Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα με την Ιωάννα (της Παυλίνας Στυλιανού)


Με λένε Άννη, η Άννη της καρδιάς.  Από τότε που γεννήθηκα μέχρι τα δέκα μου ήμουν χωρίς επίθετο.  Ζούσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι με τρεις μαμάδες, τη μαμά Μαρία, τη μαμά Αντιγόνη και τη μικρή μαμά Ισμήνη, αλλά χωρίς μπαμπά.  Πάντα ήθελα να αποκτήσω μπαμπά.  Το περίμενα πως και πως.
Μια κρύα μέρα του Χειμώνα, έξω χιόνιζε, η μαμά Μαρία με βρήκε έξω από την πόρτα του μεγάλου σπιτιού.  Το κλάμα μου ήταν τόσο μεγάλο που η μαμά Μαρία έτρεχε για να ανοίξει την πόρτα.  Με βρήκαν μέσα σ’ ένα καλαθάκι με όλα μου τα υπάρχοντα.  Μια κουβερτούλα, ένα σταυρουδάκι και ένα γράμμα.
Πριν προλάβει η μαμά Μαρία να κλείσει την πόρτα ένα άλλο κλάμα γοερό ακούστηκε λίγο πιο κάτω.  Κάτω από ένα μεγάλο δέντρο ένα δεύτερο καλαθάκι με ένα άλλο μωρό κρύωνε και φώναζε δυνατά.  Η μαμά Ισμήνη, η μικρότερη έτρεξε να την πάρει.  Με το που η πόρτα έκλεισε και οι δύο μας σταματήσαμε να κλαίμε.  Η ζεστασιά του σπιτιού μας έκανε να ηρεμίσουμε και να χαμογελάσουμε επιτέλους.  Από τότε εγώ και η Ιωάννα γίναμε αδελφές.  Μοιραζόμασταν για 10 ολόκληρα χρόνια το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι πολλές φορές μην σας πω μιας και κάποια πρωινά μας έβρισκαν και τις δυο κουλουριασμένες και αγκαλιασμένες.  Η Ιωάννα ήταν το αυτί του μεγάλου σπιτιού, κρυφάκουγε συχνά πίσω από τις πόρτες και έτσι το βράδυ είχα και μία ιστορία να ακούσω από εκείνη.  Είχαμε ορκιστεί και οι δύο  με τα χρόνια πως θα μέναμε πάντα μαζί και πως δεν θα φεύγαμε ποτέ από το μεγάλο σπίτι.  Μόνο που εγώ δεν τήρησα την υπόσχεση μου.  Κάπου βαθιά μέσα μου ονειρευόμουνα ένα σπίτι, μια μαμά, ένα μπαμπά.  Ζήλευα όταν έφευγε ένα παιδί από το σπίτι.  Η Ιωάννα έτρεχε στο μεγάλο δέντρο, εκείνο που την βρήκανε όταν ήτανε μικρή, ανέβαινε στα κλαδιά του και του φώναζε, έτσι το αποχαιρετούσε.  Η Ιωάννα ήταν αγοροκόριτσο σε αντίθεση με εμένα που φοβόμουνα ακόμη και τα μυρμήγκια.
Κάπου κοντά στα 8 η μαμά Μαρία μου έδωσε το γράμμα της μαμάς μου.

΄Αννη μου,
Συγνώμη που σε άφησα έξω από τη πόρτα του ορφανοτροφείου.  Δεν είχα άλλη επιλογή, ήμουν μόλις 16 χρονών και η μαμά μου δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της να σε κρατήσω.  Ρίσκαρα όμως, σε γέννησα και αποφάσισα να σε αφήσω στο μεγάλο σπίτι. Συγνώμη μωρό μου.
Η μαμά σου

Η σκέψη μου γύρισε στη λέξη ορφανοτροφείο.  Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη αυτή.  Άρα το μεγάλο σπίτι το λένε ορφανοτροφείο.  Το γεγονός ότι με άφησε εκεί και ότι δεν είχε ούτε ένα όνομα στο γράμμα της εκτός από το δικό μου δεν με ένοιαξε καθόλου.  Άφησα το γράμμα στο τραπέζι.  Γύρισα και κοίταξα την μαμά Μαρία.  «Δεν με νοιάζει μαμά» της είχα πει και γύρισα στο δωμάτιο μου.  Εκείνο το βράδυ έκλαψα, έκλαψα πολύ.  Από εκείνη τη μέρα η επιθυμία μου να βρω μια οικογένεια και να εξαφανιστώ μεγάλωνε περισσότερο.
Ένα απόγευμα ένα χρόνο αργότερα ένα ζευγάρι βρέθηκε στο γραφείο της μαμάς Μαρίας.  Η Ιωάννα ήταν άρρωστη στο κρεβάτι και έτσι αποφάσισα να πάρω εγώ τη θέση της πίσω από την πόρτα.  Μιλούσαν χαμηλόφωνα και δεν μπορούσα να ακούσω καλά.  Άνοιξα τότε δειλά, δειλά την πόρτα και μπήκα μέσα.  Προφασίστηκα πως έψαχνα κάτι και έτσι είδα την όμορφη κυρία που τη συνόδευε ένας γοητευτικός κύριος.  Φυσικά η μαμά Μαρία θύμωσε και με έδιωξε από το δωμάτιο αλλά πριν προλάβω να βγω η όμορφη κυρία μου φώναξε.
«Πως σε λένε μικρή μου».
«΄Αννη».
«Πολύ ωραίο όνομα ΄Αννη και εμένα με λένε Ελένη».
«Πόσο χρονών είσαι;»
«9 ετών».
Της χαμογέλασα, έτρεξα και βγήκα από το δωμάτιο.  Δεν ξέρω τι άλλο είχε ειπωθεί εκείνη τη μέρα.  Μόνο 2 βδομάδες αργότερα μου είπαν πως θα πήγαινα με τη μαμά Ισμήνη ένα μεγάλο περίπατο μιας και ήμουν ένα πολύ φρόνιμο παιδάκι.  Η Ιωάννα διαμαρτυρήθηκε που δεν θα ερχόταν μαζί μας αλλά οι πολλές τις σκανδαλιές  βοήθησαν να βρεθεί και η κατάλληλη δικαιολογία.  Η Ιωάννα θα έμενε πίσω γιατί ήταν πολύ άταχτο παιδάκι…
Φύγαμε με το αυτοκίνητο.  Περάσαμε μέσα από το μεγάλο δάσος και εγώ θαύμαζα της ομορφιές της φύσης.  Κάποια στιγμή περάσαμε μέσα από μια μεγάλη πόρτα, μας άνοιξε ένας καλοντυμένος κύριος, κάναμε τη μικρή διαδρομή μέχρι το μεγάλο σπίτι και σταματήσαμε.  Δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω, δεν μπόρεσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη.  Η πόρτα άνοιξε και η όμορφη κυρία με το όνομα Ελένη ήταν εκεί, με καλωσόρισε.  Φάγαμε, μιλήσαμε και μετά από πολύ ώρα αποχαιρετιστήκαμε.  Έπρεπε να επιστρέψω.  Ποτέ και σε κανένα, ακόμη και στην Ιωάννα δεν είχα πει πως πέρασα εκείνο το απόγευμα.  Οι μόνοι μάρτυρες ήταν η μαμά Ισμήνη και η όμορφη κυρία Ελένη.
Μήνες αργότερα ήρθε το μήνυμα πως ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω το μεγάλο σπίτι.  Έκλεισα πια τα 10 και ξημέρωνε Χριστούγεννα.  Έπρεπε να μιλήσω στην Ιωάννα.  Για μέρες σκεφτόμουνα τι να της έλεγα.  Ένοιωθα τύψεις, ήξερα πως την πρόδιδα αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.  Η επιθυμία μου να έχω μια μαμά και ένα μπαμπά με έκανε να κρατήσω το μεγάλο μυστικό.  Το πρωινό μετά την εκκλησία είχε περάσει σχετικά γρήγορα .  Το μεσημέρι φάγαμε τη μεγάλη γαλοπούλα της μαμάς Ισμήνης και τα γλυκά της μαμάς Αντιγόνης.  Πήρα μια βαθειά ανάσα και έφυγα από το μεγάλο δωμάτιο, τη τραπεζαρία μας.  Είδα την Ιωάννα που με κοιτούσε με μάτια τρομαγμένα αλλά εγώ προχώρησα χωρίς να ξαναγυρίσω πίσω.  Ήξερα πως αυτό που έκανα δεν ήταν καθόλου έντιμο από μέρους μου αλλά η επιθυμία μου για οικογένεια ήταν πιο μεγάλη.  Πήγα στο δωμάτιο μας, πήρα την βαλίτσα που είχα ετοιμάσει και βγήκα.  Γύρισα στο μεγάλο δωμάτιο.  Η Ιωάννα λες και ήξερε τα πάντα έφυγε τρέχοντας, δεν περίμενε καν να την αποχαιρετήσω.  Το μόνο που πρόλαβα να της φωνάξω ήταν ένα μεγάλο συγνώμη και να δώσω ένα μικρό γράμμα για εκείνη.  Τους αποχαιρέτησα όλους και πριν προλάβω να βγω από την πόρτα την είδα να τρέχει και να με αγκαλιάζει.  «Θα γίνεις και εσύ η ΄Αννη της καρδιάς.  Μη με ξεχάσεις, να ξανάρθεις μ’ ακούς, να ξανάρθεις» τα τελευταία της λόγια.  Ήταν και τα τελευταία μου Χριστούγεννα εκεί.  Τα Χριστούγεννα του 90.
Για 20 ολόκληρα χρόνια είχα εξαφανιστεί από τη ζωή της.  Μάθαινα γι’ αυτήν από τη μαμά μου την Ελένη.  Πάντα τη ρωτούσα και πάντα εκείνη  ήταν πρόθυμη να μου μιλήσει για τη ζωή της αδελφής μου.  Ήταν υπέροχοι άνθρωποι και δεν μετάνιωσα ποτέ που είχα φύγει από το μεγάλο σπίτι.  Η Ιωάννα είχε μείνει εκεί για πάντα.  Ήξερα πως το είχε κάνει για μένα και για την υπόσχεση που είχαμε δώσει κάποτε.  Είκοσι χρόνια αργότερα αποφάσισα να ξαναπεράσω τη μεγάλη πόρτα του πρώτου μεγάλου μου σπιτιού.  Ήταν Χριστούγεννα και η Ιωάννα μου άνοιξε την πόρτα.  Είχαμε αλλάξει πολύ και οι δύο αλλά η ψυχή των παιδικών μας χρόνων ήταν και θα είναι πάντα η ίδια.  Πέσαμε η μια μέσα στην αγκαλιά της άλλης όπως τότε.  Είχα τις σακούλες μου γεμάτες δώρα για όλα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα.  Ήξερα από πριν την ηλικία του κάθε παιδιού κι αν ήταν αγόρι ή κορίτσι.  Ένα ιδιαίτερο δώρο για τη μαμά Ισμήνη, η οποία ήταν πια σε προχωρημένη ηλικία και για την Ιωάννα μου.  Την δική μου Ιωάννα.  Από τότε κάθε Χριστούγεννα ανέβαινα το μεγάλο κατώφλι του σπιτιού γεμάτη δώρα για όλους…

19 Δεκεμβρίου 2018