Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Η επιστροφή (της Κλειώς Μαλαγαρη)



Με πόδια που τρέμουν βαδίζει στο μικρό μονοπάτι
Η καρδιά του πάλλεται καθώς πλησιάζει το γνώριμο σπίτι
Αυτή η αυλή που άλλοτε μοσχομύριζε ρόδα και γιασεμιά
Τώρα τάφος ψυχρός..
σιωπή και ερημιά παντού
Ούτε τα πουλιά δεν κελαηδούν
οι αράχνες στήνουν χορό πλέκοντας τον ιστό τους 

από τις γρίλιες μόλις μπαίνει το φως του Ήλιου μνήμες θολές ξυπνούν στο νου
Οδύνη και θλίψη πλημμυρίζουν την ψυχή
δάκρυα κυλούν για το χαμένο χθες
τα χρόνια της ξεγνοιασιάς πνίγηκαν στην τόση αγριότητα
αναστεναγμός και προσδοκία
χάιδεψε το γέρικο πρόσωπο του
τίποτε δεν χάθηκε ψιθύρισε
το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή ανατέλλει
έτσι γεννήθηκε η ελπίδα...





Φτερωτός ταχυδρόμος (της Κωνσταντίνας Κρατημένου)



ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Πίνακας ζωγραφικής διαστ. 17Χ25 με ακρυλικά χρώματα σε καμβά 

Ο κυρ Σταύρος (της Βάγιας Μπαλή)


        


Ο Κυρ Σταύρος ο ψαράς,
αποφάσισε τη θάλασσα ν’ αφήσει,
τη βάρκα του την έδεσε στον μώλο
και με το δισάκι του στον ώμο,
κίνησε στην κυρά του για να πάει,
τις αποφάσεις του να πει.
Εκείνη ξυπνητή τον περιμένει,
με καφέ στο ένα χέρι και στο άλλο
το νερό για να πλυθεί.
Εκείνος κάθισε στα πέρα και στα μάτια την κοιτά,
τημετράει αν έχει νεύρα και στο προκείμενο περνά.
«Γυναίκα, δεν αντέχω τόσα χρόνια στην «σκλαβιά»,
αποφάσισα να φύγω απ’ της θάλασσας τη δίνη,
να πουλήσουμε το σπίτι και τα κτήματα αυτά,
τα δικά σου τα προικιά
 και να ανοίξω επιχείρηση, θα είμαστε εμείς τ’ αφεντικά...
Η κυρά του δε μιλά, μόνο σφίγγει τα δυο χείλη,
σαν φαρμάκι να της μπήκε, στο κορμί και στην καρδιά.
Τα μαντάτα τούτα δεν της έφεραν χαρά.
Από εκείνη την ημέρα τρία χρόνια μόνο πέρασαν
κι όμως έμοιαζαν διπλά.
Ο κυρ Σταύρος τώρα κλαίει μόνος για τη συμφορά
που τον βρήκε κι έχασε τα πάντα
καθώς πήγαινε για τα πολλά.
Δίχως γνώσεις να κατέχει, δίχως εχέγγεια .
Στο νησί του ντροπιασμένος,με σκυμμένο το κεφάλι
γύρισε ξανά
κι οι παλιοί, καλοί του φίλοι, του άνοιξαν μια αγκαλιά.
Ο κυρ Σταύρος σε μια βάρκα με τα δίχτυα ανοιχτά,
την ψαριά του αναμένει και για την κυρά τραβά...






Με τα δικά σου μάτια (της Αναστασίας Κουτσούκου - Κλεάνθη)


Αγκάλιασέ με, Δώσε το χάδι στα μαλλιά μου, κλέψε το μέλι από τη φύση και στάξε λίγη γλύκα στην ψυχή μου. Κόψε τα λούλουδα τ' αθώα και πότισε με τούτα τη χαρά μου για ν'ανθίσει. Πάρε απ' το φλοίσβο τον χαϊδευτό τον ήχο και γέμισε τις βουβές χορδές της πλανεμένης σκέψης μου. Του κοπαδιού τ'ομορφο κουδούνισμα κάνε το ν' αντηχήσει σα γιορτινή καμπάνα στην καρδιά μου κι ύστερα... Δωσ' μου τα μάτια σου, και ζήτα μου μ' αυτά τον κόσμο αλλιώτικο να δω.

Αναστασία Κουτσούκου- Κλεάνθη