Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Αι Βασίλη έλα (της Μαριάνθης Πλειώνη)



Καλέ μας Αϊ Βασίλη έλα

με μια μεγάλη καραμέλα

χάρισε σε όλα τα παιδάκια

χαμόγελα ζαχαρωτά


Χτύπα καλέ μας το παντζούρι

μ' ένα μεγάλο γλειφιτζουρι

στου κόσμου αυτού το παραθύρι

ένα μεγάλο πανηγύρι


Φέρε γλυκά, παιχνίδια, δώρα

στη γη παντού σε κάθε χώρα.

Έλα να φέρεις τη χαρά

μέχρι την πιο μικρή γωνιά.


Άγιε Βασίλη όλο το χρόνο

σβήνε και γιάτρευε τον πόνο

Κράτα απ' τον ήλιο μια αχτίδα

φως να 'χουν η αγάπη κι η ελπίδα.


Μαριάνθη Πλειώνη

Άτιτλο (του Άντρος Νικολάου)

 


Ανήμπορο το φώς να

αντισταθεί στης νύκτας την μεγαλοπρέπεια, χάνεται στο βάθος του ορίζοντα συμπαρασέρνοντας την ρουτινιασμένη καθημερινότητα.

Άμπωτις κουρασμένων σωμάτων το φεύγα της.

Εντέχνως στολίζεται ο ουράνιος θόλος.

Σταύρος του νότου, οπλιά, 

Αυγερινός, Άρκτος ...

Αστέρια, δρομείς σκυταλοδρόμοι.

Ανά χείρας η σκυτάλη, θηκάρι ονείρων.

Κάθε αστέρι, σταθμός.

Όμορφη, γλυκειά απελευθέρωση.

Αύριο βράδυ πάλι.

Ο αέναος κύκλος συνεχίζεται.

Νύκτα ονείρων, νύκτα ονειρική.

 

Άντρος Νικολάου

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Πολύχρωμο δενδρί (της Βασιλείας Τσάκλη)


Τίτλος: Πολύχρωμο δενδρί

Συγγραφέας: Βασιλεια Τσάκλη

Είδος: Ποίηση / E-BOOK

Εκδόσεις: Κέφαλος

Έτος Έκδοσης:  Δεκέμβριος 2020

Σελίδες: 50

Σχήμα: 21 Χ 29,7

ISBN: 978-618-85148-3-6

Με αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή «ΠΟΛΥΧΡΩΜΟ ΔΕΝΔΡΙ» θα ήθελα να εκφράσω τα βήματα που έχω κάνει στην ποίηση. Η γραφή σαφώς και είναι εξελιγμένη και διαφοροποιημένη από τη πρώτη μου συλλογή, η οποία μου άνοιξε, αυτή τη γεμάτη εκπλήξεις, πόρτα της ΠΟΙΗΣΗΣ. Η έμπνευση μου σε αυτή τη συλλογή είναι παρμένη κυρίως από κοινωνικά θέματα, όπως είναι ο πόλεμος, η ειρήνη, η προσφυγιά, η Πολυπολιτισμικότητα κι άλλα. Το βιβλίο δεν περιλαμβάνει ερωτικά ποιήματα, παρά μερικούς λογισμούς μου πάνω στην ευτυχία και τη ζωή.

Θεωρώ τα κοινωνικά ζητήματα κομμάτια της ζωή μας που μας επηρεάζουν σε πολλές σχέσεις μας. Σαφώς και η αγάπη και ο έρωτας μας δίνουν τεράστια έμπνευση και είναι η κινητήριος δύναμη του βίου μας. Όμως το υλικό μου για κοινωνικά θέματα ήταν επίσης αρκετό για να το μοιραστώ σε αυτή τη ποιητική συλλογή με αναγνώστες και φίλους. Τώρα, για την επιλογή της ηλεκτρονικής έκδοσης, θα ήθελα να τονίσω πως θεωρώ τα νέα μέσα τεχνολογίας έναν περισσότερο ευέλικτο και ταχύτερο τρόπο, ώστε να ξετυλιχτεί ο πλούτος της ποίησης σε περισσότερο κόσμο. Τέλος, ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Κέφαλος για την έκδοση της συλλογής. Επίσης, τους ευχαριστώ πολύ και για τη στήριξή τους τα τελευταία ποιητικά μου χρόνια!

ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΤΟ ΤΡΕΝΟ (του Χρήστου Χριστοπουλου)

Στην παλιά σιδερένια αυλόπορτα

της ζωής μου το τρένο σταμάτησε

στα ολόγυμνα γκρίζα πλακόστρωτα

ο παλμός της καρδιάς αναθάρρησε!


´Ενα ρόδο γυρτό στ´αγριόχορτα

στ´άγγιγμα μου ζωντάνεψε κι άνθισε

και στην δρύινη σκούρη εξώπορτα

κατακόκκινο άνθος ζωγράφισε!


Της ζωής μου το τρένο παρέμεινε

και ξανά σφύριγμα δεν ακούστηκε

πόρτες σφάλισα και δεν ξαναβγήκα!


Ούτε ψήγμα καημού δεν απέμεινε

η ευχή της καρδιάς εισακούστηκε

τον χαμένο μου παράδεισο βρήκα!


Χρήστος Χριστόπουλος

ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ (της Ιωάννας Αθανασιάδου)

 



Χρόνια πολλά αρμενίζαμε χωρίς πανιά

σε θάλασσα απρόβλεπτη.

Κρυφό σαράκι η αναζήτηση.

Στα λιμάνια ανάπαυση δε βρήκαμε.

Πατρίδα μας τα κύματα.

Στα πιο ψηλά τους γαληνεύαμε.

Στην αγάπη τους τη χωρίς σύνορα,

χωρίς ελπίδα,

χωρίς ανταπόδοση.

Κι η θάλασσα ανιδιοτελής,

γενναία,

ατιθάσευτη.

Δίχως να υπόσχεται,

δίχως να περιμένει.

Μόνο κάλπαζε γενναία

και μας προκαλούσε,

θύμωνε όταν λογαριάζαμε τα κέρδη μας.

Ζητούσε να της δοθούμε ολοκληρωτικά,

να μάθουμε τα μυστικά της.

Και μεις αρμενίσαμε στα φυλλοκάρδια της,

αναζητήσαμε τη γαλήνη μέσα στη φουρτούνα,

τη στοργή στην κακοκαιριά.

Και μοιάσαμε στο πέλαγος,

αγαπήσαμε τα κύματα τα μεγάλα,

κάναμε σύντροφο τον ωκεανό.

Εμπιστευθήκαμε το βαθύ του βλέμμα,

ξεκουραστήκαμε στην απεραντοσύνη του.

Ελεύθεροι κι άπειροι

σκαρφαλώσαμε στις άκρες τ’ ουρανού,

ακολουθήσαμε τ’ αγριοπούλια στις χώρες του ορίζοντα.


Ιωάννα Αθανασιάδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Θέλω (του Πατροκλου Σεφεριάδη)



Θέλω οι λέξεις σε όμορφες στιγμές να καταλήξουν

ξέρω πολλοί υποφέρουν ίσως και ίδιος,

μα μπροστά από τον αγέρα η βροχή δροσίζει τη γη.


Επειτα ένα ουράνιο τόξο στο τέλος του φανερώνει τον ήλιο.

Δεν υπάρχει καιρός για προσωπικά δράματα μπορούν όλα τα χέρια να είναι μαζί

Σε μια καταιγίδα όλοι μια γροθιά μπορούμε...


Πάτροκλος Σεφεριαδης

Λέξεις από τη συλλογή

Η Αρχή



ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (της Τζούλιας Πουλημενακου)



Δύσκολες μέρες δυσοίωνες

Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου

Λύγισαν οι αισθήσεις μας

Κύρτωσαν οι προσπάθειες

Σε ό,τι μπορέσαμε ν’ αντέξουμε...


Μη σπάσεις εαυτέ μου

Αντίκρισε τον κόσμο κατάματα

Και δες τον που αλλάζει

Έρχεται απειλητικά κατά πάνω σου


Γύρισε την κλεψύδρα

Προλαβαίνεις... 


Τζούλια Πουλημενακου

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ (της Βίκυς Δρακουλαρακου)





‘’Να, το φεγγάρι έγειρε,’’

και βούρκωσε το φως μου.

Εχάθη, τού ήλιου σου ο πυρρός 

στο περβόλι των χαμομηλιών μου,

του έρωτά σου τ' αφανέρωτο

αλώβητο άφησε, το αγρίεμα των χειλιών μου.  

 

Ηγήτορα της σάρκας μου, 

πεταλούδια λυσίκομα έστιξες 

στον πηλό της μετάπλασής μου. 

Λευκό κι αν έμεινε τής ένωσης το μεσοφόρι   

ακόμη απαιτώ σε, ο αλγεινός βυθός μου

και στ΄ ακρόχειλο η φλόγα του φιλιού

αρνείται ν΄αποκάμει..

  

Ο ξαγοράρης νωρίς εξαρμάτωσε 

στο στίλβων κενοτάφιό μου.

Στην γονυπετή δρυ μου 

το αμαρτωλό του πόθου σου να ξυλεύσει... 


Κι όσο κι αν σε πεινώ,

να κατευοδώσει του ανέθεσα 

την μέθεξη που με συνθλίβει. 


Βίκυ Δρακουλαρακου

Ανθολογία: Συνομιλώντας με την Σαπφώ



ΝΕΚΡΗ ΑΓΑΠΗ.(της Εύας Λολιου)



Όμορφο τ' όνειρο που σ' αγάπησα

και κάθε νύχτα ανάμεσα στ' άστρα περπατάω.

Το σπίτι σου κοιτάω,

με τ' ακροδάχτυλα την στέγη του αγγίζω απαλά,

τόσο τρυφερά, μην ξυπνήσουν στο κόρφο σου

τ' ευαίσθητα πουλιά.

Κι ύστερα ξαπλώνω στη καμινάδα 

τη φλούδα απ' το πορτοκάλι μυρίζω,

στο τραπέζι το γέλιο σου

την ώρα που ακόμη λίγο με θυμάσαι..

Εκεί είμαι λοιπόν κι ας μην το ξέρεις παιδί μου..

Κάθε νύχτα στο κατώφλι σου έρχομαι

το γάλα για τα *ζεμπράκια σου αφήνω,

τ' ανεμοσούρια στο δρομάκι της αυλής σκουπίζω.

Απ' το φουγάρο ρίχνω τ' άστρα που μάζεψα

ν' ανάψω το τζάκι σου.


Εύα Λολιου

* ζεμπράκια- πουλάκια που τους αρέσει να πετούν μέσα στο κλουβί τους.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Το κίνημα... (του Γιώργου Βομπρα)

 



Μιά Κυριακή πρωτοστάτησε

 κι άκληρη επαναστάτησε 

Τις άλλες μέρες κράτησε 

κι αυτές εμοιροστράτησε 


Δευτέρα εσύ πού 'σαι κοντά 

σ' εμέ σιμά ξεροσταλιά 

Βάλε σκαμνί να κατεβώ 

σ' εσέ να θέσω  αρχεμώ 


Τρίτη μην έχεις γκαντεμιά 

θέσε εσύ ξερολιθιά 

Θεμέλια άγιαζε συχνά 

εχθρών τα βλέμματα αχνά 


Κι εσύ Τετάρτη μες την μεσ' 

στρώσε τραπέζ' και μέθυσε 

Την Πέμπτη βρες και κέρασε 

εσύ δεν ζείς κι αυτή γέρασε 


Παρασκευής το γνέσιμο 

να είν' ζωής διαθέσιμο 

Σαββάτο εσύ μού 'σαι βραχνάς 

να θες πάντα να με ξυπνάς 


Στο χέρι εγώ σας εκρατώ 

το δείλι μου σάς αμολώ 

Εργόχειρο βδομάδας ξεκινά

στης σχόλης μου το Κίνημα 


Γιώργος Βόμπρας

ΠΑΡΑΝΟΙΑ (της Άννας Πατσου)



Πού είσαι;

Δεν αντέχω αυτή τη σιωπή

Νύχτωσε.. ξημέρωσε..

δεν βλέπω, δεν έχω αίσθηση.

Μα πού είσαι;

έντεκα και είκοσι..

τέσσερις και μισή..

οχτώ και τέταρτo..

Tί ώρα είναι;

Τί δείχνουν οι δείκτες;

Τί λέει ο χρόνος;

Πού κρύφτηκε ο πόνος;

Γιατί κλαίει η σιωπή;

Πού είσαι;

Δεν σε μυρίζω..

Δεν σε αγγίζω..

Δεν σε βρίσκω πουθενά.

Πού στον διάολο είσαι;

Σέρνομαι θλιμμένη,

μεθυσμένη η λογική μου

ξερνάει αναμνήσεις,

χύνει παράπονα,

το δάκρυ στα πατώματα,

κουλουριάζομαι..

κι ύστερα

σαν φοβισμένο βρέφος μαζεύομαι.

Κόκκινη λίμνη μ’ αγκαλιάζει,

το κρασί χύθηκε,

μα τα χέρια μου αίματα στάζουν

και τα δάκρυα μου πέφτουν κόκκινα

σαν πυγολαμπίδες της φωτιάς.

Όχι! Δεν πέθανα ακόμα,

ούτε κι έχω παραισθήσεις.

Πάλι ήπια, λίγο, λίγο μόνο

για να ξεχάσω.

Να μην σκέφτομαι,

μα ακόμα… δεν πέθανα,

σε περιμένω..

Μα πού είσαι;

Λιώνει το σώμα μου,

ματώνει η καρδιά μου,

πνίγεται η ψυχή μου

κι αυτά τα σκουλήκια..

ποτέ δεν ήθελα να με πλησιάσουν.

Βρωμάνε... φοβάμαι..

μην τα αφήσεις..

πάρ’ τα από πάνω μου,

τρέμω... φοβάμαι…

Πού είσαι;

Μη…

Μην κλείνετε το φως..

Σκοτάδι..

Έχει τόση ησυχία εδώ πέρα.

Έρχεσαι;

Δεν βλέπω τίποτα..

Δεν ακούω τίποτα..

Δεν νοιώθω τίποτα..

Τίποτα… Τίποτα..

Τίποτα... σου λέω.

Μα πού στο διάολο είσαι;

Πού στο διάολο χάθηκα πάλι, μου λες;

φόβοι.. Σιωπές.. Ενοχές..

Πέθανα.. Μάλλον.. Προχθές!..

ή ίσως αύριο…

δεν ξέρω…

θα μάθω….

μα πότε;…


Άννα Πατσου

(Ποιεί ο Έρωτας, εκδόσεις Άλλωστε)

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Το μικρό λούτρινο αρκουδάκι. (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)

 



Είχες ποτέ ένα μικρό λούτρινο κουκλάκι; Φθαρμένο από σφιχτές αγκαλιές και ζωηρό παιχνίδι; Να σε συντροφεύει στα ταξίδια του μυαλού και η φαντασία σου να σε έχει πείσει πως είναι αληθινό και σε ακούει καλύτερα κι από άνθρωπο; 


Μα ήταν αληθινό! Ένα κομμάτι της παιδικής γενναιόδωρης ψυχής σου εγκαταστάθηκε μέσα του και του έδωσε πνοή. Οχι. Δεν αισθάνθηκες ως Θεός που δημιούργησε κάτι. Αυτά είναι ματαιοδοξίες των μεγάλων. Εσύ είχες απλά έναν φίλο. Είτε ήσουν μαμά του, νονά του, αδερφή του, φίλη του ήταν μοναδικό. Είχε το δικό του όνομα.Τι κι αν άλλαζες τη φωνή σου για να του δώσεις μιλιά. Είχε τα δικά του αισθήματα. 


Όταν μεγάλωσες πια και το βρήκες καταχωνιασμένο και μονάχο, δε σου θύμωσε. Σου χαμογέλασε σαν να ήταν μόλις χτες που παίζατε εκείνο το κρυφτό που αφήσατε στη μέση. Έτσι νόμιζε όταν το έβαλες σ’ εκείνη την ντουλάπα, μεγάλη πια για αρκουδάκια. Ευτυχώς δεν ήξερε να μετρά τον χρόνο. Ούτε καν πρόσεξε πως έχεις μεγαλώσει πια. Για εκείνο είσαι πάντα παιδί. Εσύ του έκανες αυτό το δώρο, όταν, μαζί του, κλείδωσες στην ντουλάπα όλη σου την παιδικότητα. Την άφησες να ζει μέσα στο μικρό σου λούτρινο αρκουδάκι. 


Τώρα, όπως σε κοιτάζει με αυτά τα ακίνητα ματάκια, όλα ζωντανεύουν μπροστά σου, μέσα σου. Εκείνο σε προστάτευσε τις δύσκολες στιγμές που οι μεγάλοι σε απέκλειαν, σε μάλωναν, σε αγνοούσαν ή τσακώνονταν. Εκείνο μοιράστηκε μαζί σου τα δάκρυα και τα δέχτηκε πάνω του σαν τη βροχή που πότιζε την ανύπαρκτη ψυχούλα του. Μα ήταν κι οι χαρές! Ενθουσιαζόταν όταν του έλεγες τα ευχάριστα και το έσφιγγες στην αγκαλιά σου τόσο, που αν ήταν αληθινό θα σου φώναζε “Σιγά! Θα με σκάσεις!”. Μα δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Ήταν υπερήφανο για σένα. Θα ορκιζόσουν πως, σε τέτοιες στιγμές, τα μάτια του έλαμπαν λίγο παραπάνω και το χαμόγελό του γινόταν λίγο πιο πλατύ. 


Σου πήρε χρόνια, μα τώρα που το αντίκρισες ξανά, μια αγκαλιά έφτασε να σε ξανασυστήσει στο παιδί που ήσουν κάποτε. Συνειδητοποίησες με δέος – αν και ρεαλίστρια πια – ότι όσα ένιωθε το αρκουδάκι σου ήταν όσα εσύ ένιωθες ή είχες ανάγκη να νιώσεις. Κοίταξες τα αυτάκια του και το ένα είχε ξηλωθεί λίγο, όπως ξηλώθηκε η καρδιά σου με το χωρισμό των γονιών σου. Η μύτη του είχε φαγωθεί από την τριβή και δε θα ξαναμύριζε τα κουλουράκια της γιαγιάς σου, που τα έφτιαχνε με τόση αγάπη! Τα χεράκια και τα ποδαράκια του είχαν λεπτύνει στις κλειδώσεις από τις πολλές αγκαλιές. “Αυτό κάνει η αγάπη!” σκέφτηκες. “Μας διαμορφώνει και εκλεπτύνει τις κινήσεις μας”. 


Χάιδεψες στοργικά την κοιλιά σου. “Σου έχω μια έκπληξη!” του είπες και το ακούμπησες απαλά πάνω στον ερχόμενο μελλοντικό του φίλο. Ένα δάκρυ συγκίνησης κύλησε κι έπεσε πάνω του. Το αρκουδάκι σου πήρε ξανά πνοή. Τι κι αν ήταν φθαρμένο, πολλές αγκαλιές και πολλά παιχνίδια το περίμεναν ακόμα. Η φθορά του ήταν η ιστορία του και η ζωή σου. Το πιο αγνό κομμάτι του εαυτού σου ζούσε ακόμη μέσα του. Η καλύτερη κληρονομιά για το παιδί σου.


Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ (της Αρετής Γουργιωτου)



Μα πού το βρήκες;

Πού βρήκες το χαμένο γάντι μου;

Πού βρήκες τις λιγοστές σταλαγματιές 

πάνω στο γκρίζο αδιάβροχό μου;

Πού τις λέξεις που παλεύω ν αναστήσω, 

τις λιγοστές και μουσκεμένες, 

μέσα στα νύκτια χνάρια των πλήκτρων;

Και πού το ρόδο τούτο το άλικο 

μέσα στης ασφάλτου την ραγισματιά ;


Νόμιζα  πως τα είχα δια παντός  απωλέσει, 

ότι τα είχε ξεπλύνει η χινοπωρινή μπόρα,

του Οκτώβρη το ιαματικό πρωτοβρόχι.

Κι όμως να!

Εδώ το γάντι μου, εδώ κι οι λέξεις μου,

έστω κι αν στάζουν του Ανθρώπου τα δάκρυα.

Τις σκουπίζω, τις στεγνώνω  τις παραμυθώ.

Οφείλουν για πολλά να μιλήσουν ακόμη.

Δεν τέλεψαν το Χρέος τους.


Το ξέρουμε δα πως οι λέξεις πεταλούδες είναι 

που χορογραφούν της καρδιάς τα μιλήματα 

και με συν-χορευτή την γραφίδα 

στην άκρα της πέννας στροβιλίζονται.

Οι λέξεις μου είναι σπαρμένες μέσα στον Χρόνο 

και τους τόπους της Πατρίδας μας αξεδιάλυτα.

Από του Ομήρου την πέτρα και τ' ακρόγιαλο 

ροβολούν ατόφιες  στις κατεβασιές του Καιρού

κι ανταμώνουν το Σήμερα.


Έρωτας είναι οι λέξεις, της ψυχής σαϊτέματα!


Αρετή Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ





" ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ "

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ..ΜΕ ΕΝΑ...ΣΥΝΝΕΦΟ (της Εύας Μαζοκοπακη)

 

Στο σύννεφο που απλώνει το απέραντο γκρίζο του

μιά ευχή στέλνω στα περβάζια του γείσου του.

Στο σύννεφο που αρπάζει το χρώμα των όρκων μα

μια προσευχή ζύμωσα στη λεκάνη των πόθων μας.

Στο σύννεφο που σκορπίζει τα σκούρα του χρώματα

μιά ελπίδα τεντώνω στου ουρανού τα αετώματα.

Στο σύννεφο που διανύει χιλιάδες αέρινα μέτρα

στους φίλους μου μήνυσα να απλώσει φαρέτρα,

να τους δώσει πίσω τα χαμένα της αγάπης τους όνειρα

να αρπάξει με βία των ψυχών τους τα φόβητρα.


Εύα Μαζοκοπακη

Αλλιώτικα Χριστούγεννα (της Παυλίνας Στυλιανού)



Ο Πάνος είχε υποσχεθεί πως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα θα γυρνούσε για να περάσει τις γιορτές μαζί με την οικογένεια του.  Ήταν μια υπόσχεση ζωής για τα δυο μικρά του κορίτσια, τη Μαρκέλλα και την Στυλιανή.  Τα τελευταία χρόνια ήταν στενοκοπημένοι οικονομικά και μετά από πολλές συζητήσεις με την γυναίκα του είχαν αποφασίσει πως τα καράβια ήταν η μόνη τους λύση.   Ο Δημήτρης, φίλος και κολλητός του, του είχε πει εδώ και μέρες πως στο πλοίο που εργαζόταν ο μηχανικός του πλοίου είχε αρρωστήσει και θα έμενε πια στην στεριά.  Ο Πάνος είχε σπουδάσει μηχανικός πλοίων αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το επάγγελμα γιατί γνώρισε την όμορφη Αλεξία και τον κέρδισε η στεριά.

Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν τα χρόνια της ευμάρειας και ήταν γι’ αυτούς ονειρικά.  Η Αλεξία μετά από δύο χρόνια γέννησε τις δίδυμες και έτσι η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε.

Το 2013 είχε έρθει η πρώτη κρίση των τραπεζών στο νησί και έξι μήνες αργότερα ο Πάνος έχασε την δουλειά του.

Η πρόταση του Δημήτρη του ήρθε κουτί ένα χρόνο αργότερα και έτσι αρχές του 2014 ο Πάνος άφησε πίσω την οικογένεια του και μπάρκαρε μαζί με τον κολλητό του.  Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα κρατούσε την υπόσχεση του.  Κάθε Χριστούγεννα στο σπίτι κοντά στην οικογένεια του, δίπλα στο τζάκι και στο στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Αρχές Δεκεμβρίου του 2020 ήρθε το γράμμα του Πάνου που ανέτρεψε τα πάντα.  Μέσα σε λίγες αράδες τους ανακοίνωνε πως αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα μπορούσε να βρισκόταν κοντά τους.  Μ’ αυτό τον  καταραμένο ιό που ταλαιπωρούσε ολόκληρη την γη απαγόρεψαν σε όλα τα πλοία να μπαρκάρουν στο λιμάνι του νησιού και έτσι του ήταν αδύνατον να έρθει για να περάσει μαζί τους τις γιορτές.

Η Αλεξία το περίμενε αλλά οι μικρές περίμεναν πως και πως την επιστροφή του.  Όταν τους το ανακοίνωσε η μητέρα τους οι μικρές είχαν κλειστεί για ώρες στα δωμάτια τους χωρίς να μιλούν.  Όταν βγήκαν το είχαν πάρει πια απόφαση πως αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν αλλιώτικα.

Την επομένη η Αλεξία κατέβασε το λευκό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, άφησε τα λαμπάκια γύρω από αυτό και τους φώναξε να το στολίσουν.  Εκείνη θα έφευγε για την δουλειά.  Ήταν αρκετά μεγάλες και μπορούσαν να μένουν μόνες πια στο σπίτι.  Εξάλλου ο παππούς και η γιαγιά έμεναν δίπλα και αν χρειάζονταν κάτι θα τους φώναζαν.

Βγήκαν από τα δωμάτια τους και βρήκαν το δέντρο στην κούτα και τα λαμπάκια δίπλα από αυτό.  Η Μαρκέλλα όμως είχε μια καλύτερη ιδέα.

«Δεν θα στολίσουμε φέτος το δέντρο με λαμπάκια.  Έχω μια καλύτερη ιδέα.  Μιας και φέτος τα Χριστούγεννα μας θα είναι αλλιώτικα τότε και το δέντρο θα πρέπει να στολιστεί αλλιώτικο.  Τι λες;»  και τράβηξε την Στυλιανή στην κουζίνα.  Άνοιξαν το συρτάρι που η μητέρα τους είχε μπόλικες μάσκες για να τις φοράνε λέει κάθε φορά που θα έβγαιναν έξω.  Ήταν αρκετές, τις πήραν και με αυτές στόλισαν το Χριστουγεννιάτικο τους δέντρο μαζί με τα λαμπάκια  να αναβοσβήνουν γύρω από αυτές .  Είχαν βρει σε ένα άλλο συρτάρι μπόλικα μικρά μπουκαλάκια με αντισηπτικό, έβγαλαν και το ασημόχαρτο και άρχισαν να τα τυλίγουν με αυτό.  Όταν τελείωσαν τα τοποθέτησαν όλα κάτω από το δέντρο. 

«Αυτά θα είναι τα Χριστουγεννιάτικα μας δώρα για φέτος Στυλιανή, πως σου φαίνεται;»

Αν και στην αρχή η Στυλιανή διαφωνούσε με όσα έκανε η Μαρκέλλα αργότερα όλο αυτό άρχιζε να της αρέσει … στόλιζε, τύλιγε και γελούσε.

Όταν γύρισε η μητέρα τους έβγαλαν και οι τρεις μια φωτογραφία κάτω από το στολισμένο, μάσκα,  Χριστουγεννιάτικο τους δέντρο και την έστειλαν στον μπαμπά.

Τα Χριστούγεννα του 2020 θα ήταν για την οικογένεια τους αλλιώτικα.


Παυλίνα Στυλιανού

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Εφτάψυχη (της Νίκης Γκριζανοφσκι)

Εφτάψυχη με γέννησε η μάνα μου,

για να γιατρεύω μόνη τις πληγές μου.

Μ’  ανάθρεψε με χάδια που στερήθηκε.

Πόσες φορές στην μοίρα μου δεήθηκε


Σε μιαν αυλή με γιασεμιά ζωή σε γνώρισα,

στην ίδια αυλή που τη ζωή μου όρισα,

τα παραμύθια της γιαγιάς να τα λατρεύω,

το τέλος τους με ακρίβεια να μαντεύω


Στην ίδια αυλή τα γιασεμιά ξεράθηκαν

τα παραμύθια της γιαγιάς ξεχάστηκαν

κι οι γάτες πλέον δεν είναι εφτάψυχες,

μέσα  στις στράτες γίνανε άψυχες

.

Χειμώνες δύσκολοι, όλα προδόθηκαν.

και τα όνειρά μου τσαλακώθηκαν.

Στραβό χαμόγελο σε ότι κι αν πέρασα

για ένα τίποτα, μα μάνα γέρασα…


Στην ίδια αυλή τα γιασεμιά ξεράθηκαν

τα παραμύθια της γιαγιάς ξεχάστηκαν

κι οι γάτες πλέον δεν είναι εφτάψυχες,

μέσα  στις στράτες γίνανε άψυχες…


Νίκη Γκριζανοφσκι

Ανώνυμο (του Ντίνου Γλαρου)

  



Δεν προσπαθώ να σε αλλάξω 

προσαρμόζομαι σε αυτά που μου δίνεις 

και χέρι-χέρι προχωράμε 

σε μονοπάτια δύσβατα 

σε ανείδωτες θάλασσες. 

Τα μυστικά που κρύβεις 

δεν ξέρω αν θα τα βρω ποτέ 

μα θα σκάβω, εργάτης ακούραστος 

και τις πέτρες θα σπάω της Γνώσης 

κι όταν το βράδυ με τα χέρια ματωμένα 

θα ξαποσταίνω γερμένος στα μάτια σου 

θα ακουμπάς τις αλήθειες σου 

αμυδρή πληρωμή 

για τους κόπους της μέρας. 


Ντίνος Ι. Γλαρος

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΑΝΘΡΏΠΙΝΑ ΡΟΎΧΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΆΣ (του Πέτρου Βελουδα)

Μια αμμουδιά να κλάψει

αφήνοντας να κυλήσει σαν βοτσαλάκι χρυσοκίτρινο 

από το φιλί του ήλιου ένα ηλιόλουστο δάκρυ

ρούχο βρεγμένο στις θλιβερές απολήξεις

του μεθυσμένου χειμώνα...

Το δάκρυ αποκτάει αδιάβροχο εικονικό σώμα

στεγνωμένη η εγκατάλειψη του από τα μάτια

που θυμώνουν και δεν δακρύζουν

ούτε στη λύπη ούτε στους ματαιόδοξους καημούς.

Ο ουρανός το παίρνει το εικονικό δάκρυ από το χέρι

και με ταχταρίσματα το αποκοιμίζει τρυφερά

σε συννεφάκια ως μαξιλάρια...

Από τα βάθη του υποσυνείδητου του ήλιου

εγεννήθηκε ένας κόκκινος αστερίας

ζώντας μοναχικά κάθε τόσο στον καθρέφτη του ουρανού

πρόβαρε και διαφορετικά ρούχα.

Μια σαγηνευτική μεταμορφωμένη ως γυναίκα,

ένα πλάσμα φορώντας στα μάτια της

μακιγιαρισμένα τα εικονικά δάκρυα

του προτείνει ως ειδική της μόδας

να φορέσει την δικιά της κολεξιόν...

Η ίδια η μοναξιά έντυσε τον αστερία με ανθρώπινα ρούχα,

του ζωγράφισε με ματωμένα απ' την καρδιά της πινέλα

ένα σαρκαστικό...χαμόγελο.

Σε κάτι ψεύτικά αμαρτήματα ντυμένος την ετικέτα της μοναξιάς

Ένιωσε ξαφνικά ο αστερίας να αλλάζει ο έσω ψυχισμός του

και από μέσα του αναδύθηκε ένας χιονάνθρωπος

λέγοντας του "κρυώνω δάνεισε μου τα ρούχα σου να ντυθώ

εσένα σε ντύνει ο ήλιος"....

Κανείς από τότε δε ξαναφόρεσε τα ρούχα της μοναξιάς,

τόσο ο αστερίας οσο και ο χιονάνθρωπος

ξεδίψασαν από το νερό της...Ανθρωπιάς

και τα δάκρυα τους έχοντας ψυχή

κυλούσαν γαλήνια πάνω σε φέρετρα 

της ανθρώπινης λιγοστής μα και σύντομης για ...δάκρυα ματαιότητας!.


Πέτρος Βελουδας

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το σύμπαν λαλεί (του Βασίλη Σπανού)



Μιλάμε, ζούμε και πράττουμε

σαν να είμαστε μόνοι στο σύμπαν,

σαν να είμαστε κυρίαρχοι αυτής της κοσμικής αρένας,

πάνω σε μια χλωμή κουκίδα φωτός,

πάνω σε μια γωνιά ενός πίξελ

μιας άπειρης συμπαντικής οθόνης.

Ελάχιστοι της παρακμής

μοναχικοί επιβήτορες της σκόνης

ροπές μιας ατέρμονης διαφυγής από την ευθύνη

και την συνείδηση,

μανιώδεις καταναλωτές μιας σούπας απληστίας

με μπόλικο εγώ.

Είμαστε εδώ

καταδικασμένοι να ζούμε την αδιαφορία του σύμπαντος

σαν να μην υπάρχουμε καν, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ.

Κανένα παρελθόν δεν νοιάζεται για μας

κανένα μέλλον δεν μας συμπονά

κι ούτε παρόν δεν θα βρεθεί την μοίρα μας να στέρξει.

Καταντήσαμε επιδειξίες ενός παραλογισμού αλαζονείας

τυφλοί ακόλουθοι μονόφθαλμων δογμάτων

ζαλισμένα κύτταρα

κάτω απ' το πέλμα του καρκίνου του χρήματος

συμπιεσμένες ζωές και κελύφη δίχως περιεχόμενο.

Εκστασιασμένες σημαίες χωρίς ιστούς

πεσμένες στο χώμα.

Ότι είμαστε, ότι γνωρίσαμε, ότι αγαπήσαμε

ότι χαρήκαμε ή λυπηθήκαμε

ότι ακούσαμε και ότι ζήσαμε

πάνω σ' αυτή την χλωμή κουκίδα φωτός

είναι ένα πολύ μικρό μέρος

εμπρός στο δέος και το μέγιστον,

μια μαρμαρυγή ελάσματος φωτός ανακλωμένου

κι ένα ζαλισμένο πέταγμα πεταλούδας

σε αστρική καταιγίδα.

Πέρα μακριά στην τύχη του απέραντου

το σύμπαν λαλεί

της μοναξιάς μας την εορτή και το ρημαδιό της ερημιάς μας

συνθλίβοντας ακατάπαυστα την σιγή μας.

Μαδά τα πρόσκαιρα άνθη των κήπων μας 

και ανακράζει το άπειρο.

Η σάρκα μας, η αίσθηση μας, η συνείδηση μας

σταυρώνονται σε τόπους εφήμερους χωλαίνοντας τον θάνατο

καταμεσής στον χρόνο 

που χτίζει και γκρεμίζει επί πάσης αβύσσου

δείχνοντας καγχάζοντας την ουλή του.

Είμαστε μια ρυτίδα ύλης στο μάγουλο του σύμπαντος

στοιχειωμένο χρονικό

φυλλομετρημένο απ' το απέραντο

σημαδεμένα ηλεκτρόνια δεσμώτες του πυρήνα τους

μια άδικη του κόσμου ικεσία

εμπρός στα παράφορα κοσμικά συμβάντα

και στο αδιάστατο.

Αυθαιρεσία αφανισμού 

πάνω στα σανδάλια της αιωνιότητας

νερό Αχερούσιο που γλύφει την προσωρινότητα.


Βασίλης Σπανός

ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΣΥ (της Αθανασίας Δαμπολια)



Φίλα με ν' αντέχω την απουσία σου. 

Φίλα με δίχως αύριο. 

Φύσα με στο στόμα να πάρω ζωή

απ' την ανάσα σου. 

Δωσ' μου την γλύκα των χειλιών σου να γευτώ

να τραγουδώ παιάνες. 

Να απαγγέλω το "Άσμα ασμάτων"

ψιθυρίζοντάς σε στ' αυτί. 

Πάρε τους κτύπους μου για πλήκτρα

ακούγοντας το σ' αγαπώ μου.... 

και δημιούργησε τη δική μας μελωδία. 

Πάρε τα πάντα μου, γιατί είναι δικά σου

και χάραξέ μου την ύπαρξή σου επάνω μου

να μην μου λείπεις. 

Κλείσε με στην αγκαλιά σου 

και σφράγισε το στόμα μου

με το πιο ποθητό φιλί σου. 

Και άσε... να χαθώ για πάντα μέσα σου. 


Αθανασία Δαμπολια


  

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Χαρούλας Βασιλάκη)

Ξημέρωσε, τι έφταιξε
Και δεν είσαι κοντά μου;

Ήλιε μου πάνε ρώτα τον

Χάνω τον έρωτα μου

Νύχτωσε και δεν είσαι εδώ

Σημεία ζωής δε δίνεις

Πίσω σου κοίταξε αν το θες

Συντρίμμια που αφήνεις

Φεγγάρι μου ολόγιομο

Πάνε να του μιλήσεις

Τι έφταιξε και έφυγε

Πάνε να τον ρωτήσεις

Ο χρόνος τρέχει, εσύ πουθενά

Μήπως να βρήκες άλλη;

Θυμάμαι που με έλεγες

Αγάπη σου μεγάλη

Ξημέρωσε η πόρτα χτυπά

Είναι ο ταχυδρόμος
Νέα μου φέρνει να όμως που

Είναι μακρύς ο δρόμος

Πήγες και ξενιτεύτηκες

Δίχως να πεις μια λέξη

Γιατί μου γράφεις μια καρδιά

Πως δεν μπορεί ν' αντέξει

Όμως θα έρθεις ξανά μου λες

Όταν θα πλουτίσεις

Να κάνεις αληθινό το όνειρο

Και νύφη να με ντύσεις !


Χαρούλα Βασιλάκη

Ψίθυροι Καρδιάς (της Λίνας Κατσικα)



Θα’ θελα να έρθεις. Να χαθώ στην αγκαλιά σου και ν’ αφήσω πίσω μου όλη αυτή τη μοναξιά, που σαν σαράκι έχει λιώσει τα μέσα μου. Να ξορκίσουμε με φιλιά τα λόγια που κάποτε μας πλήγωσαν και μας κράτησαν μακριά. Τις λέξεις που, σαν λεπίδες κοφτερές, μάτωσαν τις καρδιές μας και σκόρπισαν σκοτάδι στα όνειρά μας.


Θα’ θελα να έρθεις. Να χάσω την αίσθηση του χρόνου ταξιδεύοντας στην αρμύρα του κορμιού σου. Να σου ψιθυρίσω αγάπη και να γευτώ λατρεία. Να αφουγκραστώ τους χτύπους της καρδιάς σου και να τους εναρμονίσω με της δικής μου.


Λίνα Κατσικα


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Λένας Περηφανοπουλου Βαμβακά)



Συνήθιζα να γκρινιάζω που δεν εκτιμούσαν την προσφορά μου.....

Σταμάτησα να το κάνω, όταν κάποια στιγμή πρόσεξα τα δέντρα....εκεί για χρόνια, στην ίδια θέση, χωρίς να γνωρίσουν τίποτε άλλο έξω από το τετραγωνικό τους χώρο......πέρασαν περιόδους που διψούσαν για νερό, πέρασαν περιόδους που πνιγόταν στο νερό, περιόδους με τα κλωνάρια τους να λυγίζουν από το βάρος του χιονιού......

Δε γόγγυξαν, αλλά εξακολούθησαν να προσφέρουν τον ίσκιο τους, τους καρπούς τους, τον κουρνιαχτό τους....ίσως θεώρησαν τον εαυτό τους και τυχερό, γιατί κάποια άλλα έπεσαν από τσεκούρι, κάποια χτυπήθηκαν από κεραυνούς κι έμειναν μισοκαμένα και κάποια ξεριζώθηκαν εντελώς από θύελλα.......


Λένα Περηφανοπουλου Βαμβακά

Σκέψη (της Μαρίας Μηνά)



Έλα  μάνα,  πλύνε μου τις πληγές,
 με θάλασσα μη και κακοφορμίσουν.
Σκίσε το τσιτωμένο δέρμα μου,
να χυθεί έξω το αίμα να αλαφρύνω.
Πετά  μου τις πέτρες ,
που στίβαξες στην μπροστοποδιά,
 μα εγώ θα ξεμακρύνω,
ας μη ξέρω κολύμπι  καλό.
Ξέρω θα σε βρώ,
  στην απέναντι ακτή
να μου ζητάς συγχώρεση,
να σου ζητώ μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά χωρίς απολογία,
 που θα μιλάμε με τα μάτια,
 για καλοκαίρια που δεν ζήσαμε .
Θα σου ζητώ συγχώρεση,
 για κάθε χαμόγελο μου.
Ξέρεις μάνα στα νησιά,
 λένε όλοι Καλημέρα
κι' εγώ νομίζω  με φωνάζουν.
Έλα να βρέχουμε  η μια την άλλη
με θαλασσινό νερό,
 μη δουν τα δάκρυα μας,
ξέρεις μάνα  χαίρονται
 οι άνθρωποι όταν πονάς...
Άσε με τώρα να κολυμπήσω ,
ετσι σαν κουτάβι που ίσα  επιπλέει,
εσύ περίμενε στην ακτή, θα 'ρθω.

 Μαρία Μηνά

                       

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Λένας Βλαχοπούλου)



Δύσκολη ανάβαση στο όνειρο 

και η ψυχή μια αέναη επανάσταση 

συνεχίζει ακάθεκτη την περιπλάνηση 

σε λευκές νύχτες σε πρεμιέρες της 

καρδιάς μετατοπίζοντας ηθικές αρχές 

στης ζωής τον βυθό.

Παραμενουν σε ένα φιλί ... 

μια μνημειώδη αφή και μια 

συντριβή του εγώ συντελείται στο μυαλό.

Βάδισμα σε ανηφόρες και κακοτραχαλους 

δρόμους ...

σε πόλεις άδειες ..σε καταπακτή 

κρύφτηκε ένας έρωτας ...

ανοίγω ακριβά αισθήματα...

ήλιος μα εγώ χάνω το φως 

χάνω τα ίχνη που φιλούσα στο ασκεπο 

..σου σώμα.. 


Λένα Βλαχοπουλου

Δεξου τον έρωτα (της Αναστασίας Κουτσούκου Κλεάνθη)

Πάρε τον πόνο της ψυχής,

στ' αστέρια πέταξέ τον,

από το φώς των αστεριών,

με λάμψη σκέπασέ τον.


Θέλεις αγάπη στην καρδιά

ποτάμι αφρισμένο,

θέλεις τ' όνειρο της ζωής,

να είναι ανθισμένο.


Το γκρίζο πέπλο της ψυχής

 καν' το μενεξεδένιο,

για ν' αγκαλιάσει ευλαβικά

ο, τι είναι πονεμένο.

Ορμητικό τον έρωτα

δέξου μέσ' την καρδιά σου

κατάλευκα τα γιασεμιά

τα κρίνα τ' ανθισμένα,

να αγκαλιάσουν το κορμί,

να ευωδιαστούν κι εκείνα.


Αναστασία Κουτσούκου Κλεάνθη

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Ανέχεια ή Απουσία συγκομιδής... (της Χαρούλας Φράγκου)



Στο κατώφλι της αγωνίας

εκλιπαρεί η ανέχεια..

Φοράς γυαλιά...

Δεν βλέπεις..

Ή δεν ακούς το θόρυβο

των ευτελών που μετράει..

Κόκκος άμμου η καλοσύνη

σωριάζεται σαθρή

αντιστρόφως ανάλογη

στις προσδοκίες της ανάγκης..

Η επανάληψη της παλάμης

με την ελπίδα πολλαπλασιασμού

μετρά και ξαναμετρά 

αποστάσεις

επιμένοντας επιμελώς

στη συχνή απουσία 

του "συν"

της πολύκμητης συγκομιδής....


Χαρούλα Φράγκου



από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή

" Ηδύαλγο άγγιγμα"

Από αύριο (του Γιώργου Τσιβελεκου)





Απ' αύριο σ' αύριο 

Που το ανέβαλα, 

Ήρθε το ποτέ. 

Κι αφού δεν είχε έρθει 

Τ' αύριο ακόµη, 

Γιατί δεν το 'κανα σήµερα 

Και τ' άφηνα γι' αύριο; 

Γιατί δεν επιδαψίλευσα 

Ό,τι είχα και δεν είχα σήµερα; 

Σάµπως θ' αποκτούσα 

Περισσότερα αύριο; 

Αφού στον έρωτα 

∆ίνεις ό,τι δεν κατέχεις. 

Μεγάλο λάθος µου!


Χθες έφυγες, 

Μα σήμερα κατάλαβα

Με τον χειρότερο τρόπο

Πως είχες φύγει πολύ πιο νωρίς,

Κι ας ήσουν φαινομενικά κοντά μου.

Τώρα κάνω τις επανεκτιμήσεις μου

Και ποιος ξέρει;

Τώρα που 'μαθα,

Μπορεί και να σε ξαναφέρω πίσω,

Στο σήμερα μου αυτήν τη φορά


Γιώργος Τσιβελεκος



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Φοβάμαι κι εγώ (της Κατερίνας Ηρακλέους)





 φοβάμαι και εγώ,

φοβάμαι στον ύπνο το σεισμό,

φοβάμαι της μέρας τις σκέψεις,

δεν τις προλαβαίνω,

τις κάνω ζυμάρι,

τις ψήνω,

οι πιο πολλές καμένες, 

φοβάμαι, 

όταν στην πολυθρόνα μου 

κάθεται η ψυχή μου για ώρες,

φοβάμαι τα "γιατί", 

την αναμονή ακόμα και την υπομονή που έχω και ειναι χωρίς έξοδο,

φοβάμαι τις απαντήσεις στις ερωτήσεις ανθρώπων που αγαπώ, 

δεν φοβάμαι να είμαι μόνη μου,

μόνη μου τραγουδώ,

μόνη μου ακούω μουσική,

μόνη μου χορεύω,

δεν φοβάμαι να οδηγώ τον μακρύ δρόμο στα βουνά,

στο καταφύγιο της ψυχής μου,

δεν φοβάμαι για οτι η σκεψη μου αποτυπωνει στο χαρτι,

γράφω, γράφω,

αδειάζω την ψυχή μου 

που ξεχειλίζει από αισθήματα, συναισθήματα ακραία αλλά και βαθιά,

η κριτική δεν με κάνει πίσω αλλά με οδηγά μπροστά και ελίσσομαι και γίνομαι επιλεκτική,


δεν ζητώ ούτε και θέλω διακρίσεις και βραβεύσεις,


απλά αυτά που γράφω το ξέρω ότι  βυθίζουν τους ανθρώπους σε πελάγη ζεστά αλλά και κρύα,


φοβάμαι και δεν φοβάμαι,

δεν φοβάμαι αλλά φοβάμαι,


είμαι άνθρωπος και πιστεύω στον δημιουργό!


Κατερίνα Ηρακλέους

Μόνη (της Ιωάννας Καβαγιαδα)



Άσε με...

 

Μην βασανίζεις άλλο την παιδιάστικη αθώα αγάπη μου που σηκώνει  πάνω σου  τα μάτια...

 

Μην χτυπάς της γλυκιάς απερισκεψίας το χαμόγελο κ δακρύζει χωρίς να θέλω η ανυποψίαστη  ψυχή μου...

 

Θα έρθει η μέρα..

 

Αλήθεια...

Μονάχη  κάπου στον κόσμο γεμάτο πληρότητα να χαμογελώ...

 

... χωρίς εσένα..

 

 Με γλυκές οδύνες ζωής θ' αναγεννώ τον έρωτα που δεν σου κοινοποίησα...

Και  κρυφά από τις αδιέξοδες αντιλήψεις σου, μάνα της  αγάπης

Θα γίνω.

 


Ιωάννα Καβαγιαδα

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

ΝΥΧΤΙΚΟ (του Μανώλη ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ)




Το νυχτικό σου ακουμπά στο πάτωμα
και του κορμιού σου το περίγραμμα
ολοφάνερα αιθέριο

που η δροσιά ανελέητα πολιορκεί
τις γάμπες σου και διατάζει
την κάθε κίνησή τους κι εγώ

μιαν εκκλησιά να χτίσω πεθυμώ
να μοιάζει του κορμιού σου
και με το ιερό να στέκεται

ανάμεσα στ’ ολόασπρο κενό
που διαγράφουν οι γλουτοί σου
και σε σημείο προσκυνήματος

για τις ερχόμενες γενιές
μια εικόνα θα κρεμάσω
ψηλά εκεί που ο θυμός καταλαγιάζει

κι η ήβη σου
αλάθητος κριτής
των ζωντανών και των νεκρών

Μανώλης Αλυγιζακης

από τη συλλογή ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2015




Ουδείς αλάνθαστος (της Εύης Γουργιωτη)



Δε με αντέχω πλέον. Άλλο αποφασίζω και άλλο πράττω. Μικρές φωνούλες στο μυαλό μου, με οδηγούν στις αποφάσεις μου. Μα αυτές οι φωνές δε συμφωνούν ποτέ μεταξύ τους. Έχουν καθημερινή διαμάχη μέσα μου. Κι’ εγώ κάποιες φορές νιώθω ανήμπορη να αποφασίσω τι θέλω. Τι θα κάνω. Τι θα πω. Η φωνή της λογικής όμως, μου χαϊδεύει την ψυχή.

-Μη μιλάς πολύ, μου λέει.

-Δεν είναι σωστό αυτό, συνεχίζει.


Η αντίθετη φωνή χορεύει με τρελό ρυθμό μέσα μου. Σε όλα έχει ένταση. Είναι φωνακλού πολύ. Τόσο που τρώγομαι με τα ίδια μου τα ρούχα. Με μπερδεύει.

Και εκεί που αποφασίζω το "όχι" , ανοίγω το στόμα μου και λέω "ναι".

Κάποιος να με μαζέψει σκέφτομαι. Ή να ράψω τα χείλη μου. Ή να κάτσω στη θέση μου.


Όπως και να έχει, δικές μου οι φωνές, δικές μου οι αποφάσεις. Δικές μου και οι ευθύνες. Στο χέρι μου όμως κρατάω ένα χρυσό κλειδί, που με βγάζει ασπροπρόσωπη κάθε φορά που το χρησιμοποιώ. Το κλειδί της σιωπής. Και αφήνω τον άλλον να καταλάβει ότι εκείνος θέλει. Δε με αφορά. Το μόνο που θέλω είναι να τα βρίσκω συνεχώς με τον εαυτό μου και να υποστηρίζω τα θέλω μου.

Και ας μη μ’ αντέχω κάποιες φορές.

Μ’ αγαπάω όμως.

Και ας με μαλώνω.

Αυτοκριτική λέγεται αυτό.


Ε, και αν τρώω τα μούτρα μου καμιά φορά, όλα στο παιχνίδι της ζωής είναι.

Μέσα από τα λάθη μου, μαθαίνω.

Αλίμονο αν έβαζα επάνω μου τη ταμπέλα της τέλειας.

Εξάλλου, ουδείς αλάνθαστος.


Εύη Γουργιωτη

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ΘΛΙΨΗ (της Λίτσας Μοσκιου)



Ξεγελάς...

κρυμμένη μέσα σε χρώματα 

και εικόνες

όμως σε θωρώ 

στα ματωμένα φεγγάρια...

σε χαμόγελα στημένα

στα πορτρέτα πλανόδιων ζωγράφων...


Σε συναντώ...

σ' ένα ξόδεμα ήλιου.. 

σ' ένα ροζ αρκουδάκι

πεταμένο στα σκουπίδια...


Σε αναπνέω...

σ' ένα μπουκάλι 

φθηνού αρώματος...

στον ιδρώτα 

ενός πληρωμένου έρωτα...


Συνεχίζεις να κρύβεσαι...

τοιχοκολλημένη

σε αφίσες δρόμων...


Παροξυσμός ενός

άρρωστου καιρού...


Τ' όνομά σου;

ΘΛΙΨΗ


Λίτσα Μοσκιου

Φτερό στον άνεμο (του Σπήλιου Παναγιωτοπούλου)

 



Με στίχους πάνω στο χαρτί να λάμνω στον καιρό

με κάποιο ίσως παράπονο και μια μικρή πικρία

κι όταν αέρας που φυσά, με παίρνει σαν φτερό

με σέρνει κάτω στο γιαλό και με πετά στα πλοία.

Πατάω γκάζι να σε βρω, σε χάνω στα μισά

που είναι Σάντσο τ΄άλογο και που η πανοπλία;

λούφαξε ο λύκος μονομιάς σαν σκύλος μου αλυχτά

κι όλο ρωτάς αν φάνηκαν τα πλοία απ' την Τροία!

Βγάλαμε ρίζες στα μισά, τσιγγάνα μου καρδιά

ο μακελάρης άργησε και ποιος θα μας γκρεμίσει;

τι πάλι λέει, υπόσχεσαι ετούτη τη βραδιά,

που πριν το γλυκοχάραμα θα το΄χεις λησμονήσει;

Σπήλιος Παναγιωτοπουλος

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Μαμά (της Μαρίας Χατζηδημητρίου)



Ευτυχώς που δεν είσαι εδώ μαμά 

Να με βλέπεις να μεγαλώνω, χωρίς να ζω 

Τότε οι στιγμές μας είχαν χαρά 

Τώρα στα ματοτσίνορα το δάκρυ φορώ 


Με πήρε από κάτω η ζωή μου

Δυσεύρετες οι Κυριακές εκείνες 

Σιώπησε στο βουητό η φωνή μου 

Μερόνυχτα περνάω με τις μνήμες 


Ευτυχώς που δεν είσαι εδώ μαμά 

Να δεις το κοριτσάκι σου λαβωμένο 

Ασπρόμαυρη ταινία του σινεμά 

Κυλάει το δάκρυ, σπαταλημένο


Μαρία Χατζηδημητρίου

ΝΕΟ ΣΝΟΜΠ (της Ειρήνης Γερονταρα)



Σε χώρους ματαιοδοξίας κι εγωπάθειας

εισερχόταν πάντα, με μάσκα.

Δεν υπήρχε λόγος ταύτισης 

ούτε αποκαλύψεων περιττών 

Άρτια ενδεδυμένη 

τον μανδύα της υπεροχής

κατατρόπωνε τους αστείους τυχαίους, ανταγωνιστές

ακατάδεχτα αγνοώντας τους.

Όσοι άξιζαν της προσοχής της 

ήταν σαφώς,

οι ελαχιστότατοι όμοιοι της.

Κι αυτοί συγκαταβατικά συγκαταλέγονταν 

ανάμεσα στους άξιους. 

Κατά τα άλλα,

ψήφιζε πάντα τα προοδευτικά κόμματα.

Ε δεν ήταν και καμιά συντηρητική

μήτε οπισθοδρομούσε. 

Τέλος. Οι νεοσνόμπ ήταν πλέον 

λαϊκοί. Είχε ολοκληρωθεί η επανάστασις. 


Ειρήνη Γερονταρα

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Η πόλη της σιωπής (της Παυλίνας Στυλιανού)



Ζούμε σ' ένα ψεύτικο κόσμο

Γεμάτο φόβο και τρόμο

Είναι ο κόσμος της σιωπής

Τριγυρισμένος στην αγκαλιά μιας πόλης πια βουβής

Μόνο τα δάκρυα της βροχής και το κλάμα μιας βροντής 

είναι η μόνη μουσική που ακούγεται στην πόλη που κάποτε χόρευε η ζωή.

Πίσω από μια μάσκα μαγική

σαν μια ομπρέλα προστατευτική

δίνει λίγη ζωή σ' αυτή την πόλη που χορεύει η σιωπή.


Παυλίνα Στυλιανού


Βελούδινο Σκοτάδι 


Άτιτλο (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)



Πνιγμένα στα σύννεφα δυο χέρια αγκαλιά με το αόριστο.

Υπηρέτησα ελπίδες ανασκάπτοντας το  alter εγώ μου

σε διαδρόμους γυαλιστερούς  θλιβερής αφασίας.

Κύκνοι μαύροι τώρα πλέουν αργά

τα φτερά τους να αφήσουν στη μαγεία των βούρλων

Απ' τα ψηλά τα καλάμια ξεχωρίζουν του καπνού οι καμπύλες οι άσωτες.

Η ζωή,  ξεχειμώνιασε λέει

και η ρόδα προγκά για να μπει, σε αυτόφωτες πίστες παράξενες


Φωτεινή Ψιρολιολιου



Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΜΑΓΙΣΣΑ ΝΥΧΤΑ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)



Στα στενά μιας νύχτας μάγισσας, μέθυσα κρασί ξανθό.

Φύτεψα ηλιαχτίδες στην αυλή,

άσπρα χρυσάνθεμα στους κύκλους τ’ ουρανού.

Τώρα ρωτάς. 

Σε ποια φωτιά, 

σε ποια βροχή, 

σε ποιο λουλούδι ανέμισα σιωπηλούς έρωτες.

Δυο καρδιές που χτυπούσαν μαζί,

κλαριά σπασμένα στου  ανέμου το λυγμό.

Δυο χίμαιρες.

 Σ' ασφυκτικό δωμάτιο κρατάω το μυστικό. 

Μια φορά κι ένα καιρό…

Ζω;.. 

Εμείς δεν θα είμαστε ποτέ μαζί.

Ζω,

σαν σώμα  που δεν έχει πια σκιά.

Δεν υπάρχουν Κυριακές. 

Το τελευταίο ψέμα το είπες χθες: «σ' αγαπώ».


Ρούλα Τριανταφύλλου

Άτιτλο (της Άννας Μαστρογιάννη)





Του καθενός μας η ζωή, παράθυρο ανοιγμένο,

που από κει αγναντεύουμε της μοίρας το γραμμένο.

Για λίγους το παράθυρο, έχει ωραία θέα

Έναν ήλιο ολόλαμπρο και μια ζωή ωραία!!

Σύννεφα δεν υπάρχουνε στον γαλανό ουρανό τους,

το χέρι τους απλώνουνε και κάθε τι ειν' δικό τους!

Κάθε πρωί ακούν πουλιά γλυκά να κελαηδάνε,

και όλα τα λουλούδια τους, πάντα μοσχοβολάνε!

Για τους πολλούς τούτης της γης, η θέα είναι γκρίζα..

μ' ένα δεντράκι στην αυλή μ' αδύναμη τη ρίζα!!

Συνήθως έχει συννεφιά, ίσως να ψιλοβρέχει,

κι απ' τα θλιμμένα μάτια τους, πάντα ένα δάκρυ τρέχει!!

Παρ' όλα αυτά δεν χάνεται η ελπίδα απ' την ψυχή τους...

Σαν ήρωες σε πόλεμο, παλεύουν τη ζωή τους!!!

Μισό αιώνα έζησα και πλέον έχω πείρα..

και γω μαζί με τους πολλούς, έχω την ίδια μοίρα!!

Οπότε έχω δικαίωμα, να εκφράσω και γω γνώμη,

και από τους λίγους ταπεινά ζητώ εγώ συγνώμη!!

Γιατί μείνανε θεατές στο έργο της ζωής τους..

και το μυαλό δεν κούρασαν, ούτε και την ψυχή τους!

Γι' αυτό καλοί μου εσείς "πολλοί" μην μου στεναχωριέστε,

Ακμαίων να 'χετε ηθικόν και μην παραπονιέστε!!!

Γιατί είστε πρωταγωνιστές σε τούτη δω τη ζήση..

Και ποιος δεν θα υποκλιθεί? Δεν θα χειροκροτήσει????

Δεν είναι σκέψεις μιας στιγμής, που ήρθαν στο μυαλό μου,

όλη η ζωή μου πέρασε....μπρος στο παράθυρο μου!!

Κι έτσι όταν βλέπω την βροχή, το τζάμι να θολώνει....

το ουράνιο τόξο σκέφτομαι...χρώματα να απλώνει!!!!!

Άννα Μαστρογιάννη

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Ήρωες (του Λευτέρη Ασπροπουλου)



 * Πολέμιοι της ματαιότητας *


Στη δίνη της καθημερινότητας 

στροβιλιζόμαστε

βαρκούλες από σάρκα και οστά

ακολουθώντας ανεπιστρεπτί 

μασκαρεμένων Σειρήνων 

τη μεθυστική θρηνωδία 

σ’ ένα υπαρξιακό decrescendo

προς το αναπόφευκτο 

αύριο


ήρωες 

σαν εσένα κι εμένα

αγαλματοποιημένοι

στη συνηθισμένη πόζα πια

ματαιόφρονες τοξοβόλοι 

με τρύπιες φαρέτρες

που ρίχνουν στα τυφλά 

ψάχνουν απεγνωσμένα 

να νιώσουν κάτι, οτιδήποτε

ερμηνεύοντας 

τη στατική θρηνωδία 

ως πολεμική ιαχή

και «Αέρα!» 


ορμούν αναμεταξύ τους

μουδιασμένα κορμιά σε έξαψη

ένα οργασμικό carpe diem

εις τον αιώνα τον άπαντα

κάθε που ξημερώνει και

σταγόνα, ωσότου το 

ηδύ ποτήριον 

τούτο της ζωής 

υπερχει-

λίσει.


Λευτέρης Ασπροπουλος

Άτιτλο (της Τζούλιας Παπα)



Οι σκιές μένουν εκεί που κάποτε βρέθηκαν δυο ψυχές.... 

Εκεί που συναντήθηκαν δυο σώματα..

Εκεί που μίλησαν δυο καρδιές..

Εκεί που δόθηκε ένα φιλί,

μία αγκαλιά,

ένα σ' αγαπώ και

ένα αντίο..


Οι σκιές μένουν εκεί..

Επιμένουν να θυμίζουν..


Κι αν τύχει και περάσεις από εκεί 

η καρδιά θα σκιρτήσει, 

ο νους θα ταραχθεί

κι ένα χαμόγελο 

θα κάνει συντροφιά 

στο δάκρυ που θα κυλήσει, 

καθώς τα μάτια θα βλέπουν 

τις σκιές ολοζώντανες 

να ζουν ακόμα εκεί,

στο ίδιο σημείο 

και να θυμίζουν... αγάπη


Τζούλια Παπα



Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Ο χρόνος (της Βασιλικής Βηχα)



Νωρίς βράδιασε πάλι

ο ήχος της σιωπής βουίζει στο κεφάλι

σε ποιον να μιλήσω και τι να πω

έρημοι δρόμοι, οδηγούν σε κενό

κι εγώ φοβάμαι τόσο μη δε σε ξαναδώ


Περνάει ο χρόνος, χωρίς να ζω

μόνο ελπίζω κι αναπολώ

χωρίς ανάσα, χωρίς σφιγμό

μόνη στο χάος ψάχνω να σε βρώ

όμως κολλάει και πάλι η ώρα

κι άρχισε κι αυτή η μπόρα


Ξημερώνει νομίζω σε λίγο

και θέλω τόσο να φύγω

να ζήσω όσο μου μένει

ελεύθερη, ευτυχισμένη

μα τι λέω Θεέ μου, αφού είμαι παγιδευμένη


Ψάχνω ένα τρόπο, να αποδράσω

να μπορέσω λίγο να σε φτάσω

σφιχτά να σ' αγκαλιάσω 

κι έτσι ίσως ησυχάσω

μα κολλάει πάλι η ώρα

κι άρχισε ξανά η μπόρα.


Βασιλική Βήχα