Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Ευχαριστώ (της Μαρίας Μηνά)


Εδίψασεν ο άγγελος
κι έγειρε το κεφάλι,
στις χούφτες σου
να πιεί νερό,
μη και γελάσει πάλι.
Να πιεί νερό να ξεδιψάσει.
Μα ήταν πικρό και αλμυρό,
της αρνησιάς νερό είχες κεράσει.
Πικράθηκε το στόμα του
επέσαν τα φτερά του.
Ολόγυμνος εστάθηκε,
χάθηκε η ομορφιά του.
Αλλά  λυπήθηκε ο Θεός,
μεγάλο το Έλεος του.
Κι έβγαλε ρίζες και κλαδιά,
θωρεί  τον ουρανό του.
Παρακαλώ σε ουρανέ,
κράτα για με τη πίκρα.
Ευχαριστώ σε Σε Θεέ,
που τα φτερά μου βρήκα.

Μαρία Μηνά



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Το τελευταίο τσιγάρο (της Σωτηρούλας Τζιαμπουρή)

Δώσαμε ραντεβού στο όνειρο.
Εσύ, καις το τελευταίο τσιγάρο με την ομίχλη του να σκεπάζει τα πάντα.
Ένα τελευταίο τσιγάρο.....
Και συ να χάνεσαι στην ομίχλη του.
Ένα τελευταίο τσιγάρο.....
Άκουγες τις κραυγές της σιωπής σου
να σκίζουν την καρδιά σου
Τα δάκρυα σου να καίνε την ψυχή σου.
Ένα τελευταίο τσιγάρο ...
Ακούς τις ανάσες σου που χάθηκαν στο χτες .
Αυτές που σου έκλεψαν.
Όμως δεν πέθαναν.
Αυτές μετράς.
Ένα τελευταίο τσιγάρο......
Το τελευταίο φιλί σου στη σάρκα μου.
Που δεν πέθανε.
Ένα τελευταίο φιλί που έμεινε χαραγμένο.
Καις ένα τελευταίο τσιγάρο για την ψυχή που ξεγυμνωθηκε, που τσαλακωθηκε.
Καις το τελευταίο τσιγάρο απόψε....
Καίω το τελευταίο μου τσιγάρο απόψε με την παλιά μου ζωή!!!!
Ένα τελευταίο τσιγάρο για μας !!!


Σωτηρούλα Τζιαμπουρή



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Απαγορευμένος καρπός (της Σοφίας Τριανταφυλλίδου)


Στην εποχή της ωριμότητας,
δύο ξένοι συναντηθήκαμε.
_"Μα νομίζω πως σε ξέρω από πάντα, σου' πα! "
_"Και αυτή η απίστευτη οικειότητα
μεταξύ μας, μου ' πες! "Ok
Εκείνη την μοιραία ημέρα,
ξεθάψαμε σκουριασμένα συναισθήματα,
διασταυρώσαμε ηττημένα βλέμματα,
και αντικρίσαμε μαγεμένοι
ένα σπάνιο αφροδισιακό φρούτο που ξεπήδησε από το πουθενά μπροστά μας.
Είχε περίβλημα σκληρό
,ήταν θολό και ρυτιδιασμένο,
μα στο κέντρο του, εκεί στο σημείο της καρδιάς,
φάνταζε ζουμερό και γλυκύτατο
και μας κόλαζε.
Εγώ ή Εύα, τόλμησα και δάγκωσα.
Εσύ φτώχε μου Αδάμ
με μπέρδεψες με το φίδι
και αρνήθηκες, απλά απολάμβανες
την παράνομη και αφοπλιστική παρουσία μας
και μόνο σε κάποιο παράτολμο όνειρό σου ενέδωσες.
Ο Έρωτας που δεν γευτήκαμε
αγνώστων στοιχείων και ταυτότητας.
Εσύ ισχυρίστηκες πως δεν υπήρξε ποτέ,
εγώ ακόμη προσπαθώ να σε πιστέψω...


Σοφία Τριανταφυλλίδου




Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΣΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ (της Βάγιας Μπαλή)


Όπως θα κλαίω σαν παιδί
στου έρωτα την πόρτα,
μονάχο...μονάχο κι έρημο στη γη
να ζητιανεύω λόγια,
κάπου αλλού η αγάπη μου
θα πλέκει παραμύθια.
Με άλλα μάτια θα γελά,
άλλα φιλιά θα αποζητά,
όσο εγώ...όσο εγώ θα δένομαι
στης μοναξιάς τα δίχτυα.
Και με τι δύναμη να πω...
να πω για την καρδιά μου,
που όλοι κοιτούν ειρωνικά
και καιν τα όνειρα μου;
Όπως...όπως θα κλαίω σαν παιδί
στου έρωτα την πόρτα
μία φωνή θα μου μιλά και θα φωνάζει "σώπα".
Είν' η φωνή της μοίρας μου,
αυτής της άγριας φύσης,
που με κρατάει αιχμάλωτη
σε θλίψη άγιας ζήσης.
Όσο εσύ... όσο εσύ θα αναπολείς
χειμώνες καλοκαίρια,
έξω από την πόρτα σου κρυφά
θα ζω την κάθε μέρα.




Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Μα γιατί μ αγάπησες (το Αποστόλου Φεκάτη)


Πως άφησες την καρδιά σου
να κυλήσει δίπλα στην δική μου
Άγριος η ρομαντικός ο έρωτας
Ποιός νοιάζεται

Μόνο τις νύχτες στα μαύρα νερά
η καρδιά μιλάει αληθινά
τότε
 η αγάπη το δελφίνι υποκρίνεται

Μα γιατί μ αγάπησες...
Εγώ ζω
εδώ
καλά
με φίλους
με συνήθειες...
δεν θέλω άλλα ταξίδια.

Το παράθυρο μην το ανοίγεις
μη φανεί το καταβεβλημένο του σώματος

Είμαι καλά εδώ..
παλεύω στα κρυφά
τις σκιές κλειδώνω
μα εκείνες
δραπετεύουν
για να βρεθούν
 στους βασιλικούς
στα λεμονοκυπάρισα
 των πρώτων ανθών..
τις ανασφάλειες
τις φοβίες
φυτεύω
μα εκείνες
χρυσάνθεμα
ευάφανταστα
στην πόρτα του σεληνόφωτος
διαμαρτυρίες στήνουν .

Κι αν μ' αγάπησες
για τον ήλιο μου
ψυχρό και σαστισμένο
αν τον είδες
στην απελπισία του επάνω

με φιλί αγιασμένου νερού
να τον σκεπάσεις
τον δρόμο σου να βρει.

Στο
γιατί
μιαν απάντηση
γυρεύει

τον στρόβιλο της αμφιβολίας
να διαμελίσει.
την εγωμαχία
ν' αντιπαλέψει
μέχρι στα μάτια σου
να δει
την ανεμοφθαρμένη
αλήθεια.

Γιατί μ' αγάπησες....

Απόστολος Α. Φεκάτης




Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Και σφύριξε το κυπαρίσσι.(του Αριστομένη Λαγουβάρδου)


Σφύριξε  το  πλατάνι  κι΄ ήρθανε  ο  Ηρακλής,  ο  Πεδιαδίτης,
ο  Κοντάκης,  ο  Μανιός·
ομορφιά  όπως  φέγγει  ήρθε  η  Μαρία,  μικρή  τριανταφυλλιά,
όμορφη  με  κοτσίδες,  και  μέσα  στα  μάτια  η  αφοβιά
χάραζε  μία  νέα  ελπίδα.

Κι΄ ήρθαν  εκεί  τα  ζούδια  του   βουνού,
χάλαγαν  τον  κόσμο  με  φωνές  και  καμώματα·
-αίγαγροι  και  νυφίτσες  και  ασβοί
και  τ΄ ουρανού  τα  φτερωτά
ο  αητός,  το  γεράκι,  η  θράσα.

Παίζοντας  το  βιολί,  στερνός  ήρθε  κι΄ο  Μάστορας.
Σιωπή  και  μουσική  χώνευαν  τη  θαλπωρή,
όλα  επέστρεφαν  εκεί  που  δεν  άρχισαν  ποτέ·
μες  στην  ειρήνη.
Κι  ήτανε  νέοι,  γέροι,  γυναίκες  και  παιδιά.

Καιρό  μετά  έμεινα  άγρυπνος  σε  ψυχρούς   χειμώνες,
του  πόνου  και  της  φτώχειας  τις  φωνές  ακούγοντας.
Κοίταζα  τα  θεριεμένα  χορτάρια
κι΄ άκουγα  της  βροχής  το  θόρυβο  πάνω  στο  χώμα
κι΄ έβλεπα  να  πετιούνται  ρίζες  γόνιμες  και  δυνατές
έτοιμες  για  καρποφορία.





Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Αγκαλιά (της Βηθλεέμ Νασλα)


Πάρε με μαμά αγκαλίτσα,
δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.
Κάνε μου μια αγκαλιά φίλη μου,
δως μου κουράγιο και δύναμη.
Δως μου αγάπη μου την αγκαλιά σου,
μέσα απ αυτή ζω.
Κράτησε με αγκαλιά μάνα μου,
να μου περάσει ο πόνος.
Έλα παιδί μου, έλα στην αγκαλιά μου,
να διώξω κάθε κακό απ τη σκέψη σου.
Η αγκαλιά είναι αρρηκτη πλέξη που δένει και δημιουργεί, γιατρεύει και μαγεύει.
Είναι το δέσιμο, το κούμπωμα, η ένωση που ενώνει τις ψυχές μας.

Βηθλεεμ Νασλα



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Ήταν Απλώς ένα όνειρο (της Μαρίας Νάντη)


'Ητανε στην αγκαλιά των γονιών της,
ήρεμη κι ασφαλής μέσα
στην απέραντη θαλπωρή του σπιτιού της
όταν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν
τίποτε άλλο από ένα όνειρο ...
Δεν είχε ποτέ χαθεί ...
Δεν είχε ποτέ ξεχάσει ποιά είναι.
ποιός ήταν Ο Πατέρας, Η Μάνα, Τα Αδέλφια της ...
Δεν είχε ποτέ φύγει από το σπίτι της ...
Δεν βρέθηκε ποτέ ανάμεσα σε ξένους,
περιπλανώμενη σε άγνωστα μέρη ...
Ακόμη κι αυτό το φρικτό συναίσθημα,
πως κάποιος την είχε χωρίσει στα δύο,
πως την είχανε διώξει από την πατρίδα της,
πως πρόδωσε όλα όσα αγαπούσε,
πως περπατούσε σε μια απέραντη έρημο
κι έψαχνε διψασμένη να βρεί νερό,
πως έψαχνε πεινασμένη για λίγο ψωμί,
πως έψαχνε κουρασμένη κάπου να γύρει,
πως έψαχνε μέσα στο κρύο κάπου να ζεσταθεί,
πως έψαχνε κυνηγημένη κάπου να κρυφτεί ...
Όλα μα όλα, ήταν απλώς ένα όνειρο ...
Πάντα δίπλα της ήταν Η Μάνα να την σκεπάζει,
Ο Πατέρας να την νουθετεί,
πάντα εκεί, στο σπίτι της το πατρικό,
στην αγαπημένη πατρίδα της,
σε όλα εκείνα που πάντα θυμόταν
και που για μιά φευγαλέα στιγμή που είχε κλείσει τα μάτια της
και την είχε πάρει ο ύπνος, ήταν σαν να μην τα γνώριζε ...
Ήταν Απλώς ένα όνειρο ... Τώρα πέρασε πιά ...




Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Αναχωρώ (της Ελένης Κιούπη)


Θα πάρω μαζί μου
Τρεις σφαίρες
Τρεις θάλασσες σβησμένες
Τρία πηγάδια αίμα

Θα πάρω μαζί μου
Τις σιωπές που σκοτείνιασαν το άρωμα της αγριοφράουλας
Τα σακατεμένα ταξίδια με τα πεζοδρόμια ξαπλωμένα
στη μέση του δρόμου
Τις άγονες μέρες που φύλαγε ο καιρός για μένα

Θα πάρω μαζί μου
Τους λεπρούς μου που ζητάνε χάδια απεγνωσμένα
Σεντόνια να σκεπάσω τους δικούς μου λύκους
Κουρέλια να ντύσω τις
βροχές κι ένα σπαραγμό που κούρνιασε σε ξένο αστερισμό

Αναχωρώ
Για τα άφαντα βουνά της λησμονιάς και για τα μιλημένα τσαμπιά της σιωπής
Στους άστοργους πάγους
Θα σκάψω φωλιά την καρδιά μου να βάλω για ύπνο
Στην είσοδο θα έχω ηρώον της  ήττας χάδια κλειδωμένα δεξιά αριστερά μια πηγή θα τρέχει σκουριά


Ελένη Κιούπη




Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ο Ηλιος μου (της Λουκίας Παπαδοπούλου)


Στο ονειρο αγγελοι φτερουγιζουν
οταν οι αχτιδες σου χαιδευουν τα μαλλια μου
με τα χρυσα φτερα τους με αγγιζουν
καθως με αγαπη αγκαλιαζεις την καρδια μου
Ειναι θυσια μα κι ευλογια για μια γυναικα
που απαρνιεται τα πολλα και τα εγκοσμια
γινεσαι ηλιος που ανδριευει τη θωρια της
και σ αγαπαει ταπεινα μα και παγκοσμια
Απ την μορφη σου ξεπροβαλλουν στεναγμοι
οταν τα ματια σου φεγγιζουν σαν ελπιδα
μου εταξες ανημερο φιλι
και η υπαρξη σου της ζωης θερμοκοιτιδα
Ζωγραφισες χαμογελα ψυχης
και μια φλογα που γεννα την τυραννιδα
κι εγω σεληνη που γυρναει μοναχη
εγινες ηλιος μου οταν σε πρωτοειδα
Εισαι το κυμα που χαιδευει τη ζωη
πρωινη μου αυρα και καυτη μου ηλιαχτιδα
μη σβησεις και ποτε μη μ' αρνηθεις
θα τρεξει αιμα στην ψυχη μου σαν λεπιδα
Οι φλεβες καινε και τα κυτταρα δονουν
απ τη ματια σου η καρδια με ανασες γερνει
Ηλιος της μερας και της νυχτας μου Εσυ
μονο κοντα σου η ζωη αξια παιρνει......




Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Ο κινηματογράφος των αναμνήσεων (της Ιωάννας Πιτσιλλή)


Κάθε χρόνο την ίδια μέρα συναντιόμαστε στον κινηματογράφο των αναμνήσεων. Μπαίνουμε στη μεγάλη σκοτεινή αίθουσα με τα βελούδινα καθίσματα αφού πρώτα πληρώσουμε το αντίτιμο στο γκισέ της ζωής.
Βολευόμαστε στις κόκκινες αναπαυτικές πολυθρόνες μας και παρακολουθούμε στο τεράστιο πανί τη σχέση μας από την αρχή της γνωριμίας μας μέχρι τους τίτλους τέλους. Στη συνέχεια οδηγούμαστε με τα κεφάλια μας σκυφτά και την ψυχή κομμάτια προς την έξοδο. Μπαίνουμε σε χωριστά αμάξια αμίλητοι και φεύγουμε με κατεύθυνση τη γνώριμη κενή ζωή  μας.
 
Ήταν φορές που ευχήθηκα η έξοδος να ήταν κλειδωμένη. Κάποιος να μας κρατούσε μέσα στο δωμάτιο, έτσι για την πλάκα του. Για να μπορέσουμε επιτέλους να πούμε τις αλήθειες μας. Μα φοβάμαι πως το σενάριο αυτό θα παραήταν τολμηρό και θα ήθελε  ήρωες με κότσια που εμείς δυστυχώς ποτέ δεν είχαμε.




Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Την είδε κανείς; (της Αθανασίας Δαμπολιά)


Ήμουν εδώ. Το ήξερες.
Και είμαι εδώ. Μα δεν το βλέπεις.
Ίσως έγινα περιττή στις χαρές.
Μόνο για λύπες ήμουν.
Τώρα ταξιδεύεις αλλού.
Καλοτάξιδο το διάβα σου με όλη μου την καρδιά.
Κι αν γυρίσεις το κεφάλι, πίσω σου θα `μαι.
Θα με δεις. Άγγελό σου και προστάτης σου.
Όσο μπορώ.....
Έδωσα την καρδιά μου σε στιγμές που χρειαζόσουνα.
Δεν ξέρω τώρα που πήγε.
Μήπως την είδες ;
Ψάχνομαι.
Την είδε κανείς ;




Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Το Βαλς (της Κικής Κωνσταντίνου)


Και πάνω από τη ζωή της, κρεμόταν σαν πέπλο μυστηρίου, 
το φιλί της Ευκαρπίας.
Το μόνο που της ζητήθηκε - από ένα ανίερο ον - ήταν ένα βαλς. 
Το βαλς του θανάτου.
Μέρα
Νύχτα
Όλα έμοιαζαν στάσιμα
Εβδομάδες
Μήνες
Χρόνια
Όλα νεκρά
Τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, εξαφανίστηκαν.
Ο χρόνος, πλέον γηραιός εχθρός που αποκρούστηκε νοερά, από μια "αδέξια" φύση.
Εκείνη, "ντυμένη' θλιμμένη πριγκίπισσα.
Εκείνος, ρακένδυτος πιλότος.
Ένα βαλς και μια ευκαιρία.
Κάθε βήμα και πιο κοντά στο χάος, στον τελευταίο σταθμό.
Εκείνη την μέρα, στην αποβάθρα του αγωνιστικού πάλκου που θα γέμιζε αθέμιτες φιγούρες, μια κοπέλα με μαύρο τούλι γέννησε ελπίδες. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Λες και από άλλον κόσμο εισήλθε.
Της εναντιώθηκαν, ενίκησε.
Ως εξευγενισμένο ον, ενίκησε.
Οι αγώνες χορού δεν έγιναν ποτέ.
Σε ένα κάρο, ο ιππότης εβρέθηκε.
Μόνος, φωταυγής​ σαν κεράκι που άναψε.
Κεράκι εσωτερικό, δέσμιο• αναίμακτα αλληγορικό.
Σε μια παλιά αποθήκη, εμφανίστηκε η Πληγή και το Κύμα. Δεν είχαν χρόνο αυτή τη φορά. Δεν αρκούσε, ούτε μια περιστροφή. Η Μαύρη Γοργόνα, εκεί δεξιά, τους υποσχέθηκε πως θα έρθει σύντομα η σειρά τους, να βγουν μπροστά, στο δικό τους προσκήνιο... Την επίστεψαν και το Κύμα αναζήτησε το τρένο.
Ανήκουστο.
Πως να ζήσει ένα Κύμα στη στεριά;
Πως να ανατραπεί η ιστορία;
Οι κόσμοι, συνηγόρησαν.
Η θυσία δεν άργησε να έρθει.
Η αμετανόητη αράχνη ρίχτηκε στη φωτιά... μόνο που δεν ήτανε αράχνη.. ήτανε η Πληγή, ντυμένη νύφη.
Αλλότρια πυροδότηση, ανήκουστη μακαριότητα, προσβολή της ανθρώπινης φύσης. Κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη λάσπη.
Λοιπόν;
Θα χορέψεις με τον απρόθυμο εαυτό σου, βαλς;




Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (της Λένας Σαρή)


Δεν φταίει που φεύγουν οι μέρες
Δεν είναι που φεύγει ο καιρός
Είναι που μένουν οι μνήμες
σαν ένας θάνατος αργός

Είναι που όλα τελειώσαν
μιας Κυριακής πρωινό
και την καρδιά μου σκορπίσαν
σαν φύλλο φθινοπωρινό

Είναι τα λόγια μαχαίρια
ματώσαν τη δόλια καρδιά
Είναι τα δυό σου τα χέρια
που δεν μ' αγγίζουνε πιά

Αντίο η καρδιά μου σου στέλνει
βότσαλο που σπά και σκορπά
σαν πλοίο η αγάπη που φεύγει
σαλπάρει κι αποχαιρετά

Λένα Σαρή



Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Αγέννητο όνειρο (της Αντριάνας Περικλέους - Ονουφρίου)


Ζωγράφισα  τ αγέννητο όνειρο
Έγραψα ανύπαρκτο στίχο.
Έφτιαξα το εικαστικό της ελπίδας
Φύτεψα την άνοιξη και περιμένω
ν ανθίσει.

Αναδύθηκα μέσα από το κουκούλι,
πεταλούδα, του χειμώνα.
καλοκαιριού ανθισμένη αμυγδαλιά
Έζησα το πάθος του έρωτα πριν
μ αποπλανήσει.

Επιβιβάζομαι μέσα σ
αραγμένα καράβια.
μέσα σε στάσιμα τρένα,
μέσα σε ναυάγια ψυχών που
χουν νεκρώσει.

μα δεν σταματάω τ όνειρο γιατί
ανθίζει σε δυο ματάκια παιδικά,
απάνω σε μια ροζιασμένη παλάμη
που σφίγγει την καρδιά.

στα χρώματα τ ουρανού το δείλι.
στ αγέννητο συναίσθημα που
πλησιάζει γοργά,
απάνω στο κεντρί της αγάπης
που μελισσοπετά.

Αντριάνα Περικλέους - Ονουφρίου






Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

ΗΧΟΙ ΠΟΛΕΜΟΥ (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)


Κόκκινος είναι ο ουρανός
κι οι αστραπές τα βράδια
δεν είν' θαρρείς  από τον καιρό
πολέμου είναι σημάδια

Βγάζουμε το παράπονο
με τ' άτιτλα μας ποιήματα
κρυβόμαστε μες τις σιωπές
που αυτές θα γίνουν μνήματα

Μία και δεν έχουμε φωνή
να δώσουμε την πάλη
τη λύση περιμένουμε
να δώσουν κάποιοι άλλοι

Πάλη για να 'χουν οι λαοί
ασφάλεια και ειρήνη
πάλη για την ανατροπή
και για δικαιοσύνη.

Γι αυτή που γυναικόπαιδα
παλεύουν στη Συρία
Και γράφουν με το αίμα τους
ξανά την ιστορία

Κι όλοι εμείς οι θεατές
το δάκρυ μας να χύνουμε
κι ύστερα σε ταβέρνες και σε κλαμπ
να πάμε να τα πίνουμε.

Ότι είν' να γίνει θα γενεί
αφού είναι το γραμμένο
Και το δικό μας το χαμό εγώ
τον περιμένω

Το έθνος πλέον θα χαθεί
μας σβήνει η ιστορία
Τι σημασία κι αν έχουμε
των Κούρδων την ανδρεία

Σήμερα πολεμούν αυτοί
αύριο η σειρά μας
και κάποιοι άλλοι θα θρηνούν
για τα δικά παιδιά μας

Για αυτό ας αντιδράσουμε
όσο είναι ακόμα η ώρα
πριν να γευτούμε και εμείς
του πόλεμου την μπόρα

Χρήστος Παπαχρυσαφης



Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Σιωπή (της Τζένης Τσιούγκου)


Κάποια λόγια που ήταν να ειπωθούν εγκλωβίστηκαν για πάντα στη σιωπή σαν ήχοι του έρωτα που σβήστηκαν και χάθηκαν στο κενό της απουσίας. Σαν λουλούδια που μαράθηκαν, όμως η ευωδιά τους τριγυρνάει ακόμη στην ατμόσφαιρα θυμίζοντας τις λέξεις που κάποτε άνθιζαν στου νου τα μονοπάτια. Κάποια λόγια που ήταν να ειπωθούν κρύφτηκαν για πάντα στην καρδιά κι έγιναν πληγές αγιάτρευτες που αιμορραγούν ασταμάτητα ποτίζοντας με δάκρυα τα μάτια κι ένα πάθος ανολοκλήρωτο που χάνεται σε στιγμές όλο φρούδες ελπίδες και προσμονές που κατέληξαν να είναι ανούσιες, χωρίς σκοπό. Σαν τραγούδια που δεν κατάφεραν να φτάσουν στον  προορισμό τους αλλά ακόμη υπάρχουν στην ψυχή σαν μικρές ιστορίες που τις περισσότερες φορές βασανίζουν με την υπέρμετρη νοσταλγία τους. Είναι τελικά αυτά τα λόγια που δεν ειπώθηκαν και υπομένουν πάντα σιωπηλά τη δύναμη του έρωτα κατακλύζοντας το σώμα που προχωρά φορτωμένο με λέξεις, πόθους και όνειρα σ’ ένα βουβό τοπίο.

Τζένη Τσιούγκου



Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (της Έλενας Κορινιώτη)


Έτος 1908

"Μάνα, μάνα, μάνα" Με λένε μάνα. Δεν έχω όνομα κι αν κάποτε είχα, το ξέχασα κι αυτό, ξεθώριασε.
"Μάνα έλα εδώ, μάνα κάνε αυτό, μάνα κάνε κουράγιο". Σ' αυτή τη ζωή γεννήθηκα για να ξεπλέκω άλλες ζωές. Να τις καλοχτενίζω, να τις σενιάρω, να τις στολίζω κι αν με ρωτάς δεν είμαι σίγουρη πως αυτό ήθελα, αλλά και τι να έκανα. Δεκαπέντε χρονών παντρεύτηκα τον Γιάννο, δεκαέξι απέκτησα τη Λεμονιά. Ήμουν ενα παιδί που μεγάλωνε ένα μικρότερο παιδί κι υπέμενε τις ιδιοτροπίες του συζύγου της. Άντρας ήταν να μου πείτε, είχα την υποχρέωση να τον υπηρετώ και να τον συγχωρώ. Τουλάχιστον μας φρόντιζε να μη μας λείψει κάτι, πέρα από το χάδι. Άλλωστε η αγάπη που δεν τρώγεται, ούτε αγοράζεται ήταν περιττή για εκείνον. Σκληρός άνθρωπος, ψυχρός, απρόσιτος ως το τέλος της ζωής του.

Η ξανθομαλλούσα μου όμως, ήταν φτιαγμένη από άλλη στόφα. Ευαίσθητη, συμπονετική, γεμάτη καλοσύνη. Αχ και πόσο με αγάπαγε! Σφιχτά δεμένη μαζί μου, ρούπι δεν έκανε χωρίς εμένα. Στο σπίτι, στο κουβάλημα του νερού, στο στάβλο, σαν κορδελάκι κρεμασμένο επάνω στη φορεσιά μου. "Θα σε βοηθήσω εγώ μαμά" έλεγε με τη ψιλή φωνούλα της προσπαθώντας να σηκώσει τη στάμνα κι εγώ γελούσα με τα καμώματα της. Τα ωραιότερα χρόνια μας ήταν αυτά, προτού μας βρει το κακό.

Ανάθεμα! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή! Ανάθεμα και σ' εκείνο το διαβολόσπερμα τη Μαρουσώ που βρέθηκε στο διάβα μου! "Ξαδέρφες είστε, θα αγαπιέστε" της έλεγα η τρελή, δε γνώριζα τι φίδι έτρεφα στον κόρφο μου. Το ζήλευε το παιδάκι μου. Και δεν τρώω εγώ κουτόχορτο, ούτε είμαι καμιά χθεσινή για να πιστέψω τις δικαιολογίες του νιάνιαρου. Τάχα δεν το ήθελε, τάχα έγινε τυχαία, καταλάθος επάνω στο κυνηγητό. Μωρ' τι μας λες; Καταλάθος έσπρωξε τη Λεμονίτσα μου στον αναμμένο φούρνο; Σαν χθες θυμάμαι το κλάμα της, πως να το ξεχάσω; "Μάνααααα" έσκουξε σαν να μην είχε φωνή ανθρώπου, σαν να κραύγαζε ένα αγρίμι που το έγδαραν ξεχειλώνοντας την πέτσα του. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κι αυτό που αντίκρισα να μη το αντικρίσει ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Ένα τόσο δα πλασματάκι να παλεύει με τις φλόγες κι εγώ να στέκομαι ανήμπορη μπροστά της. Τι να έκανα; Τι; Οι τσιρίδες της Λεμονιάς να τρυπάνε το μυαλό μου, οι γειτόνισσες να προσπαθούν να τη συνεφέρουν ρίχνοντας της κρύο νερό κι εκείνο το βρωμοκόριτσο να έχει λουφάξει στη γωνιά και να παρακολουθεί ατάραχη το θέαμα. Μα δεν είναι ο πόνος που τρύπησε το κορμάκι της, είναι τα σημάδια που τρύπησαν τη ψυχή της.

Τι να θυμηθεί το παιδί μου και τι να πρωτοξεχάσει; Τέρας την αποκαλούσαν τα σκατόπαιδα της γειτονιάς κάνοντας χάζι κάθε φορά που κρυβόταν πίσω από τη φούστα μου. Τα 'παιρνα κι εγώ στο κυνήγι με μια χούφτα πέτρες. "Στο διάολο να πάτε παλιόπαιδα" και πριν προλάβω καλά καλά να τα ξεπροβοδίσω, να τρέχω πίσω από τη μικρή μη κάνει καμιά τρέλα.
Μαντήλια εδώ, μαντήλια εκεί, μια κασέλα γεμάτη μαντήλια, δεύτερη σάρκα της τα είχε κάνει. Τα κρέμαγε στο πρόσωπο της, σαν να έκρυβε το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου που ήρθε και φώλιασε επάνω στη σάρκα της.
"Τουρκάλα είσαι εσύ για Γκρέκα;" της έλεγαν περιπαικτικά οι αχρείοι συγχωριανοί μας. Με κόπο μάκρυνε τα μαλλιά της για να πετάξει τα υφάσματα. Άντε και να τα ρίχνει σαν κουρτίνα επάνω στα εγκαύματα. Να τα σβουρίζει από εδώ, να τα γυρνάει από εκεί και να ψάχνει τρόπους να καλύψει το μισό πρόσωπο της που είχε γίνει σαν τσαλακωμένο χαρτί απ' τις φωτιές. Δεν το άντεχε. Και δεν άντεχε και τον περίγυρο που έμπηγε τα αδιάκριτα βλέμματα του επάνω της, σαν να 'τανε βελόνες. Στο φως της μέρας δεν έβγαινε, έμενε ξαπλωμένη σ' ένα σκληρό ντιβάνι να διαβάζει σελίδες και σελίδες, ολόκληρα βιβλία και τόμους, ποιος ξέρει σε ποιους μαγικούς κόσμους ταξίδευε ώσπου να δύσει ο ήλιος. Τη λάτρευε τη νύχτα. Ίσως γιατί το σκοτάδι ήταν ο καλύτερος φίλος της.

Όσο ζούσε ο Γιάννος είχαμε μια κάποια ηρεμία μα από την ώρα που έκλεισε τα μάτια του κατάλαβα για τα καλά πως η Λεμονιά θα δυστυχήσει. Τα χρήματα λιγόστεψαν κι οι συγγενείς γύρισαν τις πλάτες τους. Κακά τα ψέματα, το ξέρετε κι εσείς όταν φεύγει η κεφαλή της οικογένειας, το σπιτικό ερημώνει, σαν να σαπίζει σιγά-σιγά απ' τα θεμέλια του. Η μόνη σωτηρία μας ήταν να βρει ένα καλό παλικάρι να την αποκαταστήσει, να τη ζήσει. Εγώ γριά γυναίκα ως πότε θα την φροντίζω;  Αν τύχαινε και μ' έπαιρνε ο Θεός, τι θα απέγινε; Αχ και τι δεν έκανα για να τη στεφανώσω. Παρακάλεσα προξενητάδες από όλους τους μαχαλάδες να μου την κανονίσουν, μα κανένας δεν αναλάμβανε τέτοιο φορτίο. "Είσαι καλή γυναίκα Μόρφω, μα ποιος θα την πάρει νομίζεις;". Κάθε φορά που ξεστόμιζαν τούτα τα λόγια, ένιωθα μια χαντζάρα να μπήγεται και να στριφογυρνάει μέσα στην καρδιά μου. "Είναι γλυκιά, καλοσυνάτη, νοικοκυρά και δεν φαντάζεστε πόσα κατεβάζει ο νους της. Ξέρει από φερσίματα σας λέω, τα ξεπατίκωσε όλα από τα βιβλία που διαβάζει" τους έλεγα μα εκείνη ανένδοτοι. Μονάχα η Κατινιώ φιλοτιμήθηκε να με βοηθήσει, να την έχει ο Παντοδύναμος καλά και να μη την κρίνει αυστηρά γι' αυτό που κάναμε. Ας πάρω το βάρος της αμαρτίας όλο επάνω μου, εμένα ας τιμωρήσει.

Και σε ποιον να το πω και να μη με κατακρίνει πως παρουσιάσαμε τη Μαρουσώ στον Κωσταντή, ως κόρη μου. "Τι βλέπεις εκείνη τη λυγερή Κωσταντή; Θα σε ενδιέφερε;" του ψιθύρισε η Κατινιώ στο προαύλιο της εκκλησίας στοχεύοντας με το δάχτυλο της την ανιψιά μου. Εκείνου όχι μόνο του άρεσε, ξετρελάθηκε, του τρέξανε τα σάλια. Κι αν με ρωτάς γιατί διάλεξα αυτή θα σου πω πως πρώτον έμοιαζαν σαν αδερφές και δεύτερον είχα την εντύπωση πως ήταν δίκαιο τούτο το χέρι που παράχωσε το παιδάκι μου στη δυστυχία, να τη βγάλει από δαύτη.
Κι αυτό το βρομοθήλυκο που δεν έχει ίχνος τσίπας επάνω της, δύο μέρες πριν το στεφάνωμα πήγε στο σπίτι των Μαυρογιαννέων και τα ξέρασε όλα! Τ' ακούτε; Όλα τα μαρτύρησε η προδότρα. Πως θα βάζαμε τη Λεμονιά κάτω από το κεντημένο πέπλο. Ναι, θα το καταλάβαινε, χαζός δεν είναι μα θα είχε ήδη προλάβει να ψάλλει το "Δι ευχών" ο Παπά-Γιώργης. Κι αν έμπαινε η κουλούρα στο κεφαλάκι της Λεμονιάς θα έμπαινε και το νερό στο αυλάκι, αλλά ανάθεμα σε καταραμένη Μαρουσώ, να υποφέρεις κάθε μέρα.
Οι Μαυρογιαννέοι σαν σκυλιά λυσσασμένα όρμησαν στο σπιτικό μου, πετώντας πέτρες και μαδέρια. Και τι ξεστόμισαν τα στόματα τους, δε λέγεται. Περίγελος γίναμε, σε όλους τους μαχαλάδες.
Τούτη ήταν κι η τελευταία μέρα που είδα το παιδάκι μου.

Αχ δόλια Λεμονιά! Σε τούτη τη ζωή ήρθες για να υποφέρεις.

Με λέγαν μάνα.
Όχι πια.
Τώρα δεν είμαι τίποτα.
-----------------------------------------------------
Η Μόρφω ήταν πεσμένη επάνω στο άψυχο σώμα της Λεμονιάς θρηνώντας για ώρες ολόκληρες.
Η νεαρή έβαλε τέλος στη ζωή της, φοβούμενη πως θα καταλήξει μόνη της.
Δεν άντεξε το στίγμα.

Έλενα Κορινιώτη



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Έκτη εποχή (της Μάρθας Κανάρη)


… το τρανζιστοράκι επέμενε να βαράει
και ο απόηχος από το μινοράκι μιας άλλης αυγής, 
χάιδευε απαλά τη λήθη…
Η μελωδία σηματοδοτούσε την Πέμπτη εποχή
κι εγώ βρισκόμουνα ήδη στην Έκτη…
σε μια αλλόκοτη διάσταση, πέρα απ το χρόνο και τον τόπο,
σ ένα κήπο λευκό και καθάριο,
σαν το λευκό της αγνότητας,
σαν το λευκό της προσδοκίας και των αγγέλων…
Η μόνη παραφωνία, δυο σταγόνες κόκκινου κρασιού…
Σημάδι στο λευκό μου μπλουζάκι,
όμοιες με το αίμα που έχυσε ο Αντώνιο
καθώς αντίκρισε νεκρή τη δική του Κλεοπάτρα…
Το μινοράκι εξακολουθούσε να βαράει
και η αυγή με βρήκε με τα μάτια πρησμένα…
Η Έκτη εποχή ήταν ολόλευκη,
μα εμείς δεν κουμαντάραμε να ζήσουμε ,
ούτε με τέσσερις…

Μάρθα Κανάρη



Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Οι στιχοι εχουν ονοματεπώνυμό (της Έλενας Μαυροειδή)


Την ώρα που σιωπή απλώνεται στη φύση ,
και τα πουλιά δεν κελαιδουν , 
αυτή την ώρα ακούω τη φωνή σου ...

Την ώρα που η νύχτα κεντάει
με αστέρια το μαύρο της σεντόνι  ,
πριν να με πάρει στην δική της αγκαλιά ,
αυτή την ώρα ειναι που μου λείπεις ...

Κι ύστερα  μπαίνουν σιγά κι αθόρυβα
 στο σκοτεινό δωμάτιο του νου
οι αμφιβολίες , και ψάχνω
απαντήσεις σε ένα γιατί ...

Η  πάχνη μπαινει απ τα  μισόκλειστα πατζούρια , και λούζει το κορμί ,
το δρόμο σου κοιτούν  τα δύο μου μάτια περιμένοντας νά'ρθεις , και γίνεσαι δάκρυ ...

Με ξέχασες ,
το μαρτυρά η απουσία σου , μα τη λέω ,
κι αμέσως σκέφτομαι τι μου είχες πει ,
πως κάθε μέρα κλέβω την καρδιά σου ...

Χαθήκαμε ,
μα ούτε αυτό δεν μας ταιριάζει ,
αφού σε συναντώ κάθε βραδιά στους μυστικούς μας δρόμους στο σκοτάδι ...

Τρεις μέρες και σήμερα ,
ετσι μου ειχες πει , κι η καρδιά 
αφήνονταν στο όνειρο ,
ενα όνειρο που ζούσε μέχρι το πρωί ...

Ίδιες σκέψεις κάθε βράδυ ,
ίδια αναμονή , μα δεν έρχεσαι ,
κι όταν τα μάτια κλείνουν  βαριά και κουρασμένα, σ αναζητώ στο όνειρο ...

Έλενα Μαυροειδή



Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

ΜΗ (της Πόλης Μίλτου)


Μη μου πεις πως όλα γίνονται,
όταν όλα έχουν πνιγεί στα βαθιά.
Μη μου μιλάς για εύκολους δρόμους,
αν μπροστά στα πόδια μου,
ξανοίγεται φουρτουνιασμένος ωκεανός.
Μη μου δείχνεις ουρανό,
αν τα σύννεφα έχουν σκοτώσει το φως.
Μη μου προτείνεις ταξίδι ευτυχίας
σε καράβια τσακισμένα στους ύφαλους.
Μην περιμένεις κουράγιο,
αν δεν έχω ανάσα στο στέρνο μου.
Μη μου θυμίζεις ζεστασιά σαλονιού
σε κακοτράχαλες ράχες γδαρμένος.
Μη με παρηγοράς με κούφια λόγια,
αν τίποτα δε σημαίνει για σένα η θύελλα.
Μη σωριάζεις δικαιολογίες,
αν δεν μπορείς να αντέξεις τα «αχ» μου.
Τραβήξου και άσε με ήσυχη.
Είναι ώρα να κλάψω μονάχη.
Είναι δικές μου οι στιγμές της πίκρας
και δεν μπορώ να ανεχτώ
φιλόσοφα πνεύματα και ερωτήσεις.
Είναι οι χαρές μου και οι ελπίδες μου,
που σβήστηκαν όλες μεμιάς.
Φύγε μακριά, αδιάφορε ξένε,
δεν είναι δική σου η μάχη.
Η ψυχή μου υπομένει μαρασμό,
είναι καιρός να θρηνήσω.
Τα όνειρά μου γεννιούνται πρωί
και το βράδυ πεθαίνουν.
Τώρα είναι νύχτα και ζω το χαμό.
Μην καθίσεις εδώ, σε φοβάμαι,
θα μου δώσεις και άλλη σπρωξιά,
γιατί έτσι έχεις μάθει,
να αμφισβητείς την αλλότρια οδύνη.
Έλα πάλι τη μέρα,
που θα έχω ορθωθεί ξανά να παλέψω.
Τότε, δε θα είσαι επικίνδυνος
για τις ισορροπίες μου…
Copyright © Πόλυ Μίλτου
(Μια αντίδραση για λόγια που λέγονται με αφάνταστη ελαφρότητα και ευκολία για την ξένη ζωή... και πολλές φορές πληγώνουν ανεπανόρθωτα εκείνους, που ήδη παλεύουν να σταθούν όρθιοι...)

Πόλυ Μήλτου



Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Έρωτας (της Λίτσας Μοσκιου)


Ήταν εκείνο το πρώτο βλέμμα
που έκανε την καρδιά
ν' ανακαλύψει τους χτύπους της.
Το δισταχτικό αρχικό χαμόγελο
που έδειξε για πρώτη φορά
στα μάτια μου το φως
και γέννησε
τον πρωτόγνωρο φόβο της απώλειας
πριν καν προλάβω να σ' έχω.
Η ανακάλυψη πως τίποτα ως τώρα δεν είχα...
πως τίποτα δεν έζησα
λες και γεννήθηκα ξαφνικά
την στιγμή που σ' αντίκρισα.
Κι αρνήθηκα τον έρωτα πριν έρθει
σ' όλα τα πρόσωπα που δεν θα ' χουν
τη μορφή σου.
Σ' εκείνο το στιγμιαίο άγγιγμα
τρόμαξα...
Μούδιασε το κορμί  κι έτρεμε η ψυχή
καθώς περίμενα...
Μα όλα πρόλαβαν να ειπωθούν
πριν ακόμη τολμήσουν
ν' ανοίξουν τα χείλη μας να πουν Σ' αγαπώ.
Πριν οι λέξεις
αποχτήσουν ήχο...
λες και τώρα αποκτήσαμε
για πρώτη φορά ακοή.

Λίτσα Μοσκιου



Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Η συντροφιά μου (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)


Συντροφιά μου σε κρατώ τα βράδια,
καθώς βλέπω τ΄αστέρια στον ουρανό.
Ανάβω σπίρτο να κάψω τσιγάρο στα χείλη,
που δεν έσβησε φιλί δροσερό.
Σύρω την κουρτίνα να μπει το φως,
από ένα φανάρι στο δρόμο.
Και τότε με ξελογιάζει το γιασεμί,
που φύτεψες κάποτε εσύ.
Στρέφω το βλέμμα στο τραπέζι,
εκεί που παράριξα τη φωτογραφία μας.
Κι όμως....
Ακόμα μου γελάς, με τρόπο που με συγκλονίζει.
Κι ακόμα με κοιτάς και σε λούζει ένα φεγγαρόστρατο,
που μόνο στα όνειρα το ζωγραφίζω.
Σε σύνορα οριοθετημένα να μπεις δε το μπορείς.
Σε μαύρο με άσπρο να σε καδράρω, προσπαθώ.
Μάταια ο νους με την καρδιά παλεύει.
Κι εγώ ακούω την ηχώ.
Κατάματα τώρα την αλήθεια βλέπω.
Κι αν η φωτογραφία δείχνει μια χαρά,
δυο αγάπες φανερώνει.
Μια που μ΄αγάπησες εσύ ένα καλοκαίρι.
Και μια που γέννησα εγώ,
για όλους τους χειμώνες.


Ειρήνη Σκευοφύλαξ



Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Στον 8ον όροφο μοναξιάς (της Κυριακής Δράκου)


Χλωμά και κουρασμένα τα πρόσωπα.
Γεμάτη η καρδιά λανθασμένες πεποιθήσεις.
Τα καράβια δεν ξεκίνησαν ακόμη το ταξίδι της ειρήνης.
Αγάπη σ΄ αγαπώ, σ΄ ένα κόσμο που κλαίει,
που μοιάζει πυροτέχνημα στιγμής.
Μιλημένες δόξες, μετάλλια, νίκες και αμφισβητήσεις…

Δακρύζει το δίκαιο σε μια γλάστρα, φυτεμένο στον 8ον  όροφο μοναξιάς.
Η αλήθεια ανθίζει στο μπαλκόνι, λευκούς ανθούς.
Ψάχνει να δει το φεγγάρι μέσα  από τα χαλάσματα.
Ζητά ένα  χάδι από τα αγάλματα…

Ποιος θα εξαργυρώσει τη ζωή μας με μια άλλη ζωή;
Στις γέφυρες του άχρονου χρόνου, φωνάζω σιωπηλά με την ποίηση,
με ακούνε τα  πεύκα, τα έλατα, οι ελιές…
Στους κλώνους των ψυχών, πετώ σαν σπουργίτης σαστισμένος,
ψάχνοντας λίγα ψίχουλα ειρήνης.

Ατέλειωτα ύστερα-αύριο-ποτέ, τάζουμε στη γη που μας γέννησε…
Κυλώ σαν ποτάμι με τους στίχους μου μπροστά σου…
Εσύ θα αποφασίσεις αν θα αλλάξεις πεποιθήσεις, για να αλλάξεις τη ζωή σου, τον κόσμο, τη γη.
Το πέρασμα του πριν με το τώρα και το αύριο είναι μια καταιγίδα ή ένα ηλιογέννημα.
Τινάζει τα  λευκά λουλούδια, στο μπαλκόνι η μοναξιά μας…

Ποια θάλασσα, ποια ακτή, ποιο όνειρο, ποια φωνή,
θα ακουστεί στα πρόσωπα μας;
Μικρή ζωή σου χαρίζω λευκούς ανθούς,
 με τα νοήματα στα ποιήματα μου για την ειρήνη.
Στάζουν σαν ροδόνερο, μέσα στην διαδρομή της κάθε μας επιλογής…

Ο άνεμος τυλίγει τα νοήματα…,τα απλώνει στον κόσμο σαν προβληματισμούς.
Μέσα από τους τοίχους ας γεννηθούμε σήμερα, πριν να είναι αργά.
Πώς μπορούμε να έχουμε ειρήνη όταν δεν μπορούμε να δούμε ήλιο;
Τα δέντρα λύγησαν ο ήλιος δεν φαίνεται…
Ας κάνουμε κάτι…


Κυριακή Δράκου




Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

ΜΕΙΝΕ ΕΔΩ (της Σοφίας Κοντογιώργου)


Ανασαίνει το σπίτι
μυρωδιές και αγγίγματα
Πεταρίζουν τα βλέμματα
στης ανάγκης το αντάμωμα
Ανεμίζουν ντροπαλά οι κουρτίνες
στου έρωτα την ανάσα
Χαμηλώνουν τα φώτα
το ημίφως
οι καρδιές να φλογίσουν
Τα ποτήρια γεμάτα
ευτυχία κερνούν
τρυφερά καθώς σμίγουν
στης ευχής τις λεξούλες
Στα μπλεγμένα τα χέρια
ψιθυρίζει η επαφή
της ψυχής το ανατρίχιασμα
Όλα γύρω γαλήνη
Στης νυχτιάς την αγκάλη
ζωντανεύει το θαύμα
Μην ανοίξεις την πόρτα
Μείνε εδώ .

Σοφία Κοντογεώργου





Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΓΥΝΑΙΚΑ (της Ειρήνης Γεροντάρα)



 Λάσπη και μετάξι.
Θεά και μούσα, μάνα, αδερφή και ερωμένη.
Τροφός, εργάτρια, ιέρεια,
παιδαγωγός και εστεμμένη της ζωής
θώκος δημιουργίας απαράμιλλος
άξια σεβασμού, λατρείας και τιμής.
Του έρωτα η έμπνευση κι απαύγασμα
ηδονικά και τρυφερά τα αγκαλιάσματα σου
μήτρα των θαυμαστών και τρομερών.
Εύγονη, καρποφορούσα, ζωοδότρα,
θεμέλιο και στήριγμα, προόδου ώθηση.
Πλήθος τα επίθετα που σε κοσμούν,
τόσοι οι τίτλοι, πολυποίκιλοι
μα ένας ο πολυτιμότερος:
Σύντροφος και συνοδοιπόρος.
Δόσιμο, αγάπη, λυτρωμός και ανακούφιση η ποδιά σου.
Μάνα ιερή. Γεννιέσαι, γίνεσαι και μένεις.
Η φύση να σ’ ευγνωμονεί, να σέβεται.
Γυναίκα από λάσπη και μετάξι εσύ πλασμένη.
Λογάριασε πόσα τα βάρη που φορτώθηκες
εντός σου κουβαλάς και προχωράς ν’ ανέβεις
της ζωής τ’ απάτητο βουνό.
Μεταξωτό μαχαίρι να κραδαίνεις,
υπεράσπιση και προστασία.
Κορμί από λάσπη σμιλεμένο
ανάκαρα στη δίνη της ζωής.
«Πέρα απ’ τα’ ανθρώπινα
Κι όμως ανέλαβα.
Για μια αγάπη όλα καμωμένα.
Γυναίκα, είμαι».

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Πέθαναν οι ποιητές (του Κυριάκου Δοσαρά)


Μην με ξαναπείτε ποιητή...

Της ματαιοδοξίας μου υπηρέτης έγινα
θέλοντας στον ψεύτη χρόνο
της ύπαρξής μου τάχα, τ ' αποτύπωμα ν' αφήσω.

Μην με ξαναπείτε ποιητή...

Ένα ψώνιο αχόρταγο πήγα να θρέψω
σκαλίζοντας τάχα μου αταίριαστους στίχους
μα κείνο, αδηφάγο κι επιπόλαιο
ζητά περισσότερο αίμα να τραφεί
απ ' της καρδιάς μου τ ΄αποθέματα.

Μην με ξαναπείτε ποιητή...

Θα σας μαλώσω...

Κρατώ σφιχτά τώρα τη σιωπή

καθώς πάντα εκείνη με καταλάβαινε.

Πέθαναν οι ποιητές...

μαζί τους κι εγώ.

Συγνώμη αν σας φάνηκα για ποιητής,
συγνώμη αν έστω και για λίγο
την ιδέα αυτή σας έδωσα.

Ήταν, απλά μια πλάνη.

Μια μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη αυταρέσκειας.

Ελπίζω κάποια στιγμή

άφεση να μου δώσετε.



Κυριάκος Δοσαράς




Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Γράμμα στον πατέρα (της Ιωάννας Καράμπελα)


Έρχονται κάποιες μέρες σκοτεινές,
Θυμάμαι τις κουβέντες και φωτιζομαι.
Μα εφυγες νωρίς
κι θελα τόσα να σου πω,
είναι ο κόσμος μας μικρός
κι εγώ αρτσουμπαλη,
'κει μέσα του σκοντάφτω.

Είναι η τυφλοτητα που μεγαλώνει πατέρα,
βγανει βλαστους μέσα απ ' τις φλέβες και ψηλωνει.
Στενευουν τα σπίτια,
γίνονται ανηλιαγες σπηλιές.
Σαν περνώ από τις πόρτες καμπουριαζω...
Μόνο οι αράχνες να υφαινουν τον ιστό,
γνωρίζουν στις γωνιές
Φοβάμαι μη τύχει αξαφνα...
και μέσα μου σκοτάδι κατακλύσει.
Πατέρα κρυωνω...
Των παγετώνων η εποχή δεν λέει να περάσει.
Μεσ' το κατακαλοκαιρο
το χνωτο κρυσταλλωνει των ανθρώπων και με γδερνει.
Εφυγες εσύ ,
μαζί κι αγκαλιά ,
από ένα σπάνιο μαλλί κουβερτα.
Σαν ήμουνα μικρή,
χωραγα ολάκερη μαζί με τα παιχνίδια.
Πατέρα...
μου ελειψες πολύ...

Ιωάννα Καράμπελα



Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Παγωνιά στις γειτονιές του πλανήτη (της Παρασκευής Κηπουρίδου)


Παγωνιά στις γειτονιές του πλανήτη.
Σ’ένα κουκούλι του «εγώ» κλεισμένοι,
τον κόσμο κοιτάμε απ’το φεγγίτη.
Άπραγοι,σιωπηλοί,υπνωτισμένοι.

Η ελπίδα σε μια ρωγμή κρυμμένη,
δε λέει νέους βλαστούς να πετάξει,
από βαρύ χειμώνα ναρκωμένη.
Η σιωπή μας,την έχει ρημάξει.

Αρνείται ανθούς χαράς να τινάξει.
Η αγάπη μέσα μας δεν φωλιάζει,
της απληστίας την θύελλα να σκιάξει.
Ωχρά όνειρα,σε σκληρό αγιάζι.

Πώς τα πουλιά της χαράς να υψώσει;
Πώς σε όνειρα νεκρά,πνοή να δώσει;

Παρασκευή Κηπουρίδου



Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Σώμα εδώ, ψυχή μακριά (της Σοφίας Τανακίδου)


Απονη μου αγκαλιά
σαν λαβύρινθου σπηλιά
μέσα σου έχω χαθεί
σώμα μου χωρίς ψυχή

Εσύ ψάχνεις το κλειδί
και του μύτου την αρχή
Εγώ ψάχνω πως να μπω
στης ψυχής σου το κενό

Δεν υπάρχει γυρισμός
ο λαβύρινθος κλειστός
ούτε σ' όνειρο μπορεί
πόρτα εξόδου να φανεί

Ένα είδωλο νεκρό
στο λαβύρινθο κρατώ
άπλωσες μαύρα πανιά
σώμα εδώ, ψυχή μακριά

Σοφία Τανακίδου