Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ματισιά (της Καλλιόπης Τσουχλη)


Είν το σκαρί που σκούριασε κι η ματισιά βελόνι, είναι το μπότζι το βαρύ και που κοιτούν πια μόνοι, μήτε αστρολάβο πια θωρούν μήτε την αμφιλύκη, κρατούν πορεία δυτική και στον βυθό σταλίκι. Πάει καιρός π’ αλάργεψε η αφρισμένη κλίνη, εκείνη που λογάριαζε ανέμους και την δίνη, κι είναι το φως το νοερό και το στουπί που πλέει, κι ο ναύτης που δεν γνώρισε πατρίδα και που κλαίει. Την ειμαρμένη καρτερούν τα χρόνια τους να ζήσουν, τα σπιτικά που τ’ άφησαν να μην τα λησμονήσουν, και ξενερίζει απ’ το νερό της άγκυρας το νύχι, κι ο ναύτης αναστέναξε για την δική του τύχη. Είν η αλμύρα έρωτας για πούθε και τον πάει, σε μέρη π’ ονειρεύτηκε σ’ εκείνη π’ αγαπάει, τα δυο του μάτια θάλασσα και η καρδιά κοχύλι, στον στεναγμό τα χέρια του και του φιλάει τα χείλη. Καλλιόπη Τσουχλη