«Ανάξια σε όλα τίποτα δεν έχεις κάνει στη ζωή σου, τσάμπα χώρο κρατάς στη γη, παράσιτο, ναι αυτό είσαι παράσιτο». Αυτά ήταν και σήμερα τα λόγια του άντρα της Ειρήνης, μαζί με ένα γερό σπρώξιμο που την έριξε στα πόδια του καναπέ γιατί δεν πρόλαβε να συγκρατήσει την ισορροπία της, συνήθως όμως τα κατάφερνε και δεν έπεφτε, όσο κι αν έπεφτε μέσα της.
Τα πρωινά της αγάπης, τα έλεγε εκείνη, όταν κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη κι αναρωτιόταν, γιατί δεν άνοιγε την πόρτα να φύγει παρά καθόταν και τον άκουγε να της μιλάει και να της φέρεται με αυτό τον τρόπο. Ίσως επειδή είχε δίκιο; Τίποτα δεν είχε καταφέρει στη ζωή της, ούτε καν το γυμνάσιο δεν έβγαλε, την πάντρεψαν μικρή οι γονείς της γιατί δεν ήταν τόσο έξυπνη, αλλά ήταν όμορφη κι αυτό τους τρόμαζε. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί είναι κακό να είσαι όμορφη, αλλά ούτε και όμορφη ένιωθε όμως, όποτε κοιτούσε στον καθρέφτη έβλεπε... ή μάλλον λάθος δεν έβλεπε τίποτα, γιατί τα δάκρυα που πότιζαν όλη μέρα τα μάτια της δεν της άφηναν το περιθώριο να δει τίποτα. Ήξερε γιατί ο άντρας της της φερόταν έτσι λοιπόν, για αυτό δεν αντιδρούσε, γιατί ούτε έξυπνη ήταν, ούτε παιδιά του πρόσφερε, δέκα χρόνια παντρεμένοι ήταν, δέκα ολόκληρα χρόνια και θα περνούσαν κι άλλα τόσα και περισσότερα χωρίς να μπορέσει να γίνει μάνα, να μπορέσει να τον κάνει κι αυτόν πατέρα που τόσο ήθελε. Οι γιατροί το είχαν ξεκόψει, μια γενετική ανωμαλία, έτσι είχαν πει, κι εκείνος με το δίκιο του κάθε μέρα την έβριζε για παράσιτο. Αυτό ήταν, ένα παράσιτο, το ήξερε για αυτό δεν αντιδρούσε, αλλά και να αντιδρούσε που να πήγαινε; Πώς θα ζούσε; Δεν είχε δουλέψει ποτέ της, μόνο να μαγειρεύει και δουλειές του σπιτιού ήξερε, μαγείρευε ωραία ωστόσο, όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς που έφαγαν ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι της το έλεγαν, μόνο σε κείνον δεν άρεσαν τα φαγητά της, τα έτρωγε όλα βέβαια με βιασύνη, δεν άφηνε μπουκιά, αλλά μετά της τα κατηγορούσε, πότε για το αλάτι, πότε για το παραπάνω λάδι, πάντα έβρισκε κάτι να πει, όταν ήταν μόνοι, γιατί όταν ήταν με φίλους ποτέ δεν την κατηγορούσε. Για τους άλλους ήταν ο τέλειος σύζυγος και οι φίλες της απορούσαν για τα κλαμένα της μάτια τα πρωινά όταν έπιναν καφέ, εκείνη δεν τους έλεγε ποτέ το λόγο, και με τα χρόνια θεώρησαν μόνες τους ότι έκλαιγε γιατί δεν μπορούσε να κάνει παιδί, αυτό ήταν, για ποιον άλλο λόγο να έκλαιγε; Είχε έναν εξαιρετικό σύζυγό που της τα έφερνε όλα στα χέρια, κουβαλητής, εργατικός, δεν κοιτούσε άλλες γυναίκες, εξάλλου η γυναίκα του ήταν πανέμορφη, δίχως καν να το προσπαθήσει, όλες την θαύμαζαν για την ομορφιά της αλλά και για την καλοσύνη της, είχε πάντα ένα γλυκό λόγο για όλους, και τον άντρα της τον λάτρευε. Το τέλειο ζευγάρι έλεγαν όλοι οι φίλοι τους. Ναι αυτό ήταν πάντα για όλους.
Το τέλειο ζευγάρι! Έτσι τους έβλεπε και η Γεωργία, εκείνη δεν είχε καλό γάμο μάλωναν συνέχεια, ώσπου έφτασε η σχέση τους στο απροχώρητο.
Θα χωρίσω από τον Σωτήρη» της εξομολογήθηκε εκείνο το πρωί η φίλη της η Γεωργία.
«Θα χωρίσεις; Γιατί τι έγινε;»
«Δεν τον αντέχω άλλο, μαλώνουμε συνέχεια, ακούνε και τα παιδιά, μου κάνει συνέχεια παρατηρήσεις, σήμερα το πρωί ήταν το αποκορύφωμα, ξέρεις τι μου είπε; Ότι δεν είχε ο καφές αρκετή ζάχαρη! Τι λες ρε φίλε; Που σηκώνομαι απ’ τα χαράματα να σου φτιάξω καφέ και θες και να μετράω τους κόκκους της ζάχαρης, του είπα, και τον πέταξα τον καφέ του στο νεροχύτη, να κάνεις από δω και πέρα μόνος σου του λέω λοιπόν, σου ετοίμαζε και η μάνα σου πρωί πρωί καφέ; Ε να πας στη μάνα σου να σου ξαναετοιμάζει, από μένα τέρμα».
«Θα χωρίσεις με δύο παιδιά για έναν καφέ;»
«Βρε κορίτσι μου, δεν είναι για τον καφέ, είναι για τον τρόπο του, δεν είμαι υπηρέτρια του, γυναίκα του είμαι και θέλω να μου φέρετε όπως του φέρομαι, όχι το βράδυ γλύκες και το πρωί φωνές, δε θα ξεσπάει σε μένα τα νεύρα του, έχω και γω νεύρα που προτιμώ να τα ξεσπάσω σε αυτόν που μου τα δημιούργησε, δηλαδή σε αυτόν κι όχι στα παιδιά μου. Άλλά τι στα λέω που να με καταλάβεις, εσύ έχεις τον Πάνο που σε έχει στα πούπουλα» συμπλήρωσε.
Η Ειρήνη δεν απάντησε, άρχισε να γελάει δυνατά, καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της πάνω στα πούπουλα που την είχε βάλει να κάτσει ο άντρας της, ένα γέλιο που άρχισε δειλά δειλά αλλά ξαφνικά διαπίστωσε πως δε μπορούσε να το σταματήσει. Γελούσε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που ενώ στην αρχή η φίλη της γέλασε μαζί της ξαφνικά διαπίστωσε ότι η Ειρήνη δεν γελούσε μόνο αλλά μαζί με το γέλιο άκουγε κι ένα λυγμό που σιγά σιγά έβγαινε από τα μάτια σαν ποτάμι.
«Ειρήνη μου, σταμάτα με τρομάζεις» της φώναζε μα η Ειρήνη δε μπορούσε να σταματήσει, έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που άρχισε να της εξομολογεί με λυγμούς τη ζωή της, τόσο σπαρακτικά που η καρδιά της φίλης της ράγισε.
«Συγνώμη ψυχή μου δεν είχα ιδέα» της ψιθύριζε όσο η Ειρήνη της μιλούσε για τα πάντα, για όλα τα πρωινά και τα μεσημεριανά και τα βραδινά της αγάπης. Μόλις σταμάτησε η Ειρήνη η φίλη της σηκώθηκε κοίταξε τριγύρω το σπίτι και της είπε
«Μάζεψε τώρα λίγα ρούχα, τα πιο απαραίτητα, φεύγουμε»
«Που θα πάμε; Δε μπορώ να φύγω, δεν έχω πουθενά να πάω!
«Και βέβαια έχεις, το μόνο μέρος που δεν έχεις να πας είναι εδώ!!! Τώρα αυτή τη στιγμή μάζεψε τα ρούχα σου και πάμε, έχω εγώ να πάω με δύο παιδιά να θρέψω και δεν έχεις εσύ που είσαι ένα στόμα; Έχω εγώ να πάω που όπως είπες μάλωσα για έναν κόκκο ζάχαρη και δεν έχεις εσύ που σε έχει ποτίσει το αλάτι της θάλασσας; Κοιτάξου στον καθρέφτη; Τι σου λείπει; Έχεις πόδια, έχεις χέρια, θα δουλέψεις, σκάλες θα καθαρίζεις, τουαλέτες θα καθαρίζεις, κάτι θα βρεις να καθαρίσεις, μα ότι και να σε υποχρεώσουν να καθαρίσεις αυτή τη βρωμιά εδώ μέσα που ζεις δε θα την βρεις πουθενά στο υπόσχομαι, πουθενά στο υπογράφω. Τώρα μάζεψε τα πράγματά σου και φεύγουμε κι αν δεν έρθεις τώρα μαζί μου θα σε θεωρήσω αξία της τύχης σου και δεν θα ασχοληθώ ξανά μαζί σου, ποτέ ξανά και σου το υπογράφω κι αυτό, εσύ αποφασίζεις, αν δε θες να ζήσεις σαν άνθρωπος μείνε εδώ, μα αν θες να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε έλα τώρα μαζί μου, τώρα»
Η Ειρήνη κοντοστάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη που της είπε να κοιτάξει η φίλη της και τότε είδε κάτι που δεν είχε προσέξει άλλη φορά, είχε τα ίδια μάτια κλαμένα, το ίδιο θλιμμένο πρόσωπο, αλλά εκεί πίσω από τον ώμο της είδε να διαγράφονται φτερά. Δεν ήξερε αν ήταν τα λόγια της φίλης της που της έδωσαν φτερά αλλά γνώριζε ότι με αυτά θα πετούσε μακριά και δε θα ξαναγυρνούσε πίσω.
Είχε δει τον φόβο τον γνώριζε, την επόμενη φορά θα τον προσπερνούσε όπου και να τον έβρισκε, δεν την τρόμαζε πια, είχε φτερά!
«Θα χωρίσεις; Γιατί τι έγινε;»
«Δεν τον αντέχω άλλο, μαλώνουμε συνέχεια, ακούνε και τα παιδιά, μου κάνει συνέχεια παρατηρήσεις, σήμερα το πρωί ήταν το αποκορύφωμα, ξέρεις τι μου είπε; Ότι δεν είχε ο καφές αρκετή ζάχαρη! Τι λες ρε φίλε; Που σηκώνομαι απ’ τα χαράματα να σου φτιάξω καφέ και θες και να μετράω τους κόκκους της ζάχαρης, του είπα, και τον πέταξα τον καφέ του στο νεροχύτη, να κάνεις από δω και πέρα μόνος σου του λέω λοιπόν, σου ετοίμαζε και η μάνα σου πρωί πρωί καφέ; Ε να πας στη μάνα σου να σου ξαναετοιμάζει, από μένα τέρμα».
«Θα χωρίσεις με δύο παιδιά για έναν καφέ;»
«Βρε κορίτσι μου, δεν είναι για τον καφέ, είναι για τον τρόπο του, δεν είμαι υπηρέτρια του, γυναίκα του είμαι και θέλω να μου φέρετε όπως του φέρομαι, όχι το βράδυ γλύκες και το πρωί φωνές, δε θα ξεσπάει σε μένα τα νεύρα του, έχω και γω νεύρα που προτιμώ να τα ξεσπάσω σε αυτόν που μου τα δημιούργησε, δηλαδή σε αυτόν κι όχι στα παιδιά μου. Άλλά τι στα λέω που να με καταλάβεις, εσύ έχεις τον Πάνο που σε έχει στα πούπουλα» συμπλήρωσε.
Η Ειρήνη δεν απάντησε, άρχισε να γελάει δυνατά, καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της πάνω στα πούπουλα που την είχε βάλει να κάτσει ο άντρας της, ένα γέλιο που άρχισε δειλά δειλά αλλά ξαφνικά διαπίστωσε πως δε μπορούσε να το σταματήσει. Γελούσε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που ενώ στην αρχή η φίλη της γέλασε μαζί της ξαφνικά διαπίστωσε ότι η Ειρήνη δεν γελούσε μόνο αλλά μαζί με το γέλιο άκουγε κι ένα λυγμό που σιγά σιγά έβγαινε από τα μάτια σαν ποτάμι.
«Ειρήνη μου, σταμάτα με τρομάζεις» της φώναζε μα η Ειρήνη δε μπορούσε να σταματήσει, έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που άρχισε να της εξομολογεί με λυγμούς τη ζωή της, τόσο σπαρακτικά που η καρδιά της φίλης της ράγισε.
«Συγνώμη ψυχή μου δεν είχα ιδέα» της ψιθύριζε όσο η Ειρήνη της μιλούσε για τα πάντα, για όλα τα πρωινά και τα μεσημεριανά και τα βραδινά της αγάπης. Μόλις σταμάτησε η Ειρήνη η φίλη της σηκώθηκε κοίταξε τριγύρω το σπίτι και της είπε
«Μάζεψε τώρα λίγα ρούχα, τα πιο απαραίτητα, φεύγουμε»
«Που θα πάμε; Δε μπορώ να φύγω, δεν έχω πουθενά να πάω!
«Και βέβαια έχεις, το μόνο μέρος που δεν έχεις να πας είναι εδώ!!! Τώρα αυτή τη στιγμή μάζεψε τα ρούχα σου και πάμε, έχω εγώ να πάω με δύο παιδιά να θρέψω και δεν έχεις εσύ που είσαι ένα στόμα; Έχω εγώ να πάω που όπως είπες μάλωσα για έναν κόκκο ζάχαρη και δεν έχεις εσύ που σε έχει ποτίσει το αλάτι της θάλασσας; Κοιτάξου στον καθρέφτη; Τι σου λείπει; Έχεις πόδια, έχεις χέρια, θα δουλέψεις, σκάλες θα καθαρίζεις, τουαλέτες θα καθαρίζεις, κάτι θα βρεις να καθαρίσεις, μα ότι και να σε υποχρεώσουν να καθαρίσεις αυτή τη βρωμιά εδώ μέσα που ζεις δε θα την βρεις πουθενά στο υπόσχομαι, πουθενά στο υπογράφω. Τώρα μάζεψε τα πράγματά σου και φεύγουμε κι αν δεν έρθεις τώρα μαζί μου θα σε θεωρήσω αξία της τύχης σου και δεν θα ασχοληθώ ξανά μαζί σου, ποτέ ξανά και σου το υπογράφω κι αυτό, εσύ αποφασίζεις, αν δε θες να ζήσεις σαν άνθρωπος μείνε εδώ, μα αν θες να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε έλα τώρα μαζί μου, τώρα»
Η Ειρήνη κοντοστάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη που της είπε να κοιτάξει η φίλη της και τότε είδε κάτι που δεν είχε προσέξει άλλη φορά, είχε τα ίδια μάτια κλαμένα, το ίδιο θλιμμένο πρόσωπο, αλλά εκεί πίσω από τον ώμο της είδε να διαγράφονται φτερά. Δεν ήξερε αν ήταν τα λόγια της φίλης της που της έδωσαν φτερά αλλά γνώριζε ότι με αυτά θα πετούσε μακριά και δε θα ξαναγυρνούσε πίσω.
Είχε δει τον φόβο τον γνώριζε, την επόμενη φορά θα τον προσπερνούσε όπου και να τον έβρισκε, δεν την τρόμαζε πια, είχε φτερά!