Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ... (Αλληγορικό) (της Πόλυς Μίλτου)


Είναι φορές που δε θέλω να με αγγίζεις.
Με πονάς.
Κοίτα!
Κυλίστηκα στο λασπωμένο έδαφος.
Βροχή ραγδαία η κακία με λύγισε.
Φύγε μακριά!
Πονάω για τον ήλιο που μου έκλεψαν.
Μην απλώσεις χέρι.
Μη χαϊδέψεις τα αγκάθια μου.
Δεν μπορείς να με μαζέψεις.
Θα στραπατσάρεις τα γλυκά μου όνειρα.
Θα μαράνεις την ελπίδα μου.
Ευαισθησία.
Αυτό είναι το όνομά μου.
Το χρώμα μου;
Βρεφικό, βελούδινο, νοσταλγία παραδείσου.
Μείνε μακριά!
Περιμένω την ώρα που γαληνεύουν οι άνεμοι.
Τότε που λάμπουν τα αστέρια πάνω μου.
Κι έρχονται τρυφερές νεράιδες της αγάπης.
Αρώματα μεθυστικά της λήθης.
Μη με αγγίξεις!
Αν σηκωθώ, η ψυχή μου θα κλάψει.
Άσε με να κοιμηθώ!
Είναι όλα πιο όμορφα έτσι.
Η ευτυχία πάντα αποχωρεί την αυγή .
Πόσο φοβάμαι!
Ερημιά συναισθήματος κατέκλυσε τη γη!
Κλαίω για χαμένα ίχνη καρδιάς.
Και είμαι ακόμα πεσμένος στις λάσπες.
Αφουγκράζομαι τη ντροπή όλων.
Φρίκη!
Δεν αντέχω να σκέφτομαι.
Θα υπνώσω!

Πόλυ Μίλτου




Σε αφήνω μόνη σου στη φυλακή που εκτισες. (του Παντελή Χατζηκυριάκου)


Και κάπως έτσι, απόψε παραιτούμαι. Εγκαταλείπω και την τελευταία μου προσπάθεια να σε πείσω για έναν κόσμο που από την αρχή είχες απορρίψει. Να ψάχνω τρόπο για να τρυπώσω στους διαδρόμους του μυαλού σου και να βάλω σε τάξη το χάος που επικρατεί. Θα σε αφήσω παγιδευμένη στη φυλακή που διάλεξες, να μάχεσαι με τους δαίμονες της ανασφάλειας και της ανθρωποφοβίας. Με τα στοιχειά της επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας.

Δεν έχει νόημα πια. Τι κι αν το πάλεψα; Έχεις προγραμματίσει τον εαυτό σου να δικάζει και να καταδικάζει. Συνήθισες να αποφαίνεσαι πριν κοπιάσεις, πριν σκεφτείς, πριν καν προβληματιστείς. Να κολλάς στην επιφάνεια του κόσμου που γυαλίζει στα κρυστάλλινα μάτια σου και να μη βλέπεις εκατοστό πιο βαθιά του.

Δε μου έμεινε δύναμη, ούτε και κίνητρο. Κουράστηκα να προσπαθώ να σου αποδείξω πως είμαι εντάξει. Πως δε φορούν όλοι οι άνθρωποι την ίδια μάσκα. Πως ο μάταιος τούτος κόσμος που με τόση επιμονή μου πραγματεύεσαι, μπορεί τελικά να είναι και αλλιώς. Αφού δεν είσαι η ίδια διατεθειμένη να ζήσεις ελεύθερη, τα δικά μου τα φτερά μόνο βάρος θα προσθέσουν στους πληγωμένους σου ώμους.

Παραδίνομαι λοιπόν. Σου καταθέτω τα όπλα. Έκλεισα τα υγρά μου μάτια και πλημμύρισα το σκοτάδι απ’ τη μορφή σου. Πήρα αγκαλιά το μαξιλάρι μου και το μούσκεψα με την ανάμνησή σου. Χαμήλωσα τη θλιμμένη μουσική κι άφησα το γέλιο σου να αντηχεί στους τοίχους του μυαλού μου.

Τελειώνει εδώ. Αποδέσμευσα το δάκρυ και αφέθηκα στη μνήμη της τελευταίας σου αγκαλιάς. Δάγκωσα υστερικά τα χείλη μου και κλείδωσα πάνω τους τη γεύση του κορμιού σου. Νάρκωσα κάθε λογική φωνή και χάρισα στη λήθη το άρωμά σου.

Αφού δε μου αφήνεις επιλογές, επέτρεψα στον εαυτό μου να λυγίσει και να ξεσπάσει. Φίμωσα τα “πώς” και τα “γιατί”, και φύλαξα ευλαβικά τις λίγες μας στιγμές στη θυρίδα της ψυχής μου. Ξεχνάω τι έκανα, αν έφταιξα, αν έσφαλα και πού. Εγκαταλείπω κάθε μου έγνοια για το αν και το πώς θα με θυμάσαι λίγο μετά, και πάω παρακάτω.

Παντελής Χατζηκυριάκου