Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Άτιτλο (της Μαρίας Δημοτακη)


Κι αν η καρδιά παρανοεί στο εδώ σου, ανίσχυρη εξανεμίζεται στην απουσία σου...

Κι αν απλόχερα, μου συστήνονται τα σαγαπώ σου...ξένη ακροπατώ, μην ακουστώ και ταράξω  την λίμνη των ονείρων σου...
Παραμονεύω στην άκρη των χειλιών σου...μια λέξη σου,
και ακόμα μια,
να παρασύρουν μαζί, τα ανείπωτα, κιτρινισμένα θέλω της ζωής μου...

Κι αν πλαταίνουν τα φτερά σου,
τρυφερή αγκαλιά να γευτώ,
 ξεγλιστρώ απο τις χαραμάδες των πεθυμιών σου, απο τους χτυπους της καρδιάς σου, μην τυχον και εθιστώ...
Ξένη ακροκοιτώ, στην ακρη της στιγμής σου, ενα βλέμμα σου αφοπλιστικό, ανήμπορη πια να αρνηθώ, το ιερό τώρα του παρορμητισμού σου...

Κι αν παραμένω στην σιωπή,
άυλη παρουσία η ψυχή,
 ανεπαίσθητα διεκδικεί την ανατολή των ματιών σου, την νιόφερτη μυρωδιά των νιώθων σου...
Καθώς τα χρώματα υπερτερούν, ευωδίες κλειδώνω στην καρδια μου...
Ειναι που άνθισε η μυγδαλιά,
που ευδοκίμησε η γαρδένια της ψυχής μου...
 Σύννεφα, σκέψεις χλωμές, οικειοθελώς αποχωρούν... δεν ταιριάζουν στο όνειρο...
Κοίτα το!
Χρυσίζει  στον ουρανό...
Ψυχή μου...

Μαρία Δημοτακη


                       

Ωδή στη γυναίκα (του Λουκά Αναγνωστόπουλου)



Γυμνώνω την ψυχή μου μπροστά σου. Γυμνή από φόβους, ελπίδες, αναστολές, από  κάθε περιττό στολίδι. Ελεύθερη από φίμωτρα που της φόραγα για να μην την ακούω να υμνεί την παρουσία σου κάθε φορά που σε κοιτάζω. Γυναίκα, ιδού η ψυχή μου γυμνή μπροστά στα ροδόλευκα γόνατα σου.

Υψώνεσαι μπροστά μου Θεα με πληγές να ρέουν αίμα και δάκρυα, θνητή με αθάνατη καρδιά και θωριά. Χαμηλώνω να θαυμάσω τα χέρια που ανασταίνουν και νεκρώνουν καρδιές και ζωές. Γυναίκα, ιδού η ματιά μου ταπεινή μπροστά στην πληγωμένη ομορφιά σου.

Ναός το κορμί σου, έτοιμο να δεχτεί πιστούς και θυσίες και βεβηλώσεις από ανόσιους με ψεύτικα λόγια. Δοξαστικοί ύμνοι θ’ ακουστούν από τους ιερείς και τους περαστικούς όταν σε αντικρύζουν και κατάρες από ανάξιους που περιφρονείς. Γυναίκα, ιδού η λαλιά μου πιστή ακόλουθος στην τραγουδισμένη μεθυστική κορμοστασιά σου.

Αστέρια ολόλαμπρα τα μάτια σου φωτίζουν το σκοτάδι της ζωής μου. Κάθε κοίταγμα σου φωτεινή τροχιά που μου δείχνει τον δρόμο σ’ ένα κόσμο γεμάτο αγκάθια, βαλτοτόπια και ληστές να διαγουμίσουν την ύπαρξη και την τιμή των αδυνάτων. Πύρινα ξίφη οι ματιές σου μάχονται τους δαίμονες του μυαλού και της καρδιάς μου. Γυναίκα, ιδού οι δαίμονες μου νικημένοι από τα υπέροχα μάτια σου.

Ικέτης προσφεύγω στη μεγαλοσύνη σου να βρω τη σωτηρία μου. Βλέπεις Κυρά ότι οδεύω μοναχός στον χαμό μου χωρίς πίστη και θάρρος σ’ έναν αγώνα χαμένο. Μόνο η δικιά σου αγκαλιά θα γιατρέψει τις πληγές από πράξεις, λόγια και ιδέες προδωμένες από την αρχή. Γυναίκα, ιδού το πληγωμένο μου κορμί γερμένο στη σωτήρια αγκαλιά σου.

Κάνε με άξιο να σταθώ στο πλάϊ σου. Να είναι ο πόθος σου το νέκταρ που θα γευτώ και θα μου χαρίσει την αθανασία. Γιατί στ’ αλήθεια χίλιους θανάτους να έχω, πάλι αθάνατος θα μείνω όσο μ’ αγαπάς. Γυναίκα, ιδού η ζωή μου μπροστά στην αγάπη σου. Σου χαρίζω την ζωη μου. Χάρισε μου την αθανασία.

Αμήν.

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"


Ω, Μάνα (της Κατερίνας Μπαχαρη - Κουτσουνά)


Ω, ΜΑΝΑ !
Ω, μάνα που τα χείλη σου χαμογελούν ευθύνη!
Ω, μάνα, που τ´αστέρια σου σκεπάζουν την οδύνη !
Του ξάστερού σου τ´ούρανού ο θόλος μεγαλώνει
στο γέλιο του ύπνου του μωρού ,που ατόφιο σε θαμπώνει ......
Ω, μάνα η ηδονή σου, καθώς τη ρώγα του βυζιού δαγκώνει το παιδί σου
και τ´απαλό χεράκι τ´αγκαλιάζει, μ´ αδιάκοπο το ρούφηγμα τίποτα δεν το νοιάζει !
Το χόρτασε το γάλα σου, το γλύκανε η ψυχή σου, η αυγινή ευχή σου
σαν ήλιο, σαν αστερισμό, σαν μέλισσας το μέλι,
να´ρχονται κάθε δειλινό της νύχτας οι αγγέλοι,
να του φυτεύουν στ´όνειρο απέραντη ευτυχία,
ως το φεγγάρι τ´αργυρό, το γελαστό στην πρώτη ατυχία
να ζωγραφίζει μέσα σου το χαμογέλιο της χαράς....
Πλατειά να πέφτει η Άνοιξη στο καλωσόρισμά της ,
ν´ανοίγει τα φτερά της, θάλασσα στ´ άφρισμά  της,
την αλισάχνη πρόσταγμα να ψήνει το κορμί,
καθώς τρανεύει το σκαρί κι αφήνεται σ´ορμή
μιας νιότης καλοκάγαθης κι αστραφτερής που ζει.....
Ω, μάνα, είσαι το στήριγμα κι η προσταγή μαζί !
Μάνα του αγέρα που έφεξε σαν πολικό αστέρι,
μάνα του νότου η ζεστασιά, το λιόγερμα της Δύσης,
το νου σου, την Ανατολή έξω να μην αφήσεις !
Εκείνο το νανούρισμα που πλάνευε τ´αυτιά του,
το λάγνο τ´άκουσμά του κι ας ήταν η ψευτιά του,
που του έγνεφε πως η ζωή χαρές είναι κι αστέρια,
που του έλεγε το πέταγμα χελιδόνια ή περιστέρια,
που σπαθαρούν μ´ανεμελιά, που σκιάζουν τα αιθέρια,
με τέχνη χτίζουν τη φωλιά, μ´αγάπη αντί μαδέρια,
που έφερνε τα μεταξωτά προικιά από την Πόλη,
φυλάκιζε τα όνειρα, να τα ζηλεύουν όλοι,
σαν τ´άπλωνε τις χαραυγές σεντόνια στα μπαλκόνια,
σαν ξάφριζε τα βλέμματα χωρίς καμμιά συμπόνια
κι έστελνε γράμμα μήνυμα με μηνυτές  τ' αηδόνια
π´αγνάντευαν, π´ορκίζονταν να κελαϊδούν αιώνια
για ένα χειλάκι βύζαγμα, για ένα χεράκι αγάπη
στα πέντε αγγελοδάχτυλα, στη μοναχή ευτυχία ....
ασάλευτη, αδιαφέντευτη, μαγιάτικη ευωχία.........
Ω, μάνα των αστερισμών, των στεναγμών μου μάνα,
ας ήταν να μην άκουγα ποτέ μου την καμπάνα
του στεναγμού σου του στερνού, του χτεσινού, του αποσπερνού,
του ατέλειωτου, του αλλοτινού, της αστραπής πέρα από νου,
που αδέκαστος ορκίζεται στης ώρας σου τον τόκο, αλλού δε βρήκε τόπο,
παρά γαστέρα ορθάνοιχτη μονάχα τη δική σου, χαρά τρανή στον τρόπο,
που ευλόγησε ο έρωτας, που φίλησε η αγάπη, π´έδιωξε το σατράπη
της άδικης επέλασης στην αυγινή χαρά σου, μάτωσε το άρωμά σου
π´ομόρφαινε, που άγιαζε, που φύτευε η ΑΓΑΠΗ,
τρανή σαν το ψηλό βουνό, αγέραστη κι αιώνια !

Κατερίνα Μπαχαρη - Κουτσουνά