Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Το Βαλς (της Κικής Κωνσταντίνου)


Και πάνω από τη ζωή της, κρεμόταν σαν πέπλο μυστηρίου, 
το φιλί της Ευκαρπίας.
Το μόνο που της ζητήθηκε - από ένα ανίερο ον - ήταν ένα βαλς. 
Το βαλς του θανάτου.
Μέρα
Νύχτα
Όλα έμοιαζαν στάσιμα
Εβδομάδες
Μήνες
Χρόνια
Όλα νεκρά
Τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, εξαφανίστηκαν.
Ο χρόνος, πλέον γηραιός εχθρός που αποκρούστηκε νοερά, από μια "αδέξια" φύση.
Εκείνη, "ντυμένη' θλιμμένη πριγκίπισσα.
Εκείνος, ρακένδυτος πιλότος.
Ένα βαλς και μια ευκαιρία.
Κάθε βήμα και πιο κοντά στο χάος, στον τελευταίο σταθμό.
Εκείνη την μέρα, στην αποβάθρα του αγωνιστικού πάλκου που θα γέμιζε αθέμιτες φιγούρες, μια κοπέλα με μαύρο τούλι γέννησε ελπίδες. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Λες και από άλλον κόσμο εισήλθε.
Της εναντιώθηκαν, ενίκησε.
Ως εξευγενισμένο ον, ενίκησε.
Οι αγώνες χορού δεν έγιναν ποτέ.
Σε ένα κάρο, ο ιππότης εβρέθηκε.
Μόνος, φωταυγής​ σαν κεράκι που άναψε.
Κεράκι εσωτερικό, δέσμιο• αναίμακτα αλληγορικό.
Σε μια παλιά αποθήκη, εμφανίστηκε η Πληγή και το Κύμα. Δεν είχαν χρόνο αυτή τη φορά. Δεν αρκούσε, ούτε μια περιστροφή. Η Μαύρη Γοργόνα, εκεί δεξιά, τους υποσχέθηκε πως θα έρθει σύντομα η σειρά τους, να βγουν μπροστά, στο δικό τους προσκήνιο... Την επίστεψαν και το Κύμα αναζήτησε το τρένο.
Ανήκουστο.
Πως να ζήσει ένα Κύμα στη στεριά;
Πως να ανατραπεί η ιστορία;
Οι κόσμοι, συνηγόρησαν.
Η θυσία δεν άργησε να έρθει.
Η αμετανόητη αράχνη ρίχτηκε στη φωτιά... μόνο που δεν ήτανε αράχνη.. ήτανε η Πληγή, ντυμένη νύφη.
Αλλότρια πυροδότηση, ανήκουστη μακαριότητα, προσβολή της ανθρώπινης φύσης. Κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη λάσπη.
Λοιπόν;
Θα χορέψεις με τον απρόθυμο εαυτό σου, βαλς;