Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Και τώρα που τελειώνει ο ουρανός 

σ’ ένα γαλάζιο σύννεφο θα ταξιδέψω

κι όπως περνάω σαν αερικό θα σε μαγέψω 

κι έπειτα σ’ ένα φύσημα του ανέμου θα χαθώ…


Δεν είχαν τα φτερά πουλιά

και η βροχή για χώμα δες πόσο πολύ διψάει· 

αλήθεια πες μου η αγάπη όταν φεύγει πού πετάει

πώς απαγκιάζει άραγε σε ξένη αγκαλιά…;


Έρχεσαι λίγο μες τα όνειρα μου και μετά σε χάνω σαν πνοή

σαν τον αέρα με αγγίζεις, γίνεσαι ανίσκιο χάδι

έλα να παίξουμε οι δυο μας στο σκοτάδι

κι ίσως ερωτευμένους να μας έβρει το πρωί…


Θα μας γεμίζει η νύχτα με αστέρια τα μαλλιά 

κι εγώ στον κόρφο μου θα ανάψω το φεγγάρι 

σε παραμύθια θα σε κρύβω όλο το βράδυ

πατρίδα σου θα γίνω στου άδειου κόσμου μας την ξενιτιά…


Κι όταν τα χείλη μας θα αλλάξουν το φιλί

θα γεννηθεί από την αρχή ξανά όλο το στερέωμα μαζί μας

στην ίδια αγκαλιά ήσυχη θα γύρει πια η ψυχή μας

και της αγάπης θα ‘χει κλέψει μια για πάντα το κλειδί…


Γεωργία Κιουλαχογλου

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ (του Κυριάκου Δοσαρα)



Κοιτούσε με ηρεμία την ομίχλη

που είχε καλύψει το πρόσωπό της

απ ' τον ψυχρό καθρέφτη του συνοδηγού.


Τα μαύρα ανέκφραστα γυαλιά της

έκρυβαν περίτεχνα

την μελαγχολία στο βλέμμα της

και ίσως και κάποιο δάκρυ

που την πίεζε άκομψα να εξέλθει.


Ακουμπισμένο το δεξί της χέρι

στην άψυχη σιδερένια πόρτα του αυτοκινήτου

δεόταν διακριτικά για εκείνη

να πάρει μακριά την συννεφιά των ματιών της

η καλοσύνη και η μεγαλοψυχία του σιωπηλού δάσους.


Κάποιος ποιητής λέει

πολλά χρόνια αργότερα

θα προσπαθούσε μάταια με τους στίχους του

να κάνει την μούσα του να χαμογελάσει.


Και τούτο το παράπονό του

έγινε η ισόβια σκιά του.


Κυριάκος Δοσαράς