Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Πεθαίνουν οι έρωτες (της Σωτηρούλας Τζιαμπουρη)


Στης σκέψης μου τα βήματα
περπάτησα κι απόψε.
Στης σιωπής μου τους δρόμους....
Πόρτες κλειστές....έρωτες σκορπισμένοι....

Μην μιλάς απόψε!
Άκουσε μόνο της ανάσας μου τη φωνή...
Στο σκοτάδι να γίνεται σιωπή ....
Να γδέρνεται στη νύχτα....
Μαχαίρια να  την κόβουν....

Γονάτισα να κοιτάξω την ψυχή σου ....
Χάθηκα ....
Προσκύνησα ...σώματα σκλαβωμένα ....σε μια κόλαση....
Οι σάρκες απούσες....

Μόνο τα μάτια σου ....
Πώς να ξεχάσω τα μάτια σου .....που μονοπάτια έγιναν  στην ψυχή μου .

Πεθαίνουν οι καρδιές που τραγουδούν τον Έρωτα;;;;



Σωτηρούλα Τζιαμπουρη



Με όλες τις αισθήσεις (της Ελένης Ταϊφυριανού)


ΕΧΩ: Μιά θέση στην καρδιά
και μια σκέψη στο μυαλό...
ΘΕΛΩ: Ένα κύμα καλοκαιρινό
σε ηλιοκαμένους έρωτες,
με άρωμα καρύδας
και αλμύρα αμμουδιάς...
Ν'ΑΚΟΥΣΩ: Έναν ήχο καμπάνας
που χτυπάει εσπερινό
σε βυζαντινό ξωκκλήσι...
ΝΑ ΔΩ: Στη μέση του πουθενά
φυτεμένη μια αρμπαρόριζα
να σκορπάει το περίεργο άρωμα της
Στ'ανύποπτα σκαθάρια...
ΝΑ ΦΙΛΗΣΩ: Ματόκλαδα βαριά
γερμένα σαν αυγουστιάτικο δειλινό
με μειδίαμα απόλαυσης στα χείλη...
Ν' ΑΓΓΙΞΩ: Δέρμα απαλό μετάξι
χυμένο στα χέρια δροσερό νερό
για διψασμένο στόμα...
ΝΑ ΜΥΡΙΣΩ: Καλοκαίρι στα μαλλιά σου
δεμένα με θαλασσινά φύκια
και όλες οι αισθήσεις χορτασμένες
παραδομένες στο Θεό του έρωτα..

Ελένη Ταϊφυριανού



Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Βαρύ φορτίο της ( Αναστασίας Κουτσούκου - Κλεάνθη)


Μονάχα, μεσ' τους δρόμους,
κουρέλια ρούχα και ψυχές,
βαρύ φορτίο πάνω στους ώμους
η ορφάνεια τους, από τα χθες.

Το βλέμμα μας πάνω τους θλιμμένο,
μικρό χεράκι τρέμοντας απλώνει,
η ντροπή τα μαγουλάκια τους ματώνει.
Δάκρυ κι ορφάνεια το δικό τους πεπρωμένο.

Άπλωσε το χέρι σου διαβάτη
η καρδιά τους,πίκρα είναι γεμάτη.
Δάκρυ τους φέρνει η όψη ενός πατέρα,
τον είχαν πλάι τους και τούτα κάποια μέρα.

Μικρούλα τούτη η καρδιά,μεγάλη πίκρα να'χεις.
Άνεμος άγριος χτυπά,τ' αδύναμο το στάχυ,
σπίθα που δεν επρόφθασε ν' ανάψει,να φουντώσει,
πανιά που δεν το θέλησε άνεμος να φουσκώσει.


Αναστασία Κουτσουκου - Κλεάνθη
     


Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Σε μια βαλίτσα (της Σοφίας Τανακίδου)




Πόσα χωράνε σε μια βαλίτσα,
όλα τα δάκρυα να βάλω.
Πόσο γερή θα πρέπει να 'ναι,
να μη διαλύσει, αυτό φοβάμαι.
Από το δέρμα μου κομμάτια κόβω
και με τις φλέβες θα τα ενώσω.
Να τα κρατήσω, να μη τα χάσω,
να μη τολμήσω, να τα ξεχάσω.

Γιατί αν ξεφύγει έστω και ένα,
πάλι θα 'ρθω,  πίσω σε σένα.
Γιατί αν ξεφύγει έστω και ένα,
ότι ζω θα λέω, μα θα 'ναι ψέμα

Πώς να χωρέσουν σε μια βαλίτσα,
όλα τα δάκρυα, που 'χω στα μάτια.
Πώς να σηκώσω τόσο βάρος,
να ξεκινήσω, δεν έχω θάρρος.
Μα και να μείνω δεν το αντέχω,
όλα εκεί μέσα, τώρα τα έχω.
Πώς να στριμώξω και τα όνειρά μου,
σε μια βαλίτσα, που 'ναι η καρδιά μου.


Γιατί αν ξεφύγει έστω και ένα,
πάλι θα 'ρθω, πίσω σε σένα.
Γιατί αν ξεφύγει έστω και ένα,
ότι ζω θα λέω, μα θα 'ναι ψέμα.


Σοφία Τανακίδου



Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Παραμύθι ή "παραμύθι" (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)

Η ιστορία που θα γράψω είναι κάτι που μου συνέβη πριν από τέσσερα περίπου χρόνια.  
Λόγω του ότι ζούμε στην εποχή της αμφισβήτησης ίσως κάποιοι να την θεωρήσουν σαν “δημιούργημα της φαντασίας μου”, αυτούς θα τους παραπέμψω στην τελευταία μου παράγραφο.
Είχα κάποτε γνωρίσει ένα αξιόλογο άτομο, νοικοκύρη, άτομο που μέσα από κόπους χρόνων μπόρεσε να δώσει δουλειά σε πάνω από 10 άτομα, άτομο που με το σταυρό στο χέρι μπόρεσε και έκανε μια αξιόλογη οικογένεια, αλλά από την μια η αρρώστια του και από την άλλη η κρίση αναγκάστηκε και  έκλεισε την βιοτεχνία του. Σαν να  μην έφτανε αυτό τα χρήματα που χρειαζόταν για την ασθένεια του ήταν πολλά.
Κάποια στιγμή συνάντησα τον γιο του 13 χρονών ο οποίος πουλούσε αναπτήρες και στυλό και λόγω του ότι ήξερα την περίπτωση έβγαλα να του δώσω χρήματα χωρίς να πάρω κάτι. Η απάντηση που πήρα με πάγωσε «δεν ζητιανεύω κύριε, πουλάω». Να ανοίξει η γη να με καταπιεί! Πήρα φυσικά κάτι αφού πουλούσε.
Άκουσα κάποιους να  κατηγορούν το παιδί και τον πατέρα του πως έχουν διαλέξει την εύκολη λύση για να βγάλουν χρήματα. Αυτή είναι η σκέψη του νεοέλληνα που ξαφνικά πιστεύει πως ανακάλυψε τον τροχό μέσα από την πράξη ενός 13χρονου. Του νεοέλληνα που πιστεύει πως μόνον οι δικές του ανάγκες είναι υπαρκτές. Ίσως και να τους εκνεύρισε η απάντηση του μικρού στο σχόλιο τους. «Συγνώμη αν χάλασα την ευημερία σας αλλά για μένα προέχει η υγεία του πατέρα μου».

Και εγώ που ήξερα ντράπηκα και για λογαριασμό τους. Και επειδή στη ζωή μου προσπαθούσα να μη προκαλώ τους άλλους, να μη προσβάλω τους άλλους, να μην αμφισβητώ τους άλλους και γενικά να είμαι αυτό που λένε “καλό παιδί” μου έχουν μείνει πολλά αποθέματα ντροπής. Εμπρός λοιπόν, προσβάλλετε τον πλησίον σας, αμφισβητήστε, βρίστε και μη νοιάζεστε. Θα ντρέπομαι εγώ για λογαριασμό σας. 



Χρήστος Παπαχρυσάφης

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

ΕΑΡ ( της Δώρας Μεταλληνού)


Τι γύρευε ένα εμβόλιμο έαρ 
σε διαρκή χειμαζώμενη ζωή;
Τα τρύπια μανίκια του κόσμου χαμογέλασαν
Κι οι καρδιές αναπάντεχα σκίρτησαν
Αναθρώσκων καπνός από τα απομεινάρια
χάιδεψε φιγούρες σε κορνίζες κενές
χαμογέλασε μια μικρή ουτοπία
ένα τριαντάφυλλο άλλαξε χρώμα
Κι εκείνη η κούκλα μέσα στις στάχτες ζωντάνεψε
ο κουτσός στρατιώτης βρήκε το χαμένο του πόδι
Κι όλα στο χάδι μιας ακτίνας
που άρχισε να φέγγει
μια γουλιά έαρος
μια νύξη πως μέσα σε χειμώνες κυοφορείται 
Ανάταση!


Δώρα Μεταλληνού



Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Δίδυμη Μοναξιά (της Λιλής Βασιλάκη)



Του ρολογιού οι δείχτες με τρυπάνε..
Της ερημιάς μου το κενό μετράνε...
Και νάτη, πάλι, ίσκιος με τρομάζει..

-Με τη δική σου η ψυχή μου μοιάζει!
Μιλά με βλέμμα που τρυπάει.. με δαμάζει...
Με μια πνοή τα χνώτα συνταιριάζει,
 της σκέψης τα ηνία σαν αρπάζει. ..

-Εσύ 'σαι η  Μοναξιά, κι εγώ 'μαι το ξενύχτι.
Ωχρά φαντάσματα κι οι δυο στο ίδιο σπίτι...
Δυο ξέστρατοι και πλανεμένοι αλήτες,
της παγωνιάς δυο απόστρατοι σπουργίτες...

Της απαντώ και μια ρωγμή βαθιά ανοίγω,
στα σωθικά του νου μου πριν ξεφύγω...
Σαν οιμωγή ολούθε αλυχτάει
και της ψυχής τις αντοχές τρυγάει...
Σε  ξέφτια  ίνα με ίνα τις μαδάει,
στης λήθης την ακτή  κουρέλι με πετάει...
Έρμαιο γίνομαι μιας γύρας κομπολόι.
Της λησμονιάς το γκρίζο μοιρολόι...

-Τις ίδιες ώρες, δες, κενές μετράμε.
Τις ίδιες νότες της σιωπής χτυπάμε.
Δυο δίδυμες ψυχές που στάζουν πίκρα,
αυτάδελφες στης ερημιάς τα πλήκτρα...
Ακούς; Σιγή...κανείς δεν μας ακούει...
Το δάκρυ της ψυχής μονάχα κρυφακούει...

Τις βρήκε κει η αυγή αγκαλιασμένες,
στο σύστρατο της πλήξης ανταριασμένες...


Λιλή Βασιλάκη
Από τη συλλογή"ταξίδι στο δρόμο της ουτοπίας"

Το παραθύρι (της Κουτσούκου - Κλεάνθη Αναστασίας)


Άνοιξα το παράθυρο
τον ήλιο ν' απολαύσω,
το πρόσωπό σου,αντίκρυσα,
μέσ' την καρδιά το βάζω.

Αγάπη επλημμύρησε
η άδολη καρδιά μου,
αγάπη απ' την ψυχούλα μου,
που βάλσαμο μου μοιάζει.

Το παραθύρι τούτο 'δω
τη νύχτα θε ν'ανοίξω,
τι μου φυλάει,για να δω
τη ζήση για ν' αντέξω.

Αστέρι τόσο λαμπερό,
που Δίας θε να μοιάζει,
ξεσήκωσε τη σκέψη μου,
με βγάζει στο περβάζι.


Αναστασία Κουτσουκου - Κλεάνθη



Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Διάβασε (της Σοφίας Τανακίδου)


Και κουράστηκαν οι άνθρωποι να εξηγούν και σώπασαν.
Και ξεχείλισαν τα αισθήματα
Και γέμισαν λέξεις τους δρόμους.
Λέξεις δάκρυα.
Λέξεις καυτές.
Βροχή και λάβα.

Και τις έκλεψαν οι σιωπηλοί ποιητές και οι ονειροπόλοι συγγραφείς,
μες στα βιβλία τις έκρυψαν να μη ξεχαστούν.


Διάβασε τα,
τώρα που όλοι σωπαίνουν.
Διάβασε τα,
να μάθεις γιατί δε πρέπει να σωπάσεις.


Σοφία Τανακίδου


Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Στο δρόμο της καρδιάς (της Αθανασίας Δαμπολιά)



Έτρεχα χρόνια..... κι εξαντλήθηκα. Ίσως ήταν, πάνω από τις δυνάμεις μου.
Έτρεχα διαρκώς σαν μαραθώνιο στο δρόμο της καρδιάς.
Έλεγα...... κοντεύω να τον βρω.
Κι όμως αργούσα, παρόλο που έτρεχα......
Κι εγώ εκεί..... επίμονα να τρέχω......
Ήθελα να φτάσω έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής μου. Κι ας ξεψυχούσα ευτυχισμένη......
Έχεις ακούσει, ότι όταν θέλουμε κάτι πολύ το σύμπαν συνομοτεί υπέρ μας ;
Ναι έτσι είναι.
Βρέθηκε το δικό του χέρι,  εκεί, στην τελευταία στροφή της πορείας μου, δίνοντάς το σε μένα, μόνο που εγώ ήμουν πια τόσο εξαντλημένη...... που ξέπνοα παραδώθηκα ψυχή και σώμα για πάντα...... λέγοντάς ευτυχισμένα "αντίο" κι εκεί ξεψύχησα.

    Αθανασία  Δαμπολιά


Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Κασσάνδρα η 2η (του Σταύρου Πέτρου)



Με τρεμάμενα χέρια γράφω τα λεγόμενα της,
τα μου υπαγορεύει να γράψω.

Η Κασσάνδρα μίλησε.
Ακούσετε λαοί
Ακούσετε
Πόσο να στα φωνάζει;
Πόσο;
Κι όσο δεν θέλεις να τα΄κούσεις
τόσο πιο πολύ τα΄κούς.

Συνέχισε να κάνεις κουφός κοινοποίηση
σαν να μην ήτανε για σένα τα χαπάρια
σαν να μην κατοικείς και εσύ στην Τρία.

Η Κασσάνδρα μίλησε.
Κι όσο και αν τρέφεις ελπίδες
όσο κι αν της ποτίζεις να μεγαλώσουν
κι αν τους βάζεις λίπασμα να αντρειωθούν
ο χρησμός ελέχθη δια στόματος Κασσάνδρας,
οπόταν…

Καημένη μου Κασσάνδρα.

Εμπρός
Εμπρός καρδιά μου – Αρματώσου


Λευκωσία, 14 Απριλίου 18΄



Σταύρος Ξ. Πέτρου




Φύλακας άγγελος (της Βάγια Μπαλή)

                                 
Την πυξίδα την πέταξε σε ένα ανοιχτό φρεάτιο, στη μέση του δρόμου που περπατούσε.
Το βήμα βάραινε όλο και περισσότερο. Πού πήγαινε δε γνώριζε, είχε κουραστεί τόσο πολύ να έχει απάντηση για τα πάντα. Κάθε ερωτηματικό, στο διάβα της ζωής, την σκουντούσε κάθε λίγο και λιγάκι να το απαντήσει. Από θαυμαστικά έχασκε...
Το τηλέφωνο στο τσεπάκι της άρχισε να κουδουνίζει κι έσπασε την ησυχία, της
αφέγγαρης βραδιάς. Δίχως να κοιτάξει το όνομα που την καλούσε, πέταξε το κινητό με μια δύναμη στον απέναντι κάδο, που είχε βάλει σημάδι. Αστόχησε, ποτέ δεν ήταν καλή στο σημάδι... όπως τότε που στόχευσε τον έρωτα του Μάρκου και τελικά πέτυχε το μανιασμένο πάθος του φίλου του, του Γιάννη. Πήγαινε για τρίποντο και τελικά έριξε τη μπάλα έξω από το στάδιο. Άστοχη πάντα. Το ακριβό, χρυσό κινητό της, κείτονταν δίπλα στο ροδάκι του κάδου, δίχως  φαινομενικά να έχει πάθει το παραμικρό, έπειτα από τέτοια σφοδρή πτώση. Άχρηστη ως τώρα. Ανίκανη να σπάσει κάτι, να το συντρίψει. Κι ας την συνέντριψαν... κι ας την πέταξαν εκείνοι... κι ας την έκαναν μικρά κομματάκια. Αυτή ανήμπορη να σπάσει το οτιδήποτε, ούτε καν το κινητό της. Σκέφτηκε ξανά πως θα συνέχιζε να περπατά στο σκοτάδι κι όπου την έβγαζε. Φόβο δεν ένιωθε, δεν είχε πια και τίποτα να φοβάται. Έπειτα ο δρόμος που είχε αποφασίσει να πάρει, την έβγαλε σε αδιέξοδο. Σιχτίρισε ακόμα μια φορά τις λάθος επιλογές της. Μέχρι τώρα, το ένστικτό της ήταν πεσμένο, σε μόνιμο λήθαργο. Οι επιλογές της λάθος, η μία μετα την άλλη έπεφταν σαν ντόμινο, μόνο που πια δεν ήταν παιδάκι να το βλεπει και να χαίρεται. Να ξαναστήνει τα πλακίδια, να τα βλέπει να πέφτουν με γρηγοράδα, που ούτε το μάτι δεν προλάβαινε να δει. Τώρα ήταν γυναίκα μεγάλη κι οι επιλογές της, την καθόριζαν. Λίγο πριν γυρίσει την πλάτη και κινήσει για να φύγει, μία φωνή σαν παρακαλετό ξέπνοο, την κράτησε καθηλωμένη, εκεί να ψηλαφεί στο σκοτάδι, να βρει τι ήταν αυτό που άκουγε. Εκείνη τη στιγμή χρειαζόταν το φακό του κινητού της, να φωτίσει τον χώρο, έτσι έβρισε τον εαυτό της ακόμη μία αφορά που το είχε ξεφορτωθεί, μα και γιατί δεν είχε καταφέρει να το σπάσει. «Όταν κάνεις μια αλητεία, τουλάχιστον κάνε την καλά, κουκλίτσα μου». Όπως όπως έπιασε και σήκωσε  το νεαρό παλικαράκι, που ήταν χτυπημένο. Δε μιλούσε καθόλου ελληνικά, μα ήταν σαν να την εκλιπαρούσε να τον βοηθήσει. Από την τσέπη του έπεσαν τρία πακέτα χαρτομάντιλα κι ανοίγοντας τα εκείνη, τα τοποθέτησε πάνω στην βαθιά πληγή που ‘χε στο πόδι του. Τις επόμενες ώρες οι γιατροί την ενημέρωναν πως αν δεν βρισκόταν στο δρόμο του κι αν δεν τον πήγαινε εγκαίρως στο νοσοκομείο, ο νεαρός μετανάστης θα ‘χε πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία. Του έσωσε τη ζωή. Ήταν ο φύλακας άγγελός του.
  Το κινητό δίπλα ακριβώς από το κάδο ξεκίνησε να χτυπά. Στην οθόνη γραμμένη η λέξη ΑΛΛΑΓΗ. Το σήκωσε ευδιάθετα, γεμάτη ενέργεια. Ψιθύρισε «τώρα ξέρω» κι έφυγε προς τον δρόμο, τον πολυσύχναστο, σχεδόν τρέχοντας...

Βάγια Μπαλή


Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Σαν άγριο κύμα

Πέρασες σαν άγριο κύμα απ' την καρδιά μου, σαν έρωτας τρελός, σαν φλογισμένο πάθος. Έδεσες την καρδιά μου στο δικό σου μουράγιο. Μάταια ζητώ να λύσω τον άγριο κόμπο του σχοινιού σου, που,..πιότερο μου σφίγγει το λαιμό. Χάραξες ένα όνομα:"Αγάπη" στη βαρκούλα σου, που.. ήμουνα εγώ.. Γι αυτό ,για μια ζωή, όσο μακραίνει το σχοινί σου θα φεύγω προς το κύμα και πάλι στο μουράγιο σου, θα δέρνομαι, εδώ!
Αναστασία Κλεάνθη - Κουτσούκου



Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Φευγει η ζωή (της Μαρίας Χατζηδημητρίου)


Πάλι κι απόψε περιμένω
Πλέκω ιστούς από αράχνη
Χάθηκες πάλι μες στο χρόνο 
Βράδιασε κι έχει πιάσει πάχνη

Ακούω απ' έξω φωνές και ήχους
Ακούω γέλια και τρεχαλητά
Κάποια παιδιά ακόμη παίζουν
Κι εγώ νυχτώνω στ' αναφιλητά

Ένα κερί για συντροφιά μου
Θα καεί σε λίγο το φιτίλι
Θα σβήσει η φλόγα, τρεμοπαίζει
Θα 'ρθεί η αυγή κι ύστερα δείλι

Πάλι θα αναμασώ τα ίδια
Μες στην αδυναμία θα βουλιάζω
Αναπάντητα τα ερωτηματικά
Μες τη ζωή θα τα στοιβάζω 





Να θυμάσαι σε αγαπώ (του Δημήτρη Λαγοπάτη)


Ζηλευω την σκιασου,
που κατοικει μαζι σου.
Ζηλευω τον αερα,
που την ανάσα σου αγκαλιαζει.
Κι εκεινα τα λευκά σεντόνια,
που τις νυχτες σε αγκαλιαζουν!
Πόσο θα ζησω να τολμω,
πως σ αγαπω να λεω;
Πόσο να σ αγαπησω ακομα,
Εικόνα λατρεμενη;
Μπορει να ζω πια μακρια σου,
να μη θωρω τα ματια σου,
μα η καρδια μου σπαρταρα,
καθε που την φωνή σου ακουω.
Αναρωτιέμαι!!
Αραγε,ξέρεις πόσο
Σε αγαπώ;





Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Κορμί ΙΙ (του Ντίνου Γλαρού)

ΚΟΡΜΙ II

Κορμί που παίρνεις την ψυχή και την περνάς
απ’ άγνωστα, απάτητα, δύσβατα μονοπάτια.
Απόψε πάλι χάθηκα μέσα στα δυο σου μάτια
στον ύπνο βάζεις πυρκαγιά κι όλο γελάς.

Κορμί που φεύγεις πριν ακόμη γεννηθείς
αθάνατο στα όνειρα, κύτταρο πυρωμένο.
Τα χείλη που εφίλησα πέλαγο πορφυρένιο
πανί το άγγισμα κι εγώ ταξιδευτής



Ντίνος Γλαρός του Ιωάννη



Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Η ανάσταση (της Σοφίας Τανακίδου)


Πόση δύναμη ακόμα;
Πόση υπομονή;
Ακούω την καρδιά μου που ραγίζει
Διαλύεται κομμάτια
Τι συναρμολογώ με όνειρα
Μα δεν κολλάει
Την τρέφω με ψέματα
Μα δεν χορταινει
Την ποτίζω με δάκρυα
Μα δεν ξεδιψά
Βρήκα τον Γολγοθά
Τον ανέβηκα
Σταυρωθηκα
Μα δεν ακούω καμπάνες
Τόσο πολύ αργεί;
Πόση δύναμη ακόμα
Πόση υπομονή;
Η Ανάσταση μου τόσο πολύ αργεί!!!





Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Δεν θα'ρθεις

Έφυγες κι εσύ, όπως όλοι,όσοι αγαπήσαμε και πιστέψαμε, την ώρα που έφευγε απ' τα χέρια μας ,ο χρόνος. Τη στιγμή που μαρμάρωνε την πνοή μας η πίστη. Το στερνό σου το χάδι παγωμένα ίχνη στο κορμί μας. Η πνιγμένη σου ανάσα μισοτελειωμένο φύσημα ζωής, στα καταρακωμένα πρόσωπα, της λαθεμένης ύπαρξής μας. Καθώς η άπονη νύχτα σκεπάζει τα παράθυρόφυλλα του σπιτιού και της ψυχής μου, ασπάζομαι το είδωλό σου. Φυσώ τη ζωή στο πρόσωπό σου. Μα εσύ δεν σαλεύεις,δεν έρχεσαι, ούτε θα'ρθεις ποτέ. Το βλέπω...το ξέρω...
Αναστασία Κλεάνθη - Κουτσούκου




Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Άνοιξη (της Κωνσταντίνας Κρατημένου)

ΑΝΟΙΞΗ
Πίνακας ζωγραφικής διαστ. 15Χ15 με ακρυλικά χρώματα σε καμβά 

Ανάσταση αγάπης (της Σωτηρούλας Τσιαμπουρή)


Κράτα το χέρι μου .
Ένα καντήλι άναψα απόψε .
Πάνω στο σώμα της ψυχής μου ακροβατω .

Δακρύζω.
Γυμνά τα δάκρυα, ψάχνουν τα σώματα τους .
Σταυρώθηκαν στης νύχτας τα κελιά .
Πώς να τα γκρεμισω ;

Η ψυχή μου στα ουράνια πέρα .
Χελιδόνι έγινε, πέταξε, έφυγε από την κόλαση.

Κάπου εκεί, σε μια οχθη με άφησε.
Ρίζωσα. Λουλούδι έγινα .

Φύτρωσα εκεί στην ανάσταση της αγάπης.
Σ' αυτήν προσμενω.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΓΑΠΗΣ !


Σωτηρούλα Τσιαμπουρή



Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Αμαρτίες (της Σοφίας Τανακίδου)


Χριστέ μου.
Δεν σήκωσα ποτέ τον σταυρό σου.
Ένας άνθρωπος είμαι μόνο.
Πως να αντέξω το βάρος του;
Το βάρος της αμαρτίας τόσων ανθρώπων.
Εδώ τις δικές μου αμαρτίες
δεν αντέχω να σηκώσω.
Με βαραίνουν κάθε μέρα και περισσότερο.
Έναν ολόκληρο χρόνο με τσακίζουν.
Ως την νύχτα της Σταύρωσης σου,
που τις ποτίζεις με το αίμα σου
και μου τις συγχωρείς.
Και με την ανάσταση σου
μου δίνεις την ευκαιρία να αρχίσω από την αρχή.
Κι'εγώ.
Ανίδεος ανθρωπάκος.
Ξαναγυρνώ στα ίδια λάθη.
Και φορτώνω τον Σταυρό σου ξανά.
Στους αιώνες των αιώνων.





Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Στο μαβί της νύχτας (της Αναστασίας Κουτσούκου - Κλεάνθη)

Πέρα απ' το τρελό παιχνίδισμα των άστρων πέρα απ' της νύχτας τη μελαγχολική παράσταση, Προβάλλει νησί παραδεισένιο,το λυκόφως. Μαβιά, βιολέ ατέλειωτα τόξα, ανοιγονται στ' ουρανού τ' απέραντο ξετύλιγμα. Την ώρα αυτή,το ερωτικό παραλήρημα γίνεται πιότερο αισθητό, οι υπάρξεις εκμηδενίζονται, οι ψυχές ανηφορίζουν αχαλίνωτα. Η ύλη αδύναμη στις προσταγές της ηδονής, αδρανεί.
Αναστασία Κουτσούκου-Κλεάνθη



Εαρινό ταξίδι (της Δώρας Μεταλληνού)

Περνάει κι από δω η Περσεφόνη ψιθύρισε ένα πλανεμένο ονειρο στο χελιδόνι Κι εκείνο ψαλίδισε το χρόνο να περάσει πως δε λαθεύει και στην ώρα της θα φτάσει; Πως βρίσκουν σπόρο τα δάκρυα των σύννεφων ; Τι κι αν προπορεύτηκαν στρατιές μαρτύρων; Τι κι αν οι αχρείοι της γης μάτωσαν το χώμα; Εκείνο λίπασμα έγινε . Ο σπόρος θεριεύει ακόμα και στην πέτρα Πάνδημη υποδοχή ετοίμασαν οι κήποι της καρδιάς κι ο Ερωτας ξεσκούριασε τα βέλη του. Σε κάθε ανάσα του άλικες παπαρούνες έβαψαν μάγουλα Τόσος χειμώνας πως χώρεσε στις καρδιές; Θεά εσύ ,των χρωμάτων και της γονιμότητας, της βλάστησης και της Ανάστασης, Διώξε το Χειμώνα! Στείλε τα ματωμένα όνειρα να ξεπλυθούν στο κύμα να απαμβλυθούν οι γρατζουνιές να ξεχειμωνιάσει η λύπη στα χειμαδιά μιας ατέρμονης Άνοιξης Γέννησε ήλιους τετραξανθη μέρα Αγίνωτη, ματωμένη,πικραμένη μα ...Άνοιξη! Έαρ έλα! φωνάζει κι ο Ποιητής. κι εκείνο υπακούει....

Δώρα Μεταλληνού