Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Αισθάνομαι την Άνοιξη που έφυγε
σαν ένα παράξενο λεκέ στην ψυχή
που κανείς δεν μπορεί να καθαρίσει
ενίοτε θέλω να πιστεύω
πως δεν θα ξανάρθει λερωμένη
άφησε πολλές ανύποπτες στιγμές

Σήμερα που αλλάζει η εποχή
μια ανανεωμένη θέρμη
γεμίζει την καρδιά μου ελπίδες
κάθομαι στην ριγέ πολυθρόνα
στην μεγάλη τζαμαρία  του σπιτιού

Ήλιος ξεπηδάει από τα αμίλητα
σύννεφα του ουρανού
κλείνω τα μάτια στην πορφυρή λάμψη του
ραγδαία πλημμυρίζω πικρές μνήμες
ντραντάζεται ασυναίσθητα το σώμα μου
ανατρίχιασα για όλες τις πρωτόγνωρες
εικόνες που ζήσαμε με πόνο και φόβο
που ρίζωσαν σαν δέντρα εντός μας

Βλέπω το καλοκαίρι κρεμασμένος
στα αλμυρίκια στην ακροθαλασσιά
ανοίγω νωχελικά τα φλέβαρα
ακούω την φωνή μου δυνατά
να ηχεί στ' αυτιά μου

Να μην ζήσουμε άλλους δαίμονες
καλοκαιράκι μου
σε θέλω όπως ήσουν
πάντα δικό μου

Γεωργία Δεμπερδεμιδου


           

Στη μνήμη του πατέρα μου (της Θέμις Ταταρη Μπιλληρη)


Άδειο το δωμάτιο...
Άδειο και σιωπή
Και η απουσία χειροπιαστή
Την πιάνω, την αγγίζω
Στο πόμολο της πόρτας
Στη ράχη της καρέκλας
Στην πλάκα του γραφείου
Στο κρεβάτι το άδειο...
Τέσσερις τοίχοι βουβοί
Μένα στρογγυλό μηδέν
Κλείνουν την απουσία στη σιωπή
Και τη σιωπή στο άδειο το βαθύ...
Και μες στη ξέχειλη σιωπή
Πλημμύρα το μύρο
Εκείνο το μύρο
Το γνώριμο...
Το θλιμμένο...
Το μαβί...
Πώς πονάει το μύρο...
Πώς γίνεται να πονάει το μύρο;
Σφιγμένος αέρας που πονάει
Σφιγμένος μ' ένα κόμπο στο λαιμό
Κι ευωδιάζει
Τι πικρά που ευωδιάζει...
Πώς γίνεται να ευωδιάζει
Η άδεια πια θέση μιας φιάλης οξυγόνου;
Χρόνια ευωδιάζει
Γνώριμα
Πικρά
Θλιμμένα
Μ' ένα κόμποι στο λαιμό
Μέσα στη σιωπή
Μέσα στην απέραντη σιωπή
Που ακούω και μετρώ
Τα βήματα
Της αόρατης παρουσίασ σου
Ακριβέ μου πατέρα...

Θέμις Ταταρη Μπιλληρη