Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Ο πα-τέρας (της Έλενας Κορινιώτη)


Ήθελα πολύ να χάσω την πτήση. Να βρεθώ κολλημένος στο μποτιλιάρισμα της Εγνατίας, πλάι στα παλιοσίδερα που έβραζαν από τη ζέστη. Οι λεπτοδείκτες να έτρεχαν αλαφιασμένοι σαν να τους κυνηγούσαν οι Ερινύες, δείχνοντας έξι. Να τηλεφωνούσα στη Τζένη δήθεν απογοητευμένος που δεν τα κατάφερα να παραστώ στο κάλεσμα της. Ύστερα να απενεργοποιούσα το τηλέφωνο. Και να έπαιρνα μια βαθιά αναζωογονητή ανάσα, γεμίζοντας το μέσα μου με λύτρωση. Μα ήμουν τόσο δειλός για να το πράξω.

Επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο. Κοίταζα επίμονα έξω από το παράθυρο, πως μίκραιναν τα λαμπερά φώτα της πόλης κατά την απογείωση. Από πύρινες γλώσσες, κατέληγαν σε μικροσκοπικές κουκίδες. Σαν τα τραύματα που ανοίγονται στα σώματα. Στην αρχή πελώρια θαρρείς και δεν θα σβήσουν ποτέ, μα πάντα καταλήγουν τόσο δα σημάδια που με δυσκολία κανείς διακρίνει. Ίσως μονάχα εσύ, κάθε φορά που κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Τα μισούσα τα σημάδια μου. Όχι επειδή μου τσαλάκωναν την εμφάνιση. Μονάχα γιατί αυτές οι απολιθωμένες εκδορές συγκρατούσαν όλο το μίσος του πατέρα μου για εμένα.

Ούτε που κατάλαβα πότε προσγειωθήκαμε στο νησί. Πέρασα το κατώφλι του σπιτιού κι ένιωσα μια αγχόνη να αγκαλιάζει το λαιμό μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα επέστρεφα ποτέ στο κολαστήριο μου. Άλλη μια φορά που αθέτησα την υπόσχεση μου. Η αδερφή μου, έτρεξε στην αγκαλιά μου ενώ με τα πληγωμένα μάτια της έβρεξε το μανίκι της μπλούζας μου.

-Έλα να τον δεις, μουρμούρησε.

-Τζένη..

-Κάνε του το χατίρι Αντώνη μου!

Υπάκουσα. Με δύο δειλά βήματα βρέθηκα στη κρεβατοκάμαρα του η οποία θύμιζε περισσότερο παράρτημα εντατικής. Μια φιάλη οξυγόνου του παρείχε μια μικρή παράταση ζωής. Η όψη του ήταν αποστεωμένη. Σε τίποτα δε θύμιζε εκείνο τον πελώριο δράκο των παιδικών μου χρόνων που με μίσος με τσαλάκωνε σαν πλαστελίνη στα χέρια του. Η μάνα μου στεκόταν στο προσκεφάλι του, κρατώντας του το χέρι.

-Δεν καταλαβαίνει τίποτα είναι αλλού, ψέλλισε η αδερφή μου με ραγισμένη φωνή.

Πλησίασα και κάθισα στην άδεια καρέκλα δίπλα του.

-Άφησε μας μόνους, μουρμούρισα κλείνοντας τη πόρτα.

Στο κομοδίνο του υπήρχε μια στοίβα εκκλησιαστικών βιβλίων, λάδι από τους άγιους τόπους, ένα κομποσκοίνι, αντικείμενα ασυνήθιστα για τον πατέρα που ήξερα τριάντα χρόνια.

-Έγινες καλός χριστιανός, μουρμούρησα ειρωνικά ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες ενός θρησκευτικής φύσεως βιβλίου. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με φαρδιά πλατιά γράμματα «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΜΕΤΑΝΟΙΑ».

-Λοιπόν πατέρα, ας μιλήσουμε για μετάνοια, χωρίς να διαβάσουμε αυτές τις χριστιανικές σελίδες. Υποθέτω πως αυτή η λέξη φαντάζει άγνωστη στ’ αφτιά σου. Εμένα ωστόσο με ταλαιπωρεί σταθερά κοντά στα τριάντα χρόνια. Γύρω στα τρία μου, άκουσα για πρώτη φορά τη βροντερή φωνή σου να μου ουρλιάζει να ζητήσω συγγνώμη που τόλμησα το παλιόπαιδο να κλαψουρίσω. Όταν βέβαια, κατατρομαγμένος αρνήθηκα να υποκύψω στην απαίτηση σου, ένιωσα το κάψιμο τις μετάνοιας να απλώνεται πάνω στη βρεφική σάρκα μου. Για την ακρίβεια μου έβαλες τα χέρια επάνω στην αναμμένη σόμπα, προκειμένου να ζητήσω συγγνώμη. Τα κατάφερες, ζήτησα. Τι κι αν σφάδαζα από τα φρικτά εγκαύματα. Ζήτησα μετάνοια κι αυτό ήταν αρκετό να σε κάνει να νιώσεις ηδονή. Έπειτα είχα πάντα στα χείλη κρεμασμένη μια τρομαγμένη συγγνώμη που υπήρχα. Ακόμη κι αν τη ξεστόμιζα, πάντα έπρεπε να δεχτώ το ξυλοφόρτωμα σου προκειμένου να την εμπεδώσω. Με κοίταζες με τέτοια απέχθεια, σαν να μην έβλεπες το σπλάχνο σου, αλλά το δυστυχισμένο γάμο σου με σάρκα και οστά. Κι αυτή τη σάρκα τη τσάκιζες, τη τσαλάκωνες, της έσπαγες τα πλευρά τόσο δυνατά που μια φορά κατέληξα αιμόφυρτος στο νοσοκομείο με διάσειση.

Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ προσπαθούσα ν’ αλλάξω τη ρώτα μας. Πίστευα πως κάποια στιγμή θα μαλακώσω τη σιδερένια καρδιά σου, ειδικά αν με δεις να προοδεύω. Στα μαθήματα αρίστευσα, το ίδιο και στο ωδείο, μα στα μάτια σου ακόμη φάνταζα ένα τεράστιο εμπόδιο. Για σένα ήμουν απλώς ο άχρηστος. Ανάθεμα κι αν πρόφερες ποτέ το «Αντώνης». «Που γυρίζει ο άχρηστος;» «Έλα εδώ άχρηστε», «Ζήτα συγγνώμη άχρηστο πράγμα». Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά;

Ξέρεις πότε ήταν η τελευταία φορά που βρεθήκαμε; Όταν σου ανακοίνωσα πως αποφάσισα να σπουδάσω Νομική, αντί για Ιατρική. «Άχρηστε, ζήτα συγγνώμη!» ούρλιαξες. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ψέλλισα την πολυπόθητη συγγνώμη σου. Άρπαξες την άδεια καρέκλα που υπήρχε δίπλα σου και την διέλυσες με λύσσα επάνω στη ραχοκοκαλιά μου.

Αν νομίζεις πως βγήκα αλώβητος απ’ όλα αυτά, γελιέσαι. Λένε πως τα παιδιά είναι οι καλύτεροι μιμητές των γονιών τους. Υιοθέτησα τη συμπεριφορά σου, μισώντας τον εαυτό μου. Τέσσερα χρόνια πέρασα ριγμένος στα πεζοδρόμια της Ναυαρίνου να φτύνω αίμα για τη δόση μου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που κλείδωσα για πάντα στο χρονοντούλαπο του χθες. Είδαν τα μάτια μου πολλά εκείνες τις νύχτες. Είδα πολλά αποκρουστικά πρεζάκια να με θυμίζουν τόσο. Οι περισσότεροι διαθέταμε το ίδιο βλέμμα. Βαθύ, μελαγχολικό, άφθονης εγκατάλειψης. Όλοι κουβαλούσαμε μια δακρύβρεχτη ιστορία-αληθοφανή δικαιολογία της σαπίλας μας. Κάποιοι από εμάς σταθήκαμε τυχεροί και ξεμπλέξαμε, ας είναι καλά η αδερφούλα μου. Ώρες ώρες απορώ πως από έναν άνθρωπο σαν εσένα, βγήκαμε εγώ κι η Τζένη. Από το αγκάθι βγαίνει ρόδο, έτσι μου είχε πει κάποτε μια φίλη μου, που έμελλε να γίνει γυναίκα της ζωής μου.

Θα ήθελες πολύ η ιστορία να έχει σταματήσει εδώ, νιώθοντας δικαίωση που εν τέλει κατάντησα ένας άχρηστος σωστά; Λυπάμαι, μα δεν σου έκανα το χατίρι. Άρπαξα τη ζωή απ’ τα μαλλιά. Απέκτησα, πτυχία, τίτλους, διακρίσεις ως πιανίστας. Απέκτησα φήμη και κάτι που εσύ δεν ένιωσες ποτέ. Τη ζεστή, ατόφια αγκαλιά του γιου μου. Που δε αφήνει περιθώρια σε τρόμους και φοβίες. Με κοιτάζει στα μάτια, λες και βλέπει υπερήρωα. Ξέρεις γιατί; Καθώς τα πληγωμένα χέρια μου, εκείνα που τσουρούφλισες στο αναμμένο μαγκάλι υπάρχουν για να του κρατούν σφιχτά το χέρι σε κάθε αποτυχία του και να τον χειροκροτούν σε κάθε επιτυχία του. Ποτέ για να το τιμωρούν, ποτέ για να το γεμίζουν τραύματα.

Τι λέγαμε στην αρχή; Α, ναι για το πόσο καλός χριστιανός είσαι και για τη μετάνοια.

Εγώ δεν κρατώ τίποτα από εσένα. Ούτε μίση, ούτε ετεροχρονισμένες συγγνώμες.

Εγώ μια συγγνώμη χρώσταγα πατέρα, στον εαυτό μου.

Κι αυτή μου την έδωσα, μαζί με τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.

Εσένα, ας σε κρίνει ο Θεός.


Έλενα Κορινιώτη