Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Με τα μάτια κλειστά (της Μαρίας Μαραγκού)



Με τα μάτια κλειστά, παραδομένη πια στη ζεστασιά της αγκάλης σου και με τη φωτιά που ανάψαμε, να σιγοκαίει πάνω στην άμμο και μέσα μου, ζω το όνειρό μου.

Δεν θέλω να πεις τίποτα ετούτη την ώρα.
Μίλησες στη δύσπιστη καρδιά μου από καιρό κι ανέτρεψες κάθε της άρνηση. Διάβασες τις πιο κρυφές μου σκέψεις, άγγιξες τις πληγές μου και τις περιποιήθηκες.

Μόνο αυτό σου ζητώ λοιπόν τώρα. Μονάχα αυτό θέλω από εσένα. Ν' αφήσουμε ετούτη τη στιγμή, να σκορπίσει σιωπηλά, ρίγη ευτυχίας
στη γρατζουνισμένη μας ψυχή. Τα δυο σου χέρια θέλω μόνο να αισθάνομαι, τυλιγμένα
γύρω μου σφιχτά και τη ζεστή σου ανάσα
να χαϊδεύει το πρόσωπό μου.

Με τα μάτια κλειστά, να αφεθώ και να μείνω έτσι εκεί, για πάντα.

Το θυμάμαι εκείνο το βλέμμα σου, από την πρώτη φορά που το αντίκρισα. Μου ήταν τόσο οικείο. Βλέμμα πληγωμένο κι αυτό. Μελαγχολικό, κι όμως, με ένα χαμόγελο ελπιδοφόρο να διαγράφεται πάντα στο βάθος του. Αυτά τα δυο σου μάτια, μάτια μου,
κάθε που με κοιτούσαν, υπερνικούσαν όλες μου τις άμυνες.

Ήξερα πάντα τι ζητούσα από έναν άνθρωπο, μα είχα παγώσει όλες μου τις αναζητήσεις.
Προκάλεσες όλους μου τους φόβους και τον έναν μετά τον άλλον αναμετρήθηκες μαζί τους. Και κάθε φορά που κατατρόπωνες κι από έναν, κοίταζα τα δυο σου μάτια και έψαχνα να βρω από που αντλούσες τόση δύναμη. Πώς πάλευες ενώ και ο ίδιος ήσουν λαβωμένος; Κι όταν σε ρωτούσα, πάντοτε την ίδια απάντηση μου έδινες.

«Δεν θα παραιτηθούμε εμείς» έλεγες. Κι εσύ, φαίνεται να το πίστευες περισσότερο από εμένα αυτό.
 «Τα καλύτερα είναι αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε ακόμα». Και κάθε φορά που μου έδινες την υπόσχεση αυτή, τα μάτια σου πλημμύριζαν από αγάπη.

Είχες αρχίσει να με ταξιδεύεις σε μονοπάτια που δεν είχα το θάρρος να διαβώ μέχρι τώρα.
Μονοπάτια, που κάποτε μου στέρησαν το βήμα, από τις πληγές που μου άνοιξαν.
Μου είχες γίνει απαραίτητος πλέον. Είχα αρχίσει να σε νιώθω, να σε αισθάνομαι και
να σε αναζητώ παντού. Είχα αρχίσει να σε Ερωτεύομαι, δίχως να το φοβάμαι.

Κι αν η Αγάπη μάτια μου, μας έκλεισε την πόρτα κι έδυσε ο ήλιος της...
Εσύ, μην σταματήσεις να πιστεύεις στο όνομά της. Ονειρέψου και πάλι τις ομορφότερες Ανατολές και δυο μάτια που θα γεμίζουν από τα δικά σου μόνο.
Αυτό με έκανες να πιστέψω, μοναδικά μου, μελαγχολικά μου μάτια. Και κάθε στιγμή μαζί σου πια, γίνεται κι ένα όνειρό μου ζωντανό.

Μαρία Μαραγκού

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"




Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ενα παραμύθι

Αλλιώτικο από όλα τ’ άλλα.

Χωρίς δράκους και πριγκίπισσες

Χωρίς άλογα και κάστρα

Χωρίς ιππότες και μάγισσες

Χωρίς νεράιδες και μαγικά ραβδιά.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Όπου δεν ζήσαν πάντα αυτοί καλά

Και ούτε ζήσαμε καλύτερα εμείς από τους άλλους.

Δεν το διάβασαν μάνες στα νυσταγμένα τους κρινάκια

Και δεν νανούρισαν μ’ αυτό ύπνους ξάγρυπνους.

Δεν κοίμισε βασιλεμένους ουρανούς

Δεν βάρυνε βλέφαρα βαριά

Δεν σίγησε πόνους αβάστακτους.

Παρηγόρησε όμως σαν το πιο πονόψυχο παραμύθι της γης.

Γιατί αυτό ήταν πράγματι.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Που δεν γράφτηκε με μελάνι σε χαρτί

Άφησε όμως ίχνη διάφανα

Απόσταγμα ζεστό και κρυσταλλένιο

Πάνω σε χούφτες που προσπάθησαν γρήγορα και βιαστικά να σβήσουνε τα χνάρια του

Κάποτε από φόβο

Κάποτε από περηφάνια

Κάποτε αποκλειστικά μονάχα από αγάπη.

Δεν θέλησε να πουληθεί

Δεν αγοράστηκε με χρήματα και ύλη

Δεν εξευτέλισε την ύπαρξη του για κανέναν.

Κάποιες φορές δεν έγινε ούτε καν γνωστό

Παρά έμεινε πεισματικά κρυμμένο

Σιωπηλό και αμίλητο

σαν καν να μην υπήρχε.

Κάποτε κρύφτηκε από ντροπή πίσω από τα πιο πλατιά χαμόγελα

Από τα πιο γελαστά μάτια

Πίσω από ευθυτενή κορμιά

Πίσω από «είμαι καλά»

Από κλειστές πόρτες.

Κρύφτηκε άτσαλα σε πετσέτες

Σε νιπτήρες

Σε γωνίες σκοτεινές

Σε μοναχικούς περιπάτους, βυθισμένους στην θλίψη.

Δεν είχε τίτλο

Μα όποιος το ‘χε, το ‘ξερε καλά

Και το τιμούσε όπως του 'πρεπε.

Το γύρευε φορές με τ’ όνομα του

Κι ας έρχονταν κάποτε αυτό ακάλεστο

Κι ας κατέβαινε γοργά χωρίς σταματημό και φράγμα.

Πάσχιζε να συντρέξει

Αυτή ήταν άλλωστε η ύπαρξη του

Ἐνιωθε πάντοτε να στέργει

Ποθούσε μόνο να παρηγορεί.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Αλλιώτικο απ’ όλα τ’ άλλα

Μα που η παραμυθία του ήταν εγγενής

Αυτόφωτη.

Γεννημένο την ίδια ώρα που η ζωή αντίκρισε την ύπαρξη της πλάσης

Καθώς πρώτο εκείνο καλωσορίστηκε στον κόσμο των ανθρώπων.

Κάποτε ήταν ένα ατόφιο παραμύθι

Ξεχωριστό και όμορφο.

Δώρο ακριβό και ατίμητο του Ποιητή στο γέννημά Του.

Και το ονόμασαν

Δάκρυ…

Γεωργία Κιουλαχογλου