Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Αναμνήσεις των Χριστουγέννων (της Σοφίας Τανακίδου


Χριστούγεννα κατηφορίζω τους άδειους δρόμους έχει παγωνιά, κουμπώνω καλά το μπουφάν μου και αμέσως αναρίθμητες ερωτήσεις πλημμυρίζουν μέσα μου.
 Άραγε πόσοι να ‘ναι αυτοί που παγώνουν δίχως να έχουν τίποτα να φορέσουν;
 Κοιτώ στα φωτισμένα μαγαζιά και αναρωτιέμαι, πόσα παιδιά δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους παιχνίδι;
Παρακαλώ τότε στο όνομα του νεογέννητου να με αφήσει να κουβαλήσω εγώ τη δυστυχία του κόσμου για να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, τουλάχιστον για αυτή μόνο τη νύχτα.
 Ξαφνικά στην ερημιά του δρόμου ακούω βήματα, είναι κάποιος γνωστός μου που κάνει όμως πως δεν με προσέχει, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε;
 Τον χαιρετώ.
  Εδώ και 17 χρόνια έμαθα πως εγώ θα πρέπει πρώτα να πλησιάζω τους ανθρώπους, εγώ πρώτη να δίνω, ακόμα και αν ξέρω πως ποτέ δεν θα πάρω, ακόμη και αν ξέρω πως θα μου κλέψουν και αυτό που δεν πρόλαβα να δώσω.
 Εκείνος μου χαμογελά νιώθει νικητής γιατί με τον τρόπο μου του απόδειξα πως δεν είναι ασήμαντος, πως είναι κάτι, δεν με γνωρίζει καλά όμως, όσο κι αν τον ξέρω εγώ, δεν ξέρει πως εγώ μπορώ να χαιρετήσω ακόμα και μία πέτρα αν μου φανεί γνωστή.
Είναι και αυτός κάποιος από τους πολλούς που μου ανακοίνωνε πριν λίγο καιρό πως ήξερε να δίνει, να δίνει τρυφερότητα, να δίνει αγάπη, του χαμογέλασα δίχως καμία πρόφαση να του υπενθυμίσω τη μικρότητα του, γιατί αλίμονο το μόνο που δεν ήξερε ήταν αυτό ακριβώς να δίνει.
Όμως είναι Χριστούγεννα και όταν τα παιδιά του τρίτου κόσμου που καθημερινά πεθαίνουν, με συγχωρούν που ακόμα ζω, θα ήταν ανοησία να κρατήσω κακία σε έναν άνθρωπο που δεν έμαθε ποτέ να δίνει.
Ποιος να του μάθει εξάλλου;
Έχουμε όμως και άλλα κοινά, προχωράμε και έχουμε τα χέρια μας στις τσέπες μας.
 Μιλάμε.
Μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε και φοβόμαστε μη σωπάσουμε.
Γιατί αν σωπάσουμε κάτι θα πρέπει να βρούμε να πούμε.
Έχουμε και τον ίδιο προορισμό, τους ίδιους φίλους, το ίδιο στέκι, μόνο που αυτός χρειάζεται τους φίλους του για να διασκεδάσει, εγώ τους χρειάζομαι για να τους ρωτήσω γιατί διασκεδάζουν.
Κάποια στιγμή χωρίζουμε, δεν λέμε αντίο, δεν λένε ποτέ αντίο, γιατί ποτέ δεν είμαστε χώρια.
 Πως μπορούν δύο ξένοι να είναι χώρια, δύο άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Οι φίλοι μου διασκεδάζουν όπως το περίμενα.
 Άραγε σκέφτηκαν ποτέ πως υπάρχει κάπου ένα παιδί που δεν διασκέδασε ποτέ που δεν χαμογέλασε ποτέ που δεν είδε τίποτα το αστείο, ούτε πρόλαβε καν να γελάσει.
Εγκατέλειψα τους φίλους μου γρήγορα χωρίς να τους ρωτήσω τίποτα θα ήταν μάταιο.
 Το παιδί που συνάντησα στο δρόμο με κοίταξε θλιμμένα, είχα μέσα μου μία ακαθόριστη ελπίδα πως θα με ακολουθούσε και θα δεχόμουν για δεύτερη φορά εγώ να του μιλήσω πρώτη, εγώ να του χαμογελάσω, ακόμα και να απλώσω το χέρι μου στο δικό του και ας ήξερα πως ακόμα και αν μου το άπλωνε και εκείνος δεν θα έχει τίποτα να μου δώσει.
Εγώ θα έκανα μία προσπάθεια να του μάθω να δίνει.
 Μα δεν με ακολούθησε κι ένιωσα οίκτο για κείνον και πίκρα για μένα γιατί ακόμα και τη νύχτα των Χριστουγέννων θα ήμουνα μόνη, τουλάχιστον όμως εγώ το ήξερα υπήρχαν άνθρωποι που δεν κατάλαβαν πόσο μόνοι ήταν τυλιγμένοι στη μάσκα της ευδιαθεσίας τους.
 Πριν κοιμηθώ στάθηκα να κοιτώ από το παράθυρο έψαχνα να βρω το άστρο των Χριστουγέννων μάταια όμως δεν υπήρχε.
 Μόνο ένα μικρό άστρο φώτιζε αδύναμα, ένα μικρό άστρο, η ψυχή μου γέμισε αναμνήσεις.
   Κάποτε μου το είχαν χαρίσει ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια 17 χρονών που κάποιος προσφέρθηκε να μου χαρίσει ένα αστέρι ήταν όμως μοιραίο να μου το χαρίσει ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να δίνει πραγματικά και έτσι το πήρε πίσω το δώρο του χωρίς καμία προειδοποίηση.
Με έπιασαν ξαφνικά τα κλάματα είναι γελοίο δεν είχα λόγο να κλάψω για αυτό έκλαψα όμως, είναι κουραστικό μία ολόκληρη ζωή να μην έχεις προβλήματα και να ασχολείσαι με τα προβλήματα των άλλων.
 Έμεινα αρκετή ώρα στο παράθυρο μπορεί ο θάνατος που τόσο λάτρευα να αντιλαμβανόταν την παρουσία μου και να έκλεινε τέλος πάντων αυτά τα απροβλημάτιστα μάτια για να μην έχουν άλλο φως μέσα τους να κοιτάζουν και να ψάχνουν για λίγη πρόσκαιρη ευτυχία.
Μα ούτε ο θάνατος με πρόσεξε, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε; Κάποιο πουλί μόνο πέταξε έξω από το παράθυρό μου προφασίστηκε πώς ήταν η ευτυχία και με κορόιδεψε φεύγοντας βιαστικά μακριά μου.
Το ρολόι χτύπησε κάποια στιγμή μεσάνυχτα ήμουν ακόμα ξύπνια με την καρδιά γεμάτη από αναρίθμητα τίποτα και τότε σαν κάτι να αναζωογονήθηκε  μέσα μου και άξαφνα ένιωσα  σαν να κουβαλώ μες στο ασθενικό κορμί μου όλο τον πόνο, όλη τη δυστυχία, όλη τη μοναξιά του κόσμου.
Άνοιξα το παράθυρο  και ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω πως το θαύμα είχε γίνει και πως εγώ ένα ξύλινο τίποτα ήμουν ο μόνος δυστυχισμένος άνθρωπος των Χριστουγέννων και τότε τον είδα ήταν εκείνο το παιδί διαγραφόταν μέσα στο μαύρο της νύχτας δεν είχε πια τα χέρια στις τσέπες.
 Θυμήθηκα τα λόγια του και του ψιθύρισα, «Είμαι περήφανη για σένα» τότε το μικρό άστρο που μου είχε κάποτε χαρίσει φώτισε το όμορφο νεανικό πρόσωπο του και μόνο τότε ανακάλυψα πως ήταν το ίδιο άστρο ήταν το άστρο των Χριστουγέννων το άστρο μου.
 Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα για πρώτη φορά ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια
επιτέλους ευτυχισμένη.
Μα ήρθε το ξημέρωμα, ξύπνησα και είδα το μικρό αστεράκι μου ματωμένο σε μία άκρη του χριστουγεννιάτικου δέντρου που άρχιζε να μαραίνεται και σαν αστραπή έφτασε η είδηση για εκείνα τα παιδιά που μέσα στα μάτια τους που είχαν σβήσει, δεν ήταν δυνατό να δεις τίποτα άλλο από δάκρυα και εκείνο το παιδί καλύτερα να μην είχα μάτια να δω πως τα χέρια του ήταν ακόμα φυλακισμένα σε δύο τσέπες ενός εφιαλτικά μαύρου μπουφάν, ανίκανα να απλωθούν, ανίκανα να ζεστάνουν, ανίκανα να δώσουν.
 Αναμνήσεις των Χριστουγέννων.
Παρόλα αυτά εγώ θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί εγώ μπορώ να κάνω όνειρα και αν μου τα συντρίψουν θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί όλα αυτά μπορώ να τα πλάσω με τη φαντασία μου, γιατί εγώ έχω χέρια να της γράψω.
 Τι αναμνήσεις όμως να έχει ένα παιδί που όχι μόνο δεν βρήκε χέρι για να γράψει όχι μόνο δεν αγαπήθηκε ποτέ, αλλά ακόμα δεν βρήκε αιτία να χαμογελάσει δεν βρήκε ποτέ ένα παιχνίδι να παίξει δεν πρόλαβε να κοιμηθεί μία νύχτα ευτυχισμένο.
 Κάποια παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει όνειρο.
 Κάποια παιδιά δεν έχουν ακούσει τη λέξη ευτυχία, δεν άκουσαν να μιλούν για αγάπη κάποια παιδιά δεν κατάλαβαν ακόμα τι σημαίνει έχω αναμνήσεις, κοιτούν τα άστρα τα κοιτούν μα δεν τα βλέπουν, γιατί τα μάτια τους είναι θολά.
 Γιατί σε αυτά τα παιδιά κανείς δεν βρέθηκε να χαρίσει άστρα ούτε καν για να τους τα πάρει πίσω;
Ίσως γιατί ακόμα κανείς δεν τα πρόσεξε.
 Είναι τόσο ασήμαντα σαν και μένα άραγε;
 Σε ευχαριστώ λοιπόν άνθρωπε για το άστρο που μου χάρισες έστω και για λίγο μου έδωσες την προσοχή σου, ας μπορούσα να χαρίσω και εγώ ένα άστρο σε εκείνα τα παιδιά ας μπορούσα.
 Μα δεν βρίσκω άστρα τα μάτια μου είναι θολά..


Σοφία Τανακίδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου