Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Ο πατέρας μου (της Χρυσαυγής Τούμπα)



Ο πατέρας μου χλωμός μέσα στο βαθύ βιολετί του θανάτου

πήγαινε προς τη δύση

μοναχικός, πελώριος και παντέρημος.

Πήγαινε σκυφτός, με ένα τσιγάρο στο στόμα

κι ήταν κάτισχνος, ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο,

με σηκωμένο το γιακά, αν και ήταν καλοκαίρι

κι ένα καπέλο τσακισμένο από το βάρος της βροχής.

Μου φάνηκε πως έγερνε από την δεξιά πλευρά

παρόλο που ήταν χωρίς αποσκευές.

Σιωπηλή, τρομακτική φιγούρα 

που σχεδόν δεν διακρινόταν από την ίδια της τη σκιά.

Μου γέλασε, σαν το μοναδικό σημάδι στοργής στον κόσμο,

κάπως σαν ν' ανθίζουν οι μενεξέδες μέσα στην παγωνιά.

Σταμάτησε λίγο να ξελαχανιάσει, κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου

κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, 

καθώς οι κόρες των ματιών του προσαρμόζονταν στο λυκόφως,

διάβασα μέσα τους ονόματα πολλά που συνωστίζονταν να βγουν, 

λες κι ένιωθαν πιεστική την ανάγκη να ξαναζήσουν, 

να ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα.


Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον καθαρό αέρα.

Τον ρουφούσε μαζί με το θειάφι και τον χαλκό κάθε μέρα.


Χρυσαυγή Τουμπα