Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)



Πορεία μοναχική πάνω στον μαυροπίνακα.
Λευκή εκείνη, εύκολα σβήνεται.
Κάτω απ’ τον  υγρό σπόγγο
επάνω στο σώμα του μαύρου πίνακα
γίνεται τίποτα.
Κι ας ήτανε πριν, στίχοι από ποιήματα,
ατέρμονη ευθεία,
κύκλος μελαγχολικός κι επαναλαμβανόμενος,
εντός εκτός κι επί τ’ αυτά,
κομμάτι κάποιας ιστορίας.
Λευκή η ψυχή της,
φωτίζει στο πιο μικρό άγγιγμά της
τον μαύρο πίνακα.
Για τόσο μόνο,
ώσπου να γίνει πάλι τίποτα….

και λιώνει καθώς δίνεται κορμί ψυχή, σα χιόνι..
Κάποια μουτζούρα κάπου κάπου απομένει
σαν όνειρα που σβήνει το πρωί,
σαν όνειρα που σβήνει η κάθε νύχτα,
σα δάκρυ που πριν κυλήσει
το πίνει η σιωπή.


Νικόλας Παπανικολόπουλος

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)



Μέσα στα κάστρα δίπλωνα άστρα,

χάρτινα άστρα γεμάτα φως· ρωτάς πως;

Εσύ, στα μάτια σου που κουβαλάς το φως;

Που στα μαλλιά σου σκαλωμένες πεταλούδες

ανοιγοκλείνουνε τα φτερά·

σαν χάδι ανοίγουνε σαν το φιλί σφραγίζουν..

Τον τρόπο που προστάζεις, - δούλος σου ο πόθος

ικέτης στην αθωότητά σου εμπρός, γονατιστός

μα πάνοπλος και δόλιος, - πως τον απέκτησες;

Στην πιο ψηλή πολεμίστρα σου σκαλί σκαλί θ’ ανέβω

είτε να πέσω, είτε να υποταχτώ στα κάλλη σου

και να τα υποτάξω, λευτερώνοντας τ’ άστρα

πίσω στον ουρανό που τα γέννησε κι ανήκουν.

Και καθώς ο κόσμος σβήνει, τα κάστρα πέφτουνε,

πεταλούδες φωτιάς π’ ανοιγοκλείνουνε τα φτερά τους

θα γίνουνε πνοή κι εκπνοή μας, καθώς

πεθαίνοντας στον παλιό κόσμο

θα γεννιόμαστε μέσα από τη φωτιά, στο δικό μας!


Μα ίσως πάλι μείνουνε τ’ άστρα τυφλά

ανάμεσα σε σεντόνια και μαξιλαροθήκες

ατσαλάκωτα, αταξίδευτα, κι άκαυστα·

Ο λυτρωτής πόθος δεσμοφύλακας και φυλακισμένος,

και συ μια τρελή που την τρέλα της ξέχασε.

Παρέσυρε ο άνεμος τις πεταλούδες της φωτιάς

αφήνοντας μονάχα μία κατάστηθα,

να χτυπά απαλά κι αθόρυβα τα φτερά της.

Θα επιζήσεις, μα όπου κι αν πας

οι δρόμοι σου σπαρμένοι νεκρές πεταλούδες.

Κι η καρδιά σου απαλά, αθόρυβα, να θρηνεί

όχι το θάνατό τους

μα που δεν μπόρεσε να πεθάνει μαζί τους


Νικόλας Παπανικολοπουλος

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Στην οδό αμνησίας (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)



Στην οδό Αμνησίας...

Εκεί τον γνώρισα.

Ήταν θυμάμαι εθνική εορτή...

Με κάλεσε να γιορτάσουμε

μαζί...

Όλη μέρα κουνούσαμε σημαιάκια,

τρέχαμε, γελούσαμε...

Όλη μέρα πάνω κάτω

βαδίσαμε παρέα..

Η ώρα πέρασε.. νύχτωσε...

Του πρότεινα να μείνει στο σπίτι

να συνεχίσουμε τη γιορτή.

Το δέχτηκε...

Γιορτάζαμε την πατρίδα μας

ως το πρωί...


Το πρωί έλειπε...

Πήγα.. τον βρήκα...

Στην οδό Αμνησίας

όπου τον πρωτοείδα..

Μου συστήθηκε πάλι

από την αρχή..

"Η πατρίδα" μου είπε

"σας χρειάζεται"..

κι εγώ που τόσο

τον είχα πλέον αγαπήσει,

"ναι" είπα..

"Είμαι διαθέσιμη

σε κάθε θυσία"...

Και τότε

με παντρεύτηκε...


Κάθε πρωί, έλειπε....

Τον έβρισκα πάντοτε στην ίδια οδό..

Ποτέ δε με θυμόταν το πρωί..

Τα βράδια μόνο, σα νύχτωνε..

με είχε έγνοια....Λίμναζε

καράβι τσακισμένο στην αγκαλιά μου.

και κάθε πρωί έφευγε...

Όλο και πιο μακριά...

Τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται

καθώς περάσανε χρόνια..

Έπαψα να τον γυρεύω...

Περίμενα μόνη στο σκοτάδι,

να φανεί..

Έπαψε κι εκείνος

να λιμνάζει κάθε βράδυ.


Ένα βράδυ δεν ήρθε πια..

Δεν γύρεψα να μάθω..

Περίμενα με την πόρτα ανοιχτή...

Ύστερα σφράγισα την πόρτα..

Σφράγισα τα μάτια...

Σίγουρη πως είμαι μόνη,

άνοιξα το μπαουλάκι της καρδιά μου,

κι αράδιασα εμπρός μου

όλη μου τη ζωή...

Όνειρα παλαιά.. όνειρα ξεχασμένα...

Πριν ξημερώσει,

κουρασμένη να κλαίω στα γόνατα...

μπήκα στο μπαούλο

και τό  'κλεισα.... 


Νικόλας Παπανικολόπουλος

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Το κουδούνι (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)

Κάποιος στον πάνω όροφο σέρνει έπιπλα. Η γειτόνισσα με την βροντερή φωνή από την απέναντι πολυκατοικία, μαλώνει τον μικρό της γιο που ούτε δυόμιση δεν είναι ακόμα, γιατί όπως ωρύεται, αντί να παίζει φρόνιμα όπως όλα τα παιδάκια, κάνει την πρώτη ηλιθιότητα που θα του κατέβει στο νου..  Κάποια τηλεόραση ενημερώνει ακατάπαυστα πως κάθε κακό προέρχεται από μας, ενώ κάθε τι καλό, από τις ευγενείς προθέσεις και τους καλούς σχεδιασμούς των αρμοδίων. Υπάρχει κάποιο συνεργείο, η βοή από τα εργαλεία τους, που τρυπάνε, κόβουν, βιδώνουν, ακούγεται συχνά πυκνά. 

  Ο χρόνος, λένε οι νεώτερες θεωρίες, είναι επίπεδος, ένα διάνυσμα με αρχή μέση τέλος, όλα εκεί… ακίνητα, καθώς όλα έχουνε ήδη συμβεί. Και είναι η νόηση, η συνείδηση, που μας επιτρέπει να κόβουμε βόλτες πάνω στο ακίνητο σώμα του χρόνου, ζώντας κάθε στιγμή, το σημείο δηλαδή όπου η συνείδηση  κάθε φορά επικεντρώνεται, σαν νιογέννητη, μοναδική, και πέρασμα από μια νοητή κατάσταση που ονομάζουμε “πριν”, σε μια κατάσταση που αποκαλούμε “μετά”. Μπορούμε να βιώσουμε την ίδια στιγμή άπειρες φορές, να την αντιληφθούμε σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της    χρησιμοποιώντας την φαντασία… 

  Επικεντρωμένος σε αυτή την θεώρηση ο Γιώργος, επιλέγει να αγνοήσει όλο τον θόρυβο γύρω του, απολαμβάνοντας την μουσική από το youtube, σαν να ήταν μόνο αυτός εκεί, κι η μελωδία. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, στριμώχνει συναισθήματα και σκέψεις, τόσο ασφυκτικά που στο τέλος το σχίζει, το πετάει, και αρχίζοντας πάλι από την αρχή, χάνεται σαν να βυθίζεται σε ένα απέραντο ωκεανό, αναμεταξύ μουσικής και των εικόνων που προσπαθεί με τις λέξεις να φτιάξει.

Το κουδούνι χτυπά… Βυθισμένος στον κόσμο του, ο Γιώργος το αγνοεί θέλοντας να συνεχίσει το το εσωτερικό του αυτό ταξίδι. Όμως, όποιος κι αν βρίσκεται πίσω από την πόρτα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση πόσο ταράζει τον Γιώργο, πατά επίμονα το κουδούνι ξανά. Τα μάτια του μικραίνουν, αναλογίζεται αν έχει νόημα να αγνοήσει κι άλλο τον απρόσκλητο επισκέπτη, ή μήπως είναι πιο φρόνιμο να τελειώνει με αυτόν μια και καλή, ανοίγοντας την πόρτα. Απρόθυμα σηκώνεται από την καρέκλα κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, την ξανακλείνει.. “Πάει”, σκέφτεται, “όποιος κι αν ήταν δεν είναι, έφυγε ευτυχώς!” Μα το κουδούνι ξαναχτυπά, τώρα βροντούν και την πόρτα… Κοιτά από το ματάκι, κανείς! Ανοίγει την πόρτα διάπλατα, σίγουρος πως κάποιος του κάνει πλάκα, και φωνάζει αν είναι κάποιος εκεί. .. Καμιά απάντηση. Αφουγκράζεται.. κανείς δεν ακούγεται στην σκάλα… Θυμωμένος, τρέχει καθώς μένει στον πρώτο όροφο στο ισόγειο να ανακαλύψει τον φταίχτη… Κανείς! Ανεβαίνει τρέχοντας, προς τα πάνω.. Σκέφτεται πως όποιος είναι , έχει κρυφτεί στην πάνω σκάλα… ο νους του πάει πλέον, από την απλή φάρσα σε κλέφτες… Πάλι κανείς. Τώρα φοβάται, τρέμει πως, καθώς βιαστικά κατεβαίνοντας την σκάλα είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, πως, όποιος ή όποιοι κι αν είναι, μπορεί πλέον να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του…  Ανοίγει την πόρτα ορθάνοιχτη. Κοιτά, ακούει, σκέφτεται… Παίρνει τάχα τηλέφωνο… “Έλα Κώστα, μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι , κάτι παράξενο συμβαίνει.. ναι, ελάτε μαζί…!” Κλείνει τάχα το τηλέφωνο.. Προχωρά μέσα με προσοχή… Ψάχνει σαν κομάντο σε αποστολή ένα ένα τα δωμάτια με όλες τις προφυλάξεις… κανείς…. Ξαναψάχνει, βεβαιώνεται, κλειδώνει την πόρτα. Μα η πόρτα ξαναχτυπά. Στέκεται πίσω της, παραμονεύει από το ματάκι την επόμενη φορά… Περιμένει  ώρα χωρίς τίποτα να συμβαίνει, κάνει να φύγει, κι η πόρτα πάλι χτυπά. Σχεδόν κλαίει από τα νεύρα του, μα δεν ανοίγει… Το έχει πάρει απόφαση, πως, δεν θα δώσει καμιά σημασία -  κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό όπως όλα… Κάθεται στον καναπέ, με κεφάλι σκυμμένο και περιμένει την ανακουφιστική τούτη στιγμή. Να ακούσει πάλι μουσική, ούτε λόγος… Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό: Να περιμένει. 

  Καθώς περίμενε, και περίμενε, και περίμενε, κάποια στιγμή οι περίοικοι ανήσυχοι αποφασίσανε να βρούνε τον Γιώργο, να δουν αν είναι καλά, αν πέθανε ή ζει… Καθώς όποτε κι αν χτυπήσανε δεν πήραν απάντηση ζητήσανε την βοήθεια της αστυνομίας. Το σπίτι άδειο, φώτα σβηστά, μια μυρωδιά από σέπια νεκρών ρόδων… Ένας παλιός υπολογιστής σ’ ένα γραφείο, μια λιτή κρεβατοκάμαρα και μια καρέκλα, λίγα σκονισμένα βιβλία στο ράφι. Κανείς δεν ήξερε να πει κάτι, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Αν μπορούσανε ωστόσο να δουν μέσα στα σωθικά του υπολογιστή, θα βλέπανε πως ο Γιώργος ήταν ακόμα εκεί, χωρίς ν' ακούει από καιρό μουσική, περιμένοντας...

   Αυτό που δεν γνώριζε ο Γιώργος, είναι πως την πόρτα του χτύπαγε η ίδια η ζωή… Που όπως όλα, έτσι κι αυτή, στο τέλος πέρασε.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)

 


Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός

και κάνει τις καμπάνες να ραγίζουν,

τα μάτια σου ως θάλασσα μαυρίζουν

ναυάγιο σκορπώντας τον καιρό.


Το όμορφο παλάτι των ονείρων

μια κάμαρα γυμνή και θλιβερή,

γεμάτα τα συρτάρια υποχρεώσεις

δεν σού’ μεινε γωνία να σταθείς.


Περνάν και φεύγουν οι ανθρώποι

μαζί τους όλο έφευγες και συ,

απόμεινε μονάχα μια καρέκλα

κι ολόγυρα παρέα η σιωπή.


Θυμάσαι; Όχι, αρνείσαι να θυμάσαι,

τον δρόμο από την πόρτα σου κοιτάς,

το φως που όλο έρχεται και φεύγει,

χωρίς ένα χέρι την πόρτα να χτυπά.


Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός

θυμάσαι κι ας αρνείσαι να θυμάσαι.

Δάκρυ κυλάς βουβά ως τον βυθό,

νεκρή με τους νεκρούς σου αντάμα.


Νικόλας Παπανικολόπουλος


(Πίνακας της ζωγράφου Υulja Βlucher )

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)


Κι αν έχανα τη μιλιά μου...
Κι αν τα χέρια μου καιγόντουσαν
ξερόκλαδα που ξάπλωσε πάνω τους η σελήνη...
Αν τα μάτια μου σώπαιναν
και μαύρα τριαντάφυλλα φέρναν στη ψυχή...

Φωνή μου θα έκανα τα σύννεφα,
μιλιά την βροχή,
της καρδιάς μου ν’ ακούς τον χτύπο
που ξέρει λέξη μόνο μία: "Σ’ αγαπώ!"
Στο κορμί σου να κυλώ,
τα μαλλιά, τα χείλη το στήθος...
Στης σελήνης το φως
πλοίο που ταξιδεύει στην ανάσα σου,
συντρίμμι στα κύματα του παλμού σου,
όνειρο βυθισμένο σε θάλασσα αγάπης.

Σα τους τυφλούς, χνάρια θα μαζεύω
τριγυρνώντας ανάμεσα στ’ άστρα των πόθων,
πλανήτες καινούριους θ’ ανακαλύπτω
στα μέρη που δε φτάνει των ανθρώπων το φως
και ψιθυριστά θ’ ακουμπώ τ’ όνομά τους
πάνω στα χείλη σου..

Νύχτα βροχερή θα γίνω
ν’ αφουγκραστώ κάθε σου επιθυμία,
αγιόκλημα ευωδιαστό
στο πιο βαθύ σου "θέλω", να ριζώσω!`


Νικόλας Παπανικολόπουλος

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)


Τα μάτια της που ήτανε γαλάζια
τώρα θαμπά, μοιάζουν με τυλιγμένη κάμπια
που στο κουκούλι της επέστρεψε ξανά.
Πέρα, πάνω στα πεσμένα της φτερά
χορεύοντας ο άνεμος
χτίζει σωρούς τα σπασμένα φύλλα,
τύμβους στιγμών κι ελπίδας.
Τα άδεια χέρια, πόσο πιο ελαφρά!

Τα ενδύματα που η γνώση είχε υφάνει
γύρω στο κορμί της να φορά,
ξηλώθηκαν σε νήματα και πάλι
που έκαψε των άστρων η φωτιά.

Στις φτέρνες της καρφωμένα αγκάθια
- που βάδιζε γυμνή ως το πρωί;-
Τα γόνατα στο στήθος διπλωμένα,
κι αθώα σαν αγέννητο παιδί!

Στην άκρη του κρεβατιού της ένα δάσος
κι ένας δρυοκολάπτης, τον άκουγε συχνά
την Νύχτα να πασχίζει να τρυπήσει
κατάστηθα.. ίσως για φωλιά…

“Παράξενο”, είπαν γνωστοί και φίλοι
κοιτώντας των πελμάτων την πληγή…
“πως γίνεται να έχει περπατήσει
αφού αδύνατον στα πόδια να σταθεί;”

Νικόλας Παπανικολοπουλος

Πίνακας της ζωγράφου Victoria Crowe

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)

«Φύγε!» της είπε…  «και μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω ξανά.  Θα σε χτυπήσω!»…  Και της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα …  Ο κρότος ακούστηκε ανακουφιστικά στα αυτιά της…   Από τα μάτια της κυλάγανε δάκρυα, οι αντοχές της την είχανε εγκαταλείψει.. θα είχε πέσει στα γόνατα,  ανήμπορη να πάει  οπουδήποτε,  μα η ψυχή της  τη  βάσταξε… «Πρέπει να φύγεις, να φύγεις γρήγορα, ΤΩΡΑ!» ούρλιαζε μέσα της μια φωνή.. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ!.. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, προτού  η πόρτα ανοίξει πάλι…  Στηριζότανε με δυσκολία, μα κατέβαινε όσο μπορούσε πιο γρήγορα τα σκαλοπάτια..  Άνοιξε την πόρτα εισόδου και βρέθηκε στο δρόμο.. Δεν σταμάτησε.. συνέχισε να κινείται.. να χαθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε κάποιο σοκάκι, να χάσει τα ίχνη της.. να μη την βρει…  Έχασε το χρόνο καθώς περπατούσε,  τα πόδια της πονέσανε.. ήταν ο πρώτος σωματικός πόνος που επέτρεψε  να την αγγίξει… Και τότε συνειδητοποίησε πως  ήταν ξυπόλητη…  Μα ευτυχώς μακριά του, κι αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο..  Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο.. κι άφησε τα πόδια της να λυγίσουνε… Έκρυψε το πρόσωπό της στα γόνατά της κι άρχισε να κλαίει σαν μωρό… Σπαρταρούσε το στήθος της…  μα ήτανε ζωντανή…
Την πρώτη φορά που την χτύπησε, της ζητούσε γονατιστός συγνώμη..  της έλεγε πως δε θα ξανασυμβεί ποτέ… μα τις επόμενες ούτε που ζήτησε συγνώμη. Καθώς διάβαζε τον τρόμο στα μάτια της, ένιωθε όλο πιο ισχυρός, κυρίαρχος στην  θέλησή  της..  Η  σιωπή της, εκλαμβανόταν ως υποταγή.  Ένιωθε όπως  αν δάμαζε  άγριο θηρίο. Κάθε φορά γινόταν όλο πιο βίαιος και αδίσταχτος.  Είχε το  χάρισμα, να διαλέγει τους λάθος ανθρώπους στη ζωή της…  Το φταίξιμο το έριχνε στον εαυτό της. Πίστευε, πως με κάποιον μυστήριο τρόπο, προκαλεί η ίδια όλα αυτά τα άσχημα στη ζωή της.. Πως δεν έχει μια καλύτερη ζωή επειδή δεν της αξίζει..  Όταν τον γνώρισε, έλπιζε πως θα ξέφευγε από την κακιά της μοίρα..
 
Η μάνα της μελαγχόλησε κάποτε τόσο πολύ, που ο γιατρός απαγόρευσε στον πατέρα της να της κάνει κι άλλο παιδί..  Φοβούμενος τα χειρότερα. Εκείνος της έκανε ακόμα δυο παιδιά, τελευταία ήταν η Λυδία.. Κι η μάνα της, κατέληξε στο φρενοκομείο. Ο πατέρας της  μοίρασε τότε τα παιδιά δεξιά κι αριστερά σε συγγενείς.. πέντε παιδιά ήτανε… κι άρχισε μια έκλυτη ζωή. Η ίδια μεγάλωσε ως τα έντεκα με μια θεία της. Μα η θεία της αρρώστησε, κι ο πατέρας της που συζούσε πια με μια γυναίκα, αναγκάστηκε να την πάρει πίσω στο σπίτι.. Όμως όχι ακριβώς μέσα στο σπίτι, αλλά σε ένα παράσπιτο δίπλα από το σπίτι, μια αποθήκη. Η συμβία του δεν την ήθελε στα πόδια της.. Έτσι, όταν τον γνώρισε στην εργασία της και της ζήτησε να παντρευτούνε πίστεψε πως θ' άφηνε πίσω της μια καταραμένη ζωή. Είχε καταλάβει πόσο την ζήλευε, μα τότε θεωρούσε την ζήλια του έρωτα…  Πού να φανταζότανε, πόσο επικίνδυνος ήταν ο συνδυασμός της ζήλιας του και του πιοτού. «Σε μάζεψα» της έλεγε «από τον δρόμο», υπονοώντας την κακή οικογενειακή της κατάσταση…  Και τα μάτια του μικραίνανε από περιφρόνηση και μίσος..
 Δεν είχε πού να πάει, να μιλήσει, να κρυφτεί… Όταν, εδώ και τέσσερα χρόνια την παντρεύτηκε, την σταμάτησε από την δουλειά και φρόντισε να την απομονώσει κι από δυο φίλες που είχε τότε ακόμη…  Δεν είχε λεφτά, δεν είχε τίποτα.. ούτε καν παπούτσι.. Όμως, ό,τι  και να γινότανε πίσω δεν γύριζε.  Όχι από απόφαση να αλλάξει τη ζωή της, αλλά από τον φόβο πως θα την σκοτώσει..  Ο ίδιος φόβος την έκανε να προφασίζεται δικαιολογίες  για να καλύπτει μελανιές στο πρόσωπό της…  να μην μάθει κανείς τίποτα…
Μια μέρα είχανε επισκέπτες… φίλους δικούς του…  Είχε ετοιμάσει μεζέδες και γλυκό  να τους ευχαριστήσει.. «Χρυσοχέρα  η γυναίκα σου», του είπε ο  ένας.. Και βάλθηκε τότε αυτός να την κατηγορεί…  Που κάνει το ένα έτσι το άλλο αλλιώς… εκείνη δε μίλαγε…. Όμως, ο φίλος ο δικός του γύρισε και του είπε «δεν κάνεις καλά που μιλάς έτσι για την γυναίκα σου μπροστά μας.. Την μειώνεις και δεν είναι σωστό».. Λύσσαξε μέσα του… μα εκείνη την ώρα δεν είπε τίποτα. Μα όταν φύγανε, ξέσπασε… Την έβρισε με τα πιο χυδαία λόγια...  και την χτύπησε τόσο που έκανε δυο εβδομάδες να βγει από το σπίτι..  Από ντροπή . Κι από φόβο!…

   Ο κόσμος πήγαινε κι ερχότανε.. Ήταν αόρατη από όλους… κι ο κόσμος αόρατος από τα μάτια της… Σε μια εποχή όπου οι άστεγοι γίνανε συνηθισμένη εικόνα, πιο πολύ θα στεκότανε το βλέμμα των περαστικών σε ένα αδέσποτο παρά σ' εκείνη.  Τώρα έτρεμε κι από το κρύο…   Ήταν λίγο μετά το σούρουπο,  τα φώτα όλα είχανε ανάψει.  Είχε κλάψει αρκετά, τα μαγουλά της στεγνώσανε.. Σήκωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε σοβαρά που να πάει..  Τα πόδια της πονάγανε όλο και πιο πολύ..  Πήρε να τα τρίβει να τα ζεστάνει…   Πόσο μακριά θα κατάφερνε να φτάσει χωρίς παπούτσια , χωρίς λεφτά.. και το κυριότερο, για πού;
«Συγνώμη, μπορώ να περάσω να μπω σπίτι μου;» Η φωνή την έκανε να δει πέρα από τις σκέψεις της.  Ήτανε μια γυναίκα, περίπου στη δική της ηλικία, μα τόσο περιποιημένη και όμορφη, χωρίς να φορά τίποτα το φανταχτερό…  Η γυναίκα φάνηκε να την κοιτά με προσοχή.
«Συγνώμη», ψέλλισε και κίνησε  να σηκωθεί…  μα δεν τα κατάφερε… βαριά θολούρα την τύλιξε κι ένιωσε να γλιστρά πάλι….  Άκουγε από μακριά την φωνή της γυναίκας να την ρωτά αν είναι καλά…  Προσπάθησε να γνέψει, από συνήθεια, «ναι»…  Ύστερα  σκοτεινιάσανε όλα.

    Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκότανε σε ένα μικρό δωμάτιο, τα πόδια της τα ένιωσε ζεστά, και για μια στιγμή νόμιζε πως ήταν ένα μικρό κοριτσάκι… Όπως τότε που ζούσε μαζί με τη θεία της… κι όπου νά’ ναι θ’ ακούσει τη φωνή της…  Κάποιος της έτριψε τρυφερά το χέρι…  έστρεψε το κεφάλι κι είδε πλάι της την άγνωστη γυναίκα..   Πήγε κάτι να πει, μα εκείνη τη σταμάτησε… «ξεκουράσου.. λιποθύμησες.. είσαι καλύτερα;»
«Ναι ευχαριστώ!»  θέλησε να πει, μα δεν βγήκε φωνή από το στόμα..  μόνο δάκρυσε, χαμογέλασε, κι έγνεψε το κεφάλι…  Μια στιγμή αργότερα, η φωνή της επέστρεψε.. «ευχαριστώ.. θα φύγω σύντομα».
«Υπάρχει κάπου που θες να  πας, κάποιος να ειδοποιήσω;»
«Ὀχι, όχι κανένα!.. είμαι καλά.. θα φύγω σε λίγο»
«Ξυπόλητη; ..»
«…..»
«Με λένε Μαρία»
«Λυδία»
«Λοιπόν Λυδία, δεν είμαι χαζή… ξέρω…  τα σημάδια στο πρόσωπό σου, μου είπανε πολλά…  Δεν ξέρω τι συνέβη, ποιος στα έκανε, αλλά το γεγονός πως δεν θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν με κάνει να πιστεύω πως είναι κάποιος που γνωρίζεις καλά. Καμιά γυναίκα, ότι κι αν έχει κάνει δεν αξίζει κάτι τέτοιο.. καμιά!...  Ο άντρας σου;..»
«…..»
«Γι αυτό και δεν φοράς και παπούτσια σωστά;»
Πόσο ήθελε ν’ ανοίξει η γη να  την καταπιεί… μα πόσο…. Τα μάγουλά της γίνανε κατακόκκινα από ντροπή…  Ήθελε να της πει "πως", όμως δεν συμβαίνει αυτό στον καθένα.. και πως έχει αυτή τη μοίρα γιατί της αξίζει.. ήθελε να το πει, γιατί μισούσε τον εαυτό της όπως τον κατάντησε, μισούσε την ζωή της, το παρελθόν , το παρόν, ακόμα και το μέλλον της που στέρεψε από όνειρα… Δεν είπε τίποτα… Μόνο άνοιξαν πάλι οι κρήνες των ματιών της…  Αχ αυτά τα μάτια της! Τα τόσο όμορφα.. Που προκαλούσανε την ζήλια…. Φταίνε.. φταίνε και τα μάτια της…. Όλα πάνω της φταίνε…  «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»…  Ίσως πληρώνει παλιό χρέος … Μα η γυναίκα την κοίταξε τόσο συμπονετικά…
«Θα φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα να πιεις…  σαν φίλες…  ναι;»
«Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ!.. συγνώμη για την αναστάτωση.. ειλικρινά συγνώμη»
«Αν θες να μ' ευχαριστήσεις αληθινά, μην ξαναπείς ούτε ευχαριστώ ούτε συγνώμη…  Πίστεψέ με, μπορώ να γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις…»

   Η σοκολάτα άχνιζε, και το άρωμά της την έκανε να αισθανθεί πολύ καλύτερα! Στην πρώτη γουλιά μάλιστα, αισθάνθηκε τόση γλυκύτητα μέσα της, σαν όσα είχανε συμβεί να αφορούσανε κάποια άλλη  ζωή της, κι όχι αυτήν…. Σαν όλα να  είχανε συμβεί μέσα σε παραμύθι.
«Έχω βάλει μέλι μέσα …»….
«Μέλι!…   Έτσι  έφτιαχνε τη σοκολάτα η θεία μου!» Οι κόρες των ματιών της μεγάλωσαν, επέστρεψε  ο νους της σ΄ εκείνα τα χρόνια….
«Ξύπνα Λυδία, θα αργήσεις στο σχολείο»
«άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα, εσύ που με αγαπάς!.. πέντε λεπτά ακόμα.. δεν θα αργήσω Αμέσως θα ετοιμαστώ…»
 «Σου ετοίμασα  γάλα με κακάο .. και μέλι! Που σ’ αρέσει!»
Τι δεν θα έδινε να γυρνούσε πίσω ο χρόνος.. Όλη της την ζωή!.. για μια μέρα μόνο… μια μέρα με την αγαπημένη της θεία… κι ένα τέτοιο γλυκό  ξύπνημα!.. Τι όμορφο κήπο που είχαν, γεμάτος ρόδα και βερικοκιές..  Τα πουλιά αρχίζανε το κελάηδημα στις πρώτες αχτίδες του ήλιου…  Και κάνανε ελαφριά τα σκεπάσματα... που με  το άρωμα της σοκολάτας γινόντουσαν πανάλαφρα.. Η σοκολάτα ήτανε το κλειδί.. Στην στιγμή τα σκεπάσματα τιναζόντουσαν στον αέρα, το άρωμα της αξέχαστο….  Έτσι και τώρα, όλη αυτή η τρυφερότητα, επέστρεψε μέσα της…  με άρωμα και γεύση σοκολάτας! Η Μαρία έβλεπε στα μάτια της το εσωτερικό της ταξίδι… Την άφησε να απολαύσει και την τελευταία γουλιά..  Και πριν επιστρέψει ακόμα ο νους της στο παρόν, της έπιασε το χέρι και της είπε.. «υπάρχει κάτι Λυδία μου, που θέλω να δεις…» και τραβώντας την ελαφρά, τη σήκωσε από το τραπέζι…  Την ακολούθησε σέρνοντας απαλά τις παντόφλες που τις έδωσε, μέχρι ένα δωμάτιο άλλο…  «Κοίτα γύρω σου καλή μου..»
Κι η Λυδία έστρεψε το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά και τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα…
Όλοι οι τοίχοι ήτανε ζωγραφισμένοι  από παιδικό χέρι…  Δεξιά από το παράθυρο, υπήρχε ένα άδειο κλουβί… με μια ανοιχτή πόρτα.  Το ξεχώρισε από την αρχή και πλησίασε κοντά του…  Κοίταξε την Μαρία άρχισε αυθόρμητα να της διηγείται κάτι, από τα μικράτα της..
«Κάποτε πιάσαμε μια Καρδερίνα…  ποτέ δεν ηρέμησε… Χτυπιόταν πάνω στα κάγκελα θέλοντας να φύγει.. ώσπου, ένα πρωί την βρήκαμε νεκρή..  Η θεία πρότεινε να μου βρει άλλο πουλί… μα εγώ έκλαιγα για το πουλί που πέθανε στο κλουβί του, και της είπα πως δε θέλω άλλο πουλί… Μόνο εκείνο που πέθανε.. να το αφήσω λεύτερο να φύγει…  Μια μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έβαλε να ζωγραφίσουμε ένα κλουβί με ένα πουλί. Εγώ το ζωγράφισα άδειο.. το πουλί πέταξε, του είπα…  Νόμιζα θα με τιμωρήσει.. μα εκείνος γέλασε και είπε καλύτερα, τα πουλιά δεν γεννηθήκανε να ζούνε στα κλουβιά..»
«Ούτε στους ανθρώπους, ούτε σε κανένα ζωντανό πλάσμα δεν αξίζει να ζει σε κλουβί»,  πρόσθεσε στα λόγια της η Μαρία.
«Ποιος ζει εδώ;»
«Ζούσε εδώ μια ψυχή, που το έσκασε από το κλουβί της…. Για να βρεθεί σε ένα λεύτερο κόσμο…  που είναι τρυφερός μ' εκείνους που αισθάνονται και είναι παιδιά..  Τριγυρνούσε σαν σκιά ανάμεσα στους ανθρώπους. Και ξέρεις γιατί;  Επειδή δεν την αγαπήσανε… Σου είπα γνωρίζω…  Ζωγράφιζε στους τοίχους της εικόνες ελευθερίας.. και μια μέρα πέταξε.. δεν βρήκανε άλλο από ένα άδειο κλουβί…»
«Μακάρι, να μπορούσα να πετάξω, να είχα και γω φτερά»…
«Όλοι καρδούλα μου έχουνε φτερά.. όλοι! .. Άνοιξε σε παρακαλώ το παράθυρο…  και κοίτα!»
Κι η Λυδία άνοιξε το παράθυρο, κι ένας ήλιο λαμπρός, χρυσαφένιος, έλουσε το δωμάτιο φως από άκρη σε άκρη…. Τόσο φως, που η μορφή της Μαρίας θάμπωσε στα μάτια της…
«Λυδία μου, είναι η σωστή ώρα να πετάξεις… Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα…. Ο ήλιος που λάμπει, είναι ο ήλιος της ψυχής σου… Είναι η Αγάπη που έχεις μέσα σου… Η αγάπη που δε μπορεί να σβηστεί από κανένα σκοτάδι… Άσε με να σε πάρω αγκαλιά…. Να πετάξουμε μαζί πάνω από όλα τα ψέματα των ανθρώπων… Πέρα από κάθε κακία και σκοτάδι!»
Κι η Λυδία, βουρκωμένη από ευτυχία αυτή την φορά, την αγκάλιασε με εμπιστοσύνη, κι ανάλαφρα, χαθήκανε κι οι δυο τους στο φως…

      Τα πόδια της πρησμένα από το κρύο.. βάσταγε αγκαλιά τους ώμους της.. και χαμογελούσε… Μα το πάλλευκο πρόσωπό της  πρόδιδε πως ήταν νεκρή.. Στην αρχή την περάσανε για κάποια άστεγη, μα αργότερα έγινε η ταυτοποίηση…  Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, η γειτονιά της ήταν σιωπηλή μα γνώριζε τι τραβούσε η Λυδία από τον άντρα της…  Οι συζητήσεις δίνανε και παίρνανε για την ατυχία των γυναικών της οικογένειας, που όπως η μάνα της που πέθανε στο φρενοκομείο , έτσι κι η Λυδία τώρα, πλήρωνε το τίμημα ενός ατυχούς γάμου.  Πέθανε εκεί στο δρόμο, από εσωτερική αιμορραγία..  Την αστυνομία κάλεσε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην είσοδο της οποίας, βρέθηκε νεκρή το πρωί. Παρέλειψε ωστόσο να πει, πως την είχε βρει εκεί  από χτες το βράδυ,  και  πέρασε σχεδόν από πάνω της για να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού της. Αυτό που ωστόσο παρέμεινε  το μεγάλο μυστήριο, είναι γιατί μια γυναίκα σε αυτή την κατάσταση, κι ενώ πεθαίνει μέσα στο κρύο..  να χαμογελάει με τόση γλυκύτητα…. Όπως  ευτυχισμένη παιδούλα!

Νικόλας Παπανικολόπουλος


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)

Αν τα όνειρα ήταν από βελούδο
θα σου έφτιαχνα με αυτά το πιο όμορφο φόρεμα
να το φοράς, και η νύχτα να αναριγά πάνω σου
ρουθουνίζοντας με νάζι, σα γάτα…
Και σκόνη αστεριών να ξεμένει στο μαύρο βελούδο,
τόσα πολλά αστέρια που η Σελήνη
να ωχριά στο σεργιάνι σου..

Αν τα όνειρα ήταν από μετάξι
θα έφτιαχνα με αυτά σύννεφα, να σου φέρουν μεταξένια βροχή,
όμοια όπως αυτή κυλά από κορμιά εραστών
καθώς ξεδιψά διψασμένα χείλη
και δροσίζει τις φλεγόμενες ψυχές
κάνοντας την κόλαση κήπο παραδεισένιο
και τον παράδεισο πιπιλιά στο λαιμό σου,
το πιο όμορφο και πολυτιμότερο κόσμημα!

Ακόμα και με όνειρα ξερά γεμάτα αγκάθια,
θα έφτιαχνα για σένα ρόδα, με το αίμα μου,
μικρές κρήνες από δάκρια πόνο και προσευχή
να ξορκίσω τον θάνατο με ζωή,
να ποτίσω την έρημο ώσπου να ξεχάσει τον δικό της πόνο,
και πάνω στην ανθισμένη κοιλιά της
μουσικές να ανθίζουν στα βήματά σου,
όμοια με κείνες που φτιάχνουν εφηβικά δάχτυλα
καθώς ανακαλύπτουν τα μονοπάτια του έρωτα.

Πάντα υπάρχει κάποιος δρόμος μαγικός που φτάνει σε σένα
και μέσα ακόμα από το τίποτα.
Το κλειδί γι’ αυτόν,  κι ο χάρτης, τα μάτια σου!

Νικόλας Παπανικολόπουλος