Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Άτιτλο (του Μιχάλη Ευαγγελινού)



Φεύγουν της χαράς τα τραίνα

Έμεινα να κοιτώ της ζωής τα γραμμένα

αυτά τα καθιερωμένα τα λίγο από μένα

καθώς μέσα μου κυλούν

φλέβες και ψυχή αγανακτούν

Στο βάθος ο ορίζοντας μουτζουρωμένος

απ΄ άκρη σ’ άκρη σαν σε σύνορα δεμένος

Άηχη η σφυρίχτρα του σταθμάρχη

εκείνου του γνωστού τρελού μονάρχη

που τα όνειρα παροπλίζει

με σίδερο και φωτιά τα γεμίζει

Σφαίρες τα δάκρυα

ματώνουν

ελπίδες άναρχες

ξεριζώνουν

Σε μια βαλίτσα όλα τα υπάρχοντά μου

δυο ξεχασμένα χαμόγελα

μια ζεστή ματιά

κι η μοναχική καρδιά μου...


Μιχάλης Ευαγγελινός

«Το ποίημα που δεν έγραψα ποτέ».(του Βασίλη Τσερελης)





Ο πόνος του πολέμου

ζωγραφισμένος

στο πρόσωπο ενός παιδιού

ωχριά η Γκουέρνικα

ο Πικάσο παραδίδει τα πινέλα του!


Το διαδίκτυο γέμισε φωτογραφίες

τρομαγμένων, απεγνωσμένων,

ματωμένων παιδιών.

Το διαδίκτυο γέμισε

αντιπολεμικά ποιήματα.

Τρέξαν όλοι οι ποιητές

να μετατρέψουν σε στίχους

την κόλαση του πολέμου

και ’γώ

να μη μπορώ να γράψω

ούτε ένα δίστιχο!

Τόσο άχρηστος πια;


Νιώθω το ποίημα μέσα μου

να φουντώνει τις αρτηρίες μου

να φουσκώνει δυνατά το στήθος μου

να ψάχνει διέξοδο στο στόμα

-με κραυγές-

να ψάχνει διέξοδο στα μάτια

-με δάκρυα-

να καταλαμβάνει το κεφάλι

σαν ευγενές αέριο

-ήλιον- ας πούμε

που σαν αερόστατο

σηκώνει το σώμα μου

ένα μέτρο πάνω από το έδαφος.

Αλλά από λέξεις; Τίποτα.

Ούτε ένα στιχάκι.

Τελείως ανίκανος δηλαδή!


Πηγαίνω ολόγυμνος

μπροστά στον καθρέφτη

παίρνω τους μαρκαδόρους μου

και ζωγραφίζω στο ασημένιο τζάμι

πάνω στο γυμνό μου είδωλο

αυτά που είδα στις φωτογραφίες

με τα παιδιά του πολέμου.

Με κόκκινο μαρκαδόρο

μια σταγόνα αίμα

να κυλά απ’ την άκρη των χειλιών μου

και να σχηματίζει

ένα κόκκινο ρυάκι στο πρόσωπο.

Με μαύρο μαρκαδόρο

μια μαύρη τρύπα στην καρδιά

πιο μεγάλη

από μια μαύρη τρύπα του σύμπαντος.

Με γκρίζο μαρκαδόρο

ζωγραφίζω

το παγωμένο βλέμμα του θανάτου.

Χαρακώνω όλο μου το σώμα

με σημάδια

κόκκινα, μαύρα, γκρίζα.

Βλέπω τώρα μπογιατισμένο

το γυμνό μου είδωλο

και με τρόμο καταλαβαίνω

πως το ποίημα που κυοφορούσα

με απάλλαξε απ’τους πόνους της γέννας

ζωγραφίζοντας τον εαυτό του

στον καθρέφτη.

Αντί να το γεννήσω εγώ

με έβγαλε αυτό

απ’ τη συμπαντική του μήτρα

του συλλογικού ασυνείδητου.

Έγινα ξαφνικά η δημιουργία του

ο γόνος δηλαδή

ενός ποιήματος!


Βασίλης Τσερελης