Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ (του Χρήστου Κουκουσουρη)




Βαριά μου πέσαν στο φτερό τούτα τα νέα μέτρα

σαν ποντικός που βρέθηκα στη φάκα με τυρί,

κι όπως μπουκώνει το μυαλό γίνεται στείρα πέτρα

κι η γλώσσα μετατρέπεται σε σιδερά σφυρί.

Στη νοητή μου φυλακή δεσμώτης δίχως μπάλα

δεκάξι βήματα κι εκεί ο τοίχος μου γελά

περιδιαβαίνω ανήσυχος, δωμάτιο με σάλα

κι ούτε στο μπαλκονάκι μου μη βρω κα να μπελά.

Στενό κολάρο ο φόβος που, σαν τον οδοστρωτήρα

σαρώνει τις ελπίδες μου μαύρο πυκνό χαλί

σ’ αυτή τη ζήση πρόλαβα να δώσω μα δεν πήρα

αργά που το κατάλαβα ειμ’ εύθραυστο γυαλί.

Μικρά τα περιθώρια σε τούτη τη σκακιέρα

λίγες κινήσεις μου ‘μειναν π’ έχω κυκλωτικές

να περιζώσω τον εχθρό να ‘ρθει της νίκης μέρα

να γράψω στίχους μ’ έπαρση και νότες επικές.

Ν’ ακούσω εμβατήρια και σήμαντρα στους δρόμους

να ξεχυθούν οι άνθρωποι ποτάμι χαρωπό

να ξεχαστούνε τα δεινά που κουβαλάει στους ώμους

σαν να ‘ταν ένα διάλειμμα, ένα αναγκαίο ρεπό.

Ετούτη εδώ την άνοιξη η φύση μας χλευάζει

τόση ομορφιά ανέγγιχτη, χρώματα, μυρωδιές

τα στήθια γίναν φυλακή που η ψυχή στενάζει

και τα τραγούδια που άκουγα λυπητερές ωδές.

Χρήστος Κουκουσουρης




Τα χέρια μου (της Χρυσαυγής Τούμπα)



...και η φωνή μου έρχεται σε σένα
Ματώνει στους σπασμένους καθρέφτες
Χαρακώνει τα παραμορφωμένα πάθη.

...και το κλάμα μου ξεπλένει τα μάτια
Σκληρό σαν τα άδεια δωμάτια
Κοφτερό σαν τα σπασμένα γυαλιά.

...και τα χέρια μου... α! τα χέρια μου
πλοκάμια του φόβου
αθόρυβα σαν πόδια αράχνης
γκρι καπνό εναποθέτουν στα μαλλιά μου
σ εκείνες τις άγριες μπούκλες
που κυμάτιζαν με τον άνεμο της νεότητας

...και μένω μόνη μου
Μένω με τα πράγματα που χάθηκαν
στους χωμάτινους δρόμους
που είναι  μνήμες προσώπων

Μένω μόνη μου και έρχομαι σε σένα
από τόπους μακρινούς
μπερδεμένη ανόητη έκπληκτη.
Έκπληκτη που σε κάθε αύριο
έβλεπα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να μεγαλώνει.

Χρυσαυγή Τούμπα