Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Μάνα (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Ρε Μάνα που χάθηκες, καιρό έχεις να φανείς
Τον καημό μου δεν τον ακούς
Το ταβάνι στάζει δάκρια, εσύ πως αντέχεις?
Ξέρεις τι πεθύμησα Μάνα?
Εκείνους τους ατέλειωτους τσακωμούς μας
Με πείσμα να μου βάζεις το σκουπόξυλο στο χέρι
Κι εγώ να το κάνω μικρόφωνο
Ήθελες να γίνω σαν κι εσένα, μα ποτέ δεν τα κατάφερα
Εσύ ήσουν μία και μοναδική
Θυμάσαι Μάνα?
Σαν τα βρίσκαμε έψηνες εκείνο το μερακλίδικο καφέ
(δεν έχω ματαπιεί παρόμοιο)
Και μου λεγες
«Αντε κάνε κι ένα τσιγαράκι τώρα»
Κουβέντα στη κουβέντα γέμιζε το τασάκι
Κι αυτές οι θεϊκές τηγανίτες σου
Έλαμπες όταν σε παίνευα για την νοστιμιά τους
Ρε Μάνα, δεν έχω που ν ακουμπήσω
Κοντεύω να ξεχάσω τη μυρωδιά σου και πονάω
Θέλω να βάλω το κεφάλι μου στα πόδια σου
Να με χαιδέψεις όπως τότε
Μετρούσα τις γραμμές στα χέρια σου
Την δική μου ιστορία σιγοψιθύριζαν
Ρε Μάνα, σε ποιον κόρφο τώρα να κουρνιάσω?
Ανάσες μου χάριζες, όταν μ έπνιγε ο φόβος
Κι αυτός ντρεπόταν κι έτρεχε για να κρυφτεί
Ρε Μάνα, πονούσες όταν έφυγα
Πήρα καράβι να κυλάω πάνω στα δάκριά σου
Δεν στο έδειξα αλλά γίνηκα κομμάτια
Τα περισσότερα πίσω έμειναν, μαζί σου
Κι εσύ τα κρατούσες φυλαχτό μέχρι να γυρίσω
Να τα κολλήσεις πάλι όλα, να γίνουν ευχή
Ρε Μάνα, γύρισα πάλι
Κι έκαμες χαρά μεγάλη σαν με είδες
Προσπάθησες να ισιώσεις το κυρτωμένο κορμί
Μα δεν υπάκουσε
«Άργησα», συλλογίστηκα
Ομως κοινωνία ήταν ο καφές σου
Κι αντίδωρο οι τηγανίτες σου
Ρε Μάνα, να σου πω κάτι?
Κάτι μισό από μένα κι από σένα είναι δεμένα
Κι αυτά πάντα μαζί ταξιδεύουνε
μα να, το ξεχνάω κάποιες φορές
Κάτι τέτοιες στιγμές όμως σε ψάχνω απεγνωσμένα
Μόνο ν ακούσω τη φωνή σου
«Παιδί μου, ζωή μου»
Αχ Ρε Μάνα!





Ματωμένη εκεχειρία (του Απόστολου Φεκατη)


Δεν μετάνιωσε που έφυγε
από εκείνο το μακρινό σπίτι
στο δάσος ....
με το μυστήριο ουρανό
και με το χρώμα
των πρώτων ερωτικών επαφών
Σαν άφησε εκείνο το σπίτι
ο αγέρας δεν ακούμπησε
το παράθυρο
σεβάστηκε την ήττα της εποχής
που η ανακωχή ναυάγησε
και έμεινε ένας χορός..
που σε αίμα μετατράπηκε
με μάρτυρα
την πανσέληνο της εκεχειρίας...

Σκόρπισε στους τοίχους
δρόμους
νέους δρόμους
και αποχαιρέτησε χωρίς ερμηνεία
απλά εξύμνησε την σιωπή
για τον χωρισμό....




Όνειρο ήτανε (της Ελένης Ταϊφυριανού)

Κάλπαζα λέει πάνω σ' άλογο λευκό άγρια και περήφανη, λεύτερη σαν αμαζόνα, την ζώνη σου Ιππολύτη ψάχνοντας να βρω... Με τα μαλλιά ξέπλεκα ν' ανεμίζουν στον άνεμο σαν την κόμη της Βερενίκης... Κι ύστερα σαν ξεπέζεψα, γονάτισα στη γη το χώμα να φιλήσω, που κάρπισε ελιά ευλογημένη απ' το κονταροχτύπημα της Αθηνάς... Καθώς τα δάκρυα της Δήμητρας, απ' το χαμό της κόρης, ξέραναν ότι πράσινο ήταν πάνω του... Τράβηξα ένα βέλος από τη φαρέτρα μου τεντώνοντας τη χορδή του τόξου, όπως μου έδειχνε η Άρτεμις να κάνω... Κι απέναντι στον στόχο, έβαλα την καρδιά μου... Δεν θα το κάνεις... Φοβάσαι.... ψιθύρισε η Ήρα στο αυτί μου... Σήκωσα το τόξο....σημάδεψα καλά, και έκλεισα τα μάτια... Το άφησα να φύγει?... Δεν ξέρω... Ζω?... Δεν ξέρω... Όνειρο ήτανε?... Δεν ξέρω... Δεν ξέρω τίποτα......


Ελένη Ταϊφυριανού