Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ (συνεργασία)



Τι όμορφα που αρχίζανε όλα τα παραμύθια...
Μια φορά κι έναν καιρό... (Ε.Τ)

Ήταν ένα αγοράκι,
που ο Τζεπέτο έφτιαξε
με αγάπη και μεράκι.
Ψέματα όμως έλεγε στην αρχή
κι έχανε την πίστη.
Μα ο Πινόκιο κατάφερε
και είπε την αλήθεια,
η μύτη δε μεγάλωσε
κι από ξύλινο κουκλάκι,
έγινε ένα γλυκό και όμορφο,
καλό παλικαράκι. (Β.Μ)

Δεν υπήρχε τόσο όμορφο κορίτσι
μα το ζήλευαν αδερφές και μητριά
Και από το σπίτι δε μπορεί να ξεμυτίσει
μήπως ξεφύγει με καμία παντρειά.
Μα βασιλόπουλο ήταν το τυχερό της
και έγινε κάποτε βασίλισσα κυρά. (Χ.Π)

Ο Αλή Μπαμπά 
ένας φτωχός μα πονηρός
βρήκε τη σπηλιά και έκλεψε 
από τους κλέφτες όλα τα χρυσά, 
που χρόνια μάζευαν
και κρύβανε καλά (Σ.Τ)

Αλλά ακόμα πιο όμορφα τελειώνανε...
Και έζησαν αυτοί καλά, και 'μείς καλύτερα... (Ε.Τ)

Το παλικάρι αυτό στο σήμερα
την τύχη του την ψάχνει.
Άνεργο, άστεγο και βρώμικο
στους δρόμους τριγυρνάει.
Ψέματα δεν ξέρει πια να λέει
κι η μύτη μένει ίδια.
Τι το ‘θελε και το ‘σκασε
από τα παραμύθια ;... (Β.Μ)

Και ερχόμαστε στο σήμερα και πάλι
μα ούτε τώρα μπόρεσε να βρει γαλήνη
δεν τα κατάφερε…. στην νύχτα έχει μπλέξει
και των ναρκωτικών δεν ξέφυγε την δίνη
και από τη τόση την βρωμιά και δυσωδία
από ανάγκη η κόρη πόρνη έχει γίνει. (Χ.Π)

Σήμερα οι κλέφτες γίνανε πολλοί
και έχουν τυλίξει τον Αλή
σε μια κόλλα από χαρτί.
Του πήραν σπίτι και δουλειά
και του αρμέξαν τα λεφτά
Και τον μαντρώσαν στην σπηλιά,
χωρίς διέξοδο από πουθενά. (Σ.Τ)

Ακόμα ψάχνω να βρω,
Ποιοι είναι αυτοί που έζησαν καλά...
Και ποιοι εμείς που ζήσαμε...καλύτερα... (Ε.Τ)




Δυο ρουφηξιές ελπίδα. (της Λιάνας Ζαχαρίου)



Πρωί δυο ρουφηξιές καφέ στα γρήγορα 
την τσάντα βιαστικά περνώ στον ώμο,
στο δρόμο ζέστη κρύο αδιάφορο
οι καλημέρες μου χαμένες μες στον μόχθο.
Μέσα στο πλήθος είμαι ένας αριθμός
κι είναι το ρούχο μου όπως όλων των άλλων μαύρο,
ένα γρανάζι σκουριασμένης μηχανής
γυρίζω άναρχα χωρίς σκοπό και στόχο.
Τι θέλω εδώ;
ποιος όρισε πορεία δύσβατη στα βήματα μου;
Φτερά ελπίδας ποιος με στέρησε
ποιος με αγωνίες θρέφει τα όνειρα μου;
Στην σκοτεινή γωνιά τρεμάμενο ακόμα ένα χέρι απλωμένο
δεν είναι το δικό μου, συλλογίζομαι,
για λίγο κοντοστέκομαι και φεύγω.
Το βράδυ πάλι δύο ρουφηξιές
από μια σούπα λίγο πρόχειρα φτιαγμένη,
εδώ σταμάτησα να είμαι αριθμός,
μέσα σ αυτό το φτωχικό
έχω ένα όνομα
έχω αγκαλιά
και για το αύριο ελπίδα φυλαγμένη.


Λιάνα Ζαχαρίου


ΗΔΟΝΗ (του Αντώνη Θαλασσέλη)



Στων Θεών τη σιωπή
ακουμπάω τα χείλια μου .
Το χώμα διπλώνω
βάφοντας τις ρίζες κόκκινες
στα σωθικά της νύχτας.
Αερικά και νεράιδες στο δρόμο μου
κι εγώ Δον Κιχώτης φαντάζω!
Στου ωκεανού τα ψυχρά βράδια,
κουρελιάζω τα πανιά του φόβου
και κρύβω την αντοχή μου
στα μυστικά κελιά του πάθους.
Παλιές εικόνες στο ταξίδι ανταμώνω
μάρτυρες της ύπαρξής μου
αναζητώντας το κλειδί της ηδονής.
Έρωτα κεντώ τα βράδια
κι αφήνω την προσμονή
πάνω σε καυτές ανάσες
καρφώνοντας φιλιά
στο γυμνό σώμα της.
Ξεπλένω με ιδρώτα
τις πληγές του πόθου
κι αφήνομαι ν' ακροβατώ
αιχμάλωτος στο φιλήδονο φως της!
Θαλασσέλης Αντώνης.
(Από την υπό έκδοση νέα ποιητική του συλλογή.)