Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΊΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΊΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλάχογλου)

Δεμένο σ’ ένα σύννεφο 

χρυσό δεντρί η καρδιά μου

σκορπίζουν τα κλαριά μου

στις φλόγες της αυγής.


Πεφτάστερο μιας χαραυγής

στον ουρανό θα ανάψω

κι ύστερα θα με κάψω

στην άκρη της ζωής.


Στις λίμνες της μακριάς σιγής 

σε ατέλειωτα σκοτάδια

στα πιο βαθιά πηγάδια

στερνής μου της φυγής


και στην πηγή της λησμονιάς

νερό θα πιώ, θα κλάψω

χνουδάκι να πετάξω

πριν γείρω καταγής.


Σκόνη θα γίνω ένα πρωί 

κανείς δεν θα θυμάται

ποιος τάχα που κοιμάται

ήσυχος πια στη γης…


Κιουλάχογλου Χ. Γεωργία

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Καθίσαμε τώρα απέναντι

Τα χέρια σου κρατάνε σύννεφα

Τα δικά μου βροχή.

Ανάμεσα μας 

ένα κόμπος, στον λαιμό καθισμένος

στο χτένι του λάρυγγα κρέμεται.


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Δεμένα τα χέρια μου.

Τα δικά σου κρατούν το σκοινί.

Στους καρπούς μου και στην γλώσσα σου στρογγυλοκάθισαν λέξεις

βαριές, ασύστολες.

Ζηλωτές ερειπίων 

φρουρώντας ακοίμητα οποιαδήποτε τυχούσα ραγή αμφισβήτησης

περιδένοντας τα χέρια μου με βέβαιη την ακινησία.


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Παραδίπλα καθισμένος ο χρόνος.

Επιλήσμων

Ασυνήγορος κι αυτός.

Δεν θυμάται να πει.

Να δώσει έστω κάποιες, όποιες διευκρινήσεις…


Τί να ‘σουν άραγε εσύ;

Κι εγώ τί να ‘μουν αλήθεια;   

(Δεν απαντώ κι ας το έμαθα.)


Καθίσαμε τώρα απέναντι.

Οι αναβαπτίσεις των γεγονότων εκτοξεύονται πλέον με μανία στους βραχίονες

για να δέσουν τα χέρια μου σφιχτά, χωρίς δισταγμούς.

Όλες οι μέχρι τώρα έννοιες

παίρνουν σειρά και σε μαύρα νερά βουτάνε.

Μία μία.

Να βγουν όμως «όπως πρέπει» Πρέπει. 

Χωρίς κοινή λογική

φτάνει μονάχα

να ‘ναι πειστικές 

πνιγμένες στις νέες τους διερμηνείες.

Είναι κι αυτή η ξένη συνείδηση βλέπεις

Ίσως και καταφέρουμε να την βολέψουμε κάπου

για να βγάλει επιτέλους τον σκασμό…


Άκαμπτα όλα και συμπαγή.

Κι εσύ σηκώνεις την πέτρα και την ρίχνεις στο δόξα πατρί.

Το «δεν» της αναίρεσης σου ανεβαίνει στο έδρανο και αρχίζει την διάλεξη:

«ΔΕΝ έκανα»

«ΔΕΝ εννοούσα»

«ΔΕΝ είπα»

«ΔΕΝ κατάλαβες.»

ΔΕΝ, ΔΕΝ…

Και τούτο το “ΔΕΝ”  στα χέρια μου, αχ πόσο περιπαικτικά δένεται...


Νίκησες όμως.

Νίκησες...


Καθίσαμε τώρα απέναντι

Στα χέρια σου σύννεφα

Τα δικά μου στις χούφτες τους μαζεύουν βροχή

Κι εκείνος ο κόμπος 

πεσμένος πια

Τα σπλάχνα μου βρήκε 

και τρώει…


Γεωργία Κιουλαχογλου


Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Ήρθες ντυμένος Χριστός.
Άγιος και καλός ήσουν.
Τα πουλιά τις τρίλιες τους ακουμπούσαν στο στόμα σου
Κι από τα χέρια σου 
αίμα χλωρό 
κυλούσε αθρόα στις τρύπιες σου παλάμες. 
Και εμείς που προσμέναμε κάποιον λυτρωτή,
φυλαχτό σταυρουδάκι 
σε κρεμάσαμε στην καρδιά μας...

Κι εσύ ήρθες ντυμένος χρηστός.
Κι απ’ το φορτίο σου λόγια ξεχείλιζαν.
Λόγια πολλά, λόγια 
μιας τρυφερής καρδιάς που έμοιαζαν.
Λόγια καρφιά.
Κι εμείς 
που τόσο ανάγκη είχαμε κάπου να καθηλώσουμε τα ξεκρέμαστα όνειρα μας 
τον τύπο των ήλων σου αποστραφήκαμε να δούμε… 

Κι εσύ ήρθες ντυμένος Ερχόμενος
και στα χέρια σου φανάρι κρατούσες. 
Στραφταλίζοντας την φλόγα
ζεστή 
στων κρυφών πληγών μας τις σκοτεινές σπηλιές.
Κι εμείς άλυχνοι ήμασταν,
διψούσαμε τόσο πολύ για λίγο φως… 
Και σε πήραμε
και Ήλιο σε εξήραμε
δοξασμένος στου ουρανού μας τα μαύρα σκοτάδια...

Ήρθες 
και Εκλεκτός μάς συστήθηκες.
Με τον στόμφο των κάποιων σπουδαίων. 
Κι έθαλλε το φωτοστέφανο σου
κεράκι χρυσό.
Κι εμείς το πήραμε ευλαβικά στα δάχτυλα μας
καθώς κρεμούσαμε από τα χείλη σου 
έρμαιες τις ελπίδες μας στα τσιγκέλια της συμφοράς.
Απελπισμένοι ωσεί
να ακουμπήσουμε γυρεύαμε κάπου
τον συντριμμό της καρδιάς μας... 

Κι εσύ ήρθες 
ντυμένος σαν άλλος Χριστός
Με το φως των όποιων σπουδαίων 
Των κατ’ επίφαση γενναίων 
επίπλαστο φως...
Μα ήταν εντέλει
(ποιος το ‘ξερε)
της δικής μας λαχτάρας το φέγγος
καθώς αλυχτούσε ανάστατη η ψυχή μας
αποζητώντας ανατολές
και μέρες ανέσπερες
να τραβήξουν για πάντα της ζωής μας την θλίψη. 

Κι εσύ ήρθες
μα ήσουν στ’ αλήθεια ένας ψεύτης χρηστός.
Και ήταν το παραμύθι σου τόσο καλοκαμωμένο… 
Με ήρωες άτρωτους 
και βασιλιάδες γοργούς στην νίκη.
Κι εμείς που χρόνια τώρα σε τρέφαμε σωτήρα στα όνειρα μας
χωρίς να προφτάσουμε να δούμε το τέλος
τρέξαμε να μετρήσουμε πρώτοι το παράστημα σου
με το μπόι εμάς των μικρών.
Και σε κάναμε Μέγα!
Δεινό!
ραντίζοντας πεισματικά
με στάχτες τα μάτια μας 
ξανά και ξανά
γιατί, το είδες κι εσύ
πολύ τα αγαπήσαμε τα ωραία παραμύθια…

Και ήρθες. 
Και ήσουν ντυμένος μαέστρος. 
Χριστός δεν υπήρχε.
Κι αφού μας είπες και μας χτύπησες πονετικά στην πλάτη
μας φίλησες κατόπιν σταυρωτά
με τον Ιούδα στα χείλη σου ζωντανό και ακρέμαστο
καθώς μας συνόδευες 
τεθλιμμένος τάχα και δακρύβρεχτος
στον Γολγοθά που με τα χέρια μας φτιάξαμε.

Κι εμείς που τόσο ανάγκη είχαμε από ένα Φιλί
αλήτες και ληστές λογιάσαμε του εαυτούς μας
και πρώτοι  
τους σταυρούς μας στο χώμα καρφώσαμε
πίνοντας άρδην το ξύδι για κρασί
και μπήγοντας κατάβαθα τα καρφιά μας στα χέρια…
Για σένα
που ντυμένος μάς ήρθες 
Κίβδηλος
Ένας χρηστός εν αχρεία
Νίβοντας έπειτα με μανία τα χέρια σου
Τα βρώμικα σου δάχτυλα
να ξεπλύνεις το αίμα.

Και ποιός το ‘ξερε αλήθεια
αχ αλήθεια ποιός το ‘ξερε
πως εκείνο το αίμα που κυλούσε στα χέρια σου
δικό σου 
δεν έμελε να ‘ναι…

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Και τώρα που τελειώνει ο ουρανός 

σ’ ένα γαλάζιο σύννεφο θα ταξιδέψω

κι όπως περνάω σαν αερικό θα σε μαγέψω 

κι έπειτα σ’ ένα φύσημα του ανέμου θα χαθώ…


Δεν είχαν τα φτερά πουλιά

και η βροχή για χώμα δες πόσο πολύ διψάει· 

αλήθεια πες μου η αγάπη όταν φεύγει πού πετάει

πώς απαγκιάζει άραγε σε ξένη αγκαλιά…;


Έρχεσαι λίγο μες τα όνειρα μου και μετά σε χάνω σαν πνοή

σαν τον αέρα με αγγίζεις, γίνεσαι ανίσκιο χάδι

έλα να παίξουμε οι δυο μας στο σκοτάδι

κι ίσως ερωτευμένους να μας έβρει το πρωί…


Θα μας γεμίζει η νύχτα με αστέρια τα μαλλιά 

κι εγώ στον κόρφο μου θα ανάψω το φεγγάρι 

σε παραμύθια θα σε κρύβω όλο το βράδυ

πατρίδα σου θα γίνω στου άδειου κόσμου μας την ξενιτιά…


Κι όταν τα χείλη μας θα αλλάξουν το φιλί

θα γεννηθεί από την αρχή ξανά όλο το στερέωμα μαζί μας

στην ίδια αγκαλιά ήσυχη θα γύρει πια η ψυχή μας

και της αγάπης θα ‘χει κλέψει μια για πάντα το κλειδί…


Γεωργία Κιουλαχογλου

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

"Θυμάμαι…" (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Θυμάμαι…

Τα όμορφα σου μαλλιά

Τα δάχτυλά σου

Τα τρυφερά σου μάγουλα

καθώς τα άγγιζα, καθώς τα χάιδευα και τα φιλούσα.


Γερασμένη εσύ

Ένα μικρό μπαουλάκι με δύο πόδια στραβά.

Ένα μικρό μπαουλάκι

γεμάτο με χίλια καλά

θησαυρούς ακριβούς

χίλια της ψυχής κεράσματα που μας τα φίλευες

κάθε που σαν τα πουλιά, μάς περίμενες να ‘ρθουμε …


Ένα μικρό μπαουλάκι εσύ

Γεμάτο από Αγάπη…


Με δύο πόδια στραβά

που κλυδωνίζονταν, βαρκούλα της στεριάς

και δυο χέρια πιο στραβά ακόμη

καθώς ζύμωνες, έπλενες και ύφαινες

της ψυχής μας και του κόσμου μας τα χαρίσματα.


Δυο πλεξούδες ασημένιες αγκάλιαζαν το πρόσωπο σου

κι άλλοτε κάτω από το μαύρο σου μαντήλι

στεφάνωναν, κορώνα αργυρή, το κεφάλι σου.

Κι άλλοτε πάλι, ξεφεύγοντας από την μπόλια σου 

ξεπρόβαλαν όλο ντροπή

και ρίχνονταν στους ώμους σου

φιλντισένια σχοινιά δεμένα στο αγκυροβόλι της ζωής σου.


Ένα μικρό μπαουλάκι εσύ 

γεμάτο από Αγάπη.


Κι έσταζε αυτή απ’ τα μάτια σου 

γλιστρούσε αθρόα από τις απολήξεις των χεριών σου

από τις κατσαρόλες με τις σούπες γιατρικό 

από τα ταψιά με το τυρί και τα μεταξένια φύλλα

από τα ζυμάρια τα κολλημένα στα άσπρα σου δάχτυλα

όπως ζύμωναν ανάργητα το ψωμί της στοργής…


Όμορφη μου εσύ

με το γαλατένιο σου δέρμα

το βελούδινο άγγιγμα

τα φιλντισένια σου μαλλιά…


Τα μάτια σου όμως…

Αχ τα μάτια σου…

(Λυπήσου με μνήμη, λυπήσου με!)

Αχ τα μάτια σου αγαπημένη μου...

Αχ... δεν τα θυμάμαι τα μάτια σου…


Τι χρώμα να ‘χαν άραγε τα μάτια σου…;


Μα δεν ρωτώ κανέναν πια.

Κανέναν πια δεν θα ρωτήσω…

Μονάχα να,

μια μέρα, καθώς θα ειδωθούμε ξανά

βαθιά μέσα στα δυο σου τα όμορφα τα μάτια θα κοιτάξω

να ξαναβρώ στο ξεχασμένο τους χρώμα 

όλη την νιότη μου που έφυγε, καθώς έφυγες εσύ…


Καλή μου εσύ με τις ασημιές σου κοτσίδες

Τα βελούδινα μάγουλα

Και τα Άγια χέρια…


Τώρα μονάχα μού απέμειναν

οι κατακόκκινες φλοκάτες του αργαλειού

το νυφικό σου σακάκι με τα σιρίτια και τα κοντά μανικάκια 

κι ένα πολύχρωμο υφαντό χαλί.


Ο αργαλειός 

και οι μαντήλες σου

αναπαύονται πολυκαιρισμένες στα χρόνια τα παλιά

εκεί που μια φορά κι έναν καιρό

υπήρχανε γιαγιάδες που λέγανε τα πιο ωραία παραμύθια…


Καλή μου εσύ με τις ασημιές σου κοτσίδες

και τα βελούδινα σου μάγουλα...

Ένα μικρό μπαουλάκι ήσουνα

Και μέσα του εμείς 

του κρυφού θησαυρού σου όλο το χρυσάφι του κόσμου…


Κιουλαχογλου Γεωργία

(Αφιερωμένο)

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Ψυχή βαθιά
Ψυχή μου ανήλιαγη…
Ψυχή μου που έπεσες
Σε μάχες γενναίες
Σε ήττες οριστικές
Σε πλαστά όνειρα
Στων δακρύων τα αναφιλητά
Στης αλγεινής νοσταλγίας το αναύγητο χάραμα
Στων οριζόντων σου τις νεκρές ευθείες
Στα πανσέληνα απόβραδα της μελαγχολίας
Στα παγκάκια της μοναξιάς
Σε χέρια ξερά
Σε αγκαλιές δίχως κλείστρο
Στα μεταίχμια της λαχτάρας, που απεβίωσε χωρίς να βγάλει άχνα στην αιχμή του αντίο
Στην αποτρόπαια πραγματικότητα που σάρωσε μονομιάς όλες, όλες τις ελπίδες
Στων στεναγμών τα αλάλητα
Στους καημούς που σιγάστηκαν
Στα θυμιατά της θλίψης
Στα “θα” που δεν τα βρήκε κανένα ξημέρωμα
Στις λέξεις που κομποδέθηκαν στον λαιμό κι απόμειναν πνιγμένες
Στους λυγμούς τους υποβασταζόμενους από θεόρατα χαμόγελα αγάπης
Στο αύριο που κοιμήθηκε με μαύρο κλάμα στο μαξιλάρι του χθες
Στην ζωή που πέρασε σαν καπνός και πίσω δεν κοίταξε…

Ψυχή βαθιά...
Αχ ψυχή μου βαθιά
που σε έχασα…

Και πού να ‘ρθω τώρα πια να σ’ ανταμώσω...;

Γεωργία Κιουλαχογλου

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Ο χρόνος (της Γεωργία Κιουλαχογλου))


Ο χρόνος στέκεται απέναντι
Καρφωμένος στον τοίχο
Και με κοιτά
Δεν με υπολογίζει
Δεν ενδιαφέρεται.
Το βλέμμα του σαρώνει τον χώρο μου
Τον διυλίζει.

Σήμερα
Τα φτερά σου λείπανε
Κομμένα από την ρίζα.
Μα πετούσες ασίγαστος
στο παρόν
στο παρελθόν
στο μέλλον.
Αναρωτιέμαι
Τί να γύρευες άραγε;
Γιατί ήρθες;
Δεν έχω για σένα ούτε φωλιές ούτε κλαδιά
Ξυλοκόπος εν βρασμώ πέρασε χθες και τα έκοψε
με τα ίδια σου τα χέρια.

Το ρολόι στέκεται ανέκφραστο και με κοιτά
Αντίστροφα μετρώντας
Ανορθόδοξα
τον χρόνο.

Η ώρα κοντοστέκεται  πάνω στον λεπτοδείκτη
Ο ωροδείκτης κινείται παθητικά
Αδιάφορα
Κάθε συμβάν έγινε
και ότι έγινε κρέμεται τώρα στην οξύτητα του τίποτα.
Πηγαινοέρχεται ρυθμικά
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Τικ τακ
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Αναποφάσιστα.

Τώρα τα γρανάζια πηγαίνουν  μπροστά
καθώς πρέπει.
Κι εσύ
ξαναγύρισες στο μικρό μας σφαγείο.
Κάθε λέξη περιέχει και μία τομή
χειρουργικής ακρίβειας
χωρίζοντας την πρόταση σε αγεφύρωτες αποστάσεις.
Άρθρα και σύνδεσμοι
λελυμένοι.
Η τελεία στον δείκτη μονολογεί
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Έρχομαι, δεν έρχομαι…

Προσπαθώ να σε συμμαζέψω όπως όπως
Ξεκρεμώ και αποκαθηλώνω κάθε στίγμα
Ενώνω και δένω μαζί όλες τις λέξεις
σε δεμάτια.
Έρχομαι, δεν έρχομαι
Φεύγω, μη φεύγεις
Κι εσύ αιωρείσαι ακόμη μέσα στο δωμάτιο
γυρεύοντας το κλαδί που μόνος σου έκοψες.

Δεν έχω πια κλαδιά για σένα
Σκάλισα πάνω τους
ένα σύννεφο και τα έλυσα να φύγουν…


Γεωργία Κιουλαχογλου



Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Άτιτλο (Γεωργία Κιουλαχογλου)



Μικρό πουλάκι που πετάς, τον κόσμο που διαβαίνεις
Πες μου από πού έρχεσαι, πες μου για πού πηγαίνεις;

Πού είναι το σπιτάκι σου, πού είναι η φωλιά σου
Και τί γυρεύεις για να βρεις μακριά από τα κλαδιά σου;

-Είμαι μικρό μα ελεύθερο, στα μάτια σου δεν κάνω
Μα έχω καρδιά ατσάλινη και τα όνειρα μου φτάνω.

Πετάω πάνω από θάλασσες, μιλάω με τα άστρα
Και τα ρωτώ μεσάνυχτα πού είν’ τ’ ουρανού τα κάστρα.

Τα κάστρα της ανατολής που ο χρόνος βασιλεύει
Κι αλλάζουνε οι εποχές και η Άνοιξη χορεύει.

Και αυτά ρωτούνε σαν κι εσέ, και όλο κρυφογελούνε
Θαρρούν πως έχω όνειρα που δεν θα καμωθούνε.

-Μα είσαι μικρό πουλάκι μου και τα φτερά σου λίγα
Και πως ν’ αντέξεις σαν θα δεις πως έχει ο κόσμος πίκρα;

Κι αν σε πληγώσουν και πονάς που θε’ να ξαποστάσεις
Που την φωλιά σου άφησες κι απ’ τα κλαδιά σου εχάθεις;

-Σπίτι δεν έχω το φτωχό μα ο ουρανός αν βρέξει
Είν’ δυνατή η καρδούλα μου και το μπορεί να αντέξει

Κι όσο κι αν βρέξει κι αν βροντά, ο ήλιος θα προβάλλει
Καινούρια μέρα θε’ να ‘ρθει και θα πετάξω πάλι.

Γεια και χαρά σου άνθρωπε και μην το λησμονήσεις
Πόσες φορές το θέλησες σαν το πουλί να ζήσεις,

Γιατί σε βλέπω όπως πετώ, ξέρω σαν σε κοιτάω
Πως λες, πουλάκι να ‘μουνα, ψηλά για να πετάω…

Γεωργία Κιουλαχογλου




Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ενα παραμύθι

Αλλιώτικο από όλα τ’ άλλα.

Χωρίς δράκους και πριγκίπισσες

Χωρίς άλογα και κάστρα

Χωρίς ιππότες και μάγισσες

Χωρίς νεράιδες και μαγικά ραβδιά.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Όπου δεν ζήσαν πάντα αυτοί καλά

Και ούτε ζήσαμε καλύτερα εμείς από τους άλλους.

Δεν το διάβασαν μάνες στα νυσταγμένα τους κρινάκια

Και δεν νανούρισαν μ’ αυτό ύπνους ξάγρυπνους.

Δεν κοίμισε βασιλεμένους ουρανούς

Δεν βάρυνε βλέφαρα βαριά

Δεν σίγησε πόνους αβάστακτους.

Παρηγόρησε όμως σαν το πιο πονόψυχο παραμύθι της γης.

Γιατί αυτό ήταν πράγματι.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Που δεν γράφτηκε με μελάνι σε χαρτί

Άφησε όμως ίχνη διάφανα

Απόσταγμα ζεστό και κρυσταλλένιο

Πάνω σε χούφτες που προσπάθησαν γρήγορα και βιαστικά να σβήσουνε τα χνάρια του

Κάποτε από φόβο

Κάποτε από περηφάνια

Κάποτε αποκλειστικά μονάχα από αγάπη.

Δεν θέλησε να πουληθεί

Δεν αγοράστηκε με χρήματα και ύλη

Δεν εξευτέλισε την ύπαρξη του για κανέναν.

Κάποιες φορές δεν έγινε ούτε καν γνωστό

Παρά έμεινε πεισματικά κρυμμένο

Σιωπηλό και αμίλητο

σαν καν να μην υπήρχε.

Κάποτε κρύφτηκε από ντροπή πίσω από τα πιο πλατιά χαμόγελα

Από τα πιο γελαστά μάτια

Πίσω από ευθυτενή κορμιά

Πίσω από «είμαι καλά»

Από κλειστές πόρτες.

Κρύφτηκε άτσαλα σε πετσέτες

Σε νιπτήρες

Σε γωνίες σκοτεινές

Σε μοναχικούς περιπάτους, βυθισμένους στην θλίψη.

Δεν είχε τίτλο

Μα όποιος το ‘χε, το ‘ξερε καλά

Και το τιμούσε όπως του 'πρεπε.

Το γύρευε φορές με τ’ όνομα του

Κι ας έρχονταν κάποτε αυτό ακάλεστο

Κι ας κατέβαινε γοργά χωρίς σταματημό και φράγμα.

Πάσχιζε να συντρέξει

Αυτή ήταν άλλωστε η ύπαρξη του

Ἐνιωθε πάντοτε να στέργει

Ποθούσε μόνο να παρηγορεί.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Αλλιώτικο απ’ όλα τ’ άλλα

Μα που η παραμυθία του ήταν εγγενής

Αυτόφωτη.

Γεννημένο την ίδια ώρα που η ζωή αντίκρισε την ύπαρξη της πλάσης

Καθώς πρώτο εκείνο καλωσορίστηκε στον κόσμο των ανθρώπων.

Κάποτε ήταν ένα ατόφιο παραμύθι

Ξεχωριστό και όμορφο.

Δώρο ακριβό και ατίμητο του Ποιητή στο γέννημά Του.

Και το ονόμασαν

Δάκρυ…

Γεωργία Κιουλαχογλου