Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Απόγνωση (της Πολυς Μίλτου)

 




(Αν δεν περάσει η ψυχή όλα τα στάδια, γαλήνη δε βρίσκει.)

Είμαι τόσο λυπημένη!

Ο κόσμος έγινε μια μαύρη πίσσα.

Στένεψαν οι τοίχοι να με συνθλίψουν.

Βγήκα να περπατήσω στον άνεμο.

Πόση ερημιά!...

Η γη άδειασε από Aνθρώπους.

Κάτι σκιές τρομακτικές που συνάντησα,

ήταν μόνο εφιάλτες φρίκης.

Οι καρδιές άκαρδες. Χωρίς ζωή.

Ρίχτηκαν με μανία να φάνε σάρκες.

Απειλούσαν να καταπιούν τα σύμπαντα.

Η ψυχή μου μετέωρη έψαχνε ουρανό.

Κάτι σύννεφα θύελλας μακριά.

Μια θάλασσα από δάκρυα και πόνο,

ξέσχιζε τα νερά της με μανία στα βράχια.

Οι πόλεις χάθηκαν στην ομίχλη του φόβου.

Απόγνωση!

Λείπει ο δρόμος ο ομαλός να περάσω.

Έκλεισαν τα πορθμεία για απέναντι.

Δε φτάνει ο φτωχός, άχρωμος οβολός μου.

Σιωπή τύλιξε τη νύχτα μου.

Όλα περιμένουν τον Ήλιο.

Μα Εκείνος ακόμα ταξιδεύει στη δύση.

Πότε θα γίνει ανατολή; Σου φωνάζω.

Είμαι γεμάτη πληγές! 

Στάζουν αίμα!

Εσύ... Μόνος, Εσύ! 

Λυπήσου με! 


Πόλυ Μιλτου

Ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη (της Σοφίας Τανακίδου)





 Δύο μέρες μόνο την γνώριζε ο Οδυσσέας κι αναρωτιόταν γιατί δεν είχε φροντίσει να την γνωρίσει λίγο νωρίτερα. Μιλούσαν στο τηλέφωνο δύο βδομάδες σχεδόν και δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν μόνο δύο μέρες γνωριμίας για να την ερωτευτεί!! Έπρεπε απ' την πρώτη στιγμή που μίλησαν στο τηλέφωνο να της ζητήσει να βρεθούν από κοντά! Έχασε δύο βδομάδες ζωής μαζί της! Τώρα ήταν αργά, κι όσο την κοιτούσε μετάνιωνε, πόσο μετάνιωνε που δεν μπορούσε να της εκφράσει τι ένιωθε.

 Ήταν δύσκολο να το κατανοήσει κι ο ίδιος πόσο μάλλον να τολμήσει να το εκμυστηρευτεί και σε εκείνη. Θα γελούσε μαζί του και με το δίκιο της! Μα πώς μπορείς να ερωτευτείς τον άλλον σε δύο μόνο μέρες; Και πώς να του το πεις ενώ ξέρεις πως δεν υπάρχει μέλλον για μια τέτοια σχέση; Θα ‘ταν εξάλλου άνευ λόγου! Είχε δρομολογηθεί ήδη το ταξίδι της. Δεν ήταν ταξίδι για διακοπές, αλλά μια αμετάκλητη απόφαση να φύγει μακριά, σε μια άλλη ήπειρο για πάντα. 

Την είχε ρωτήσει πριν ακόμη την γνωρίσει προσωπικά, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο.

 «Γιατί τόσο μακριά κοπέλα μου, χάθηκαν τόσες χώρες στην Ευρώπη;». 

«Αν είναι να φύγω, θέλω να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, κι η Αυστραλία είναι το κατάλληλο μέρος!!»

Δεν της είπε λοιπόν τίποτα, ούτε για όσα ένιωσε μόλις την είδε από κοντά, ούτε για όσα φαντάστηκε δύο μέρες τώρα πως θα ήθελε να ζήσει μαζί της. Την ερωτεύτηκε! Έτσι ξαφνικά, έτσι απρόβλεπτα, έτσι χωρίς λόγο! Αυτός που δεν είχε ερωτευτεί ποτέ του ως εκείνη την μέρα! Ερωτεύτηκε μια ολότελα ξένη που έφευγε σε λίγες ώρες για πάντα!

 Την αποχαιρέτισε στο αεροδρόμιο, ξέροντας μέσα του πως ίσως να μην την ξαναέβλεπε και ποτέ. 

«Δεν υπάρχει μέλλον εδώ, δεν με κρατάει τίποτα και κανένας» ήταν η τελευταία της κουβέντα.

Κι αναρωτιόταν αν ήταν αυτός ο «κανένας»!

Όταν ήταν παιδί τον πείραζαν οι συμμαθητές του όταν διάβαζαν την Οδύσσεια. Σε εκείνο το σημείο που έστεκε ατρόμητος ο Οδυσσέας και παρουσιαζόταν σαν «κανένας» μπροστά στον Πολύφημο. Για μέρες ύστερα οι φίλοι του τον φώναζαν έτσι, αλλάζοντας το όνομα του. Τότε γελούσε μαζί τους, μα σήμερα, αυτές οι τελευταίες της κουβέντες τον έκαναν να συνειδητοποιήσει πως μετά τόσα χρόνια ήταν πράγματι ο «κανένας» για εκείνην.

«Αντίο Οδυσσέα, χάρηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο. Θα τα λέμε αν θες στο τηλέφωνο» του φώναξε τώρα από απόσταση κι εκείνος σήκωσε το χέρι χαιρετώντας την για τελευταία φορά.

Κι έφυγε! Αυτό ήταν!

 Πέταξε το αεροπλάνο, κι εκείνη ήταν μέσα, αν κι αυτός περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο μήπως μετανιώσει και κατέβει απ' το αεροπλάνο. Γιατί όμως να κατέβει; Δεν υπήρχε λόγος για εκείνην να κατέβει! Μόνο εκείνος ήξερε το λόγο! Δεν ήθελε να την χάσει! Ωστόσο δεν της είπε τίποτα. Απολύτως τίποτα! Μόνο πως θα της τηλεφωνεί, να μαθαίνει νέα της, κι αν μετανιώσει, να την βοηθήσει οικονομικά να γυρίσει πίσω αμέσως!

«Γιατί να μετανιώσω Οδυσσέα; Τόσο καιρό ετοιμάζω αυτό το ταξίδι, δεν το κάνω για να γυρίσω πίσω. Δεν πιστεύω στα πισωγυρίσματα» του είχε απαντήσει.

Αλλά ο Οδυσσέας παρακαλούσε για το αντίθετο! Γιατί βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο είχε σκοτεινιάσει, και το οξυγόνο πρέπει να ήταν σε έλλειψη, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει! Μα ήταν πρωί ακόμη, η ώρα δεν συμβάδιζε με το σκοτάδι έξω! 

«Έφυγε» μονολόγησε. Πώς θα άντεχε τόσο σκοτάδι; Έπρεπε να της τηλεφωνήσει! Αλλά μόλις είχε φύγει το αεροπλάνο! Πόσες ώρες; Πόσες ώρες θα άντεχε μέχρι να του στείλει μήνυμα ότι έφτασε; Πόσες ώρες θα άντεχε σε τόσο σκοτάδι; Και το οξυγόνο; Γιατί τόσο λίγο σήμερα;

«Έφυγε Οδυσσέα, πρέπει να το ξεπεράσεις» μονολόγησε πάλι, κι ένας κόμπος σταμάτησε στο λαιμό του σαν αγκάθι μαζί με μια λέξη που θα επαναλάμβανε για μέρες μπροστά στον καθρέφτη του.

«Έφυγε».


Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που έφυγε. Δύο μήνες μακριά της! Πίστευε πως περνώντας οι μέρες θα την ξεχάσει, ότι δεν θα στοιχειώνει το μυαλό του η ανάμνηση της και οι τόσο λίγες στιγμές που είχε μοιραστεί μαζί της κάποια στιγμή θα σβήναν απ' την μνήμη του. Δύο ημέρες ήταν μόνο εξάλλου! Τι αξία έχουν δύο εικοσιτετράωρα; Και πώς μπορούν να γεμίζουν και να αδειάζουν συγχρόνως δύο μήνες τώρα την ζωή σου;  

Μα τίποτα απ' όσα πίστευε δεν έγινε. Κάθε μέρα την θυμόταν όλο και περισσότερο, κι έπλαθε αναμνήσεις μαζί της που δεν υπήρξαν ποτέ! Κάπως έπρεπε να την θυμάται κι έτσι την θυμόταν μέσα από ψεύτικες θύμισες. Έζησε ακόμη και το πρώτο φιλί τους. Έψαχνε μέρες να βρει το κατάλληλο μέρος για να την φιλήσει. Ήθελε να είναι κάποιο ιδιαίτερο μέρος, που να ήταν το αγαπημένο της. Δεν είχε ιδέα όμως τι της άρεσε. Θα την ρωτούσε στο τηλέφωνο, θα μάθαινε απ' το τηλέφωνο τα πάντα για εκείνη. Μιλούσαν μια ώρα σχεδόν την ημέρα και κάθε φορά που έκλεινε το τηλέφωνο η μόνη του σκέψη ήταν πότε θα κυλίσει το εικοσιτετράωρο για να ξαναμιλήσουν, γιατί πάντα θα είχε ξεχάσει κάτι να της πει, κάτι να την ρωτήσει, κάτι ακόμη να μάθει..

Για το φιλί είχε μάθει ήδη και της το έδωσε, χωρίς εκείνη να το ξέρει ποτέ, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι.

«Λατρεύω την πανσέληνο» του είχε πει κι εκεί φρόντισε να την φιλήσει. Στα όνειρα του! Μόνο ένα φιλί της είχε δώσει, δεν τόλμησε να την αγγίξει περισσότερο, ούτε καν στα όνειρα του, χωρίς την συγκατάθεση της.

Δύο μήνες τώρα της τηλεφωνούσε τάχα για να μάθει στην αρχή πώς έφτασε, πώς της φάνηκε η περιοχή που θα ζούσε, το σπίτι, η δουλειά της; Άσχετες ερωτήσεις για να μην της πει, όσα λαχταρούσε να της πει.

Άπειρα μηνύματα και λόγια πάντα φιλικά. Μόνο κάπου – κάπου μικρά πειράγματα κι ερωτήσεις του τύπου «παίζει κάτι;» για να μάθει αν υπάρχει κάποιος άλλος στην ζωή της, μα η απάντηση ευτυχώς για αυτόν ακουγόταν συνέχεια αρνητική. 

Είχε ακόμη ελπίδες; Να της το πει; Κι αν του έλεγε πως αυτή δεν τον νοιάζεται; Πώς τον βλέπει σαν φίλο; Μα και πώς αλλιώς να τον έβλεπε; Είναι κι αυτή η απόσταση, που και να θες να την ξεχάσεις, υπάρχει!!

Κι απόψε ήταν τα γενέθλιά της! Του το είπε χτες το βράδυ. Και δώρο δεν ήταν δυνατόν να της στείλει. Ίσως το καλύτερο δώρο να ήταν τα λόγια του! Να της το πει! Να της πει όλα όσα νιώθει! Έπρεπε να το τολμήσει! Αν όχι για εκείνην, να το κάνει γι' αυτόν, γιατί τα συναισθήματα του τον έπνιγαν κάθε μέρα και περισσότερο.

Της τηλεφώνησε την συνηθισμένη τους ώρα.

«Χρόνια πολλά κορίτσι μου, μακάρι να ήσουν εδώ να στα πω κι από κοντά» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.

«Ευχαριστώ πολύ Οδυσσέα. Δύσκολη ημέρα! Είναι τα πρώτα γενέθλια που περνάω μόνη μου, χωρίς τους φίλους μου, την οικογένεια μου, χωρίς την αγάπη κάποιου».

«Ποιος σου είπε πως δεν έχεις αγάπη;».

«Κανένας» απάντησε και γέλασε μόνη της.

Αχ αυτός ο «κανένας» συλλογίστηκε, που δεν τολμά να μιλήσει και να της πει «Εγώ σ' αγαπώ».

«Τι εννοείς;».

«Τι, τι εννοώ;».

«Μόλις είπες πως μ' αγαπάς! Λάθος άκουσα;».

Το είπε; Της είπε φωναχτά αυτό που σκεφτόταν;

Αυτός το είπε; Ο Οδυσσέας το πρόφερε; Ή ο «κανένας;».

Τι σημασία είχε πια;

Το είπε, και δεν μπορούσε να το αναιρέσει τώρα, μόνο να το διευκρινίσει μπορούσε όσο γίνεται καλύτερα.

«Απ' την πρώτη στιγμή σ' αγαπώ, απ' το πρώτο λεπτό που σε είδα, που άκουσα την φωνή σου, που αντίκρυσα το βλέμμα σου. Δεν θυμάμαι πριν άλλο πρωινό, εκτός από εκείνο που σε γνώρισα! Και δεν θυμάμαι άλλη νύχτα πέρα από εκείνη που σ' έχασα!  Και δεν ξημέρωσε ξανά από τότε που έφυγες! Κι έχω ξεχάσει το όνομα μου κι έγινα ο «κανένας» για σένα, γιατί νιώθω κανένας χωρίς εσένα! Κι αν γίνω ξανά Οδυσσέας θα ‘ναι μόνο γιατί εσύ θα μου ξαναδώσεις πίσω το όνομα μου, γιατί το πήρες μαζί σου! Ταξίδεψε μαζί σου μαζί με την καρδιά μου! Μα μην τολμήσεις να μου στείλεις τίποτα απ' τα δύο πίσω. Αν μ’ αγαπάς έστω λίγο, κράτησε τα εκεί μαζί σου, γιατί εγώ μπορώ να ζήσω χωρίς όνομα και χωρίς καρδιά, η καρδιά μου όμως και το όνομα μου δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς εσένα!».

Έκλεισε το τηλέφωνο! Έπεσε η γραμμή; Ή το έκλεισε εκείνη; Δεν ξέρει τι να υποθέσει! Φοβάται να ξαναπάρει να ρωτήσει!! Κι αν δεν το σηκώσει; Χάθηκε κι ο εγωισμός του μαζί με το όνομα του!! Πόσο χαμηλά να πέσει πια; Θα περιμένει! Θα της δώσει το χρόνο της!

Ίσως να θέλει τον χρόνο της!

Κι αν δεν του τηλεφωνήσει ξανά; Κι αν μπλοκάρει τις κλήσεις του;

Αν φοβηθεί την αγάπη του; Αν τον πέρασε για τρελό; Μα ναι, ένας τρελός ήταν! Ούτε που την γνώριζε καν!

Δύο μέρες πριν φύγει για την Αυστραλία την γνώρισε, όταν της ετοίμασε τα χαρτιά για την μετανάστευση της, αυτό ήταν για εκείνην, ο άνθρωπος που απλά ετοίμασε τα χαρτιά της για να φύγει! Τίποτα άλλο! Ούτε καν ο «κανένας» δεν ήταν για εκείνην!

Πώς τόλμησε να της το πει τώρα από το τηλέφωνο; Ερωτική εξομολόγηση από το τηλέφωνο σε κάποια που γνώρισες μόνο για  δύο μέρες; Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να το κάνει! Ή ένας θαρραλέος σαν τον Οδυσσέα, που διέσχισε ολόκληρο ωκεανό για να επιστρέψει στην Πηνελόπη του!

Έμεινε μετέωρος πάνω από το τηλέφωνο, χτύπησε αρκετές φορές ξανά μα δεν ήταν εκείνη, ακούστηκαν γλυκά ευγενικά πλάσματα που τον παρότρυναν να βγουν έξω μια βόλτα. Ναι, ήταν ο Οδυσσέας ένας άντρας με πολλές κατακτήσεις πάντα στο ενεργητικό του. Μόνο τους δύο τελευταίους μήνες ανακάλυψε ότι δεν είχε ποτέ του κατακτήσει τίποτα, γιατί μόνο εκείνη άξιζε να κατακτήσει, γιατί μόνο εκείνη ήταν η Ιθάκη του. Οι σειρήνες ήταν ένα μονοπάτι. Ο δρόμος του, το νησί του, το λιμάνι του, ήταν μόνο εκείνη!

Ήταν δύο η ώρα περασμένα μεσάνυχτα όταν χτύπησε το τηλέφωνο που έγραφε το όνομα της. Δεν κοιμόταν! Δεν θα ξανακοιμόταν ποτέ αν δεν του τηλεφωνούσε! Θα πέθανε ξάγρυπνος! Το είχε αποφασίσει! Ευτυχώς δεν τον άφησε να πεθάνει περιμένοντας, ίσως όμως να τον πέθαινε μια και καλή με τα λόγια της, σκέφτηκε λίγο πριν σηκώσει το τηλέφωνο, πριν ακούσει την φωνή της που του έλεγε κλαίγοντας.

«Ποια αγάπη μπορεί να ανθίσει πάνω σ' ένα τηλέφωνο; Ποια αγάπη μπορεί να βγάλει κλαδιά, να φυτρώσει και να εγκατασταθεί στην καρδιά από τόσο μακριά; Δεν αμφιβάλλω ότι μ' αγαπάς, κι ας μην με ξέρεις! Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν μ' ένα βλέμμα, μ' ένα λόγο, μ' ένα νεύμα ακόμη. Μα πόσο μπορεί να αντέξει η αγάπη αυτή όταν η απόσταση δεν της δίνει κανένα περιθώριο; Δεν θα γυρίσω Οδυσσέα, κι εσύ ξέρω πως δεν μπορείς να έρθεις να με βρεις! Κι είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να κρατήσω την καρδιά σου και το όνομα σου εδώ μαζί μου, και φοβάμαι, φοβάμαι τόσο πολύ μήπως στην προσπάθεια να φυλάξω ότι εσύ απλόχερα μου χάρισες χάσω και την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Κι εγώ δε μπορώ να γίνω ο «κανένας» Οδυσσέα μου, ούτε να αλλάξω τ' όνομα μου και να γίνω η Πηνελόπη σου. Η Πηνελόπη έζησε με μια προσμονή ότι θα γυρίσει ο Οδυσσέας της, έτσι επέζησε, εγώ ξέρω ότι δεν θα έρθεις ποτέ να με βρεις, γιατί δεν είναι εδώ η Ιθάκη για σένα, κι εγώ δεν έχω σκοπό να γυρίσω πίσω».

Δεν πρόφτασε να της απαντήσει! Του έκλεισε πάλι το τηλέφωνο!

Του το δήλωσε εξάλλου ορθά κοφτά πως εκείνη δεν θα έκανε ούτε ένα βήμα πίσω! Τι περίμενε; Ότι θα έτρεχε στην αγκαλιά του; Ότι μετά από τόσες προσπάθειες να φύγει θα γύριζε πίσω μόλις εκείνος θα της το ζητούσε; Ποιος ήταν άλλωστε; Τι περίμενε άραγε; Πώς θα μπορούσε απ' το τηλέφωνο να την αγαπάει και να γεμίσει την ζωή και την ψυχή της; Να την αγαπάει δίχως ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα βλέμμα; Με λόγια μόνο κι όνειρα; Λόγια μεγάλα κι όνειρα απατηλά; Δίχως πράξεις κι αντίκρισμα; Δεν ανθίζει η αγάπη απ' το τηλέφωνο, δεν είναι ρίζα το καλώδιο Οδυσσέα, και χωρίς ρίζα τίποτα δε στεριώνει, μόνο να μαραίνει την καρδιά μπορεί και να την πονάει. Η δική του ήδη είχε μαραθεί δεν θα άφηνε να συμβεί και σε κείνη το ίδιο. Όταν αγαπάς αληθινά θυσιάζεις τα πάντα γι' αυτόν που αγαπάς, ακόμη και την ίδια την αγάπη. Τον μόνο που δεν θυσιάζεις είναι τον άνθρωπο σου!

«Έχεις δίκιο!» της έγραψε στο μήνυμα του.

«Δεν είσαι η Πηνελόπη μου, γιατί αν ήσουν θα είχα ξεκινήσει ήδη το ταξίδι μου για να σε βρω, όπου κι αν εσύ είχες ταξιδέψει! Ούτε εγώ είμαι ο Οδυσσέας σου. Ούτε ο «κανένας» δεν είμαι καν, γιατί εκείνος είχε περισσότερη τόλμη από μένα να ξεπερνάει τα εμπόδια και να βρίσκει τρόπους να προχωράει μπροστά. Δεν είμαι άξιος λοιπόν να σου ζητώ να φροντίσεις εσύ την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Δεν μου αξίζει αυτή η φροντίδα! Συμφωνώ σ' όλα όσα μου είπες! Μόνο σ' ένα δεν συμφωνώ! Πως η Ιθάκη μου είναι εδώ! Δεν είναι εδώ η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη μου είσαι εσύ! Γιατί οι Ιθάκες δεν είναι μόνο μέρη, αλλά είναι κι άνθρωποι! Κι εσύ είσαι η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη που έχασα! Κι αυτό θα 'μαι από δω και πέρα…ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη».

Έστειλε το μήνυμα κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε τίποτα άλλο να της πει. Είχε αδειάσει μπροστά της την ψυχή του, χωρίς όμως να μπορεί να της προσφέρει έστω μια χαραμάδα ελπίδας, ότι θα έκανε ένα βήμα περισσότερο για εκείνην. 

Ένας δειλός ήταν, που φαντάστηκε πως επειδή θα της φανέρωνε την αγάπη του, εκείνη έπρεπε να μπει στο πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσει κοντά του!! 

«Πόσο εγωιστής είμαι» αναρωτήθηκε. «Πόσο εγωιστής θεέ μου!».

Άνοιξε ξανά το τηλέφωνο το πρωί, για να βρει ένα μήνυμα δικό της. Πέντε λέξεις ήταν, πέντε μικρές λεξούλες που κατέληγαν σ' ένα ερωτηματικό.

«Θα με περίμενες δύο χρόνια;».

Δύο χρόνια; Τι είναι δύο χρόνια μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή μακριά της; Τι είναι δύο χρόνια χωρίς εκείνη, όταν θα ζούσε όλα τα υπόλοιπα δίπλα της; Ναι, μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια! Αλλά γιατί δύο χρόνια; Θα ήθελε να την ρωτήσει, αλλά μετάνιωσε! Όχι, δεν είχε σημασία το πόσο χρόνο του έθεσε εκείνη για όριο να γυρίσει. Όσο χρόνο και να του έθετε, θα συμφωνούσε! Αρκεί να γύριζε.

«Τι είναι δύο χρόνια, μπροστά σε ολόκληρη την ζωή που σε περίμενα;» της έγραψε βιαστικά

«Δεν ξέρω Οδυσσέα, δεν ξέρω αν αντέξουμε, αλλά θέλω απόλυτη ειλικρίνεια από εσένα. Αν μετανιώσεις, αν μέσα σ' αυτά τα δύο χρόνια καταλάβεις ότι όλα ήταν ένα καπρίτσιο, ένας ενθουσιασμός, θέλω να το ξέρω. Μην με αφήσεις να γυρίσω πίσω αν δεν μπορείς να μ' αγαπήσεις όπως μου υποσχέθηκες. Αν δεν είμαι η Ιθάκη σου όπως μου εξομολογήθηκες, μην ξεριζώσεις ξανά τις ρίζες μου, άσε με να ριζώσω εδώ!»

Αυτό ήταν λοιπόν! Γι' αυτό του έδωσε δύο χρόνια! Για να τον δοκιμάσει! Να δοκιμάσει πόσο θα αντέξει η αγάπη του! Αν ήταν ένας ενθουσιασμός, το ήξεραν κι οι δύο ότι σε λίγους μήνες θα ξεφούσκωνε, αν όχι όμως, η απόσταση μέσα σε δύο χρόνια θα θέριευε τον πόθο τους, τόσο, που θα μετρούσαν, τους μήνες, τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να ανταμώσουν ξανά.

«Στο υπόσχομαι, αν μετανιώσω, αν νιώσω ότι δεν θα μπορέσω να σε αγαπήσω όπως σου αξίζει, δεν θα σε αφήσω να κάνεις ποτέ αυτό το ταξίδι, αρκεί να με εμπιστευτείς. Αλλά πρέπει να μου το υποσχεθείς κι εσύ! Για σένα είναι πιο δύσκολο, γιατί εσύ ακόμη δεν μ’ αγαπάς, δεν νιώθεις ότι νιώθω εγώ, και δε ξέρω αν κατορθώσω από τόσο μακριά να σε πείσω να μ' αγαπήσεις όπως σ' αγαπώ. Αν ήταν μεταδοτική ασθένεια η αγάπη θα σε είχα κολλήσει ήδη πριν φύγεις, μα αλίμονο δεν είναι».

«Οδυσσέα, τίποτα δε ξέρεις για μένα, κι ας πιστεύεις πως με γνωρίζεις! Όλους αυτούς τους δύο μήνες, κάθε μέρα, όταν γύριζα από τη δουλειά κουρασμένη, απογοητευμένη, απελπισμένη, μόνη, ολότελα μόνη, υπήρχε κάποιος στη ζωή μου που μου τηλεφωνούσε καθημερινά, την ίδια ώρα, που ήξερε ότι ξεκουράζομαι. Την ώρα που αυτός λόγω διαφορετικής ώρας θα έπρεπε να κοιμάται. Δεν κοιμόταν όχι, ξαγρυπνούσε για να με ρωτήσει, πώς είμαι, πώς κύλησε η μέρα μου! Κι εγώ περίμενα αυτό το τηλεφώνημα, γιατί ήταν το μόνο που δεν με ξέχασε ούτε μια νύχτα! Ξέρεις πόσοι μου τηλεφωνούσαν τις ώρες που εργαζόμουν ή την ώρα που κοιμόμουν; Ξεχνώντας ότι δεν θα μπορούσα να απαντήσω! Και θύμωναν κιόλας που δεν απαντούσα!! Μόνο εσύ ήσουν που υπολόγιζες τον χρόνο, τις ώρες, τα λεπτά για  να μην με ενοχλήσεις στην δουλειά ή στον ύπνο μου, για να είσαι εκεί, μόνο όταν σε χρειάζομαι εγώ! Μόνο εσύ ήσουν Οδυσσέα!!

Κι εγώ περίμενα κάθε βράδυ αυτό το τηλεφώνημα, σαν σταγόνα δροσιάς σε μια άνυδρη μέρα, διψούσα για τα λόγια σου, έσβηναν την φωτιά της θλίψης μέσα μου κι άναβαν την φωτιά της ελπίδας, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που νοιάζεται για μένα πραγματικά, ήξερα πως δεν είμαι πια μόνη. Πολλές φορές φαντάστηκα ότι δεν μιλούσαμε από το τηλέφωνο, ότι ήσουν δίπλα μου, σε έβλεπα, σε μύριζα, σ' άγγιζα, και παρακαλούσα μέσα μου, να μην κλείσεις το τηλέφωνο, να μου δώσεις ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό….

Δεν ήξερα τον τρόπο που μ' αγαπάς, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να αγαπάει κάποιος, και θα δεχόμουν όποιον τρόπο κι αν μου ζητούσες να μ' αγαπάς. Μόνο έναν τρόπο δεν θα δεχόμουν!! Να με αγαπάς χωρίς μέλλον!! Δεν θα μπορούσα να στο ζητήσω αυτό! Γι' αυτό σου ζήτησα στην αρχή να πάρεις πίσω την καρδιά και τ' όνομά σου που τόσο απλόχερα μου πρόσφερες. Δεν στο ζήτησα επειδή εγώ δε σ' αγαπούσα Οδυσσέα! Στο ζήτησα ακριβώς γιατί σ' αγάπησα!!

Και πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπήσω; Αν εσύ μ' αγάπησες σε δύο μέρες, εγώ σε δύο μήνες, τι λιγότερο θα μπορούσα να κάνω; Σε δύο μήνες που ήσουν πιο κοντά μου και πιο δίπλα μου απ' όσο κανείς άλλος δε βρέθηκε ποτέ στη ζωή μου! Δύο μήνες τώρα εγώ, δεν ένιωσα ούτε λεπτό μακριά σου! Δεν φοβήθηκα λοιπόν ποτέ μου την απόσταση, κι ας μίλησα μόνο για αυτήν, φοβήθηκα μήπως εσύ φοβηθείς την απόσταση και λιγοψυχήσεις κι εγώ δεν θα το άντεχα να μην με αγαπάς αύριο όπως μέχρι σήμερα που κάθε μέρα μου αποδεικνύεις με το ενδιαφέρον σου».

«Μ' αγαπάς; Τόση ώρα αυτό μου εξηγείς; Οτι μ’ αγαπάς; Θέλω να το ακούσω. Σε παρακαλώ θέλω να το ακούσω! Μην μου στερήσεις αυτή την λέξη».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα! Πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπώ; Μόνο αυτό μου μάθαινες δύο μήνες τώρα! Να σ' αγαπώ! Θα ήμουν τρελή αν δεν σ' αγαπούσα!»

«Ξαναπέστο».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα».

«Κι είκοσι χρόνια θα σε περιμένω, αρκεί να μου το λες κάθε μέρα».

«Πιστεύεις ότι θα αντέξεις είκοσι χρόνια να με περιμένεις;».

«Ξεχνάς πώς με λένε;»!!


Σοφία Τανακίδου