Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Έτσι είναι οι άνθρωποι, ψυχή μου.. (της Κατερίνας Πανταλέων)


Κανένας δε σώζεται αν δεν θέλει να σωθεί, λένε.
Κι αυτό είναι μια τεράστια αλήθεια και σε κυριολεκτική, αλλά και σε μεταφορική βάση.

Πολλές φορές εγκλωβίζουμε τον εαυτό μας σε σχέσεις με ανθρώπους που, είτε φοβούνται είτε όχι, απλώς αρνούνται να αγαπήσουν, να αφεθούν, να δώσουν κάτι από την ψυχή τους, να δείξουν πτυχές του ευαίσθητου κρυμμένου εαυτού τους.
Αρνούνται πεισματικά.

Από την άλλη, όμως, είμαστε κι εμείς οι γραφικοί, οι αμετανόητα ονειροπόλοι, εκείνοι οι ρομαντικοί κι ακούραστοι περιπατητές στο δρόμο του ανέφικτου, που θαρρούν ότι με το δικό τους ιδιόμορφο πείσμα θα αλλάξουν τον κόσμο.

Όχι αγάπη μου!
Δε σου τα' πανε καλά τα σύννεφα, εκεί ψηλά που αλαφροπατάς..
Ίσως σε ζάλισαν κι οι αγέρηδες, που σε ταλανίζουν πέρα δώθε, προκειμένου να τα βλέπεις όλα και να προσπαθείς να προλαβαίνεις κάθε κακώς κείμενο.

Πάρ' το λίγο αλλιώς, ψυχή μου, και κατέβαινε σιγά σιγά..
Κι έλα δω κάτω να πατήσεις στο χώμα.
Ξυπόλητη όμως, σε παρακαλώ.
Να πονέσεις από τις πέτρες, να ματώσεις από τα αγκάθια, να μολυνθείς από τα καρφιά και να καείς από το τσιμέντο του αυγουστιάτικου μεσημεριού..

Κι ίσως τότε συνέρθεις κι επιστρέψεις στην απλή, πεζή και οφθαλμοφανή μας πραγματικότητα.
Εκεί όπου ουσιαστικά ανήκουμε όλοι.
Εκεί όπου δεν πιάνουν τα μαγικά σου φίλτρα, με τα οποία προσπαθείς να γεννήσεις θαύματα.

Οι άνθρωποι καρδιά μου δεν αλλάζουν.
Είναι αυτό που είναι, είναι αυτό που βλέπεις.
Δεν αλλάζουν, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ.
Κι αν αλλάξουν λίγο στο πέρασμα του χρόνου, θα' ναι γιατί αυτοί οι ίδιοι, μέσα από την σταδιακή επίγνωση της ζωής αλλά και το αδιαπραγμάτευτο τσουρούφλισμα που θα υποστούν, θα αναθεωρήσουν κάποιες, έως τότε, σταθερές τους.
Εσύ δεν μπορείς να τους αλλάξεις.
Δεν θέλουν να τους αλλάξεις κι έτσι δεν σου το επιτρέπουν.

Σταμάτα να τους αποδίδεις χαρακτηριστικά που δεν έχουν, επειδή εσύ θα ήθελες να τα είχαν.
Πάψε να ελπίζεις ότι θα τους εκμαιεύσεις, μέσα από τα άδυτα της ψυχής τους, έναν άλλον υπέροχο εαυτό.
Αν υπήρχε, λίγο έως πολύ, θα είχε βγει κάποια στιγμή στην επιφάνεια.

Έτσι είναι οι άνθρωποι, ψυχή μου..
Έχουν και καλά και άσχημα στοιχεία.
Αναλώνονται σε επαναληπτικές συμπεριφορές, γιατί αυτό τους είναι οικείο και τους παρέχει μια αίσθηση ασφάλειας..

Όλοι μιλούν για υπερβάσεις, μα ελάχιστοι τις τολμούν.
Όλοι εξυμνούν την μπέσα, μα πίσω από τα χείλη τους καραδοκεί κρυμμένο καλά ένα "φιλί του Ιούδα" και στην πρώτη ευκαιρία θα στο δώσουν.
Όλοι θεοποιούν κι αποζητούν την αγάπη, μα αλίμονο, την ισοπεδώνουν και την ευτελίζουν ξανά και ξανά.

Και μέσα σε όλους αυτούς είσαι κι εσύ, να το ξέρεις.
Κι ας νιώθεις εξαίρεση.
Κι αυτοί το ίδιο νιώθουν, πίστεψέ με..
Ίσως τελικά όλοι είμαστε εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που δεν υπάρχει, παρά μόνο στη φαντασία μας.

Λένε πως δεν υπάρχει "δεν μπορώ", αλλά "δε θέλω".
Λένε πως όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει.
Λένε πως ο επιμένων νικά και πως δεν πρέπει να τα παρατάς, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο κοντά ή μακριά είσαι από το στόχο σου.

Εγώ θα πω πως η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται!
Και πως αν αφήσεις το ένστικτό σου να σε καθοδηγήσει, θα σε βγάλει στο "σωστό" δρόμο.
Γιατί κακά τα ψέματα, πάντα ξέρεις, έστω κι αν προσποιείσαι το αντίθετο, γιατί δεν θέλεις να το αποδεχθείς.

Γι' αυτό σταμάτα, σε παρακαλώ, να τυραννάς και να τιμωρείς τον εαυτό σου.
Και να θυμάσαι πως ό,τι δεν είναι κοντά σου, είναι γιατί δεν ήθελε να είναι κοντά σου..

Είναι τόσο απλό και προφανές, που αρνούμαστε να δεχτούμε πως από πίσω του μπορεί να μην υπάρχει τίποτα περίπλοκο.
Κι αυτό το λάθος μας, κάποια στιγμή, βγαίνει μπροστά μας και πονάει, μας θυμίζει πόσο χρόνο και ψυχή ξοδέψαμε άσκοπα..

Και να σου πω και κάτι τελευταίο, που είναι και το χειρότερο;
Τίποτα από όλα αυτά δεν αλλάζει, όσο κι αν τα συνειδητοποιούμε.
Βλέπεις, η αυταπάτη είναι κάτι σαν την ελπίδα πολλές φορές..
Την έχουμε ανάγκη για να μπορούμε να προχωράμε..

Όλοι μας..


Κατερίνα Πανταλέων

Πηγή Μεταξύ μας

Κι όλο αυτό, είναι αγάπη (της Κικης Κωνσταντίνου)


Γλυκιά μου αγάπη, μην μου πάρεις το δικαίωμα να ζήσω.
Μην φυσήξεις το θάνατο μέσα μου.
Μην πάρεις το φως μου, σαν να είναι δικό σου, παιδί.
Δεν θέλω να καρφώσω στα μάτια σου τις λέξεις.
Δεν είσαι εσύ, ο άξιος θαυμαστής.
Δεν απολέπισε το μέσα μας, σαν άξιος επαναστάτης
Δεν ήρθε από το μακριά, το ποτέ, να μας στερήσει την αιχμαλωσία.
Δεν μπορώ να σου αποκαλύψω τίποτα ακόμη.
Είναι ένοχο, το ηχηρό μυστικό.
Δεν φεύγουν διάβολε, οι αναμνήσεις.
Τι κι αν στο ζητώ, τι κι αν προκαταβάλλω τη μνήμη, τι κι αν κλείνω τα μάτια πίσω από τις ιδρωμένες, παλάμες μου.
Οι ήχοι επιστρέφουν.
Και επιστρέφουν και επιστρέφουν.

Τα σίδερα δεν τα χτίσαμε, αγάπη μου.
Δεν τα ανακαλύψαμε εμείς.
Δεν μας τα έδωσαν, δεν τα αγοράσαμε, ποιός μας εγκατέλειψε με μόνο όπλο αυτές τις ασπίδες, βασιλιά μου;
Γιατί τα άνθη, είναι εδώ;
Γιατί μαράθηκε ο Βασιλικός, ψυχή μου;
Τα κουνούπια, θα έρθουν πάλι.
Ισχυρά, πολεμοχαρή, έκτροπα.
Πάψε αγάπη μου.
Μην φωνάζεις τόσο βαθιά μέσα μου.
Μην ψάχνεις να βρεις τα αδύναμα σημεία.
Στα έχω ήδη πει.
Άσε με να κρατήσω στην αγκαλιά μου, μια μαύρη τρούφα γεμάτη, δηλητήριο. Μην μου στερείς αυτή τη στιγμή.
Αναγεννάμε μέσα μου.
Μην μου παίρνεις τη ζωή.


Σου ανήκω.

Κική Κωνσταντινου




Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Ευτυχώς (του Απόστολου Φεκατη)



Ένα μικρό κορίτσι

η αρχηγός

διέταξε
δίπλα μου να στέκονται
δύο μικρά ανθρωπάκια
γεμάτα κερί μέλισσας
να με καθοδηγούν
στης μέρας την κρυψώνα.

Ευτυχώς
που φύσηξε
και το ταξίδι
για το άγνωστο αναβλήθηκε.

Έμεινε ο δρόμος
ορφανός
για την ποδηλάτισσα.

Ό,τι απέμεινε
 θυμάται
και μονολογεί
για της  χαραυγής
τον γκρίζο ουρανό.

Ένας ξένος
πρόφτασε να την γητέψει
στου πεπρωμένου το κακό.

Ευτυχώς που φύσηξε

ο πατέρας

ήταν

ήταν

 μία δικαίωση
της ματαιότητας
στο είδωλο της.

Ευτυχώς...

Απόστολος Φεκατης


Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Μήλιου)


Ταξίδεψα στον κόσμο των πραγματικών
ονείρων.
Μεταφέρθηκα σε τόπους και συναισθήματα δικά σου.
έγινα εσύ και εσύ εγώ.
Στα σοκάκια της επιβίωσης πλανηθήκαμε
σε χώρους αγνώστους
βασανίζοντας την ψυχή μας.
Σε τοίχους με ιδεολογίες σκοντάψαμε
αποκλειστήκαμε από τους δήθεν
ομοίωμα της αγάπης αυτής
είναι η εμβάθυνση στην ψυχή μας.
άβυσσος και ανισότητες
στον μικρόκοσμο μας πλανώνται.
Στον καθρέφτη δεν υπάρχουν αντικατοπτρισμοί,
μόνο υποκρισία και λαϊκισμός
στον κόσμο που θέλουν να βαδίζουν χωρίς ιδέες.
Όμως εγώ δεν σταμάτησα να σε θέλω
τόσο όσο εσύ ακόμη δεν γνωρίζεις...

Κωνσταντίνος Μήλιος


Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Άτιτλο (της Ιωάννας Καράμπελα)


Θα έλεγε κανείς, πώς ήταν παραλήρημα μιας κόρης παθιασμενης.
Το σίγουρο,  δεν ήτο εμμονή.
Μα κι αυτός...
πιο τυχερός απ' τους σαράντα
- που γυροφερναν τον χρόνο του θερισματος - λογαδες ,
είχε για πλούτο,
στην τσέπη του δικού πανταλονιου,
τα χρόνια της σιωπής.

Ολόκληρη η μοίρα σιγονταρισε,
να τον καλοσκεφτει και πάλι.
Ας ήξευρε πώς το μυαλό τ' ανθρώπου δεν λογα'  απ' αλλαγές.
Σαν θέλει το μουλαρι να τσινισει,
τα πόδια του τα έχει τεντωμενα,
μονίμως και ακίνητα.

Και ήτανε όλα ανάποδα χωρίς σειρά καμμιά,
κι όλα ενδεχόμενα,
αφού ο πόλος άλλαξε της γης
κι τρέλα,
ένα σκιαχτρο που τρομάζει στα χωράφια,
ματαιωθηκε θαρρείς από δυο ξωτικά...
που παραβλεψανε ετουτη την μυσταγωγια.

Περνούσανε συχνά κι προεστοι σε συστοιχιες
σαν τα αμπελια που δεν είχαν οδηγό,
και τα κλαριά τους γέμισαν βατσινες.
Λογαριαζαν την κόρη και τα ντυματα σα νυχτωνε,
σε ποια πλευρά θα κοιμηθεί
Κι ήτανε η ασχημονια',
ένας περιγυρος κλειστός,
που και τ' αηδονια φημωσαν το στόμα
κι επαψαν να σκυβουνε στο χώμα για σπυρι.

Θα έλεγε κανείς,
 πώς ήτανε η ώρα η κακιά,
μα ήρθε κι άλλη στην αναπαυση..
Κι τρέλα,
που δεμενους κραταγε πυσθαγκωνα τους τολμηρους,
σαν λύθηκε η ζωή,
από ένα χέρι αλλοτινο,
ξαμολυσε στους δρόμους της,
αυτόν,
αυτήν,
έναν κρυμμένο του θυμό,
και δυο ντουζινες έρωτα αναμμένο,
με οκαδες πάνω του πολλές,
από μουρμουρα και σιωπές,
να 'χουνε ουρανό να κουβαλουν,
την ώρα που τα σύννεφα
'τοιμάζονται για να βραχουν το καλοκαίρι.


Ιωάννα Καράμπελα

Άτιτλο (του Μιχάλη Ευαγγελινου)


Να σε κοιτώ
κι έτσι καυτές να κυλάνε
οι στάλες του έρωτά μας.
Δύο ανάσες μία ηδονή
στην απόσταση της μη ανάσας,
στου κορμιού την κορυφογραμμή.
Στις χαράδρες της ψυχής σου.
Θεά εσύ ξεπροβάλλεις από τα βάθη των χρωμάτων, στα πηγάδια των ονείρων, στις άκρες των οραμάτων
Στην ατέρμονη εναλλαγή των συναισθημάτων μας.
Να σε κοιτώ
Στο απόλυτο της επαφής
Στου έρωτα τις κραυγές
Στη νύχτα που με λαχτάρες με γέμισες
Εκεί, να χάνω τον προσανατολισμό
Να προφέρω το όνομά σου
Να χάνομαι στις διαδρομές των χειλιών σου
Έχω άδεια εισόδου στη ματιά σου,
κι όλη μου η ζωή στα ματοτσίνορά σου
Σκάβω μέσα μου και βρίσκω την μορφή σου.
Την ψυχή σου φωτίζω κι έτσι μόνο με βλέπω και μ' αναγνωρίζω..

Μιχάλης Ευαγγελινός


Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Παναγία ( Η μόνη Πατρίδα ) (της Ιωάννας Χρυσακη)



Πανάγια ωραιότητα.
Πάναγνη μελαγχολία.
Μάτια αγγελικά,
γλυκιά μου Εσύ Μαρία.

Μες στα πυρόξανθα μαλλιά
σκίρτησε μια αχτίδα.
Έλαμψε μες στη νυχτιά
και φάνηκε η ελπίδα.

Μόνη Κόρη,
φωνή κρυστάλλινη.
Θα κάνεις Αγόρι,
φωνή Ατσάλινη!

Λευκό  πρόσωπο.
Ρόδινα μάγουλα.
θλιμμένος Άγγελος.
Κοιτά κατάματα.

Σεμνή ομορφιά.
Του Κόσμου ηλιαχτίδα.
Γυναίκα, Αγία Μητέρα.
Η Μόνη Πατρίδα.

Ιωάννα Γ. Χρυσακη



Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)


Τα μάτια της που ήτανε γαλάζια
τώρα θαμπά, μοιάζουν με τυλιγμένη κάμπια
που στο κουκούλι της επέστρεψε ξανά.
Πέρα, πάνω στα πεσμένα της φτερά
χορεύοντας ο άνεμος
χτίζει σωρούς τα σπασμένα φύλλα,
τύμβους στιγμών κι ελπίδας.
Τα άδεια χέρια, πόσο πιο ελαφρά!

Τα ενδύματα που η γνώση είχε υφάνει
γύρω στο κορμί της να φορά,
ξηλώθηκαν σε νήματα και πάλι
που έκαψε των άστρων η φωτιά.

Στις φτέρνες της καρφωμένα αγκάθια
- που βάδιζε γυμνή ως το πρωί;-
Τα γόνατα στο στήθος διπλωμένα,
κι αθώα σαν αγέννητο παιδί!

Στην άκρη του κρεβατιού της ένα δάσος
κι ένας δρυοκολάπτης, τον άκουγε συχνά
την Νύχτα να πασχίζει να τρυπήσει
κατάστηθα.. ίσως για φωλιά…

“Παράξενο”, είπαν γνωστοί και φίλοι
κοιτώντας των πελμάτων την πληγή…
“πως γίνεται να έχει περπατήσει
αφού αδύνατον στα πόδια να σταθεί;”

Νικόλας Παπανικολοπουλος

Πίνακας της ζωγράφου Victoria Crowe

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Άτιτλο (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)


Κι αν υπήρχαν μόνο αυτά,

δε θα 'ταν αρκετά για να

χρωματίσουμε την ευτυχία;

Σαν τα βότσαλα ριγμένα να΄μαστε.

Ν' ακούμε το σκάσιμο που κάνει το κύμα.

Ν' αγκαλιάζουμε τον ουρανό.

Κι άκρη- άκρη να καθόμαστε,

για ν' αρπάζουμε τα όνειρά μας μη πνιγούν.


Ειρήνη Σκευοφύλαξ


ενθύμιον (του Χρήστου Φλουρή)



Σε μια ολόσωμη, παλιά, σ’ είδα φωτογραφία
και σαν να  πήρε ο καιρός ανάποδη στροφή
στη ρίζα του Βεζούβιου στην άδεια  Πομπηία
ανάμεσα στα  ερείπια και στην καταστροφή

Στο ασάλευτο είχαμε σταθεί μπροστά λευκό εκμαγείο
στα δυο ενωμένα σώματα που πάγωσε ο σεισμός
«ο έρωτας κι θάνατος», μου πες, «γι αυτούς τους δύο
ήρθαν την ίδια τη στιγμή, στον εναγκαλισμό»

«Πόσο κοινή η ανθρώπινη ζωή στην οικουμένη
Ό,τι πεθαίνει μια φορά ποτέ δεν ξαναζεί
δεν ξέρω τι είναι πιο πικρό τι πιο πολύ βαραίνει
να χάνεις ή να χάνεσαι μ’ ότι αγαπάς μαζί»

Θυμάμαι μοιραστήκαμε ύστερα ένα τσιγάρο
αμίλητοι κοιτάζοντας το πέλαγος μακριά
την ώρα που αναβόσβηνε της Νάπολης ο  φάρος
σου πα, «του κόσμου οι θάλασσες- το ξέρεις;- είναι μια»

Χρήστος Φλουρής


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΡΩΓΜΕΣ!! (της Τριάδας Ζερβού)



Οι δρόμοι, αποπνικτικοί
γεμάτοι από αιθάλη!
Σ' αυτές εδώ τις γειτονιές,
το χνώτο από την πείνα,
απλώνεται σαν σύννεφο,
σαν μουχλιασμένη ζάλη,
πάνω απο στέγες άναρχες,
με σκέτη λαμαρίνα..

Βουνά σκουπίδια αταίριαστα,
όλα ανακατεμένα,
βωμοί που θυσιάζεται
 πάνω τους η υγεία,
μικρών παιδιών που αναζητούν βίαια,μανιασμένα,
μια λύση επιβίωσης,
κάτι που να'χει αξία..

Ρωγμές στο σχεδιάγραμμα,
της τάχα ευημερίας!
Μεταλλικές,συρρίζουσες,
βαρειές κοφτές ανάσες..
Χεράκια που σκαλίζουνε,
μια γη δήθεν επαγγελίας,
θύματα που γεμίζουνε
 τις νεκρικές τους κάσες..

Μονάδες!!Αριθμοί και νούμερα
 στους νόμους αρπαγής,
στους καταλόγους ειδεχθών,
ακραίων εγκλημάτων!
Ω!!!Παγκοσμιοποίηση,
κυρίαρχη οντότητα της γης!
Ω!!Παμφάγο τέρας των αγνών,
της φύσης των θαυμάτων..

Τριάδα Ζερβού


Άτιτλο (της Κατερίνας Σολωμού)



Κοιμάμαι με μάτια ορθάνοιχτα
Καμιά αχτίδα φωτός
από τα φωτεινά όνειρά μου
να μην πάει χαμένη
Υφαίνω όνειρα με παραμυθένιους ήλιους
ήλιους που σκορπίζουν κάθε σκοτεινιά γύρω μου
ήλιους που πυρπολούν με τη φλόγα τους
κάθε καρδιά και τη γεμίζουν με αγάπη!
Κλαμένα μάτια
συννεφιασμένες σκέψεις
απελπισμένα θέλω
φωτίζονται
αλλάζουν υπόσταση
και κολυμπούν στο άπειρο
πολύχρωμα βαμμένα.
Πλέκω με κόκκινη κλωστή
μουσικές ανήκουστες αγγελικές
τις ντύνω με παραμυθένιες ζωγραφιές
και ήχους σαν φωτιά
να καεί του κοσμου το ΑΔΙΚΟ!!!

Κατερίνα Σολωμού



Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

"Γλυκιά Αμαρτία" (της Νόρας Ξένου)



      Βουτώ στο χρώμα της θάλασσας  με τέτοιο πάθος, σαν να κολυμπώ στα νερά του έρωτα  μαθαίνοντας το κορμί μου στο κορμί σου 
      Βυθίζομαι στη θέληση του ερωτισμού
  επιδιώκοντας να ζήσω όλες  τις επιθυμίες ..
      Θα είναι αδύνατον να μην το ζήσω, είναι επιθυμητά έντονο.
      Χάνομαι σε σφιχτή αγκαλιά παίρνοντας όλη τη μυρωδιά του κορμιού πάνω μου.
      Η καρδιά μου επέμεινε να έρθει εδώ και να στάξει μια στοργική "καταιγίδα"
       Μόνο  αγάπη υπάρχει στο φιλί.
     Αχ!!  πόση κάψα βγαίνει στα χείλη που φλέγονται από του έρωτα την τρέλα.
       Είσαι ανάσα σε ένα κόσμο  καταθλιπτικό, αστέρι μέσα σε έναν γκρι ουρανό, γλάρος πετώντας πάνω από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα με ζέση για ζωή και ελευθερία
       Γλυκιά αμαρτία που θέλω ξανά και ξανά να απολαμβάνω μέχρι να πάρει το όνομα μου κάθε κύτταρο  σου.
     Είσαι δώρο και θα σε θέλω διακαώς για όσο αναπνέω.

Νόρα Ξενου


ΤΑΞΙΔΙ ΑΛΛΟ (της Πολας Βακιρλη)



¨Ασε με να κάνω ένα ταξίδι
με του νου το φτέρωμα
τώρα που κλείσαν οι πύλες τ' ουρανού
για τους ανθρώπους

τώρα που λευτερώνονται τα σύννεφα
κι ο ήλιος πιο καινούργιος στου νου μου
το στερέωμα θα λάμψει

τώρα που η σελήνη ολόγιομη
θα φωτίζει τις τραυματισμένες λεωφόρους
δίχως ανταλλάγματα

και τ' αστέρια  θα παίρνουν το σχήμα
 του χαμόγελου όπως ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό σου
την τελευταία νύχτα που αγκαλιαστήκαμε

ένα ταξίδι πάνω από τη γη μας την πολύπαθη
εκεί που σύνορα δεν χαράζονται
κι οι άνθρωποι ξέρουν ν' αγαπιούνται

Νοστάλγησα μια αγκαλιά κι ένα φιλί της νύχτας
ακριβοπληρωμένο
στα δακρύβρεχτα μάτια σου

Τα χέρια σου τα ολόλευκα κρίνα της Άνοιξης
μέσα στις χούφτες μου να τα κρατήσω
με την ιερότητα του Έρωτα

στιγμές πολύτιμες που μαραζώνουν
στον κήπο των ανθρώπων σαν τον απότιστο βασιλικό
τον νιοφυτεμένο

Πότε θα βγάλει άραγε καρπούς το δέντρο
που το χτύπησε η καταιγίδα;
Όλα μου φαίνονται αγνώριστα στο ταξίδι των αισθήσεων

Γι' αυτό άσε με να σε ταξιδέψω
σε άλλους ουρανούς!

Πόλα Βακιρλη




Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!!! (της Ειρήνης Ανδρέου)




Θεέ μου γιατί βιάστηκες να με φέρεις κοντά σου;
Οι άνθρωποι κάτω λένε διάφορα.... κουφά.
Πως τάχα στέλνεις δοκιμασίες, πως
μ' αγάπησες
και με ήθελες δίπλα σου, στον παράδεισο,
πως οι δολοφόνοι μου θα βράζουν στην κόλαση,
Όμως Θεούλη μου εγώ δεν ήθελα να πεθάνω
καθώς χτένιζα την κούκλα μου που τώρα με ψάχνει
χάσκοντας ανάσκελλα όπως γλίστρησε στα ερείπια
από τα χεράκια μου, την στιγμή που η ψυχή μου
χωριζόταν βίαια από το μικροσκοπικό μου κορμάκι
αφού έπρεπε να πουληθούν τα όπλα των τεράτων
να χορτάσουν οι κανίβαλοι με το παιδικό μου αίμα
να ζήσουν τα παιδιά τους, του ανώτερου Θεού.
Μα η κούκλα μου καρτερά ξανά το παραμύθι μας.
Αυτό που της άρεσε πιο πολύ από όλα.
Αυτό της "κοιμωμένης βασιλοπούλας."
Λένε πως το φιλί και νεκρούς ανασταίνει.
Θεούλη μου θερμοπαρακαλώ σε
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!
Στείλε κείνο το "βασιλόπουλο" απ' τα διπλανά ερείπια
να με φιλήσει, να με ξυπνήσει με την αγάπη του.
Κάπου εδώ βρίσκεται και με φλερτάρει , το νιώθω.
Δεν ήθελα να πεθάνω ακόμη Θεούλη μου ......
Ήθελα να παίξω ακόμη με τα άλλα παιδάκια,
τα εκατομμύρια αγγέλους που οι άνθρωποι δαίμονες
τους κόψανε το νήμα της ζωής τους πριν προλάβουν
να χτενίσουν τις κούκλες τους, να τις ντύσουνε,
να τις νανουρίσουνε να κοιμηθούν, να ονειρευτούν
το βασιλόπουλο τους που θα τους ξυπνούσε τον έρωτα
σε κήπους επίγειους ολάνθιστους πιασμένα χέρι, χέρι...
Χτες είδα να βομβαρδίζουν με χημικά άλλους αγγέλους
 οι δαίμονες. Τους είδες Θεούλη μου,
ΕΣΥ όλα τα βλέπεις.
Το σύστημα Θεούλη μου που επικρατεί κάτω στη γη
δεν θέλει να ακούγονται δυνατές φωνές, τις φιμώνει.
Έφτιαξε κείνα τα καταραμένα γυάλινα απαίσια κουτιά
της πληρωμένης γνώμης και με αυτά ψεκάζει, αποβλακώνει,
χαλιναγωγεί, ακόμα κι εκφοβίζει τόσο
που ο όχλος
 σταυρώνει χριστούς, αθωώνει Βαραββάδες
 ψηφίζει Ηρώδες κι όλοι νίπτουν τας χείρας τους,
ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ, αυτή είναι η μεγαλύτερη τους αρρώστεια!!!
Για λίγο μας θυμούνται, σαν άρτο και θέαμα
αποκαλώντας μας αγγέλους μα μετά επιδίδονται
στην κραιπάλη, στην κάθε είδους ηδονοφιλία, στο ΕΓΩ τους.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έπλασες με τόση αγάπη.
Αυτοί που αγωνίζονται να μολύνουν να καταστρέψουν
τα πάντα που με τόση σοφία εποίησες,
για το ΧΡΗΜΑ!
Όμως εγώ Θεούλη μου δεν ήθελα να πεθάνω ακόμη.
Θεούλη μου θέλω το σπίτι μου, θέλω
τ' αδέλφια μου,
θέλω την αγκαλιά της μανούλας μου,
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ
 που χάσκει στον ουρανό αχτένιστη, ματωμένη, κουρελιασμένη.
Θέλω να την χτενίσω,
να της σκουπίσω τα αίματα,
να την ντύσω όμορφα, να την δει το βασιλόπουλο της
να γευτεί το φιλί που δεν πρόλαβε,
της το έταξα Θεούλη μου...
ΑΚΟΥΣ Θεούλη μου , δεν θέλω να με αποκαλούν άγγελο.
Ακούτε άνθρωποι, ακούτε ΤΕΡΑΤΑ;
Απάντηση δώστε εις το παιδί
στα μάτια δείτε τον σαν ξεψυχάει
μ' ένα ΓΙΑΤΙ, Εσάς ρωτάει .
εσάς που αλλάξατε ψυχή, καρδιά
μ' εκατομμύρια και με κουμπιά.
Εσάς που πίνετε αθώων αίμα
κάθε σταγόνα κι ένα κέρμα. ...
ΑΚΟΥΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
ΘΕΛΩΩΩΩΩΩΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΜΟΥ

Ειρήνη Ανδρέου




Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (της Τόνιας Κοσμαδακη)



Όταν ένα ποίημα σπάσει
ξερνάει χέρια και πόδια
Του φυτρώνει κεφάλι
και καρδιά και συκώτια
Μη μιλάς για αδικία μπροστά του
ποίημα ήταν κι έγινε άνθρωπος
Τώρα πρέπει να περπατήσει
Να δει τον κόσμο σου

Αυτή την κύστη

Αν του μιλήσεις
να σου μιλήσει
Να νιώθει λιγότερο
όσο κι εσύ
Μα όταν είναι απαρηγόρητο
που ξέρει
πως δεν υπάρχει επιστροφή στη φύση του
θα σιωπάς
Έστω αυτό

Ποίημα ήταν κι έγινε άνθρωπος

Τόνια Κοσμαδακη


Σκύλος

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Νύχτα (της Παρασκευής Κηπουριδου)



Πυρωμένος ο ήλιος κυλά.
Το μαντίλι η γη του κουνά.
Σε μια έκρηξη χρωματική,
αποσύρεται να αναπαυτεί.

Γκρίζο μανδύα η γη φορά.
Τα κάλλη της αποχαιρετά.
Ολόγυρα κορυφογραμμές,
σε σκότη σβήνουν χλωμές.

Και στ’ ουρανού τη στράτα,
το φεγγάρι μαζί με τα άστρα,
ερέβη, άγρυπνα περιπολούν,
μάλαμα απλόχερα σκορπούν.

Το κάθε πλάσμα ησυχάζει
στου Μορφέα την αγκάλη.
Απ’ την κούραση της μέρας
και απόψε θα ξεκουραστεί.

Το ρυάκι στη βουνοπλαγιά
τραγουδάει και γοργοκυλά.
Των βατράχων η κομπανία,
στήνει ολονύχτια συναυλία.

Άγρυπνη και η κυματούσα,
το ακρογιάλι με αφρό ραίνει.
Τα βράχια αλμύρα χαϊδεύει,
και τις αμμουδιές παιδεύει.

Δίπλα ελαιώνας αναριγεί
στου ανέμου το απαλό φιλί,
που τα νυσταγμένα φύλλα,
αναδεύει με τόση επιμονή.

Κι όλη αυτήν την αρμονία,
μια κουκουβάγια με μανία,
επίμονα τη χαλάει η δολερή
με την στριγκή της κραυγή.

Παρασκευή Κηπουριδου


Ολόκληρη και ολοκληρωμένη (της Μάρθας Καναρη)


Κάθε φορά που σου δίνομαι
αφήνω σε σένα ένα κομμάτι μου.
Ετσι, εγώ σιγά σιγά χάνομαι
κι εσυ κρατάς μεσ τα χέρια  σου
την ίδια την ύπαρξη μου.
Ένα ανολοκλήρωτο παζλ το είναι μου,
που βρίσκει υπόσταση μόνο όταν ενωθεί
με τα κομμάτια που λειπουν.
Να τα προσέχεις αυτά τα κομμάτια...
Είναι η πίστη μου στο θεικό
και η αγνότητα  του χτες που αιμορραγεί ...
Να τα κρατάς εξαγνισμένα κι αμόλυντα
γιατί θα ρθει η μέρα που θα τα πάρω πίσω.
Τα θέλω λοιπόν έτσι ακριβώς όπως στα χάρισα.
Να χωρανε όλα στη θέση τους.
Με θέλω ολόκληρη ...

Μάρθα Καναρη



Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Ο πατέρας (της Σοφίας Τανακίδου)


Ήταν ακόμα χαράματα όταν ξεκίνησε για την δουλειά, τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια μάζευε από τους κάδους, χαρτιά, κουτάκια αναψυκτικών, γυάλινα μπουκάλια κι ότι μπορούσε να πουληθεί.
Αυτή ήταν η δουλειά του λοιπόν, ένας ρακοσυλλέκτης που είχε κάπου κάπου και τα τυχερά του, χάρη σε πολλούς αφηρημένους ανθρώπους που μαζί με τα σκουπίδια πετούσαν και πολύτιμα πράγματα όπως χρυσαφικά ή ακόμα και χρήματα.
Έτσι λοιπόν επιβίωνε τα τελευταία 17 χρόνια, γιατί σε άλλες δουλειές δεν τον δέχονταν κανείς, όλοι γνώριζαν το ποιόν του, δεν ήταν μόνο καυγατζής ηταν και επιρρεπής στο ποτό,
Ενας - δύο που τον πήραν στη δούλεψή τους αγανάκτησαν και τον έδιωξαν αμέσως, έτσι η δουλειά του ρακοσυλλέκτη ήταν η μόνη του διέξοδος.
Τρίτη Κυριακή του Ιούνη και η μέρα έδειξε από το πρωί ότι θα ήταν πολύ ζεστή, ευτυχώς είχε προβλέψει να πάρει μαζί του παγωμένο νερό για τον δρόμο, σταμάτησε στον πρώτο κάδο κι άρχισε να ψάχνει μέσα σε αυτόν αλλά δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο προς πώληση, θύμωσε τόσο που άρχισε να πετάει τις σακούλες με φόρα στο δρόμο
" Τι κάνετε; Θα ειδοποιήσω την αστυνομία" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την απέναντι πολυκατοικία.
Γύρισε την κοίταξε φανερά εκνευρισμένος και της φώναξε
" Ότι γουστάρω θα κάνω κυρά μου, άντε στη δουλειά σου που σε ενοχλήσαμε"
Η γυναίκα αναγνωρίζοντας το ποιος ήταν ξαφνικά, είπε ένα " Ο τρελό - Γιάννης είναι;" και μπήκε στο σπίτι χωρίς να συνεχίσει την αντιπαράθεση γνωρίζοντας ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.
Όλοι το ήξεραν, αν σε έβαζε στο στόμα του δεν σε ξεπλεναν ούτε οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Μέχρι το μεσημέρι είχε γεμίσει ήδη δυο σάκους με τα "πολύτιμα του" έτσι τα έλεγε πάντα και κατευθύνθηκε στο μέρος όπου τα πουλούσε, ήταν ένας ρωμά που τα αγόραζε κάνοντας τρελά παζάρια με όλους, με τον τρελό - Γιάννη όμως δεν εκανε παζάρια, πάντα τα πλήρωνε χωρίς πολλές κουβέντες, γιατί δεν ήθελε να μαλώσει μαζί του.
Μια φορά στις αρχές της συνεργασίας τους πήγε να τον κοροϊδέψει και ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε χάμω στο πάτωμα με ένα μαχαίρι σύριζα στον λαιμό του, από τότε δεν ξανατόλμησε να τα βάλει μαζί του.
Ο τρελό - Γιάννης πήρε το αντίτιμο από τα " πολύτιμα" του και κατευθύνθηκε προς μια μικρή ταβέρνα που ήταν το στέκι του, παράγγειλε ένα τσίπουρο με μεζέ, που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν δύο κι ύστερα τρία.
Αφού τα ήπιε και μάλωσε όπως συνήθιζε με τον μαγαζάτορα γιατί θεώρησε ότι του φουσκωσε τον λογαριασμό, ξεκίνησε για το σπίτι.
Πριν φτάσει όμως σταμάτησε δυο στενά από το σπίτι χώθηκε σε μια πολυκατοικία που είχε μείνει στα μπετά και έριξε έναν μικρό υπνάκο.
Δύο ώρες του ήταν αρκετές για να ξεκουραστεί και να ξεμεθύσει.
Κοίταξε το παλιό του ρολόι και με δυσκολία προσπάθησε να διαβάσει την ώρα, γιατί το τζάμι απ' το ρολόι είχε ραγίσει
"Δεν θα πετάξει κανείς στα σκουπίδια κανένα ρολόι;" μονολόγησε "δύο μήνες τώρα σπασμένο να μην μπορώ να βρω ένα καινούργιο, την γκαντεμιά μου μέσα" συνέχισε βρίζοντας.
Είχε πάει πέντε το απόγευμα, έπρεπε να γυρίσει σπίτι, ήταν η ώρα που πάντα επέστρεφε, σηκώθηκε αστραπιαία χτένισε με τα χέρια του τα μαλλιά του, πήρε μέσα από το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε στην πλάτη μια καθαρή μπλούζα, την φορεσε, έβαλε την λερωμένη από τα σκουπίδια στο σάκο και ξεκίνησε για το σπίτι.
Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα έβγαλε τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε πατώντας στις μύτες μέσα στον χώρο για να μην ξυπνήσει την κόρη του, ήξερε πως ήταν η ώρα που εκείνη πάντα σχεδόν κοιμόταν αφού γύριζε από το σχολείο και ετοίμαζε το φαγητό, ξεκουραζόταν γιατί διάβαζε μέχρι αργά το βράδυ γιατί φέτος θα έδινε για το πανεπιστήμιο.
Είχε χάσει την μητέρα της στην γέννα πριν από δεκαεφτά χρόνια και την μεγάλωνε μόνος του χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν.
Στο τραπέζι είχε σκεπασμένο το φαγητό του όπως συνήθιζε καθημερινά, το ξεσκέπασε και κάθησε να το γευτεί, όταν πρόσεξε δίπλα στο πιάτο ένα μικρό κουτί δώρου.
Ξετύλιξε το δώρο.
Είχε μέσα ένα μαύρο ρολόι χειρός και μια κάρτα.
Την άνοιξε και διάβασε το περιεχομενο ενώ συγχρόνως σκούπιζε ξανά και ξανά τα μάτια του που δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν.
" Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα.
Κι εγώ έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου!
Χρόνια πολλά μπαμπά μου!!
Σου αγόρασα αυτό το ρολόι για να βλέπεις πάντα την ώρα για να γυρίσεις σπίτι που σε περιμένω!!
Σε αγαπώ πολύ!!!"

Σοφία Τανακίδου


Άτιτλο (της Νάνσυ Μπασδέκη)


Σκιές ξεπρόβαλαν
μελανοφόρες
της χαραυγής καλλίγραμα κορμιά
του ασπασμού οι κολασμένοι
κι ανταμώθηκαν κρυφίως σ'εκείνη την απόμερη γωνιά που χάραξε της ώχρας η επιθυμία
βλέμματα  ανταποδοτικά
σα`ί`τες πυρός  θεραπαινίδες
σαρκός αιμορροούσας, φλογισμένης

ένα μπουκέτο παπαρούνες διαλυμένο στο διάβα αγέρα πορθητή
κι ένα καπέλο άλλης εποχής το λάφυρο

μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες το χελιδόνι που ξέμεινε στο κρύο κι ο γατούλης της γειτονιάς, ο αδέσποτος...

Νάνσυ Μπασδέκη                                                    

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Γυναίκα Ρόδο (του Θωμά Θύμιου)



Γυναίκα ρόδο,
δίχως αγάπη, έρωτα, παγωμένη ψυχή
στέκετε σαν ένα λειμώνα ερημωμένο
στο χείλος του πένθους, ταραγμένη

Γυναίκα ρόδο
θάλασσα φουρτουνιασμένη  ψυχή,
ναι, δίχως την λαχτάρα των φιλιών,
την δική τους ηδονή, δεν γαληνεύει
σαν λουλούδι στην έρημο, μαραίνει

ερωτευμένη καρδιά,
ολόδροσο κόκκινο τριαντάφυλλο,
εσύ, βυθίσου στα ωραία δικά της μάτια
θέλει φως, ήλιο χαμόγελο, ρομαντικό έρωτα
με αγάπη, στην αγκαλιά σου, θαρρεί, ανθίζει,
ανασταίνεται και σε μεθά σαν το παλιό κρασί
ξυπνώντας της αινιγματικές σου επιθυμίες

ο ποιητής, τρέχει ιδρωμένος με την φαντασία
με χαμόγελο, σοφία να σου πει μια συμβουλή:
σεβασμό, αγάπη, έρωτα, γυναίκα φύση, ζωή.

Θωμάς Θύμιος

Μεγάλωσα μάνα (της Ζωής Χαλκιοπούλου)


Mεγάλωσα Μάνα, Μεγάλωσα
Ήπια το κόκκινο κρασί και μ έκαψε η φωτιά του
Έζησα τόσα πράματα, μα μοιάζουν τόσο λίγα
Μια πεταλούδα είν η ζωή, χρώματα χίλια αλλάζει
Ένας καθρέφτης Μάνα μου, πάντα αλήθεια λέει
Τα μάτια μου θολώσανε απ τα πολλά που είδα
Και τα μαλλιά μου έπαψαν να στάζουνε κρινάκια
Μια αυλακιά μου χώρισε το πρόσωπο στα δύο
Η μια πλευρά μαράζωσε κι ένα λυγμό ξεχύνει
Μα η άλλη ακόμη προσπαθεί πιο ζωντανή να μείνει
Και με ρωτάει η ψυχή διάλεξε πως θα ζήσεις
Τα χρόνια που απόμειναν μέχρι να ξεψυχήσεις
Ζωγραφισμένες οι πληγές, εικόνες κι εφιάλτες
Μάνα μου αλήθεια δε τολμώ καθόλου ν αντικρύσω
Αυτό το γκρίζο που ξερνά η κάθε μου ρυτίδα
Μα κοίτα τούτη τη πλευρά, κοίτα ένα φως καθάριο
Αυτή ούτε την άγγιξε ο χρόνος, το ναυάγιο
Κι εσύ μου λες Μανούλα μου, εκείνη να διαλέξω
Και το χαμόγελο μισό έχει τη δύναμή του
Με μια τεράστια απόφαση έσπασα τον καθρέφτη
Κι έμεινε μόνο η μεριά που διάλεξα να ζήσω.
Δε θα νερώσω το κρασί, κι ας τρέμουνε τα πόδια
Κόκκινο πάλι απ την αρχή, με πάθος θα το πίνω
Ναι Μάνα μου μεγάλωσα, μα όχι κι η ψυχή μου
Κι ας τύλιξαν τις ρίζες τους οι στεναγμοί τριγύρω
Όσες φωτιές κι αν καταπιώ αυτή θα μείνει ατόφια
Κι όσο γερνάει το κορμί αυτή θα δυναμώνει
Ναι Μάνα μου μεγάλωσα μα δε παραπονιέμαι
Γιατί σε κάθε στεναγμό πάλι ξαναγεννιέμαι

Ζωή Χαλκιοπούλου
Από το βιβλίο μου 12 Ιστορίες Κάτω Από Τον Πλάτανο

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Διαμάντια οι μνήμες
νοσταλγικά κείτονται
θρυμματίζουν  όλη την γη
σε μια  απέραντη ματωμένη πληγή

Τούτες τις ερημικές νύχτες
μουσκεμένα τα όνειρα
νααυγός και εγώ από θάλασσα
σε ουρανό απαρηγόρητος ο πόνος
των  οστών

Δίχως να αγαπούν τα χείλη
ορφανά τα μαύρα μάτια
χέρια δεμένα πολύ πικρά
πως να κρύψω στα νεκρά
δάχτυλα την αγκαλιά

Πως έγινε και χτίσαμε
τόσες φυλακές
μαζί σου βουβές
και οι Κυριακές

Σε ένα πεζούλι
αφήσαμε άδοξα στιγμές
Σε αυτή  την ζωή
πως να μπορεί
να αποχωριστεί
το σώμα από την ψυχή

Γεωργία Δεμπερδεμιδου

           

Στη δική μου Μάνα (της Θέμις Ταταρη Μπιλληρη)



Μια ψυχούλα πόσο μοιάζει
μ' αστεράκι σαν βραδιάζει
καντηλάκι που φεγγίζει
συννεφάκι που δακρύζει

Μια ψυχούλα  πόσο μοιάζει
με πουλάκι μες στ' αγιάζι
θυμαράκι που μυρίζει
μελισσάκι που βουίζει

Μια ψυχούλα πώς μυρίζει
ακακία που ανθίζει
φυλλαράκι που σαλεύει
πεταλούδα που χορεύει

Μια ψυχούλα πόσο μοιάζει
με το φλοίσβο σαν βραδιάζει
σιγοσβήνει ψιθυρίζει
θαλασσόκρινα μυρίζει

Το τρεμάμενο αστεράκι
του γιαλού το κυματάκι
το μελίσσι το λουλούδι
το μικρό το πεταλούδι
το θυμάρι το πουλάκι
τ' ουρανού το καντηλάκι...

Πώς θυμίζουν μια ψυχούλα
την ψυχούλα σου Μανούλα!

Θέμις Ταταρη Μπιλληρη

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΑΣ ΨΑΧΤΟΥΜΕ (της Αναστασίας Πελεκάνου)



Η απάτη συνεχίζει
και ξεπερνά τα ακροδάκτυλα.
Τα πουλιά ξερίζώνουν μολόχες,
για να μας εκδικηθούν.
Τα δέντρα φεύγουν ταξίδι
για Αφρική,
μαζί και τα ποτάμια.
Ορμούν πνίγοντας στόματα κλειστά.
Ο ουρανός κοιτάει εμάς
κι όχι εμείς αυτόν πια.
Δεν τον βλέπουμε.
Κρύφτηκε απο τις σκέψεις και τα θέλω μας.
Η ικανότητα μας,
δίστασε.
Αυτή τη φορά δίστασε τρομακτικά,
με φόντο την αποτυχία.
Αφού συμβαίνουν όλα αυτά,
αναβάλλω την αλήθεια.
Ας ψαχτούμε όλοι
στις τσέπες,
στους περαστικούς
για λίγη φαντασία ακόμα.
Για λίγο δρόμο ακόμα.
Μόνο μη χαθούμε στο λαβύρινθο,
δε θα μοιραστούμε τίποτα μετά.
Ραντεβού στα μυστικά μας.
Αν χαθούμε,
θα βγάλω αλήθεια
κι ένα τσιγάρο
με την ικανότητα να σου μιλώ,
χωρίς μάσκα.

Αναστασία Πελεκάνου

unknown photo

Νυχτερινή βουτιά (της Κατερίνας Σκιντζη Χαδουλου)



Κάποια θαλασσινά νερά
- νύχτα βαθιά –
πως φωσφορίζουν
όταν σαν βέλος
μέσα τους βουτάς!

Άξαφνα λες και ξημέρωσε
στου σκοταδιού τα βάθη ...

Σαν άστρα λάμπουν γύρω σου
- τα σκοτεινά νερά –
πως φωτίζουν τον κάθε πόρο σου
το κάθε κύτταρο σου !

Σαν σκουλαρίκια πλουμιστά
καρφωμένα πάνω σου
- από τις χίλιες και μία νύχτες -
πως σε στολίζουν
στον κάθε κόρφο σου
στο κάθε βότσαλο σου
οι φυσαλίδες των βυθών σου ...

Σαν δέντρα Χριστουγέννων ...
βυθιζόμαστε ...
λαμπρά ... λευκά ...
και ... φωταγωγημένα ...

Μες τα σκοτάδια των βυθών ταξιδεύουμε
πυγολαμπίδες του νερού χορεύουμε
πορευόμαστε ολόφωτοι ,
τα παραγάδια μας μοιραζόμαστε
και ...η λάμψη της ψυχής
στο δέρμα μας αποτυπώνεται ...

Δειλά νομίζουμε πως ονειρευόμαστε
πως ολόφωτα πλάσματα γινόμαστε ...
νυχτόβια … υδρόβια …
γοργά … αστρόφωτα …
στιλπνά … περιστρεφόμενα … δελφινοκόραλα…

Ένας σφυγμός μόνο μας ενώνει ...
ένα σφρίγος του κορμιού μας το χάρτη μεταμορφώνει ...
ένα σφύριγμα της καρδιάς τα θέλω μας ελευθερώνει ...
και... το άγνωστο της απόγνωσης ...
στα βαθιά νερά ...
στα βαθιά σκοτάδια ...
των ωκεανών ...
παγώνει ...

Κατερίνα Σκιντζη Χαδουλου


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ζήσε όμορφα! (της Βηθλεέμ Νασλα)


Να 'χεις τα μάτια ανοιχτά
και να μιλάς μέσα απ' αυτά,
ότι κι αν πουν αληθινά
γι αυτό μη τα 'χεις σφαλιστά.

Και της ψυχής τα αισθήματα
με τη φωνή να τραγουδάς,
να μη τα κρύβεις
κρυφά μη τα κρατάς
νιώσε κι ανάσαινε βαθειά.

Γλυκές κουβέντες να λαλείς
με το γλυκό το στόμα,
σαν το πουλί να κελαηδάς
και να χαμογελάς
όσο μπορείς ακόμα.

Γιατί η ζωή είναι μια
είναι μικρή
για να τη σπαταλάς
να τη ξοδεύεις,
στο πέρασμα της
ελπίδα να σκορπάς
και να χαμογελάς.

Βηθλεέμ Νασλα


Μορφές Αθανασίας Αιωνιας Αγαπης (της Συλιας Χαδουλη)



Ένας λευκος Άγγελος έχασε τα βηματα του
στην ομίχλη ενός υγρού βλέμματος αγαπης
Άφησε τα φτερά του αφόρετα σε μια γωνία
κρυμμένα στις σκιές του δωματίου της
Ορκίστηκε με το χέρι στο μέρος της καρδιάς
Αιώνια Αγαπη κοιτώντας την βαθιά στα ματια
Τα δαχτυλα της Χάραξαν ανεξίτηλα το όνομα της πάνω στο σωμα του
Τα ίχνη της παρουσίας της έσβησαν στα σκαλοπάτια του χρόνου
Φυλακισε εντος του τα αλώβητο παιδικό  βλεμμα της αθωότητας της
Σφράγισε με ενα φιλι τις ωρες της αγαπης
μεσα σε κοχύλια πορφύρας 
Θραύσματα πολύτιμα κόλλησαν στα δαχτυλα του
Αγκάλιασε τρυφερα με τα ματια του με χρώματα
διαφανου νερού την ανάμνηση της
Έσκαψε μεςα του και  τα έκρυψε ολα
τρυφερα στην πιο βαθιά τσέπη της ψυχης του
Πανάρχαιος θρήνος όταν την φλόγα ενός κόκκινου έρωτα
σβήνει η πνοή ενός ανελέητου παγωμένου ανέμου
Σκουριά αιώνων ειχε το μαχαίρι που έξυσε βαθιά την πληγή του
Στάχτες νοτισμενες από τις φλέβες του σκορπίστηκαν στο πάτωμα
Ονειρα προδομένα
Αναμνήσεις  χωρίς οίκτο
Μορφες αθανασίας 
ανάσαναν τα ματια του.

Συλια Χαδουλη

La  Annunciazione

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Μου είπες τα βράδια δεν κοιμάσαι (του Ιωάννη Τούμπα)


Μου είπες τα βράδια δεν κοιμάσαι.
Δε μας λείπει ο ύπνος τις νύχτες είπες.
Τα όνειρα
Που τα βάλαμε για ύπνο
από νωρίς.
Κι εκείνα κάνουν
πως κοιμούνται.
Αυτά μας λείπουν.

Δε θα ψάξω κάτι,
για  να σταματήσει ο πόνος απόψε είπες.
Θα σκοτώσω τον πόνο απόψε...

Ένα ταξίδι είμαστε σ' απάντησα...
Δε θα πάς πουθενά
οσο μένει ο εαυτός σου ο ίδιος.
Η ζωή πάντοτε
(και κάποιες φορές ο θάνατος)
είναι ένα δώρο.
Όταν σταματήσεις να πονάς.

Τα όνειρα σου
 αληθινά μπορούν να γίνουν.
Αν  πιστέψεις σε αυτά.
Για ποια αλήθεια μου μιλάς;
Ποια αλήθεια πονάει;
Κάποια στιγμή
Θα γύριζεις πίσω.
Θα κοιτάζεις πίσω.
Και θα βλέπεις ότι ήσουν  ευτυχισμένος.
Τότε.
Στα αλήθεια.
Και πως δεν το ήξερες.

Διάλεξε που
και πως θα κοιτάξεις.
Την ομορφιά να βλέπεις όταν κοιτάζεις πίσω.
Την ομορφιά
Κι οταν κοιτάς μπροστά.
Η ομορφιά μιας στιγμής ονείρεμενης μπορεί ν' αξίζει πιο πολύ από το όνειρο.

Αν αγαπάς
Θα 'σαι σε τόπους και
σε μέρη ονειρεμένα.
Και το  αύριο
από το σήμερα
Πολύ πιο όμορφο
θα μοιάζει.
Ένα ταξίδι είμαστε.
Για να πας μακριά
Το πρώτο βήμα είναι ν' αγαπάς.
Να αγαπάς
και τον εαυτό σου.
Και
τον εαυτό σου εκείνο
που θα αφήνεις πίσω.
Όταν απρόσκλητος θα σε ακολουθεί.
Και κάπου κάπου θα σε βρίσκει.

Σώπασες...

Δε θέλω κάτι
για να σταματήσει ο πόνος απόψε είπες.
Σήμερα θα νικήσω.
Θα σκοτώσω τον πόνο απόψε.


Από το ανθολόγιο: “Eretikoi Poiites are the new black.."

Ιωάννης Τούμπας


Ο πίνακας (της Λίτσας Γιαννούλη)



[..Για τον ένα φίλο τον μοναδικό
δέν έχω γράψει ποτέ

Δεν έχω μιλησει ποτέ δέν τον
έχω ζωγραφίσει

Πως θα μπορούσα άλλωστε
δέν είμαι ζωγράφος..]


Μπορώ ομως να μιλήσω γιαυτόν
γιατί έχω στόμα

Αυτός λοιπόν ο ένας έχει μια
πάθηση έκ γενετής

Μια ιδιαιτερότητα..

Εχει μόνο ένα μάτι και ένα αυτί
ανοιχτό

Για να με παρατηρεί και γιά
να ακούει τα πάντα

Την κάθε αλλαγή μου εξωτερική
καί εσωτερική

~~~

Το άλλο ματι καί το άλλο αυτί
το έχει κλειστό

Για να μην ακούει τις κατηγόριες
τα σχόλια των τρίτων

Για να μην βλέπει καλά τα λάθη μου
τα σφάλματά μου

Δεν τόν νοιάζει άλλωστε

Πώς το λένε χωλαίνει σε όψη
σε πολλά

Ειναι εκεί όμως να με θωρακίζει
απ' τα πάντα

Άσχημο ίσως ώς κάδρο ώς πίνακας

Αλλά πολύ όμορφος να τόν έχω

Στην καρδιά και στό σπίτι μου

Στη ζωή μου

Τον βάζω σε θέση περίοπτη ψηλά

Στό σαλόνι μου για παράδειγμα

Πάνω απ' τον αγαπημένο μου καναπέ

Από εκεί να μπορεί να αφουγκράζεται

Να παρατηρεί με αγωνία να μπορεί να επεμβαίνει πάντα

~Ό φίλος μου

Λίτσα Γιαννούλη




Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

"ΑΥΤΙΣΜΟΣ" (της Βασιλικής Νάκου)



Σε ένα κόσμο μαγικό
δικό σου ταξιδεύεις.

Κάνεις όνειρα πολλά
θέλω να τα καταφέρεις.

Μαζί σου εγώ,
δίπλα σου εκεί.

Θα μαι για παντα
το στήριγμα σου στη ζωή.

Το κορμάκι σου μεγαλώνει
μα το μυαλουδάκι όχι.

Δε πειράζει η μαμά είναι εκεί
να σε βοηθά κάθε στιγμή.

Ήχους πολλούς
εσύ δε τους αντέχεις.

Χτυπιέσαι, φωνάζεις
με όλα τρομάζεις.

Θες σταθερότητα
και ηρεμία.

Μα όλα για σένα
μια τρικυμία.

Φώτα, φωνές, ήχοι πολλοί
όλα σε ταράζουν στη στιγμή.

Μα όταν το χαμόγελο
στα χειλάκια σου έρθει.

Τότε ότι κι αν κάνεις
αυτό υπερέχει.

Καρδιά μου, ζωή μου
φως και πνοή μου.

Πάντα κοντά σου
εγώ η μαμά σου.

Φύλακας άγγελος σου
εγώ για μια ζωή.

Ακόμα και αν φύγω
πάντα θα μαι εκεί.

Κανείς δε θα αφήσω
εσένα να πληγώσει.

Γιατί στο ορκίζομαι
πώς θα το μετανιώσει.

Αγάπη και υπομονή
χρειάζεσαι μόνο.

Και θα τα καταφέρεις
με το κόσμο όλο.

Δείξε μονάχα λίγο εμπιστοσύνη
υπάρχει στον κόσμο και καλοσύνη.

Σπάνιο το ξέρω
δε το βρίσκεις πάντα.

Η καλοσύνη
σπάνιο είδος.

Αγάπη μου,παιδί μου
ανάσα,ζωή μου.

Εγώ για σένα
χύνω και αίμα.

Δάκρυα πολλά
εγώ έχω ρίξει.

Μα όχι άλλο πια
τώρα έχω πίστη.

Βασιλική Νάκου




Θα νικήσω (της Πολυξένης Ζαρκαδουλα)





Χέρια εδώ χέρια εκεί

με τυλίγουν, με γυρνούν γύρω γύρω

θέλουν να πάρουν λίγη ζωή από 'μένα

να ρουφήξουν επιθυμίες, όνειρα, ελπίδες....

Έκανα υπομονή

πάλεψα με τα τέρατα του μυαλού για να ξεφύγω

μα μάταιος κόπος...

Τώρα τα παράτησα μα δεν έχασα τη μάχη...

Απλά κατάλαβα....

Τον εχθρό τον κοιτάς κατάματα

του δείχνεις πως δεν τον φοβάσαι, δεν δειλιάζεις

μα πολεμάς, τον αντιμετωπίζεις....

Το πρόσωπό μου κοίταξα στον καθρέφτη, χλωμό,

μα ακμαίο, να με κοιτάζει περήφανα....

Θα νικήσω, θα νικήσω, θα νικήσω....


Πολυξένη Ζαρκαδουλα



Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Ηλιοβασίλεμα !!! (της Μαρίας Ιωάννου Φίλη)



Αυτή την υπέροχη στιγμή του δειλινού
την ώρα που ο Ζωοδότης ήλιος προχωράει δειλά δειλά και να στείλει τον τελευταίο χαιρετισμό του σε μας τους υπηκόους του και να παραδώσει την σκυτάλη του στην όμορφη σελήνη δεν θέλω να την χάνω ποτέ μου . .!!!
Μου αρέσει αυτό το θέαμα γεμίζει η ψυχή μου.
Μια μπάλα φωτιάς ο ήλιος μου στον ουρανό μου και τότε βλέπω μπροστά μου να συντελείται κάτι ασύλληπτο για μας τους κοινούς ανθρώπους, μια μαγική έκρηξη. Αναδύονται γύρω μου μυρωδιές από φωτεινά χρώματα. Μια μαγεία !
Ένα πινέλο σε ένα αόρατο χέρι ενός διάσημου καλλιτέχνη που ανακατεύει στην παλέττα του τα χρώματα πορτοκαλί, μωβ, ροζ, μπλε. Δεν σηκώνει κεφάλι τα κάνει τόσο γρήγορα τόσο επιδέξια.
Δεν θέλει να του ξεφύγει ούτε μια πινελιά από τους πορτοκαλοκόκκινους σπινθήρες της έκρηξης. Τους ρίχνει στον καμβά που φέρει το όνομα Ουρανός την ώρα που αντικατοπτρίζονται στα ανεξερεύνητα νερά της θάλασσας να προχωράνε χορεύοντας, σχηματίζοντας πίσω τους ένα μονοπάτι χρυσό στην επιφάνεια της θάλασσας.
Βλέπω τον ήλιο να χαμογελά και συγχρόνως να κάνει την τελευταία βουτιά στα δαντελένια νερά, να δροσίζεται και να βιάζεται να τρέξει να κρυφτεί πίσω από τις κορυφογραμμές των βουνών.
Και εγώ εκεί θέλω να σταματήσω τον χρόνο και να κρατήσω αυτή την εικόνα μέσα μου Μου δίνει ανάσα ζωής.
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, και η μυρωδιά της θάλασσας χαλαρώνει την σκέψη μου και την παρασέρνει σε ταξίδια νοερά που αγκυροβόλι έχουν το λιμάνι της αγάπης !!!

Μαρία Ιωάννου Φίλη


Nada (του Σταύρου Πέτρου)



Υπήρξα σε διάφορες αποχρώσεις της λύπης
και πάντα υπήρχε χώρος για το πιο έντονο.
Έστεψα τον εαυτό μου με απόλυτη ματαιοδοξία
τον αναγόρευσα σε μεγάλο «Δεν»
καταδικασμένο σε ισόβια κάθαρση – να γράφει.
Ευλόγησα πολύ τα γένια μου – κλαίγοντας
Βιάστηκα κιόλας να γράψω τα ποιήματα μου
όσο είχε ακόμη φως.
Φοβήθηκα – Φώναξα!
Η κραυγή μου δεν έφτασε πέρα από το υπόγειο μου.
Στενό το παράθυρο για να δω το πλατύ τίποτα
δεν το ανοίγω για να μην μπει μέσα η αλήθεια.
Δεν ήξερα ούτε που να κοιτάξω – γι’ αυτό κοίταζα πάντα ψηλά.
Εγώ ούτε πίνω ούτε καπνίζω.
(Τι σόϊ ποιητής είναι αυτός;)
Το βράδυ πάντα με σκοτώνω.
Ξεκινώ απ΄ το εστεμμένο μου κεφάλι
το βάζω απέναντι μου δεσπότη
και συνεχίζω με το υπόλοιπο σώμα
μικρά-μικρά κομμάτια στοίχων
και πιο ψιλοκομμένα – λέξεις μου
χαρτοπόλεμος στην πλατιά θάλασσα
του αν
του ίσως
του μπορεί
σε διάφορες αποχρώσεις της λύπης.



Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Η γκρίζα εποχή (της Ιωαννετας Δοκαναρη)



Αγαπημένη μου μέσα σου κλαις.
Το κλάμα γίνεται  κραυγές.
Κλέφτες ληστεύουν  τη ζωή σου.
Ψεύτες ανάβουν μια φωτιά.
Μένεις με όνειρα   γυμνά
στην ονειροζωή σου.

Την  αγκαλιά και τα φιλιά
στείλε  στα περασμένα.
Τα χάδια άφησε  κι αυτά
 βορά στα ξεχασμένα.

Αγαπημένη μου σε τείχη σε κλείνουν.
Τοίχους χοντρούς γύρω σου χτίζουν.
Φυτεύουν μέσα σου  το φόβο.
Τροφή  στου άγνωστου τον τρόμο.

Στολίσου πια με μοναξιά ,  χωρίς φιλιά, χωρίς στοργή.
Δέξου μια άνοστη ζωή,μοναχική ,πολύ σκληρή.

Αγαπημένη μου ,γκρίζα  τα  σχέδια για μας.
Αλύπητη  η μαχαιριά  στης ζωής μας τον καμβά.

Αλλά ...εμείς... αμφισβητούμε στόχους  αόρατων εχθρών.
Το νήμα πάντα θα κρατούμε των  πιο βαθιών  αναπνοών.
Θύμα ποτέ σου δε θα γίνεις, γιατί εγώ θα σ' αγαπώ.

Ιωαννετα Δοκαναρη




Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Τσατσομοιρου)


Μη θαρρεις πως σβηστηκε η μοιρα
και τα χναρια αδικως αποκολληθηκαν
απο την χαιδεμενη σαρκα!
Μη νομιζεις στ' αδειο βλεμμα
δεν απεικονίζεσαι στη μνημη!
Κι αν σώθηκαν τα ομορφα...
σε βρισκω παντα στα κρυμενα!
Στο περιθωριο ενος εσωψυχου!
στου ονειρου μου τη γεφυρα
σε φανερωνω,
σε ξαγρυπνω τα βραδια πλαι,
σαν ελπιδα σε φροντιζω
στο αδειο τ' ουρανου μου παραβάν
σε προβαλλω, σαν νοημα ευχης!
Και στα καλύτερα τερτιπια
του μυαλου... θα 'ρθείς!
Σκια στον ηλιο... καταμεσημερο
μ' ακολουθεις!
Παρέα στ' άδειο μου πλευρό
σαν ενα ταιρι θαμπο!
Σαν μια σταγονα της βροχης σου
με δροσιζεις
μαγνητιζοντας καταματα τ' αδιάφορό μου
κοιταγμα...
Συγνωμη...
Χαιδευω ευθυς τις παραστασεις μου
στην οψη σου!
Στο πεσιμο των αστεριων...
απ' τ' ανοιχτο παραθυρο θα μπεις!
Ποτέ ακάλεστη δεν θα 'σαι στο κενο μου!
Χτιζεις φωλια χελιδονιου μεσ' το μυαλό...
την ιδια παντα Ανοιξη!
Φωτοτυπια μιας ευτυχιας!
Τιποτα πια στη θλιψη
δεν προφταινει την καρδια!
Κληρονομια σου, τ' αποτυπωμα στη ψυχη!
Σαν επιβιωση... τα στενα μας διατρεχω νοερα....
Στα χναρια τους σ' ονειρευομαι!
Μ' αποκλεισμενα οραματα στο μυαλο!
Στην αφανεια των στιγμων!
Κι' ετσι.......... σε ζω!

Κωνσταντίνος Τσατσομοιρος




Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Πόσοι φάροι (της Σταματίνας Βαθη)



Πόσοι φάροι άραγε να υπάρχουν στην ζωή μας?
Αυτές οι πέτρες εκεί δα μια να δυσανασχετούν από τα χτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα και μια να χαίρονται, μικρά παιδιά, στων ηλιοκλωστίδων την παρέα.
Και ο φάρος να κάθεται αγέρωχος και σοβαρός μήπως χρειαστεί να ρίξει το δικό του φως, να θαυμάζει όλο το χρυσαφί από του ήλιου την εμφάνιση κάθε πρωί.
Τον περιμένει εκεί, υπομονετικός, οι βράχοι και οι πέτρες, το λιμάνι και η θάλασσα φρουρός.
Θέλει να φύγει το σκοτάδι κάποια στιγμή,
είπε τα μυστικά με το φεγγάρι και τα αστέρια, ήθελε να ντυθεί στα χρυσαφί.
Δυο ψυχές αγνάντευαν τα βουνά από μακριά,
άντρας, γυναίκα, φάρος στεριά.
Ίσως και βράχια που το καράβι πρέπει να δει γιατί η καρδιά πονάει σκληρά, χύνει διαμαντένιο δάκρυ άμα πληγωθεί, αληθινά.
Η ξύλινη προβλήτα περίμενε μια βάρκα να δεθεί, ήταν εκεί και με το χρυσό είχε πιάσει κουβέντα πολύ.
Και οι καρδιές χόρευαν μια στα ψηλά βουνά, μια κατέβαιναν στην θάλασσα μαζί με τα πουλιά και μια στο φάρο καθόντουσαν σιμά σιμά, μια αγκαλιά.
Οι ηλιολαμπίδες γίνανε ένα μονοπάτι όλο φως,
γλυκό χρώμα από θεϊκό δάκρυ είναι ένα με την θάλασσα και τον απέραντο ουρανό.
Οι καρδιές χορεύουν και οι ψυχές μιλούν, οι αισθήσεις ανταρτεύουν και οι σάρκες θα ενωθούν.
Φιλιά χρυσαφένια θα ξεχυθούν.

Σταματίνα Βάθη




Φωτογραφία : Sofia Orologa

Άτιτλο (της Γεωργίας Σχοιναράκη)

Όταν σε μια στιγμή αυτοαμφισβήτησης κοίταξα το παράθυρο
Διαπίστωσα ένα περβάζι στενάχωρο
Ίσως να έφταιγε η δύση και η παρέα της
-Ένα ψιλόβροχο διόλου αθώο-
Οι περαιτέρω αναλύσεις ψύχραναν κάπως το διαυγές στο τζάμι
Ζωγραφίστηκε κι ένα βλέμμα πορτοκαλί αγιοσύνης
Τέτοια γαλήνη
Αυτομολήθηκαν ορμητικά οι κάθε τύπου ερωτήσεις
Ίσως από σεβασμό και στις παλιές μου θυσίες
Από καιρό εις καιρόν ονομάστηκαν “επιθυμίες”
Στα σκληρά χρόνια “ανάγκες”
Λανθασμένη η μετάφραση και στις δύο χρονικές συνθήκες
Εντέλει, οι κουρτίνες ματαιοπόνησαν το σκοτάδι;
Επιλογές, μου είπαν, στην ίδια τη συχνότητα
-Ενοχή;
-Όχι, όχι
Απλά κατανόηση μιας αναπόφευκτης ιεραρχίας
Λαχτάρας αυγή
Μεσαιωνική κατοχή
και…
 Τέλος
Τέλος“σκέτο”, ακόσμητο
Ίσως ένα “τίποτε” να εξοστράκιζε το πλάτος του
Κα μετά;
Μετά τι;
Λέγεται: έπεται η αναγέννηση
Πολύ μετά
Κάποτε- κάποτε και στο “ποτέ” το απέλπιδο
Μέχρι τότε, ξεπληρώνεις, γιατρεύεις, υπομένεις
Συγχωρείς που επέτρεψες, που ανέχτηκες
Που υπήρξες ένας άλλος Εσύ
Και όλα τούτα για το σημερινό “Τίπότα”
Αυτό το “τίποτα” το μοναδικό ανοστάλγητο της ζωής

Ξανακοίταξα το περβάζι
Εντέλει δήλωσε ένοχο

Γεωργία Σχοιναράκη



Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Καληνύχτα με μουσικη (της Αντριάνας Αρβανιτιδου)


Η μουσική με γεμίζει συναισθήματα
τον πόνο μου απαλύνει ως τα ξημερώματα.
Νότες πετάνε γύρω μου
κι εγώ δημιουργώ το τραγούδι μου.
Στίχοι που μιλάνε στην ψυχή μου
είναι αυτοί που ματώνουν την καρδιά μου.
Μελωδίες διάσπαρτες ακούω
τις ενώνω και είμαι μπροστά σε ότι αγαπώ.
Αγαπώ ότι μου έδωσε πνοή
ότι ο πόνος μου στέρησε σε μια πληγή που δεν κλείνει.
Τον έρωτα τραγουδάω
την ζωή γλενταω.
Τα τραύματα μου καθαρίζω
με νότες μαγικές που μαζεύω.
Κάθε πόνος μια νότα
κάθε νότα μια στιγμή αναπνοής.
Συνθέτω ότι το κορμί μου ανατριχιαζει
γράφω για μια ζωή που δεν λογαριάζει
που δεν τρομάζει
που την ψυχή χαράζει.

Αντριάνα Αρβανιτιδου


Άτιτλο (της Στέλλας Μάναλη)


Δεν υπάρχει Σ'αγαπώ..χωρίς άγγιγμα..
Δεν υπάρχει Σ'αγαπώ..χωρίς μυρωδιά..
Δεν υπάρχει Σ'αγαπώ..χωρίς εσένα..
Δεν υπάρχει Σ'αγαπώ..χωρίς εμένα..

Μα είναι όμορφο όταν υπάρχει...
και όλα είναι από δύο....
Τ' αγγίγματα, οι μυρωδιές...
όταν υπάρχουμε μαζί...εσύ κι εγώ..

Όλα από δύο..Όλα για τους δύο..

Είναι όμορφη η Αγάπη... όταν είναι διπλή...
Είναι όμορφη η Αγάπη... όταν δεν
είναι μονάχη..

Στέλλα Μάναλη




Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Κόκκινη κραυγή (της Ελευθερίας Θεοδώρου)


Γεμάτη αινίγματα ψυχής
απόψε η νύχτα
Και εμείς
δίχως περίσκεψη
Χαμένοι
στο κίτρινο καπνό
από ξεθωριασμένα φώτα
Μαντάρουμε
τα τρυπημένα συναισθήματα
Και καρφιτσώνουμε
μικρές σταγόνες αίμα
που βάφουν
τις τουλίπες την αυγή
Κάθε που ξημερώνει
σκοντάφτουμε στα συναισθήματα
και κοκκινίζουμε
από ντροπή
την ανθισμένη μοναξιά μας
Και κάθε που βραδιάζει
αφήνουμε σε εξώπορτα
τα μαδημένα
της αγάπης πέταλα
Ρακένδυτοι γυρίζουμε
στο σπίτι
και αναρωτιόμαστε γιατί;
Είναι της αγάπης τα γιατί
που βάφουν τα πρωινά
με κραυγές κόκκινες
στους κάμπους

Ελευθερία Θεοδώρου



Ζητάω μια νύχτα (της Χάρις Παρασκευοπούλου)


Ζητάω μια νύχτα...
Σα βροχή να πέσει,
να με λιώσει...
Ανάσα να γίνει ο κάθε μου πόρος,
η κάθε μου στιγμή,
η κάθε μου νίκη,
η κάθε ήττα.

Νύχτα κεραυνών
και δρόμων
αδιέξοδων
που με έρωτες μοιάζουν.

Βροχή,
της Νεμέσεως κόρη,
ερωμένη σου
ονόμασέ με,
θεραπαινίδα
στου πάθους σου
τη βία.

Ανάσα που από τα χείλη μου
δραπετεύει
το όνομά σου
φωνάζει.
Ποια είσαι;
Ποια;

Νίκη του δέρματος
η θύμηση.

Ήττα του έρωτα
η λήθη...

Ζητάω μια Νύχτα...
Βροχή να γίνουν οι ανάσες
ενός Έρωτα
που πολύ
να αναζητήσω
θα λαχταρώ.

Πολύχρωμη βροχή,
σαν πρίσμα να διαπεράσει
όλων των ενοχών μου
τις αφές....

Χάρις Παρασκευοπούλου




Photo by Ρανια Καρα

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Δύο φίλοι (της Γιώτας Κλουτσούνη Παπαδάκη)



Μιά βόλτα μόνο ήθελα στη θάλασσα.
Ν' αγγίζει η δροσιά το πρόσωπό μου.
Να χάνονται τα μάτια μου στο άπειρο.
Αλμύρα να γεμίζει η καρδιά μου.

Θα βάλω το φουστάνι μου τ' αέρινο.
Θα βάψω με κραγιόν τα δυό μου χείλη.
Μιά βόλτα μόνο ήθελα στ' ορκίζομαι.
Μην πάψεις να μου λες θα 'μαστε φίλοι.

Να πάρουμε καφέ από τον δρόμο μας.
Στα βράχια να καθίσουμε για λίγο.
Να φτιάξουμε εικόνες και χαμόγελα.
Να δούμε και στη χάση του τον ήλιο.

Σεργιάνι μες στις σκέψεις μας να κάνουμε.
Στο πιο βαθύ της θάλασσας γαλάζιο.
Τους έρωτες που χάθηκαν να πνίξουμε.
Στης λύπης το ανίκητο ναυάγιο.

Να κλέψουμε σαν έφηβοι, να βρίσουμε.
Και μες στις αγκαλιές να θυμηθούμε.
Αξίζει να πονάς για ότι αγάπησες;
Αξίζει τελικά να λυπηθούμε;

Ο ήλιος δες πως ξάπλωσε επάνω της.
Κι εκείνη με στοργή τον αγκαλιάζει.
Αφήνοντας λυγμούς, χιλιάδες χρώματα.
Τον χαιρετά και δεν τον προδικάζει.

Καλέ μου φίλε απόψε με σημάδεψε.
Η στάση σου κι ο αντρίκιος σεβασμός σου.
Γιατί όσες ευκαιρίες σου δοθήκανε.
Στάθηκες κύριος και έπνιξες το εγώ σου.

Γιώτα Κλουτσούνη Παπαδάκη


Σε περίμενα....(της Ιωάννας Καβαγιάδα)


Λίγο πριν τη νηνεμία της φύσης...
χρύσιζες στα φυλλοβόλα δένδρα τα φύλλα,
να διαβεί ανυπόμονα
το λευκό απάνθισμα των χρόνων μου που καλωσόριζε
η γη τους φλύαρους χειμώνες.

Κι ενώ μας γέννησε η λευκότητα των κρίνων,
με όση αθωότητα διακρίνεται σ' ένα λευκό που έχει
λεκιάσει η καρδιά με αίμα...
κάθε Άνοιξη κόκκινα πέταλα μαδούσες
μπροστά στη θωριά της ψυχής μου,
να χάνει το φυλλομέτρημα του έρωτα η καρδιά
σε όσα οι ουρανοί ποιούν την ανάσα.

Ιωάννα Καβαγιάδα

ι.κ "το λευκό μας γέννησε"

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Πόλη μου Αλεξανδρούπολη (του Περικλή Ρεϊζη)



Πόλη μου Αλεξανδρούπολη
κυρά μου εσύ του Έβρου
συ των ματιών μου η χαρά
κοντά σου πάντα τρέχω
{στο αίμα μου σε έχω}

Στη Γη του Ορφέα σ' έχτισαν
κι ο Διόνυσος με γκάιντα
τα βήματα μου στο χορό
με ήχους σπρώχνει πάντα

Πόλη μου Αλεξανδρούπολη
κι ο Φάρος σου το μάτι
στέλνει στον κόσμο, στον ντουνιά
εικόνες απ' την Θράκη

Πόλη μου Αλεξανδρούπολη
χρόνια εκατό που σ' έχω
μου έμαθες τα βάσανα
μαζί σου να αντέχω

Στολίδι σου οι άνθρωποι
η Γη και η ομορφιά σου
και τη ζωή τη χαίρομαι
στα μάτια, τα δικά σου

Πόλη μου, Αλεξανδρούπολη
η Ανατολή  σου βλέμμα
είσαι η χαρά μου, σαν σε ζω
είσαι η πληγή, στα ξένα

Περικλής Ρεϊζης


Μετέωρο βήμα (του Κώστα Ζαϊκιδη)



           
Φυλακή δεν είναι τα κάγκελα και οι κλειδωνιές!!
Μήτε οι δεσμοφύλακες και  οι ολιγόωροι προαυλισμοί.
Ίσως πάλι ούτε οι κρυμμένοι ήλιοι και τα απόκρυφα φεγγάρια των κελιών.
Ούτε οι υγρές και κρύες νύχτες των μοναχικών σκέψεων.
Ή τα τρωκτικά που ροκανίζουν τον λιγοστό γήινο περίπατό μας.
Φυλακή είναι οι ανοιχτές πόρτες
και τα ξεκλείδωτα λουκέτα που αδυνατούν τα ελευθερώσουν εγκλωβισμένες σκέψεις.
Φυλακή είναι να φοβάσαι ανοιξιάτικα αρώματα πως μπορεί να μολύνουν τις ανάσες σου.
 Να φοβάσαι
 πως η θάλασσα δεν μπορεί να δροσίσει τις καυτές σου αμφιβολίες και τον ηλιοκαμμένο φόβο σου.
Πως αόρατοι εφιάλτες θα γκρεμίσουν  όνειρα πραγμάτωσης.
 Θα ισοπεδώσουν στόχους!
Θα φιμώσουν χαμόγελα και θα σφάξουν συνειδήσεις με το γάντι.
Μην ξεχνάς όμως πως όσα σίδερα  και όσους μώλωπες και ματωμένες χαρακιές κι αν υποστούν τα σώματά μας,
 όσους εγκλεισμούς ή αποκλεισμούς,
 η ψυχή μας λεύτερη θα πετάει σε καθάριους ουρανούς.
Με όλους τους ήλιους μέσα μας να ζεσταίνουν τις ξεγνιασιές μας.
Με όλα τα φεγγάρια να φωτίζουν  ερωτικές στράτες!!
Με τις θάλασσες να απλώνουν στην υγρή άμμο τα λευκά φτερά τους , δροσίζοντας τα βήματά μας και γαργαλώντας παραδείσιες αναμνήσεις.
Γιατί πραγματικά φυλακισμένος είσαι μόνο όταν φοβάσαι να δραπετεύσεις με  θύρες ανοιχτές. Όταν η  ψυχή χειραγωγημένη και με χειροπέδες τρόμου αλυσοδεμένη, στέκει μετέωρη δειλιάζοντας για το επόμενο βήμα.

Κώστας Ζαϊκιδης


Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Πουλί αγιάρικο (του Χρήστου Παπαχρυσαφη)



Τα εύκολα χρόνια πέρασαν
χαθήκανε και ήρθανε
μαύρα, δύσκολα χρόνια.
Σκοτείνιασε ο ουρανός
σαν όρμησαν αρπακτικά,
φύγαν τα χελιδονια

Έτσι, ένα πουλί κι εγω
ξεκίνησα μ' άλλα πουλιά
για μακρινό ταξίδι
Κι άφησα πισ' ο,τι αγαπώ
τη νύφη του θερμαικου
το πιο όμορφο στολίδι

Στα μέρη αυτά που πέταξα
μ' αγάπησαν και μ' έπεισαν
νέα ζωή ν' αρχίσω
Μα είμαι πουλί αγιάρικο*
και πήρα την απόφαση
και να ξαναγυρίσω

Και σαν πουλί αγιάρικο
βρήκα ξανά τον δρόμο μου
για να γυρίσω πίσω
Να βρω πουλιά που αγάπησα
να βρω πουλιά που λάτρεψα
και να ξαν' αγαπήσω

Χρήστος Παπαχρυσαφης

*Η λέξη "αγιάρικο" χρησιμοποιείται για
τα πουλιά "περιστέρια" που όπου κι αν
τα αφήσεις γυρίζουν στην φωλιά τους.


Η αγάπη μας (της Βάγιας Μπαλή)


Σαλεψε της νύχτας ο πόθος
και φέρνει στεναγμούς στο προσκεφάλι μου.
Μέρωσε της πληγης μου ο πόνος
και ζητά να αφεθεί στο χάδι σου.
Δίψασε η ύπαρξή μου για τον έρωτά σου
και γδυτή αναζητά τη λύτρωσή.
Ακούμπησε, αν το θες, στο δέρμα μου
να ριγήσει της ψυχής μου το κόκκινο βάθος.
Άσε τα ξυπνήματα να 'ρθουν μέσα στα χάδια μας,
άσε τις μέρες να μοιάζουν όλες με εμάς.
Ασε την αγάπη να μας μάθει πια τη γλώσσα της. Αυτή που όταν μιλάει, σαν να σκιρτάει από πόθο η καρδιά.


Βάγια Μπαλή


Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ (της Άννας Γεωργαλή)



Αν, λέω αν..

Αν μπορούσα να γίνω γλάρος
και να πάρω ξοπίσω
ένα καράβι γοργοτάξιδο
τα φτερά μου να βρέχουν
σταγόνες αλμύρας
να ξαποστάσω στα κατάρτια του,
αναδεύοντας τον βυθό
ανέμελα να παίξω κυνηγητό
μ' ένα γερασμένο κοράλλι
κι ύστερα σε μια στιγμή
να υψωθώ ψηλά
σχίζοντας το γαλάζιο στερέωμα
ακουμπώντας το ράμφος μου στον ουρανό.
Θα ήταν μια ευλογία..
μα δεν ζητώ πολλά
να σχίσω την ακίνητη γραμμή του ορίζοντα
να μυρίσω για λίγο τον διάφανο αέρα
που αναπνέει ένα πουλί
να νιώσω για λίγο άνθρωπος ελεύθερος..!

Άννα Γεωργαλή


Ωδή στην αποδημία των ποιητών (του Νίκου Σουβατζη)



Χάθηκε ανάμεσα στους στίχους
αναζητώντας μια ανήσυχη ζωή
και έναν ηρωικό θάνατο

Έφυγε μόνος
- όπως συνηθίζεται -
αφήνοντας κληρονομιά
την ψυχή του
τυπωμένη σε φτηνό
χαρτί τυπογραφείου

Νίκος Σουβατζης