνδρομα. Μικροκαμωμένη και μεγαλειώδης. Υποταγμένη κι επιβλητική. Παραμυθένια μα τόσο αληθινή. Με την ώριμη γοητεία, την παιδική αφέλεια και την εφηβική παρόρμηση. Ένα έργο τέχνης σε κάθε της πτυχή.

Ροβινσώνας στο κορμί της, την ένιωθα να σπαρταρά στην αγκαλιά μου και ανακάλυπτα την ευτυχία. Τότε που σαν λευκό – αδάμαστο άλογο ξετύλιγε την προσωπικότητά της κι έκλεβε την παράσταση. Νύχτες που στο δωμάτιο διαδραματίζονταν σκηνές που μονοπωλούσε, σε ένα έργο στο οποίο πρωταγωνιστούσαν η θηλυκότητα και ο ερωτισμός της. Όταν άλλοτε σαν σεναριογράφος, άλλοτε σαν σκηνοθέτης και άλλοτε ως υποβολέας κάλυπτε κάθε μικρό και μεγάλο ρόλο μέχρι το κλείσιμο της αυλαίας.

Θαύμαζα τη θωριά της καθώς απογυμνωνόταν μπροστά μου αργά κι αισθησιακά. Δέος και περηφάνια πλημμύριζαν τα κύτταρά μου. Βασιλιάς της και φρουρός της. Έλιωνα τις στιγμές που αποδεσμευμένη από ταμπού και δεύτερες σκέψεις έκλεινε τα μάτια της και μου χάριζε τον εαυτό της, θαρρείς και μαζί με το σώμα της μου εμπιστευόταν και το πιο κρυφό μυστικό της. Όταν απελευθερωμένη από κάθε τι περιττό ενέδιδε σε μια τελετουργική ερωτική συμφωνία, αποθέτοντας σε εμένα κάθε της ελπίδα για μια χρωστούμενη ζωή.

Απροστάτευτη και δυναμική. Πληγωμένη και δυνατή. Την παρακολουθούσα να ρισκάρει και άδραχνα κάθε μας λεπτό. Εξερευνούσα την ύπαρξή της και περιποιούμουν τις πληγές και τα τραύματά της. Φίλιωνα με τους δαίμονες που ούρλιαζαν μέσα της καθώς αφηνόταν και ξόρκιζα κάθε κακή στιγμή της. Ανακτούσα λίγη – λίγη τη χαμένη της εμπιστοσύνη κι ευχαριστούσα οποιονδήποτε δεν εκτίμησε το θησαυρό της οδηγώντας την στην αγκαλιά μου. Τη λάτρευα σαν τυφλός, σαν πιστός και σαν υποταγμένος. Γιατί στη γυναίκα ετούτη Θεέ μου, μόνο έτσι αξίζει να αγαπηθεί.